Κυριακή 15 Οχτώβρη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 5
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Σκιάχτρα - ένα πανάρχαιο έθιμο

Μουρίκι 2006, φωτογραφία του Πάνου Κοκκινιά
Μουρίκι 2006, φωτογραφία του Πάνου Κοκκινιά
Σκιάχτρα παρουσιάστηκαν σε μια διεθνή εικαστική έκθεση με έργα 63 Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, στη Μετσοβίτικη Πινακοθήκη και στ' αμπέλια του μοναστηριού Αγιονικόλα, ένα αγροτικό πανηγύρι - καλλιτεχνικό δρώμενο για το πώς διώχνουνε τα πουλιά που τσιμπολογάνε τα σταφύλια. Το τερπνό με το ωφέλιμο...

Η έκθεση ερευνά την υπόσταση του σκιάχτρου ως φυσικής παρουσίας, ως πολιτιστικού συμβόλου και ως ενσάρκωσης του αθέατου. Η μορφή του σκιάχτρου αποτρέπει την καταστροφή, απομακρύνει τον κίνδυνο, αλλά μαρτυρά το φόβο.

Τα πρωτόγονα - προαισθητικά σκιάχτρα τα «αντάμωσα» και «κουβέντιασα» μαζί τους στα ταξίδια μου ανά την Ελλάδα, στους στεριανούς τόπους και στα νησιά μας.

Το σκιάχτρο ανάγεται στο πανάρχαιο έθιμο που ανάβανε φωτιές σ' ορισμένες χρονιάρικες εποχές, οπότε και συνηθίζανε να καίγουν ανθρώπινα ομοιώματα που παριστάνανε το χειμώνα, το φθινόπωρο κλπ. Κι έχει σχέση με τις λαϊκές χριστιανικές παραδόσεις και διηγήσεις, που προέρχονται από το Ευαγγέλιο. Ετσι, σκιάχτρο είναι το ανθρωπόμορφο ομοίωμα που παριστάνει τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, τον «Οβριγιό», που τόνε κατασκευάζουνε με άχερα και διάφορες εκρηκτικές ύλες, τόνε κρεμάνε και τον καίνε ανήμερα τη Λαμπρή και τη Λαμπροδευτέρα στη Μυτιλήνη, στη Γαστούνη και την Υδρα. Η χριστιανική οργή για τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, που πρόδωσε τον Χριστό, εκδηλώνεται με το συμβολικό κάψιμό του, που ήτανε παλιότερα κοινό έθιμο σε διάφορους ελληνικούς τόπους. Τον «Οβριγιό» τον καίγανε τη Μεγάλη Παρασκευή, όταν γυρίζανε τους Επιτάφιους ή τη στιγμή που ο παπάς διάβαζε το σχετικό με την προδοσία Ευαγγέλιο. Αλλού πάλι τον καίγανε το Μεγάλο Σάββατο, στερνά από το «Χριστός Ανέστη», ή τη Λαμπροδευτέρα, Λαμπροτρίτη, οπότε κι ανάβανε φωτιές που λεγότανε «αρφανοί» στη Σάμο κι «αρφανοί» στη Μάδυτο. Ακολουθούσε τρανοπανηγύρι με φαγοπότια, τραγούδια και χορούς, με λαϊκά μουσικά όργανα και μεγάλο θόρυβο από πυροτεχνήματα.

Παλιότερα, στη Χίο, τη Λαμπροδευτέρα κάναν ένα σκιάχτρο, τον «Οβριό», που τόνε καίγανε, ενώ οι γυναίκες λέγαν «έ και νάταν αληθινός». Στη Μάδυτο, τη Λαμπροτρίτη, αφού γυρίζανε τα παιδιά τον Ιούδα στους δρόμους, χτυπούσανε το σήμαντρο από την εκκλησιά κι ο κόσμος τάδινε κόκκινα αυγά και χρήματα. Κατόπι καίγανε όλοι μαζί το σκιάχτρο σε φωτιά, που ήταν αναμμένη από το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, στον εκκλησιαστικό αυλόγυρο. Στην Κύπρο το ίδιο, καίγανε το σκιάχτρο, τον Ιούδα, και για την πιο διαφορετική και περίεργη εμφάνισή του, συναγωνίζονταν οι διάφορες ενορίες ανάμεσά τους. Στην Κεφαλονιά, το Μεγάλο Σάββατο πυροβολούσανε πάνω στον Ιούδα, σ' ένα σκιάχτρο από άχερα γεμάτο και τα παιδιά τραγουδούσανε σχετικό τραγουδάκι που πείραζε τους Εβραίους.

