Κυριακή 16 Φλεβάρη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΑΓΡΟΤΙΚΑ

Την άποψη του ΚΚΕ για το πόρισμα της Επιστημονικής Επιτροπής του υπουργείου Γεωργίας και τις προτάσεις του Κόμματος για την ανάπτυξη της Γεωργίας αναπτύσσει με επιστολή του προς την Επιστημονική Επιτροπή ο Γιάννης Σφυρής, εκ μέρους του Αγροτικού Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ. Η επιστολή αποτελεί απάντηση σε πρόσκληση της Επιτροπής προς το ΚΚΕ να πάρει μέρος σε συνάντηση - διάλογο για τα ζητήματα της γεωργίας, προφανώς στα πλαίσια των «κοινωνικών διαλόγων» που κάθε τόσο ανοίγουν οι κυβερνώντες -είτε απευθείας είτε μέσω διαφόρων φορέων- προκειμένου να εξασφαλίσουν και με διαδικασίες... κοινωνικής συναίνεσης την αποτελεσματικότερη επιβολή της πολιτικής τους.

«Το ΚΚΕ -σημειώνεται στη συνοδευτική επιστολή- έχει αντίθετη πολιτική με την πολιτική της κυβέρνησης και των πολιτικών δυνάμεων που θεωρούν μονόδρομο την ΚΑΠ και τον ΠΟΕ και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εκφράζουν τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου» και συνεχίζει:

«Με βάση τα παραπάνω εξ αντικειμένου δεν μπορεί να υπάρξει διακομματική συναίνεση, τουλάχιστον με το ΚΚΕ, πράγμα το οποίο ίσως είναι εφικτό με άλλες πολιτικές δυνάμεις που εκπροσωπούν ίδια ή παραπλήσια με την κυβέρνηση συμφέροντα, αλλά για μικροκομματικούς ψηφοθηρικούς λόγους, προσποιούνται ότι διαφωνούν.

Πολύ φοβούμαστε ότι και η επιτροπή σας θα χρησιμοποιηθεί από το υπουργείο Γεωργίας σαν μηχανισμός αντίστοιχος του αποτυχημένου ΣΑΠ, με στόχο να βρει συνενόχους και να εγκλωβίσει αποτελεσματικότερα τους μικρομεσαίους αγρότες στην αντιαγροτική πολιτική». Και η επιστολή καταλήγει: «Ευχαριστούμε για την πρόσκλησή σας να συναντηθούμε, αλλά εκτιμούμε ότι δεν υπάρχει ουσιαστικό αντικείμενο εργασίας για μια τέτοια συνάντηση. Μια συνάντηση για καθαρά επικοινωνιακούς λόγους ή λόγους δημοσίων σχέσεων, όχι μόνο δε θα διαφωτίσει το θέμα, αλλά θα το συσκοτίσει και θα δημιουργήσει συγχύσεις, στις οποίες δε θα θέλαμε να συμβάλλουμε».

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΕΩΡΓΙΑ
Ο εξαγνισμός της αντιαγροτικής πολιτικής και οι θέσεις του ΚΚΕ

Οι απόψεις του ΚΚΕ για το Πόρισμα της Επιστημονικής Επιτροπής του υπουργείου Γεωργίας και οι προτάσεις των κομμουνιστών για την ανάπτυξη της γεωργίας

Από το ερωτηματολόγιο του υπουργείου Γεωργίας γίνεται φανερό ότι το πρώτο, το βασικό και ταυτόχρονα επιστημονικό ερώτημα «πού πάμε», είναι περισσότερο ρητορικό και λιγότερο ουσιαστικό. Και αυτό γιατί την απάντηση στο ερώτημα αυτό τη δίνει έμμεσα, αλλά κατηγορηματικά, ο ίδιος ο υπουργός Γεωργίας, ο οποίος θεωρεί δεδομένο και αδιαπραγμάτευτο ότι η ελληνική γεωργία στο προσεχές μέλλον, τουλάχιστον μιας δεκαετίας, θα πορευτεί στα αντιαγροτικά πλαίσια της ενδιάμεσης αναθεώρησης της ΚΑΠ και της συμφωνίας του ΠΟΕ. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει επιστημονικό αντικείμενο διερεύνησης στο πρώτο και βασικό ερώτημα. Γι' αυτό είναι περιττή η επιστημονική επιτροπή, όσον αφορά αυτό το ερώτημα, η οποία αν λειτουργούσε στοιχειωδώς, ανεξάρτητα και επιστημονικά, έπρεπε να ερευνήσει πού πρέπει να πάει η ελληνική γεωργία στην προσεχή δεκαετία, για να ανταποκριθεί στις ανάγκες του λαού μας, της χώρας και των μικρομεσαίων αγροτών και όχι πώς θα προσαρμοστεί σε μια προκαθορισμένη πολιτική.

Τα άλλα δύο ερωτήματα του υπουργείου Γεωργίας προς την επιτροπή είναι διαχειριστικά - εφαρμοστικά, επειδή αφορούν στην καλύτερη εφαρμογή μιας προαποφασισμένης αντιαγροτικής πολιτικής, γι' αυτό η οποιαδήποτε επιστημονική επιτροπή δεν είναι η πιο κατάλληλη, για να δώσει τις καλύτερες απαντήσεις. Οι πιο κατάλληλοι για τις απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά είναι τα υπηρεσιακά στελέχη του υπουργείου Γεωργίας και των Οργανισμών του, τα οποία και επιστημονική κατάρτιση έχουν, αλλά και μεγάλη διαχειριστική, εφαρμοστική εμπειρία, την οποία στερείται η επιστημονική επιτροπή, επειδή εξ αντικειμένου η εμπειρία της είναι διδακτική, ερευνητική.


