Κυριακή 27 Μάη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ «ΡΙΖΟΧΑΡΤΟ»
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "ΡΙΖΟχαρτο"
Οι Αλιγάτορες των Πανεπιστημίων

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΑΡΔΑΚΗΣ

εκδ. «Παπαζήσης»

Με τον παραπάνω πρωτότυπο τίτλο, από τις εκδόσεις «Παπαζήσης», ο καθηγητής του πανεπιστημίου Πάτρας Δημήτρης Τσαρδάκης (Δ. Τ.) επιχειρεί να ακτινοσκοπήσει και να καταγράψει τα κακώς κείμενα των ελληνικών ιδρυμάτων, συμβάλλοντας στο διάλογο που ούτως ή άλλως έχει ανοίξει, και μάλιστα μ' ένα βίαιο τρόπο, αν σκεφτούμε το περιεχόμενο του νόμου που προετοιμάζει η επιτροπή των «σοφών» της κ. Γιαννάκου και την επιχειρούμενη αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, από τους εταίρους του δικομματισμού, που θα μετατρέψει τα κέντρα ελευθέρων σπουδών σε τριτοβάθμια ιδιωτικά ιδρύματα.

Αν και με σπουδές στη Φιλοσοφία, ο Δ. Τ., όπως φαίνεται από το πόνημά του μελέτησε συστηματικά την επιστήμη της ζωολογίας. Εξ ου και ο τίτλος. Στη συνομοταξία του αλιγάτορα, κατατάσσει τους πρωτοβάθμιους καθηγητές των ΑΕΙ. Ετσι εκτός από τον αμερικάνικο και τον κινέζικο αλιγάτορα η βιοποικιλότητα εμπλουτίζεται και μ' ένα ακόμα είδος, τον πανεπιστημιακό αλιγάτορα. Βασικό χαρακτηριστικό του ερπετού αυτού είναι η δυνατότητα της πλήρους ακινησίας μέχρι να επιτεθεί στα θύματά του. Παραλληλισμός επιτυχής, αν αναλογιστούμε πώς και με ποιο τρόπο εξανδραποδίστηκαν σημαντικοί επιστήμονες από το πανεπιστήμιο, επειδή δεν ήθελαν να ενταχθούν στην... αγία και άκρως προσοδοφόρα οικογένεια. Οπως και η προσομοίωση του ζωτικού χώρου των δικών μας αλιγατόρων με τα βαλτόνερα των συγγενών τους στην Αμερική και την Κίνα.

Με τον τρόπο αυτό το βιβλίο εκτός από ενδιαφέρον γίνεται απολαυστικό, ακόμα κι αν αναφέρεται στις βερβερίτσες (φοιτήτριες) και τους λεμούριους (φοιτητές) που σε καμία περίπτωση δεν αφορά στο σύνολο του φοιτητικού πληθυσμού. Οι αναθυμιάσεις από τον τρόπο εκλογής των καθηγητών θυμίζουν τη χωματερή των Λιοσίων. Είναι ενδεικτική η περίπτωση που αναφέρεται στο κεφάλαιο 6 και που φέρει τον τίτλο «Μια εκλογή παντείου καιρού». Τη δεκαετία του '90 προκηρύχτηκε μια θέση αναπληρωτή καθηγητή για το γνωστικό αντικείμενο της Επικοινωνίας, στο Τμήμα των ΜΜΕ. Οι υποψηφιότητες ήταν δύο. Ο ένας εκ των διεκδικητών είχε διδακτορικό στην κοινωνιολογία της τηλεόρασης και ο άλλος στην αγροτική οικονομία και πιο συγκεκριμένα στη σταφίδα, τους φόρους και την προίκα. Οι εκλέκτορες επέλεξαν τον δεύτερο υποψήφιο (σ.σ. στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και δημοσιογράφο στο γνωστό συγκρότημα Τύπου...).

