Μέσα από την εξιστόρηση του απεγνωσμένου αγώνα για επιβίωση Λιθουανών μεταναστών στην Αμερική, ο Σίνκλερ στήνει μια μεγαλειώδη τοιχογραφία της αμερικανικής εκβιομηχάνισης. Οι συνθήκες ζωής των εργατών, και μάλιστα των ξένων, είναι απερίγραπτες σε αθλιότητα και απανθρωπιά, οι ελπίδες αδιάκοπα διαψεύδονται, οι προσπάθειες δεν καταλήγουν πουθενά, η ζωή τους συνθλίβεται στη μέγκενη του κέρδους των αφεντικών.
Αν και το μυθιστόρημα αυτό εκδόθηκε πριν από εκατό χρόνια, μοιάζει δυστυχώς αρκετές φορές σήμερα απίστευτα επίκαιρο.
«Κι έτσι, αφού ο μικρός Στανίσλοβας στάθηκε λίγα λεπτά κοιτάζοντας δειλά τριγύρω του, τον πλησίασε ένας άντρας και τον ρώτησε τι ήθελε, ο Στανίσλοβας είπε: "Δουλειά". Τότε ο άντρας τον ρώτησε: "Πόσων χρόνων είσαι;" κι ο Στανίσλοβας απάντησε "Δεκάξι". Μια δυο φορές το χρόνο, ένας κρατικός επιθεωρητής ερχόταν και τριγύριζε στα εργοστάσια, ρωτώντας εδώ κι εκεί κάποιο παιδί πόσων χρόνων ήταν. Γι' αυτό οι εργοστασιάρχες πρόσεχαν πού να συμμορφώνονται με το νόμο, πράγμα που δεν τους έβαζε σε περισσότερο κόπο από όσο τώρα που ο αρχιεργάτης πήρε απλώς το πιστοποιητικό από το μικρό, του έριξε μια ματιά και το έστειλε στο γραφείο για να μπει στα αρχεία. Υστερα, έβαλε κάποιον άλλο σ' άλλη δουλειά κι έδειξε στο παιδί πώς να τοποθετεί ένα δοχείο κάθε φορά που ο άδειος βραχίονας της ανελέητης μηχανής ερχόταν μπροστά του. Κι έτσι καθορίστηκε η θέση του μικρού Στανίσλοβας μέσα στο σύμπαν, και το πεπρωμένο του ως το τέλος της ζωής του. Ωρα με την ώρα, μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο, το γραφτό του ήταν να στέκει πάνω σ' ένα ορισμένο τετραγωνικό μέτρο, στο πάτωμα, από τις εφτά το πρωί ως το μεσημέρι και ξανά πάλι από τις δωδεκάμισι ως τις πεντέμισι, χωρίς ποτέ να κάνει άλλη κίνηση, χωρίς ποτέ να σκέφτεται τίποτε άλλο εκτός από την τοποθέτηση των δοχείων με το λαρδί. Το καλοκαίρι η μπόχα από το ζεστό λαρδί σου 'φερνε ναυτία και το χειμώνα, τα δοχεία πάγωναν σχεδόν τα γυμνά του δαχτυλάκια μέσα στο αθέρμαστο υπόγειο. Τον μισό χρόνο, όταν θα πήγαινε στη δουλειά, θα ήταν σκοτάδι σαν νύχτα και πάλι σκοτάδι σαν νύχτα θα ήταν όταν θα έβγαινε κι έτσι δε θα ήξερε ποτέ με τι μοιάζει ο ήλιος τις καθημερινές».
Στους 200 της Πρωτομαγιάς
Στην κορυφή της αρετής φτασμένοι
το θάνατο νικήσαμε και τώρα,
με λούλουδα του Μάη στεφανωμένοι,
πάνω από χρόνο και φυλή και χώρα
με την Ελλάδα μέσα μας ακέρια,
χορό Ζαλόγγου σέρνομε στην πλάση
κι απλώνουμε στον άνθρωπο τα χέρια,
στην κορυφή της αρετής να φτάσει.