Προφανής, λοιπόν, ο στόχος του υπουργείου Γεωργίας να χρησιμοποιήσει την επιστημονική επιτροπή σαν κολυμβήθρα του Σιλωάμ, για να εξαγνίσει την αντιαγροτική πολιτική, αλλά και σαν έξωθεν καλή μαρτυρία για την αναγκαιότητα της ΚΑΠ και των αναθεωρήσεών της.

Η Επιστημονική Επιτροπή, αποδεχόμενη το πλαίσιο των ερωτημάτων του υπουργείου Γεωργίας εξ αντικειμένου υπηρετεί τις σκοπιμότητές του. Στα πλαίσια αυτών των παραμέτρων, είναι λογικό να θεωρεί δεδομένο και να μην την προβληματίζει ο καταμερισμός εργασίας που έχει επιβάλει η ΕΕ στην ελληνική γεωργία και έχει σαν αποτέλεσμα τη δραματική συρρίκνωση της κτηνοτροφίας και τα τεράστια ελλείμματα στο εμπορικό αγροτικό ισοζύγιο. Καταμερισμός που θα επιδεινωθεί με την ενδιάμεση αναθεώρηση της ΚΑΠ και της συμφωνίας του ΠΟΕ.

Είναι λογικό να θεωρεί δεδομένη τη συρρίκνωση της γεωργίας και του αγροτικού εισοδήματος και να προτείνει σαν εναλλακτική λύση τον αγροτοτουρισμό, παραβλέποντας το γεγονός ότι τα αποτελέσματα αυτής της δραστηριότητας που προωθήθηκε και στη δεκαετία του 1990 είναι μηδαμινά και στην πλειοψηφία τους δεν αφορούν αγρότες, αλλά μεγάλες επιχειρήσεις, στις οποίες οι μικρομεσαίοι αγρότες ίσως κάνουν κανένα ημερομίσθιο σαν υπηρετικό προσωπικό.

Είναι λογικό να θεωρεί δεδομένο το διαχειριστικό αντιπαραγωγικό ρόλο του δημόσιου τομέα που ασχολείται με την αγροτική οικονομία και να μην την προβληματίζει καν το ενδεχόμενο αλλαγής του σε παραγωγική, αναπτυξιακή κατεύθυνση.

Είναι λογικό να μη σκέφτεται καν σαν πιθανή λύση τον παραγωγικό συνεταιρισμό στο βασικό διαρθρωτικό πρόβλημα της ελληνικής γεωργίας, που είναι ο μικρός και πολυτεμαχισμένος κλήρος, αλλά να προβληματίζεται και να κάνει προτάσεις, για να ξεπεραστεί η υπολειτουργία και η αναποτελεσματικότητα των μηχανισμών και των προγραμμάτων, που στόχο τους έχουν να συγκεντρώσουν τη γη σε λίγους μεγαλοαγρότες, όπως η τράπεζα γης, οι πρόωρες συντάξεις κ.ά.

Δεν υπάρχει κανένας προβληματισμός της επιστημονικής επιτροπής στα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής γεωργίας, επειδή τη λύση που προτείνει η ΕΕ και η κυβέρνηση τη θεωρεί θέσφατο, γι' αυτό την αντιμετωπίζει με τη λογική του «πίστευε και μη ερεύνα».

Συμφωνεί απόλυτα με τους στρατηγικούς στόχους της ΕΕ και της κυβέρνησης, αλλά και με τα προσχήματα που χρησιμοποιούνται, για να εξωραϊστούν και συγκαλυφθούν αυτοί οι αντιαγροτικοί - αντιλαϊκοί στόχοι.

Επαναλαμβάνοντας τα επιχειρήματα της ΕΕ και της κυβέρνησης, η επιστημονική επιτροπή προσπαθεί να φέρει σε αντιπαράθεση την ποιότητα με την ποσότητα των αγροτικών προϊόντων.

Προσποιείται ότι ο στόχος της ποιότητας είναι πρωτότυπος, όταν είναι γνωστό ότι από την ύπαρξή του το ανθρώπινο είδος προσπαθεί να βελτιώσει όχι μόνο την ποιότητα της τροφής του, αλλά και της ένδυσής του, της κατοικίας του και όλων των παραμέτρων που άμεσα ή έμμεσα επηρεάζουν την επιβίωσή του.

Θεωρεί βασικό στόχο την ποιότητα σε μια χώρα που παράγει το καλύτερο καλαμπόκι στον κόσμο. Που είναι μέσα στις τρεις πρώτες χώρες του κόσμου ποιοτικής παραγωγής βαμβακιού. Που η παραγωγή έξτρα παρθένου ελαιόλαδου αποτελεί το 85% της συνολικής παραγωγής, όταν τα αντίστοιχα ποσοστά της Ιταλίας και Ισπανίας είναι 65% και 50%. Που όλοι οι κρεοπώλες της χώρας διαφημίζουν, για ευνόητους λόγους, ότι πωλούν ντόπια κρέατα, όταν η εγχώρια παραγωγή βοδινού κρέατος καλύπτει μόνο το 25% των αναγκών κ.ά.