Από τα βάθη των αιώνων μέχρι σήμερα

Το σκιάχτρο είναι ανακατεμένο και σε δραματικές ιεροπραξίες, που ξεκινάνε απ' ακαθόριστα βάθη στους αιώνες και σωθήκανε ως τα σήμερα, όπως στην Αίγινα, στο «Λειδινό», που είναι μια δραματοποιημένη ιεροπραξία από τον κύκλο με τις πανάρχαιες χθόνιες βλαστολατρικές τελετές. Κι έχει σχέση με τη λατρεία στον Αδωνη και στον Διόνυσο και ταυτίζεται με την ανάσταση που γίνεται στη φύση την άνοιξη και με την Περσεφόνη που γυρίζει από τον Αδη.

Ετσι σήμερα, στο χωριό Κυψέλη, στην Αίγινα, και παλιότερα στην Παλιοχώρα και στη συνοικία Χαλασμένη, κοντά στο Λεόντι, κατά το έθιμο, τη μέρα που γιορτάζεται ο Σταυρός, φτιάχνουνε το «Λειδινό». Μαζεύουνται οι γυναίκες και τα παιδιά και κατασκευάζουν ένα σκιάχτρο, έναν ψεύτικο άνθρωπο σε νεκρική κατάσταση, που τόνε στολίζουνε για το θάνατό του. Παίρνουνε ρούχα από αγρότη, ντρίλινα και με μπαλώματα, και τα γεμίζουν άχερο που συμβολίζει τη συγκομιδή. Το κεφάλι του το φτιάχνουν από αιγινήτικο κανάτι, που το ζωγραφίζουνε με κάρβουνο, για να παραστήσουνε το στόμα, τα μουστάκια, τα φρύδια και τα κλεισμένα βλέφαρά του. Τόνε στολίζουνε με στάχυα, βασιλικούς, διάφορες πρασινάδες και με το λουλούδι «λειδινό». Του φοράνε τραγιάσκα στο κεφάλι κι έξω από τα ρούχα τού κρεμάνε και τα «μαραφέτια» του, τεράστια, υπερφυσικά, από γουδοχέρι ξύλινο το πέος του κι από ρόδια τους όρχεις του, κι αναπάντεχα του προσδίνουν άσεμνο φαλλικό χαρακτήρα για να τονίσουνε τη δύναμη στη φύση, τη φαλλική τελετουργία στο έθιμο, τ' οργιαστικό ξεκίνημά του.

Το νεκρό «Λειδινό», που το παρουσιαστικό του μοιάζει με νέο αγρότη, τόνε ξαπλώνουνε σε ξύλινο νεκροκρέβατο. Τα χέρια του, όσο είναι σκεπασμένα με τα μανίκια του, γεμάτα άχερο, τα σταυρώνουνε στο στήθος του, όπως στο νεκρό, και του βάζουνε να βαστά πρασινάδες, λουλούδια και το μυρουδικό «λειδινό». Η «θεια - Λειδινού» βγάζει τον «Λειδινό» στην αυλή της κι έρχουνται γυναίκες και παιδιά να τόνε μοιρολογήσουνε. Γύρω του, γι' αφιερώματα, του βάζουν «αράκια», πιάτα γεμάτα αρακά, όπως στους «αδώνιους κήπους», διάφορα αγροτικά εργαλεία, όπως κλαδευτήρια, νεροκολοκύθες, δρεπάνια, πανέρια, καλάθια κλπ. και καλάμια, που συμβολίζουνε τα κεριά και τις λαμπάδες που ανάβουνε στο νεκρό. Μαζεύουνται γύρω στο «Λειδινό» οι γυναίκες και τα παιδιά και μ' αρχιμοιρολογήστρα τη «θεια - Λειδινού» μοιρολογάνε. Αυτή είναι η «εξάρχουσα», όπως στον αρχαίο διθύραμβο, που τραγουδά ένα - ένα στίχο από το μοιρολόγι, κι οι άλλοι επαναλαμβάνουνε. Και το μοιρολόγι θυμίζει χορικό από το αρχαίο δράμα:

«Λειδινέ μου, Λειδινέ μου,

τσαι κλησαρωμένε μου...».