Μία από τις εκατοντάδες περιπτώσεις εκλογής, όπου κυριαρχούν τα στοιχεία της διαπλοκής και της αναξιοκρατίας. Θα συμφωνήσουμε με τον συγγραφέα στην επισήμανσή του ότι το πανεπιστήμιο σήμερα «παίρνει χαρακτηριστικά γνωρίσματα πολυεθνικής εταιρείας», ότι «το παραδοσιακό πανεπιστήμιο των ανθρωπιστικών σπουδών μετασχηματίζεται σταδιακά σε ένα τεχνοκρατικό πανεπιστήμιο» και ότι «οι ίδιοι οι πανεπιστημιακοί... όχι μόνο δεν αντιστέκονται σ' αυτήν την εξέλιξη, αλλά προωθούν την ακραία ανταγωνιστική λογική της εμπορευματοποιημένης έρευνας, μέσα σ' ένα παιχνίδι ανταλλαγών και ανταποδόσεων». Μόνο που δεν αφορά όλους τους πανεπιστημιακούς, αλλά μια μεγάλη μερίδα τους. Οι αγώνες της ΠΟΣΔΕΠ αποδεικνύουν του λόγου το αληθές.

Ως προς το ρόλο των επιχειρήσεων που θέλουν να ελέγξουν πλήρως (και) το πανεπιστήμιο ο Δ. Τ., ορθά, διατυπώνει την άποψη ότι «οι επιχειρήσεις δε διδάσκουν, δε μορφώνουν, ούτε καλλιεργούν τον άνθρωπο... Ο ρόλος αυτός ανήκει στο εκπαιδευτικό σύστημα και ειδικότερα στο πανεπιστήμιο. Οσοι λοιπόν παραβλέπουν το μορφωτικό και εκπαιδευτικό ρόλο του εκπαιδευτικού συστήματος πολύ γρήγορα θα βρεθούν έκπληκτοι μπροστά σε μια διαδικασία συρρίκνωσης της συνείδησης των ανθρώπων». Θα συμπληρώναμε, βέβαια, ότι ο εν λόγω στόχος είναι αυτός που συσπειρώνει τα δυο κόμματα εξουσίας, έτσι ώστε να ομονοούν πλήρως ως προς την απαξίωση του δημόσιου χαρακτήρα του πανεπιστημίου.

Πολλές είναι οι αντιρρήσεις μας στο κεφάλαιο 9 «Ρέκβιεμ στην ιδεολογία της προόδου» και τον επίλογο, όπου ο συγγραφέας εγκαταλείπει τη χιουμοριστική γραφή και καταθέτει τις δικές του απόψεις. Η κομματοκρατία λ.χ. έχει ονοματεπώνυμο: ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Δεν μπορούν συλλήβδην να μπαίνουν στο ίδιο τσουβάλι όλοι και όλα. 'Η όταν μιλά για το ελληνικό πανεπιστήμιο ως «μια κοινότητα εγωιστικών συμφερόντων, ανθρώπων που είναι ικανοί για όλα...». Το πανεπιστήμιο ούτε εκτός κοινωνίας είναι, ούτε σε αεροστεγή σωλήνα βρίσκεται. Οι αθλιότητες που καταγγέλλονται είναι παράγωγα του συστήματος. Το εκπαιδευτικό σύστημα, ήταν και παραμένει ένας από τους ισχυρότερους μηχανισμούς αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας.

Ούτως ή άλλως πρόκειται για ένα βιβλίο με πολλές ενδιαφέρουσες πτυχές και γλαφυρό τρόπο γραφής που αξίζει να το διαβάσουν τόσο οι εντός, όσο και οι εκτός των τειχών...