Οχι πως δεν είναι αναγκαία η συνέχιση της προσπάθειας βελτίωσης της ποιότητας και σε μια χώρα με αξιοζήλευτες κατακτήσεις σ' αυτόν τον τομέα. Αλλά η επίκληση, με αυτόν τον τρόπο, της ποιότητας γίνεται εκ του πονηρού και υπηρετεί δύο στόχους:

Να συγκαλύψει την πολιτική συρρίκνωσης της γεωργίας και να κάνει τους αγρότες συνενόχους στα αδιέξοδα της γεωργίας με το ψεύτικο αιτιολογικό ότι δεν παράγουν ποιοτικά προϊόντα, γι' αυτό μένουν απούλητα, γι' αυτό δε διασφαλίζουν ικανοποιητικά εισοδήματα.

Είναι, όμως, πέρα για πέρα υποκριτικό το ενδιαφέρον τους για την ποιότητα και αυτό αποδείχνεται καθημερινά με πραγματικά περιστατικά. Ολοι όσοι «κόπτονται» για την ποιότητα οικοδόμησαν την κοινοτική κτηνοτροφία στις διοξίνες, στα κρεατάλευρα, στη μαζική χρήση των αντιβιοτικών και ορμονών, με τα γνωστά αποτελέσματα. Κάτω από την κατακραυγή των καταναλωτών αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν ορισμένα από τα παραπάνω μέσα, αλλά από τη «Σκύλλα πήγαν στη Χάρυβδη», με αποτέλεσμα η σημερινή κοινοτική κτηνοτροφία να οικοδομείται στη μεταλλαγμένη σόγια των ΗΠΑ, με απρόβλεπτες αρνητικές συνέπειες στη δημόσια υγεία.

Ολοι όσοι κόπτονται για την ποιότητα δέχτηκαν αδιαμαρτύρητα τη νομιμοποίηση της νοθείας του ελαιολάδου με σπορέλαια, επειδή δεν ήθελαν να στενοχωρήσουν τους Βόρειους κοινοτικούς εταίρους τους. Ομόφωνα, χωρίς αντίρρηση, υπέκυψαν στις απαιτήσεις των ΗΠΑ και απελευθέρωσαν τη χρησιμοποίηση των ΓΜΟ (Γενετικά τροποποιημένων Οργανισμών) στη γεωργία, με απρόβλεπτες αρνητικές συνέπειες στο περιβάλλον και στη δημόσια υγεία. Και με πρόσχημα τη βιώσιμη γεωργία προωθούν την κατάργηση της καπνοκαλλιέργειας, όταν γνωρίζουν ότι οι ανάγκες της ΕΕ θα καλυφθούν με εισαγωγές από τις ΗΠΑ, για να ωφεληθούν προκλητικά συγκεκριμένες πολυεθνικές.

Αυθαίρετες εκτιμήσεις

Η επιστημονική επιτροπή, στην προσπάθειά της να εξωραΐσει την ΚΑΠ και τις μεταμορφώσεις της, καταφεύγει σε αυθαίρετες και αναπόδεικτες εκτιμήσεις, πάνω στις οποίες οικοδομεί μια συλλογιστική σκοπιμότητας.

Ισχυρίζεται ότι η ΚΑΠ στη δεκαετία του 1980, με βασικό άξονα το σύστημα τιμών και επιδοτήσεων, βελτίωσε αισθητά τα εισοδήματα, ειδικά των πεδινών περιοχών και καλλιέργησε έναν εφησυχασμό στους αγρότες, με αποτέλεσμα να μην προωθηθούν οι απαιτούμενες διαρθρωτικές αλλαγές. Τον ισχυρισμό της αυτό τον χρησιμοποιεί για να δικαιολογήσει ως αναγκαίες τις αναθεωρήσεις της ΚΑΠ.

Μια προσεκτικότερη, όμως, ανάλυση των στοιχείων της δεκαετίας του 1980 δείχνει ότι η όποια βελτίωση υπήρξε στο αγροτικό εισόδημα την περίοδο αυτή, δεν οφείλεται στην ΚΑΠ, αλλά στην παράλληλη εφαρμογή μιας ιδιόμορφης συμπληρωματικής εθνικής πολιτικής τιμών και επιδοτήσεων, που ασκήθηκε μέσα από τους συνεταιρισμούς, οι οποίοι, για το λόγο αυτό οδηγήθηκαν μαζικά στη χρεοκοπία.

Είναι γνωστές οι εθνικές επιδοτήσεις που έδιναν οι συνεταιρισμοί στα λιπάσματα, στις ζωοτροφές κ.α., όπως επίσης είναι γνωστές οι υψηλότερες τιμές, που έδιναν οι συνεταιρισμοί σε όλα σχεδόν τα αγροτικά προϊόντα, με παρότρυνση των ελληνικών κυβερνήσεων, αλλά χωρίς την αναγκαία οικονομική κάλυψη.

Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν στη δεκαετία του 1980 να ρευστοποιηθούν τα τεράστια περιουσιακά στοιχεία των συνεταιρισμών που δημιουργήθηκαν με τις εισφορές των αγροτών πολλών δεκαετιών και ταυτόχρονα να υποθηκευτεί το μέλλον τους με τον υπερβολικό δανεισμό, που τους οδήγησε στη χρεοκοπία.