1-5-1944
Σοφία Μαυροειδή - Παπαδάκη
(Από το βιβλίο της «Της Νιότης και της Λευτεριάς», 1946)
Ο επαναστατικός Απρίλης του Εμίλ Ζολά
Στο Μονσού, μια πόλη πλούσια σε ορυχεία άνθρακα στη βόρεια Γαλλία, ο Ετιέν, ένας άνεργος μηχανικός, πέφτει στην κόλαση των ανθρακωρυχείων ψάχνοντας για μια θέση εργασίας. Μπροστά στα μάτια του ξετυλίγεται το δράμα των κατοίκων που εργάζονται στα ορυχεία σαν σκλάβοι, άλλα και η ιδεολογική πάλη ανάμεσα στους χαρακτήρες, ένας εργάτης προδότης της τάξης του, ένας Πολωνός αναρχικός ανίκανος να προσφέρει όραμα και μια εργατική τάξη να προσπαθεί να ωριμάσει και να καταλάβει το ρόλο της. Αυτό είναι το σκηνικό που διαδραματίζεται η ταινία σκιαγραφώντας όλη την κοινωνική πυραμίδα, ακόμα και τον κύριο Μεγκρά, τον μπακάλη του συνοικισμού των ανθρακωρύχων απ' τον οποίο οι γυναίκες του Μονσού με ικεσίες, κατάφερναν να αγοράσουν ψωμί, καφέ, βούτυρο και πατάτες ή και να δανειστούν ένα μικροποσό κάτω από μικρές ερωτικές εξυπηρετήσεις.
Ο Ετιέν μπολιασμένος από τη νεοσύστατη σοσιαλιστική κοσμοθεωρία, δεν μπορεί να ανεχτεί την ταξική ανισότητα και έτσι θα οδηγήσει τους εργάτες σε απεργία, ο Μεγκρά θα ευνουχιστεί και θα δολοφονηθεί από τις εξεγερμένες γυναίκες σε μια από τις ρεαλιστικότερες σκηνές της ταινίας, η σύγκρουση των ανθρακωρύχων με τα αφεντικά τους, στη διάρκεια της μεγάλης απεργίας, θα πνιγεί στο αίμα.
Ενας συγκλονιστικός μονόλογος του Ετιέν στο τέλος της ταινίας, εξυψώνει την ιστορική ανάγκη να πάρουν οι εργάτες τις τύχες στα χέρια τους παρόλες τις αντιξοότητες και να αποφασίζουν για τις ζωές τους μόνοι τους.
* Ελεύθερη μετάφραση από τα γαλλικά
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γροικάς τά που πικρά σου λέω;
(...)
Μέρα Μαγιού μού μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, π' αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω
στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης (...)
Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια
Και μου 'λεες, γιε, πως όλ' αυτά τα ωραία θα 'ναι δικά μας.
Και τώρα εσβήστης κι έσβησε το φέγγος κι η φωτιά μας.
Να 'χα τ' αθάνατο νερό, ψυχή καινούργια να 'χα,
Να σου 'δινα, να ξύπναγες για μια στιγμή μονάχα,
Να δεις, να πεις, να το χαρείς ακέριο τ' όνειρό σου
Να στέκεται ολοζώντανο κοντά σου, στο πλευρό σου.
Βροντάνε στράτες κι αγορές, μπαλκόνια και σοκάκια
Και σου μαδάνε οι κορασιές λουλούδια στα μαλλάκια.
(...)
Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.
Τελειώνει το Δημοτικό στη Μονεμβασιά και το Γυμνάσιο στο Γύθειο. Στα 1925 έρχεται στην Αθήνα με την αγαπημένη του αδερφή Λούλα. Ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες απ' τη Μικρά Ασία διπλασιάζουν τον πληθυσμό. Σχηματίζεται ένα υποπρολεταριάτο, παραδομένο στην εγκατάλειψη και την εκμετάλλευση. Εργάζεται σαν αντιγραφέας στην Εθνική Τράπεζα και γίνεται βοηθός βιβλιοθηκάριου στο Δικηγορικό Σύλλογο, γράφεται στη Νομική Σχολή, αλλά δε θα φοιτήσει γιατί η φυματίωση καλπάζει. Αρχές του 1927 μπαίνει στο «Σωτηρία». Γνωρίζεται στο «Σωτηρία» με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη και τον Αγγελο Σικελιανό που την επισκέπτεται. Γνωρίζεται και αποκτά δυνατούς δεσμούς με βασανισμένες μορφές, εργάτες, διανοούμενους, συνδικαλιστικά και κομματικά στελέχη του ΚΚΕ, που η ζωή τους μοιραζόταν στα σανατόρια, στις φυλακές και στο μεροκάματο. Αρχίζει συστηματικά τη μελέτη, με κύριο βάρος στο έργο του μεγάλου κομμουνιστή ποιητή Κώστα Βάρναλη.
«Το ποίημά σου το πικρό το ζουν "ΙΧΩΡ" κι αιθέρας
καθάριος όρθρος της αυγής, μηνάει το φως της μέρας.
Σε μια φρικίαση τραγική χαμογελάει μιας πλάσης
ρυθμός, παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις».