Για να βρούμε αντίστοιχη αναπαράσταση, σκιάχτρο με φαλλοφόρο νεκρό, θα πρέπει ν' ανατρέξουμε σε μακρινότατους αιώνες, όπως είναι οι αναπαραστάσεις στον νεκρό Οσιρη, το μεγάλο θεό στην Αίγυπτο, που συμβολίζει τη βλάστηση. Το συνταιριασμένο μ' αυτόν σύμβολο, στην ανθρώπινη αναπαραγωγή, συμβόλιζε τη γονιμοποιό δύναμη, που καταχωνιασμένη μέσα στα σκοτεινά σπλάχνα, στη γη, θα την αναδεύσει και θα φέρει στο φως την τροφοδότρα βλάστηση.

Το σκιάχτρο, σαν αντικείμενο αλλά και σα λέξη, γεννήθηκε από τότε που υπάρχει ο άνθρωπος. Αυτό, τουλάχιστον, μας αποκαλύπτουν οι αρχαίοι Ελληνες συγγραφείς σε πολλά έργα τους. Μορμολύκειον ή μορμολυκείον, λεγότανε το σκιάχτρο στην αρχαιότητα, που σήμαινε φόβητρο και κατασκευαζόταν όπως και σήμερα. Η λέξη προέρχεται από τη Μορμώ, τη Λάμια και την Εμπουσα, κακοποιά δαιμονικά πνεύματα, με μορφή και ιδιότητες ακαθόριστες, που συγχέονται με τις Νεράιδες. Το μορμολύκειο, που κοινά σημαίνει φόβητρο, σκιάχτρο, μπαμπούλας, στην αρχαιότητα ήτανε προσωπίδα που παρίστανε τη Μορμώ, με την οποία φοβερίζανε τα μικρά παιδιά.

Από το μορμολύκειο ή μορμολυκείο, βγήκαν και οι λέξεις: μορμολύττεσθαι, που είναι ο εκφοβισμός. Μορμόφοβος, μορμολύκη και μορμολυκία που σημαίνει φοβητσιάρα. Μορμολύττομαι που θέλει να πει φοβούμαι, σκιάζουμαι. Μορμορύζω, που σημαίνει φοβερίζω, σκιάζω. Μορμορωπός και μορμωτός που είναι ο δύσμορφος, ο φοβερός, ο τρομερός, ο απαίσιος στην όψη άνθρωπος. Μόρμορος και μόρμος που σημαίνει φόβος. Μορμόνα (και μορμώνα), δηλαδή η σκιάχτρα. Μόρμη, η καταπληκτική στην όψη. Μορμύνω και μορμύσσομαι, που σημαίνουν φοβερίζω, τρομάζω κάποιον, φοβούμαι, τρέμω, σκιάζομαι.

Σαν παράδειγμα για τις παραπάνω λέξεις, απ' όλους τους αρχαίους συγγραφείς, αναφέρω κομμάτια από αριστοφανικές κωμωδίες:

«Θεσμοφοριάζουσες» (στίχος 417): - Πρώτη γυναίκα: «Και τώρα οι άντρες, εξαιτίας του βάζουν μοχλούς και βούλες στους γυναικωνίτες και μας φυλάν, και θρέφουνε, για σκιάχτρα των αγαπητικών, μαντρόσκυλα...».

«Ορνιθες» (στίχος 1243): - Πισθέταιρος: «"Ακου μωρή" τις μπουρμπουλήθρες άστες και ησύχασε... Λυδός ή Φρύγας είμαι, των λόγων σου ο μπαμπούλας να με σκιάζει;».

«Βάτραχοι» (στίχος 925): - Ευριπίδης: «Κι αφού έκανε τα κόλπα αυτά κι έφτανε πια το δράμα στη μέση, τότε δώδεκα βοϊδόφρασες πετούσε, λόγια με φρύδια και λειριά, με κάτι μούτρα σκιάχτρα, άγνωστα σ' όλους τους θεατές».


Βασίλης ΠΛΑΤΑΝΟΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