Επιστημονικά άστοχη, αλλά ενταγμένη σε μια συλλογιστική σκοπιμότητας, είναι και η σύγκριση που κάνει η επιστημονική επιτροπή στα αγροτικά εισοδήματα των μειονεκτικών και πεδινών περιοχών, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η μέχρι σήμερα ΚΑΠ συσσώρευσε πλούτο στις πεδινές περιοχές και φτώχεια στις μειονεκτικές, γι' αυτό είναι αναγκαίες οι αναθεωρήσεις της ΚΑΠ, οι οποίες θίγουν τους αγρότες των πεδινών περιοχών, αλλά ευνοούν τάχα τους αγρότες και τον πληθυσμό των μειονεκτικών περιοχών.

Η πραγματικότητα, όμως, είναι εντελώς διαφορετική από τις εκτιμήσεις και τα συμπεράσματα της επιτροπής. Και αυτό γιατί η μέχρι σήμερα ΚΑΠ μετέτρεψε σε «νεκρές» οικονομικά ζώνες τις μειονεκτικές περιοχές και ταυτόχρονα υποβάθμισε σημαντικά τις πεδινές περιοχές, αποτέλεσμα που θα ήταν ιδιαίτερα αισθητό αν δεν υπήρχε σημαντική μείωση του αγροτικού πληθυσμού. Κατά συνέπεια, αποτελεί αλχημεία η εισοδηματική σύγκριση «νεκρών» οικονομικά περιοχών, των οποίων οι λιγοστοί υπερήλικες κάτοικοι έχουν μηδαμινά εισοδήματα και επιβιώνουν με συντάξεις, εμβάσματα και άλλα κοινωνικά βοηθήματα με οικονομικά ακόμα ενεργείς περιοχές, οι οποίες, με τις αναθεωρήσεις της ΚΑΠ, θα ακολουθήσουν την τύχη των μειονεκτικών περιοχών. Αν η επιστημονική επιτροπή ήθελε να κάνει πραγματική εισοδηματική σύγκριση θα έπρεπε να συγκρίνει το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα των αγροτών της Καρδίτσας, που είναι η πιο πεδινή περιοχή, με το μέσο κατά κεφαλήν εθνικό εισόδημα, για να διαπιστώσει τον «πλούτο» και την «ευημερία» των αγροτών των πεδινών περιοχών.

Αποκορύφωμα των αυθαίρετων εκτιμήσεων που δεν τεκμηριώνονται από καμιά επιστημονική έρευνα, αποτελεί το συμπέρασμα ότι «οι διεπαγγελματικές οργανώσεις, στις οποίες συμμετέχουν οι αγροτικοί συνεταιρισμοί, ανάγουν τους αγρότες σε ισότιμους κοινωνικούς εταίρους με τους μεταποιητές και τους εμπόρους και προάγουν τα συμφέροντα όλων των συνεργαζόμενων μερών». Δηλαδή, οι διεπαγγελματικές οργανώσεις, κατά τη γνώμη της επιτροπής, ως διά μαγείας καταργούν τις αντιθέσεις των διαφόρων κοινωνικών ομάδων που έχουν ανταγωνιστικά συμφέροντα και χέρι - χέρι εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι παλεύουν για τα κοινά συμφέροντα. Η εκτίμηση αυτή είναι πολύ πιο προχωρημένη από την άποψη που έλεγε ότι, με κάποια διατάγματα που έβαζαν εμπόδια στις εργατικές κινητοποιήσεις, μπορούσε να καταργηθεί η πάλη των τάξεων και, αν δεν είναι επιστημονικά αφελής, θέλει να συγκαλύψει τον πραγματικό στόχο των διεπαγγελματικών οργανώσεων, που είναι η θεσμική υποταγή των μικρομεσαίων αγροτών και των συνεταιρισμών τους στους εμποροβιομήχανους εκμεταλλευτές τους.

Εντελώς υποκειμενικό, και αντιδημοκρατικό ταυτόχρονα, είναι το συμπέρασμα της επιτροπής ότι το 2000 με το νόμο 2810, αποκαταστάθηκε το θεσμικό πλαίσιο των συνεταιρισμών. Φαίνεται ότι για την επιτροπή, η κουτσουρεμένη απλή αναλογική αποτελεί εκτροπή, ενώ το πλειοψηφικό αποκατάσταση. Η τυπική ισοτιμία των συνεταίρων που εκφράζεται με μία ψήφο για κάθε συνεταίρο είναι εκτροπή, ενώ η μία ψήφος για το φτωχό αγρότη και τρεις ψήφοι για τον πλούσιο αγρότη είναι θεσμική αποκατάσταση. Ο συνεταιρισμός σαν ένωση φυσικών προσώπων για την επιτροπή αποτελεί εκτροπή, ενώ ο συνεταιρισμός σαν ένωση φυσικών και νομικών προσώπων, δηλαδή ιδιωτικών επιχειρήσεων, αποτελεί αποκατάσταση. Οι αμιγείς συνεταιριστικές οργανώσεις αποτελούν εκτροπή, ενώ αυτές που «συνεργάζονται» με το μεγάλο ιδιωτικό κεφάλαιο αποκατάσταση των θεσμών κ.ο.κ.