Το 1940, λίγο πριν από τον πόλεμο, κυκλοφορεί το «ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ». Εχει εγκαταλείψει την τεχνοτροπία των πρώτων συλλογών του και χρησιμοποιεί τον ελεύθερο στίχο, απαλλάχτηκε από όποιους συμβιβασμούς με την καθαρεύουσα και λάμπει μια φροντισμένη δημοτική. Το έργο του γίνεται εκμυστήρευση, ψιθύρισμα, αποχτάει μια τεχνική που προαναγγέλλει τα μεγάλα ποιήματα μονολόγους της ωριμότητας. Μέσα σ' αυτές τις συγκυρίες έγραψε το «Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΡΟ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΕΚΑΤΟΝΤΑΕΤΙΑ», όπου τα δεκανίκια, τα ξύλινα πόδια, το πύον, η μυρωδιά του χλωροφόρμιου, τα ακρωτηριασμένα χέρια, είναι οι ουλές που άφησε η Αλβανία.
Πιάστηκε τον Ιούλη του '48 και εκτοπίστηκε στο Κοντοπούλι της Λήμνου. Ο εξιλασμός οδεύει προς το έσχατο στάδιο αναμόρφωσης, τη Μακρόνησο, όπου μεταφέρθηκε το Μάη του '49. Πολλά γράφτηκαν γι' αυτή τη φρίκη. Σε όλη αυτή τη χυδαιότητα ο Ρίτσος απαντά περήφανα με την άρνησή του να υπογράψει δήλωση μένοντας πιστός στην αρχή του: Να υπογράφει μόνο τα έργα του. Στη Λήμνο γράφει το «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΞΟΡΙΑΣ», δύο θεατρικά έργα και το «ΚΑΠΝΙΣΜΕΝΟ ΤΣΟΥΚΑΛΙ».
Την 21η Απριλίου του '67 μόλις εκδηλώθηκε το πραξικόπημα συλλαμβάνεται, μεταφέρεται στον Ιππόδρομο, και μπαρκάρεται με χιλιάδες άλλους αγωνιστές για τη Γυάρο. Αρχές του '68, ύστερα από κατακραυγή παγκόσμια και επέμβαση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, η Γυάρος κλείνει και ο ποιητής μεταφέρεται στο Παρθένι της Λέρου.
Τον Αύγουστο του '68 οι στρατιωτικοί γιατροί διαπιστώνουν σοβαρό πρόβλημα υγείας, τον μεταφέρουν στον «Αγιο Σάββα» ένα μήνα. Επιστρέφει στη Λέρο και το Δεκέμβρη του '68 του επιτρέπουν να πάει σπίτι του στη Σάμο σε κατ' οίκον περιορισμό. Μόλις η χούντα καταργεί μερικά την προληπτική λογοκρισία, εκδίδει τη μια μετά την άλλη τις συλλογές που έχει γράψει στη Λέρο και στη Σάμο, «ΠΕΤΡΕΣ - ΕΠΑΝΑΛΗΨΕΙΣ», «ΚΙΓΚΛΙΔΩΜΑ», «ΧΕΙΡΟΝΟΜΙΕΣ», «ΔΙΑΔΡΟΜΟΣ» και «ΣΚΑΛΑ», όπως και τα μεγάλα ποιήματα του αρχαίου κύκλου «ΕΛΕΝΗ», «ΙΣΜΗΝΗ», «Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΣ», «ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ», που εξαντλήθηκαν μόλις έκαναν την εμφάνισή τους στα βιβλιοπωλεία.
Το 1972 του απονέμεται το μεγάλο Διεθνές Βραβείο Ποίησης του Κνοκ-λε-Ζουτ.
Το 1974 στη Βουλγαρία το Βραβείο Δημητρώφ.
Το 1975 το Μέγα Βραβείο Ποίησης «Αλφρέ ντε Βινύ».
Το 1976 το Βραβείο Ποίησης στην Ιταλία «Αίτνα-Ταορμίνα».
Το 1977 το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη.
Το έργο του Ρίτσου έχει ήδη πάρει θέση τιμητική στο χώρο της παγκόσμιας ποίησης.
Γιατί ο κόσμος δεν έχει σύνορα, και από τις πληγές των ανθρώπων ξεκινάνε τα πέλαγα.
«Να λείπεις, δεν είναι τίποτα να λείπεις.
Αν έχεις λείψεις για ό,τι πρέπει
θα είσαι για πάντα μέσα σε όλα εκείνα
που για αυτά έχεις λείψει.
Θα είσαι για πάντα μέσα σε όλο τον κόσμο».