Ο Κάρολος Ντίκενς έδωσε σπαραχτικές εικόνες της εκμετάλλευσης στα μυθιστορήματά του «ΔΑΒΙΔ ΚΟΠΕΡΦΙΛΔ», «ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ» και άλλα. Σκληρή δουλιά, λιγοστό φαγητό, ξύλο, δουλοφροσύνη, αλλά όχι χωρίς ελπίδα... πέρα από τη σκληρότητα της ζωής, λάμπει η ευτυχία.
«Οταν ο Περτς, ο κλητήρας των γραφείων Ντόμπεϋ και Υιός, έβλεπε τον κ. Ντόμπεϋ να 'ρχεται, έτρεχε αμέσως μέσα στο γραφείο του, σκάλιζε τη φωτιά, έριχνε καινούρια κάρβουνα στη σόμπα, έφτιανε τις καρέκλες και στεκόταν έτοιμος στην πόρτα για να τον βοηθήσει να βγάλει το παλτό του. Επειτα έπαιρνε την εφημερίδα, την έφερνε λίγο κοντά στη φωτιά για να ζεσταθεί και την έβαζε δίπλα στον αγκώνα του κ. Ντόμπεϋ. Το μόνο που δεν έκανε ήταν που δεν έπεφτε στα πόδια του να τον προσκυνήσει(...)».
(«ΝΤΟΜΠΕΫ ΚΑΙ ΥΙΟΣ»)
«Η Τιτίκα ανέβαινε, κατέβαινε, έπλενε, βούρτσιζε, ξεσκόνιζε, σκούπιζε, έτρεχε, τσακιζόταν, λαχάνιαζε, σήκωνε πράματα βαριά, έκανε τις χοντρές δουλειές.
Κανένας οίκτος... η κυρά αγριωπή, ο κύρης φαρμακερός. Το χάνι του Θερναδιέρου ήταν ένα δίχτυ όπου είχε μέσα του μπλεχτεί η Τιτίκα κι έτρεμε ολόκληρη. Η απαίσια αυτή δουλοσύνη είχε πραγματοποιήσει το ιδεώδες της καταπίεσης».
«Το πρωί του Σαββάτου είχε έρθει κι ο κόσμος έλαμπε ολοκαίνουριος μες στο καλοκαίρι που ξεχείλιζε από ζωή.(...)
Ο Τομ εμφανίστηκε στο πεζοδρόμιο μ' έναν κουβά ασβέστη και μια βούρτσα με μακρύ χέρι. Επιθεώρησε τον φράχτη... όλο του το κέφι εξανεμίστηκε και μια βαθιά μελαγχολία κυρίεψε το πνεύμα του. Τριάντα μέτρα σανιδένιος φράχτης, τρία μέτρα ψηλός! Η ζωή του φάνηκε χωρίς περιεχόμενο και η ύπαρξη ένα φορτίο. Αναστενάζοντας βούτηξε τη βούρτσα και την πέρασε στην πάνω πάνω σανίδα... επανέλαβε την ίδια δουλειά... την ξανάκανε... σύγκρινε την ασήμαντη ασπρισμένη γραμμή με την απέραντη ήπειρο του άβαφου φράχτη και κάθισε σ' ένα κασόνι αποθαρρημένος».
Αλλά ο Τομ, επιδέξια, θα μεταβάλει την εικόνα: Η δουλιά θα φανεί παιχνίδι.
Γιατί, όπως γράφει ο Τουαίν, «να φτιάχνεις τεχνητά λουλούδια είναι δουλιά, ενώ να σκαρφαλώνεις στο Λευκό Ορος είναι διασκέδαση».
Μ' άλλα λόγια, τα παιδιά πρέπει να διασκεδάζουν, να παίζουν, να διαβάζουν, χωρίς εξαναγκασμό, χωρίς κανένα οικονομικό όφελος, χωρίς κανένα συμφέρον. Αν η παιδική εργασία που μας συγκινεί στα μυθιστορήματα μας φαίνεται υπόθεση μακρινή, η καταπίεση των σημερινών παιδιών για ν' απαρνηθούν την παιδική τους ηλικία και ν' αποκτήσουν πτυχία, ώστε να ενταχθούν στο σύστημα, δεν είναι λιγότερο θλιβερή ή απάνθρωπη.