Υπέρμετρος ζήλος

Ο υπέρμετρος ζήλος της επιτροπής να εξωραΐσει τις προαποφασισμένες αντιαγροτικές πολιτικές της κυβέρνησης και της ΕΕ αποκαλύπτεται και από την προσπάθειά της να διατυπώσει «επιστημονική πρόταση» και για θέματα που από τη σύνθεσή της δεν είναι η πλέον αρμόδια.

Προτείνει, για παράδειγμα, η επιτροπή για το κρίσιμο θέμα των υδατικών πόρων, μια πολιτική διαχείρισής τους που θα διέπεται από σύγχρονες προσεγγίσεις στο θέμα της τιμολόγησης και αποτελεσματικό συντονισμό των αρμόδιων φορέων. Δηλαδή, τσουχτερά τιμολόγια, για να περιοριστεί η κατανάλωση, όταν οι αρμόδιοι επιστημονικοί φορείς προτείνουν έργα εμπλουτισμού των υπόγειων υδροφορέων, προστασία των δασών, χρησιμοποίηση νέων τεχνικών και τεχνολογιών για την εξοικονόμηση υδάτινων πόρων, έργα μείωσης των απωλειών και αξιοποίησης των διαθέσιμων πόρων, ποιοτική αναβάθμιση και προστασία των διαθέσιμων πόρων κ.ο.κ. Και στο θέμα αυτό η πρότασή της δεν αποτελεί καρπό κάποιας επιστημονικής έρευνας, αλλά αντιγραφή της σχετικής κοινοτικής οδηγίας, που στόχο της έχει να χρησιμοποιήσει το νερό σαν μέσο επιβολής μιας πολιτικής που συρρικνώνει τη γεωργία, για να την προσαρμόσει στη λεγόμενη παγκοσμιοποιημένη αγορά όπου κυριαρχεί το κέρδος και όχι οι ανάγκες του λαού μας και των λαών που υποσιτίζονται και λιμοκτονούν.

Η προσπάθεια της επιστημονικής επιτροπής να εξωραΐσει και να συγκαλύψει τον αντιαγροτικό χαρακτήρα της ΚΑΠ και ταυτόχρονα να δικαιολογήσει ως ορθές και μοναδικές τις αντιαγροτικές αναθεωρήσεις της, έχει ένα σοβαρό μειονέκτημα. Η επιχειρηματολογία της δεν προσθέτει τίποτα καινούριο απ' όσα κατά καιρούς έχουν δηλώσει οι επίτροποι γεωργίας και απ' όσα έχουν γραφτεί στις εισηγητικές εκθέσεις της επιτροπής, που συνοδεύουν τα κείμενα των προτεινόμενων αναθεωρήσεων. Γι' αυτό, το πόρισμα της επιστημονικής επιτροπής θα έχει μηδαμινή συμβολή στην προσπάθεια της κυβέρνησης να αποπροσανατολίσει τους μικρομεσαίους αγρότες, για να αποδεχτούν αδιαμαρτύρητα το ξεκλήρισμά τους. Οι μικρομεσαίοι αγρότες βιώνουν στο πετσί τους τις αρνητικές συνέπειες της ΚΑΠ και έχουν πια την εμπειρία, για να καταλάβουν τον αντιαγροτικό χαρακτήρα της ενδιάμεσης αναθεώρησης της ΚΑΠ και της συμφωνίας του ΠΟΕ. Αυτή η εκτίμηση επιβεβαιώνεται από τις πρωτοφανείς σε μαζικότητα, αγωνιστικότητα και διάρκεια αγροτικές κινητοποιήσεις, που στόχο τους έχουν την ανατροπή και όχι τον εξωραϊσμό των αντιαγροτικών πολιτικών της ΕΕ και των ελληνικών κυβερνήσεων.

Οι θέσεις του ΚΚΕ

Για το ΚΚΕ το πραγματικό ζητούμενο της ελληνικής γεωργίας είναι, ποια πολιτική πρέπει να εφαρμοστεί για να βγει από τα σημερινά αδιέξοδα και να ανταποκριθεί στις ανάγκες του λαού μας και των μικρομεσαίων αγροτών και όχι πώς θα εφαρμοστούν καλύτερα οι πολιτικές που ευθύνονται για την αρνητική της πορεία και την ερήμωση της υπαίθρου.

Το ΚΚΕ διαφωνεί ριζικά με τον καταμερισμό εργασίας που επιβάλλει στη γεωργία η ΕΕ, με τις ποσοστώσεις και τα πρόστιμα συνυπευθυνότητας, που δεν αφήνουν κανένα περιθώριο ανάπτυξης της γεωργίας, που αποτελεί βασική οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα της υπαίθρου. Θεωρεί ότι οι παρεμφερείς προς τη γεωργία δραστηριότητες εξ αντικειμένου έχουν πολύ περιορισμένα και τοπικά αποτελέσματα στην απασχόληση και στο εισόδημα, γι' αυτό η ερήμωση της υπαίθρου θα συνεχιστεί, αν δε στηριχτεί στον πρωτογενή τομέα (γεωργία) και στο δευτερογενή (μεταποίηση -βιομηχανία).