Νίκος Μολυβιάτης

Σελίδες λάμπουν στο σκοτάδι «ΡΙΖΟχαρτο»
«GIRL WITH A PEARL EARRING»

(«ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΟ

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΕΝΙΟ ΣΚΟΥΛΑΡΙΚΙ»)

Δράμα εποχής

Σκηνοθεσία: Πίτερ Γουέμπερ

Σενάριο: Ολίβια Χίτριντ

Πρωταγωνιστούν:

Κόλιν Φερθ, Σκάρλετ Γιόχανσον, Τομ Γουίλκινσον

Ολλανδία 1665. Η οικογένεια της Γκριτ (Σκάρλετ Γιόχανσον) καταρρέει οικονομικά και η νεαρή Γκριτ πιάνει δουλιά ως υπηρέτρια στο σπίτι του ζωγράφου Γιαν Βερμέερ (Κόλιν Φερθ). Η ζωή στο σπίτι του Βερμέερ όμως είναι σκληρή, η πολυμελής οικογένειά του στηρίζεται αποκλειστικά στον - όχι και τόσο παραγωγικό - καλλιτέχνη και με δυσκολία τα φέρνει βόλτα. Η κοπέλα βρίσκει κάποια γαλήνη, φροντίζοντας το εργαστήρι του ζωγράφου, παρατηρώντας τη δουλιά του, αναμειγνύοντας τις μπογιές του, και τελικά, εμπνέοντάς τον, ποζάρει για τον περίφημο πίνακα... Αυτό κάνει τα πράγματα δυσκολότερα. Η μεγάλη κόρη και η γυναίκα του Βερμέερ ζηλεύουν και εχθρεύονται την Γκριτ, ενώ ο πάτρωνας του ζωγράφου τη φλερτάρει αφόρητα και ελπίζει πως με την ολοκλήρωση του έργου θα του παραδοθούν τόσο ο πίνακας όσο και το μοντέλο.

Βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο της Τρέισι Σεβαλιέ (1999) ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΕΝΙΟ ΣΚΟΥΛΑΡΙΚΙ, είναι μια από τις λίγες περιπτώσεις που το κινηματογραφικό έργο είναι εξίσου καλό με το βιβλίο, αν όχι καλύτερο.

Σεναριακά, η ταινία δεν έχει ιδιαίτερες ανατροπές. Η αλήθεια είναι πως δεν τις χρειάζεται. Το σύμπαν που απεικονίζεται δεν έχει εκπλήξεις, είναι σκληρό και συνεχές. Οι ήρωες προσπαθούν πρώτα απ' όλα να επιβιώσουν. Οι όποιες υπαρξιακές ανησυχίες τους είναι απολύτως συνυφασμένες με το αν θα έχουν φαΐ στο τραπέζι τους...

Ο πρωτοεμφανιζόμενος στον κινηματογράφο σκηνοθέτης Πίτερ Γουέμπερ, χρησιμοποιεί εικόνα και ήχο, κοστούμια, σκηνικά και αντικείμενα, φωτισμό και ηθοποιούς με απολύτως κινηματογραφικό τρόπο. Το φιλμ δεν είναι πλούσιο απλά ως εικόνα, αλλά εμπεριέχει οπτική εξέλιξη παράλληλα με τη νοηματική. Τα πάντα έχουν σημασία, κάθε λεπτομέρεια συμβάλλει στη δραματουργία της ταινίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: Η αντίθεση του «πνιγμένου» σε έπιπλα σπιτιού, η γενικότερη μουντάδα των εξωτερικών και εσωτερικών πλάνων, σε σχέση με το εργαστήρι του ζωγράφου όπου υπάρχει άπλετος χώρος και λαμπερό φως.


Η παραγωγή νοήματος χάρη στην εικόνα και ανεξαρτήτως διαλόγου δεν καθιστούν το φιλμ «εικαστικό», βαρύ ή δυσνόητο. Αντιθέτως, του προσθέτουν μεγαλύτερο συγκινησιακό βάθος και βάρος καθώς και την εικαστική απόλαυση που υπόσχεται ήδη το θέμα του.


Μάριος Βαλάσης

Η μελωδία της σκέψης «ΡΙΖΟχαρτο»
«Γράμματα στην αγαπημένη»

ΜΑΝΟΣ ΛΟΪΖΟΣ

Ποίηση: ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ

Απόδοση: ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

«ΣΑΝ ΤΟΝ ΚΕΡΕΜ»

Είναι βαρύς ο αγέρας σα μολύβι

φωνάζω - φωνάζω - φωνάζω - φωνάζω.

