Κυριακή 29 Απρίλη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 2
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "ΡΙΖΟχαρτο"
ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ «ΡΙΖΟΧΑΡΤΟ»
Απτον Σίνκλερ: «Η ζούγκλα» (εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»)

Ενα από τα πιο σπαραχτικά μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα, «Η ΖΟΥΓΚΛΑ», είναι μια φωνή καταγγελίας της εκμετάλλευσης των φτωχών, της απληστίας των πλουσίων, του δίχως ηθική ή έλεος κεφαλαιοκρατικού συστήματος.

Μέσα από την εξιστόρηση του απεγνωσμένου αγώνα για επιβίωση Λιθουανών μεταναστών στην Αμερική, ο Σίνκλερ στήνει μια μεγαλειώδη τοιχογραφία της αμερικανικής εκβιομηχάνισης. Οι συνθήκες ζωής των εργατών, και μάλιστα των ξένων, είναι απερίγραπτες σε αθλιότητα και απανθρωπιά, οι ελπίδες αδιάκοπα διαψεύδονται, οι προσπάθειες δεν καταλήγουν πουθενά, η ζωή τους συνθλίβεται στη μέγκενη του κέρδους των αφεντικών.

Αν και το μυθιστόρημα αυτό εκδόθηκε πριν από εκατό χρόνια, μοιάζει δυστυχώς αρκετές φορές σήμερα απίστευτα επίκαιρο.

Απόσπασμα

«Κι έτσι, αφού ο μικρός Στανίσλοβας στάθηκε λίγα λεπτά κοιτάζοντας δειλά τριγύρω του, τον πλησίασε ένας άντρας και τον ρώτησε τι ήθελε, ο Στανίσλοβας είπε: "Δουλειά". Τότε ο άντρας τον ρώτησε: "Πόσων χρόνων είσαι;" κι ο Στανίσλοβας απάντησε "Δεκάξι". Μια δυο φορές το χρόνο, ένας κρατικός επιθεωρητής ερχόταν και τριγύριζε στα εργοστάσια, ρωτώντας εδώ κι εκεί κάποιο παιδί πόσων χρόνων ήταν. Γι' αυτό οι εργοστασιάρχες πρόσεχαν πού να συμμορφώνονται με το νόμο, πράγμα που δεν τους έβαζε σε περισσότερο κόπο από όσο τώρα που ο αρχιεργάτης πήρε απλώς το πιστοποιητικό από το μικρό, του έριξε μια ματιά και το έστειλε στο γραφείο για να μπει στα αρχεία. Υστερα, έβαλε κάποιον άλλο σ' άλλη δουλειά κι έδειξε στο παιδί πώς να τοποθετεί ένα δοχείο κάθε φορά που ο άδειος βραχίονας της ανελέητης μηχανής ερχόταν μπροστά του. Κι έτσι καθορίστηκε η θέση του μικρού Στανίσλοβας μέσα στο σύμπαν, και το πεπρωμένο του ως το τέλος της ζωής του. Ωρα με την ώρα, μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο, το γραφτό του ήταν να στέκει πάνω σ' ένα ορισμένο τετραγωνικό μέτρο, στο πάτωμα, από τις εφτά το πρωί ως το μεσημέρι και ξανά πάλι από τις δωδεκάμισι ως τις πεντέμισι, χωρίς ποτέ να κάνει άλλη κίνηση, χωρίς ποτέ να σκέφτεται τίποτε άλλο εκτός από την τοποθέτηση των δοχείων με το λαρδί. Το καλοκαίρι η μπόχα από το ζεστό λαρδί σου 'φερνε ναυτία και το χειμώνα, τα δοχεία πάγωναν σχεδόν τα γυμνά του δαχτυλάκια μέσα στο αθέρμαστο υπόγειο. Τον μισό χρόνο, όταν θα πήγαινε στη δουλειά, θα ήταν σκοτάδι σαν νύχτα και πάλι σκοτάδι σαν νύχτα θα ήταν όταν θα έβγαινε κι έτσι δε θα ήξερε ποτέ με τι μοιάζει ο ήλιος τις καθημερινές».


Ζωή Βαλάση


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