Προτείνει την ολόπλευρη ανάπτυξη και της γεωργίας, έτσι ώστε να αξιοποιούνται όλες οι παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, να καλύπτονται οι σύγχρονες διατροφικές ανάγκες του λαού μας, να προστατεύεται πραγματικά το περιβάλλον και η δημόσια Υγεία και να ανταποκρίνεται η παραγωγή στις προδιαγραφές των διεθνών αναγκών.

Με βάση αυτά τα χαρακτηριστικά, η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας αποκτά πρώτη προτεραιότητα, με στόχο την αυτάρκεια στα ζωοκομικά προϊόντα και σε χρονοδιάγραμμα που θα εξαρτάται από τις αντικειμενικές συνθήκες του κάθε επιμέρους κτηνοτροφικού κλάδου.

Η ανάπτυξη όλων των κλάδων της κτηνοτροφίας μπορεί να στηριχτεί στις εγχώριες ζωοτροφές και ειδικότερα στις εγχώριες φυτικές πρωτεΐνες που εξασφαλίζουν υγιεινά και ασφαλή ζωοκομικά προϊόντα, σε αντίθεση με τις ζωικές πρωτεΐνες, τα γνωστά κρεατάλευρα, αλλά και τη μεταλλαγμένη σόγια των ΗΠΑ, που έχουν σαν αποτέλεσμα την υπονόμευση της δημόσιας υγείας και του περιβάλλοντος, αλλά και την εξάρτηση της κτηνοτροφίας στη βασική της πρώτη ύλη από τις ΗΠΑ.

Οι καλλιέργειες που παράγουν τις φυτικές πρωτεΐνες, όπως τα αρδευόμενα και ξηρικά ψυχανθή αξιοποιούν άριστα τις εδαφοκλιματολογικές συνθήκες της χώρας, αποτελούν βασικές καλλιέργειες για μια ορθολογική αμειψισπορά και συμβάλλουν σημαντικά στη μείωση της νιτρορύπανσης.

Η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας και των καλλιεργειών των κτηνοτροφικών ψυχανθών, προκαλεί ορθολογική αναδιάρθρωση της φυτικής παραγωγής, με θετικά αποτελέσματα στη μείωση του κόστους παραγωγής, στην προστασία του περιβάλλοντος και στη διάθεση της ζωικής και φυτικής παραγωγής.

Η παραγωγή γενετικού και πολλαπλασιαστικού κυρίως φυτικού υλικού, όπως και η παραγωγή κηπευτικών σε υπαίθριες ή ελεγχόμενες συνθήκες, για το ΚΚΕ αποτελούν προωθούμενες δραστηριότητες, επειδή προσιδιάζουν στις εδαφοκλιματολογικές συνθήκες της χώρας και έχουν συγκριτικά πλεονεκτήματα σε σχέση με άλλες καλλιέργειες.

Σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των νησιωτικών περιοχών μπορεί και πρέπει να παίζει η ππροώθηση της θαλάσσιας αλιείας και των υδατοκαλλιεργειών που θα στηριχτεί στους αλιευτικούς παραγωγικούς συνεταιρισμούς των μικρομεσαίων ψαράδων. Θα προστατεύει το θαλάσσιο περιβάλλον και τους φυσικούς ψαρότοπους. Θα διατηρεί και θα εμπλουτίζει τα ιχθυοαποθέματα.

Το ΚΚΕ διαφωνεί ριζικά με το σύστημα τιμών και επιδοτήσεων που έχει επιβάλει η ΕΕ, ειδικά μετά το 1992, επειδή δεν καλύπτει το κόστος παραγωγής των μικρομεσαίων αγροτών. Ευνοεί τους μεγαλοαγρότες που παίρνουν τη μερίδα του λέοντος των επιδοτήσεων και τους εμποροβιομήχανους που αγοράζουν σε εξευτελιστικές τιμές την πρώτη ύλη. Λειτουργεί σαν αντικίνητρο στην αύξηση της παραγωγής και στη βελτίωση της ποιότητάς της. Εμποδίζει την αναγκαία αναδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής. Κατοχυρώνει και εντείνει την εκμετάλλευση των αναπτυσσόμενων χωρών από τις πολυεθνικές και το μεγάλο κεφάλαιο των ανεπτυγμένων χωρών.

Το ΚΚΕ θεωρεί το σύστημα τιμών και επιδοτήσεων βασικό εργαλείο άσκησης της αγροτικής πολιτικής, το οποίο θα είναι αναπτυξιακό, προοδευτικό και αποτελεσματικό, αν εξασφαλίζει βιώσιμο εισόδημα στους μικρομεσαίους αγρότες. Αν λειτουργεί σαν κίνητρο για την ανάπτυξη της γεωργίας και τη βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων της. Αν προωθεί τις αναγκαίες αναδιαρθρώσεις. Αν συμβάλλει στη διαμόρφωση ισότιμων εμπορικών σχέσεων με όλες τις χώρες του κόσμου.

Στα πλαίσια αυτού του συστήματος τιμών και επιδοτήσεων θα πρέπει να υπάρχει εξισορρόπηση στις τιμές και επιδοτήσεις ανάμεσα στα σιτηρά και τα ξηρικά ψυχανθή, ανάμεσα στα αρδευόμενα ψυχανθή και στις άλλες αρδευόμενες καλλιέργειες, έτσι ώστε να αναπτυχθεί η καλλιέργεια των ψυχανθών. Να κλιμακώνονται οι τιμές ανάλογα με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της παραγωγής. Να επανεξεταστεί το σύστημα των διεθνών τιμών και επιδοτήσεων, με στόχο να αποκατασταθεί η αδικία σε βάρος των αναπτυσσόμενων χωρών.