Ελάτε γρήγορα

σας φωνάζω να λιώσουμε το μολύβι.

Κάποιος μου λέει:

Φωτιά θα πάρεις απ' την ίδια σου φωνή

θα γίνεις στάχτη

σαν τον Κερέμ

που κάηκε απ' τον έρωτά του.

Τόσες δυστυχίες

και τόσο λίγο φίλοι.

Είναι λοιπόν κουφά

της καρδιάς σας τ' αυτιά.

Είναι βαρύς ο γέρας σα μολύβι.

Κι εγώ του λέω:

«Ας καώ

ας γίνω στάχτη σαν τον Κερέμ.

Αν δεν καώ εγώ

αν δεν καείς εσύ

αν δεν καούμε εμείς

πώς θα γενούνε τα σκοτάδια λάμψη;»

Είναι χοντρός ο αγέρας σαν τη γη

είναι βαρύς ο αγέρας σα μολύβι

φωνάζω - φωνάζω - φωνάζω - φωνάζω.

Ελάτε γρήγορα

σας φωνάζω να λιώσουμε το μολύβι.

Βραβείο ΝΟΜΠΕΛ 2006 Λογοτεχνίας στον ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

«Δεν μπορεί να είναι τόσο

χάλια η ζωή! Ο,τι και

να γίνει, στο τέλος μπορεί

κανείς να πάει να περπατήσει

στον Βόσπορο».

Από το βιβλίο του «Ισταμπούλ»

ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

«Με λένε Κόκκινο»

εκδ. «Ωκεανίδα»

Στους φιλολογικούς κύκλους, η απονομή του βραβείου ΝΟΜΠΕΛ στον Ορχάν Παμούκ ήταν αναμενόμενη. Αν πέρυσι το βραβείο τον προσπέρασε για να εναποτεθεί στα χέρια του Χάρολντ Πίντερ, φέτος η μεγάλη διάκριση τίμησε το λυρικό, νοσταλγικό αλλά και καταγγελτικό συνάμα Τούρκο συγγραφέα. Με έξι μυθιστορήματα και ένα αφήγημα, μεταφρασμένα σε πολλές γλώσσες και ιδιαίτερα αγαπητά στο κοινό (και της Ελλάδας), ο Παμούκ, έχει αναδειχτεί σε βάρδο της Πόλης, σε περιπατητή του Βοσπόρου, όπου μπορείς ν' ακουμπήσεις το βλέμμα και το όνειρο, μαγική θάλασσα όπου «αν και δε φυσούσε καθόλου, τα νερά καμιά φορά ταράζονταν από μια ανατριχίλα που ερχόταν, θαρρείς, από μέσα τους».

Ωστόσο, η αγάπη του για τη γενέτειρά του πόλη, η βαθιά γνώση του της ιστορίας, η τόλμη του να υψώνει φωνή διαμαρτυρίας και αποκάλυψης, τον οδήγησαν πρόσφατα, πριν από τη διεθνή αναγνώριση, στην εθνική δικαιοσύνη, καθώς κατηγορήθηκε ως «αντεθνικώς δρων». Αιτία, η διαμαρτυρία του για τους διωγμούς των Κούρδων στην Τουρκία. Η απέχθειά του για τη μισαλλοδοξία και τη βία της εξουσίας κατά των «άλλων» είναι συχνά παρόντα στο έργο του, προσδίδοντας στα κείμενα μια απροσδιόριστη μελαγχολία...