Το βασικό διαρθρωτικό πρόβλημα της ελληνικής γεωργίας που είναι ο μικρός και πολυτεμαχισμένος κλήρος, η κυβέρνηση και η ΕΕ προσπαθεί να το λύσει με τη συγκέντρωση της γης σε λίγους μεγαλοαγρότες και τη μετατροπή των μικρομεσαίων αγροτών, σε εργάτες γης και άνεργους.

Τη λύση αυτή το ΚΚΕ δεν τη θεωρεί μονόδρομο. Υπάρχει εναλλακτική πρόταση που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των μικρομεσαίων αγροτών και στηρίζεται στην ολόπλευρη ανάπτυξη ενός υγιούς παραγωγικού συνεταιριστικού κινήματος, που θα ασχολείται με όλες τις φάσεις της αγροτικής παραγωγής. Πρώτα και κύρια με την παραγωγή των αγροτικών προϊόντων που αποτελεί την «αχίλλειο πτέρνα» της ελληνικής γεωργίας, αλλά και με τη μεταποίηση και εμπορία της αγροτικής παραγωγής.

Ο παραγωγικός συνεταιρισμός αντιμετωπίζει με τον καλύτερο τρόπο όλα τα μειονεκτήματα του μικρού και πολυτεμαχισμένου κλήρου, χωρίς να ξεκληρίζει τους μικρομεσαίους αγρότες. Μειώνει το κόστος παραγωγής και αυξάνει την παραγωγικότητα της γεωργίας. Συμβάλλει σημαντικά στην απασχόληση στην ύπαιθρο και βελτιώνει το αγροτικό εισόδημα. Μεγιστοποιεί την προστιθέμενη αξία με την καθετοποίηση της παραγωγής. Αξιοποιεί ορθολογικά τα γεωργικά μηχανήματα και εφόδια, έτσι ώστε να προστατεύεται το περιβάλλον και η σπατάλη πρώτων υλών.

Το παραγωγικό συνεταιριστικό κίνημα δεν έχει καμιά σχέση με το υδροκέφαλο γραφειοκρατικό και αντιδημοκρατικό συνεταιριστικό κίνημα που αναπτύχθηκε στη χώρα μας, στη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα και οδηγήθηκε στη χρεοκοπία και ανυποληψία. Δεν έχει καμιά σχέση με το νέο συνεταιριστικό κίνημα των ανωνύμων εταιριών των μεγαλοαγροτών και εμποροβιομηχάνων, που προσπαθεί να οικοδομήσει η κυβέρνηση στα χαλάσματα του παλαιού συνεταιριστικού κινήματος.

Ο δημόσιος τομέας

Καθοριστικό ρόλο στην ολόπλευρη ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας μπορεί και πρέπει να παίξει ο δημόσιος τομέας που ασχολείται με τη γεωργία και αποτελείται από τις κεντρικές, περιφερειακές και νομαρχιακές γεωργικές υπηρεσίες, από τους αγροτικούς οργανισμούς και ιδρύματα έρευνας των ΑΤΕ κ.ά.

Για να παίξει αυτό το ρόλο ο δημόσιος αγροτικός τομέας θα πρέπει να έχει αναπτυξιακά χαρακτηριστικά και παραγωγικό προσανατολισμό που θα εκφράζεται:

  • Με τη δημοκρατική διαμόρφωση ολοκληρωμένων κλαδικών και περιφερειακών πολιτικών, στην υλοποίηση των οποίων καθοριστικό ρόλο θα παίζουν οι δημόσιοι οργανισμοί, τα ερευνητικά ιδρύματα, η ΑΤΕ κ.ά., μαζί με τους παραγωγικούς συνεταιρισμούς.
  • Με την πραγματοποίηση των απαιτούμενων έργων υποδομής που μειώνουν το κόστος παραγωγής, εξοικονομούν φυσικούς πόρους και προστατεύουν την παραγωγή από δυσμενή καιρικά φαινόμενα.
  • Με την ανάπτυξη της γεωργικής έρευνας και τεχνολογίας, αλλά και εκπαίδευση των αγροτών για την ορθολογική χρησιμοποίηση των νέων τεχνολογιών.
  • Με τη δημιουργία κρατικών επιχειρήσεων παραγωγής βασικών αγροτικών εφοδίων και μηχανημάτων.
  • Με τη δημιουργία δημοσίων οργανισμών προώθησης των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων.
  • Με την αποτελεσματική ασφάλιση της αγροτικής παραγωγής και του αγροτικού κεφαλαίου, απ' όλα τα αντίξοα καιρικά φαινόμενα.
  • Με την προνομιακή χρηματοδότηση των συνεταιρισμών, των προωθούμενων γεωργικών δραστηριοτήτων, αλλά και των νέων αγροτών για την αντιμετώπιση βασικών κοινωνικών προβλημάτων, όπως το πρόβλημα της κατοικίας κ.ά.

Σημαντικό ρόλο το κράτος μπορεί να παίξει στη διαχείριση του υδάτινου δυναμικού της χώρας, που αποτελεί βασικό αναπτυξιακό παράγοντα με την ίδρυση δημόσιου οργανισμού σε εθνικό επίπεδο και τη δημιουργία παραρτημάτων κατά υδρολογική περιφέρεια.

Τα κριτήρια λειτουργίας αυτού του οργανισμού δε θα πρέπει να είναι εισπρακτικά, αλλά αναπτυξιακά, που θα στηρίζονται σε έργα υποδομής και δραστηριότητες που εμπλουτίζουν τους υδροφορείς, περιορίζουν τις απώλειες των διαθέσιμων πόρων και μεγιστοποιούν τις αξιοποιήσιμες ποσότητες. Σε νέες τεχνικές αρδεύσεις που μηδενίζουν τις απώλειες και τις παρενέργειες από τη σπατάλη αυτού του φυσικού αγαθού. Σε μέτρα προστασίας της ποιότητας των διαθέσιμων πόρων κ.ά.

Η δομή και η λειτουργία του δημόσιου τομέα που προτείνει το ΚΚΕ, δεν έχει καμιά σχέση με το σημερινό που έχει εκφυλιστεί σε έναν υδροκέφαλο μηχανισμό διαχείρισης των αντιαγροτικών πολιτικών και των επιδοτήσεων της ΕΕ. Που ιδιωτικοποιεί την ΑΤΕ, ξεπουλάει τις βιομηχανίες της και τις εταιρίες μετοχικού ενδιαφέροντος, στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Που λειτουργεί με τα λεγόμενα ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και με ανταποδοτική λογική και για τις ελάχιστες και υποβαθμισμένες υπηρεσίες που προσφέρει στους αγρότες.

Το ΚΚΕ πιστεύει ότι ένα ικανοποιητικό αγροτικό εισόδημα δεν είναι αρκετό από μόνο του, για να μείνουν οι νέοι και οι νέες στη γεωργία, για να αναζωογονηθεί οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά η ύπαιθρος.

Χρειάζεται αναβαθμισμένο και αποκεντρωμένο δημόσιο σύστημα Υγείας, που θα παρέχει δωρεάν και στους αγρότες ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, με σύγχρονα και αναβαθμισμένα, αγροτικού τύπου, Κέντρα Υγείας.

Χρειάζεται ασφαλιστικό σύστημα που θα στηρίζεται στη διμερή χρηματοδότηση αγροτών και κράτους, θα εξασφαλίζει ανθρώπινες αγροτικές συντάξεις και όχι επιδόματα ελεημοσύνης και θα αναγνωρίζει στην πράξη τη δυσκολία του αγροτικού επαγγέλματος, συνταξιοδοτώντας στα 60 τους άνδρες και στα 55 τις γυναίκες.

Χρειάζεται τα παιδιά των αγροτών να έχουν ίσες δυνατότητες μόρφωσης σ' ένα δημόσιο σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα, χωρίς φροντιστήρια και ιδιαίτερα, με δίχρονη υποχρεωτική προσχολική αγωγή, με ενιαίο υποχρεωτικό δωδεκάχρονο σχολείο, με δημόσιες τεχνικές σχολές, με δημόσια δωρεάν τριτοβάθμια εκπαίδευση και μεταπτυχιακές σπουδές, με δωρεάν μεταφορά των μαθητών της υπαίθρου στα σχολεία, στα γυμνάσια και στα λύκεια, επειδή η ερήμωση της υπαίθρου έχει σαν αποτέλεσμα σε πολλά χωριά να μη λειτουργούν ούτε δημοτικά σχολεία.

Χρειάζονται έργα αθλητικής και πολιτιστικής υποδομής στην ύπαιθρο για ευχάριστη και δημιουργική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου των αγροτών και αγροτισσών.

Η πολιτική της κυβέρνησης και της ΕΕ που ιδιωτικοποιεί την Υγεία, την Παιδεία, την Περίθαλψη, τον Αθλητισμό και τον Πολιτισμό, έχει ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στους μικρομεσαίους αγρότες, που σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία κατατάσσονται στα πιο φτωχά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.

Το ΚΚΕ δεν έχει αυταπάτες ότι η πρότασή του μπορεί να υλοποιηθεί από την κυβέρνηση και τα κόμματα, που θεωρούν μονόδρομο την ΚΑΠ και τον ΠΟΕ. Δεν πιστεύει ότι την πρότασή του μπορούν και θέλουν να την εφαρμόσουν πολιτικές δυνάμεις που θεωρούν εμπόρευμα την Υγεία, την Παιδεία, τη μόρφωση, τον Αθλητισμό και τον Πολιτισμό. Γι' αυτό κεντρικός πολιτικός στόχος του ΚΚΕ είναι η δημιουργία ενός μετώπου των προοδευτικών πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, το οποίο θα αναδείξει και θα στηρίζει μια λαϊκή κυβέρνηση, η οποία στα πλαίσια μιας συνολικότερης λαϊκής οικονομίας θα εφαρμόσει και μια φιλοαγροτική πολιτική. Στο μέτωπο αυτό εξ αντικειμένου έχουν θέση όλοι οι μικρομεσαίοι αγρότες, γιατί μόνο έτσι θα εξασφαλιστεί η επιβίωσή τους και η παραμονή τους στην ύπαιθρο.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