«Το 1955, (...) το εχθρικό προς τις μη μουσουλμανικές μειονότητες πλήθος που μαζεύτηκε στην πλατεία Τακσίμ, έκαψε, γκρέμισε και λεηλάτησε μέχρι το πρωί, πρώτα τα καταστήματα απ' όπου ψωνίζαμε με τη μητέρα μου στο Μπέγιογλου κι έπειτα όλη την πόλη. Οι καταστροφικοί τσέτες, στις περιοχές όπως το Ορτάκιοϊ, το Μπαλουκλί, τα Ψωμαθειά, το Φανάρι, όπου ζούσαν πολλοί Ρωμιοί, με βιαιότητα που προκαλούσε φρίκη, έκαψαν και λεηλάτησαν μικρά φτωχικά ρωμαίικα μπακάλικα, γκρέμισαν μάντρες και μπήκαν σε σπίτια, βίασαν Ρωμιές και Αρμένισσες. Μπορεί κανείς να πει ότι φέρθηκαν το ίδιο ανελέητα με τους στρατιώτες που λεηλάτησαν την Ισταμπούλ, όταν ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Πορθητής μπήκε στην Πόλη».

Σ' αυτά τα σοκάκια, σ' αυτές τις γειτονιές, σ' αυτό το γκρίζο, εκτυλίσσεται μια ιστορία όλο χρώμα, εικόνες, αγάπη και τέχνη. Στο βιβλίο «Με λένε Κόκκινο» (μετάφρ. Στέλλα Βρετού, εκδ. «Ωκεανίδα»), συναρπαστικό σαν αστυνομικό μυθιστόρημα, γοητευτικό σαν ερωτική ιστορία, ο Δυτικός αναγνώστης συναντάει τη φιλοσοφία της ανατολικής Μικρογραφίας, στην πιο κρίσιμη στιγμή: όταν αυτή συγκρούεται με τη δυτική τεχνοτροπία της Προοπτικής, τότε που αναδείχνεται η αξία και η λειτουργία της εικόνας, όχι για επίδειξη ματαιοδοξίας αλλά ως συμπληρωματικό συστατικό μιας ιστορίας μέσα σε ένα βιβλίο.

«-- Σαν να είχαν πέσει θύματα μιας επιδημίας, όλοι στη Βενετία παραγγέλνανε να τους φτιάξουν πορτρέτα, είπε. Οι πλούσιοι κι οι ισχυροί παραγγέλνανε τα πορτρέτα τους σαν μαρτυρίες για το πέρασμά τους από τη ζωή, σαν ενθύμια για τους μεταγενέστερους, σαν αποδείξεις του πλούτου, της δύναμης και της εξουσίας τους. (...)

-- ...η ζωγραφιά δεν κρεμιέται στον τοίχο. Γιατί τη ζωγραφιά που κρεμάμε στον τοίχο, έπειτα από λίγο καιρό, έστω κι αν αυτή δεν ήταν η πρόθεσή μας, αρχίζουμε να τη λατρεύουμε».

Σε μια κρύα και απειλητική Κωνσταντινούπολη, στα 1590, ένα άγριο και ανεξήγητο έγκλημα αναστατώνει τους μικρογράφους του σουλτάνου. Κάθε ένας από τους αφηγητές -σε κάθε κεφάλαιο του βιβλίου- ζωγραφίζει τη δική του ψηφίδα, ζωγραφιά και λέξη, εικόνα και ιστορία, κάθε ένας που παίρνει το λόγο μοιάζει να είναι ο δολοφόνος.

Οχι κάθε ένας. Η ύλη της ζωγραφικής, το χρώμα, και μάλιστα το κόκκινο, το σύμβολο της ευτυχίας και της αιωνιότητας στην τέχνη, μιλάει σαν δημιουργός και κόσμημα του κόσμου.

«Χρώμα είναι το ερέθισμα του ματιού, η μουσική του κουφού, μια λέξη στο σκοτάδι. Κι επειδή από βιβλίο σε βιβλίο, από αντικείμενο σε αντικείμενο χιλιάδες χρόνια τώρα, ακούω τους ψιθύρους από τις ψυχές, να σας πω ότι το άγγιγμά μου μοιάζει με άγγιγμα αγγέλων. (...) Πόσο ευτυχισμένο είμαι που είμαι κόκκινο! Καίγομαι είμαι δυνατό. Ξέρω ότι ξεχωρίζω κι ότι δεν μπορείτε να μου αντισταθείτε».

Ζωή Βαλάση

ΧΡΗΣΤΟΣ ΡΟΥΠΑΚΙΩΤΗΣ
Σε καιρούς δύσκολους

Εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»

Κόντρα στη λογοτεχνία(;) του τίποτα με τα ερωτικά τρίγωνα, τις γαργαλιστικές ιστορίες και τους «χαμένους» ήρωες που στοχεύουν, εκτός από την κατασκευή μπεστ σέλερ, στην πλήρη αποϊδεολογικοποίηση των αναγνωστών, οι οποίοι δυνάμει ετοιμάζονται ως απλοί καταναλωτές, ο συγγραφέας του βιβλίου προσπαθεί να αναδείξει τη σύγχρονη κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα.

Χιλιάδες άνεργοι από τις συγχωνεύσεις, το κλείσιμο των επιχειρήσεων ή τη μεταφορά τους σε τρίτες χώρες. Μια νεολαία που της συνθλίβουν τα όνειρα, την ίδια στιγμή που μιλούν εξ ονόματός της. Κι όλα στο βωμό της αύξησης των κερδών του κεφαλαίου. Οι ήρωες του συγγραφέα καθημερινοί και οικείοι. Ανθρωποι της διπλανής πόρτας. Η Αννα που δουλεύει φασόν από τα χαράματα έως το βράδυ και η κόρη της, Ναυσικά, που προσπαθεί έστω και μ' έναν γάμο να ξεφύγει απ' το ανήλιο υπόγειό τους. Η Ελένη και ο Ορφέας, που τρέχουν να βρουν δουλιά και γνωρίζουν ταπεινώσεις από τα αφεντικά. Νέα και παλιά τζάκια. Η εργατική συνείδησή τους, όμως, όχι μόνο δε διαβρώνεται, αλλά, αντίθετα, ατσαλώνεται. Αντιδρούν. Το μέλλον τους δε χωρά στο πλαίσιο που τους προσφέρει το σάπιο σύστημα. Ενα βιβλίο γροθιά στο στομάχι.


Ν. Μ.

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ «ΡΙΖΟχαρτο»

«Οι λογοτεχνικές τους φιλοδοξίες ήταν μια πολιτική εκστρατεία ή, ακριβέστερα, μια στρατιωτική επιχείρηση. Ηταν αποφασισμένοι να γκρεμίσουν τα τείχη της ανωνυμίας, ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο το οποίο μετά βίας κατάφερναν να υπερπηδήσουν κάποιοι ολίγοι που θεωρούνταν προνομιούχοι. Υπήρχαν λαμπερά αστέρια στο λογοτεχνικό στερέωμα, τύποι που μέσα σε μια νύχτα γίνονταν πάμπλουτοι με βιβλία κάκιστα, προωθημένοι από τον εκδοτικό οίκο, τα ένθετα των εφημερίδων, το μάρκετινγκ, τα λογοτεχνικά βραβεία, τις φρικτές ταινίες και τις πληρωμένες θέσεις στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων. Και όλα αυτά φάνταζαν στα τραπέζια των μπαρ σαν ασφυκτικό πεδίο μάχης, το οποίο έπρεπε να διασχίσει ο συγγραφέας όχι πλέον κατά την περιπέτεια της γραφής, μολονότι μερικοί ξεκινούσαν από εκεί, αλλά αμέσως μετά την ολοκλήρωσή της. Οι εκδότες παραπονούνταν για την ένδεια καλών βιβλίων, οι συγγραφείς για τα "σκουπίδια" που δημοσίευαν οι μεγαλοεκδότες και ο καθένας είχε ένα παράπονο που τον γέμιζε αγανάκτηση, μια δικαιολογία για την αποτυχία του, μια ανέλπιδη φιλοδοξία. Στο Μπουένος Αϊρες τα βιβλία είχαν γίνει το επίκεντρο ενός πλασματικού πολέμου στρατηγικής, ταλέντου προβολής και εξουσίας».

Από το βιβλίο «ΤΟ ΧΑΡΤΙΝΟ ΣΠΙΤΙ» του Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες, εκδ. Πατάκη



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