Στίχοι του Τάσου Λειβαδίτη γραμμένοι σε πακέτα τσιγάρα. Κριτική της ποίησης
Κλαούντια Φουριάτι: «Επιχείρηση Καραμπίνα ZR», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»
Οπου στη σύγχρονη εποχή δημιουργήθηκαν και δημιουργούνται υπολογίσιμοι πυρήνες αντίστασης, πόσο μάλλον μαζικά λαϊκά κινήματα κατά του ιμπεριαλισμού, αναπτύσσονται από την αντίδραση τα πιο εξελιγμένα συστήματα εξόντωσής τους με οποιοδήποτε μέσο.
Δε χωράει αμφιβολία ότι η Κούβα αποτέλεσε στόχο τέτοιων εξοντωτικών αποπειρών από τη μέρα της ανατροπής του καθεστώτος του Μπατίστα, το 1959. Οι τρομοκρατικές ενέργειες του μεγαλύτερου τρομοκράτη παγκοσμίως, των ΗΠΑ, είναι πολλές και εντυπωσιακές και αποτελούν μια πλέον αιματηρή ιστορία επιθέσεων κατά του Νησιού της Επανάστασης, που ωστόσο δεν κατάφεραν να το ανατρέψουν.
Ποιος, λοιπόν, δολοφόνησε τον Κένεντι; Ο αμερικανικός Τύπος το έκανε τότε σίριαλ. Σε πολλά δημοσιεύματα χρησιμοποιήθηκαν και κρατικές πηγές, που θεωρούσαν την Αβάνα ηθικό αυτουργό. Μέχρι σήμερα δολοφόνος θεωρείται ο Λι Χάρβεϊ Οσβαλντ, ο οποίος, φυσικά, είχε περάσει πριν από τη Μόσχα... Το συμβάν στο Ντάλας καλύφθηκε με τη χροιά, έστω υπονοούμενα, μιας κομμουνιστικής συνωμοσίας. Το βιβλίο της Φουριάτι περιγράφει όλο το δίκτυο των συνωμοσιών των ΗΠΑ. Δεν ήταν καθόλου εύκολη η δουλειά. Με τρόπο κάπως μυθιστορηματικό μας δίνει την ατμόσφαιρα στο πρώτο κεφάλαιο μιλώντας για τη δυσκολία της «διείσδυσης στον αραχνοΰφαντο ιστό του αγνώστου». Για να φρεσκάρουμε τη μνήμη μας το βιβλίο μας δίνει την ιστορική «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» της δεκαετίας του '60 με το ρόλο της Σοβιετικής Ενωσης επί Χρουστσόφ στη λεγόμενη κρίση των πυραύλων και την αποτυχημένη εισβολή των ΗΠΑ στον Κόλπο των Χοίρων της Κούβας τον Απρίλη του 1961. Γεγονότα που όλα έχουν σχέση με την Επιχείρηση Καραμπίνα ZR, το όπλο με το οποίο τελικά σκοτώθηκε ο Κένεντι. Σελίδες γεμάτες ίντριγκα και συνωμοσία των μυστικών υπηρεσιών και κυρίως της CIA. Το βιβλίο δεν εξολισθαίνει, όμως, σε έργο αστυνομικής φαντασίας, αλλά παραμένει ένα ισχυρά τεκμηριωμένο και υπεύθυνα γραμμένο ντοκουμέντο για μια περίοδο με γεγονότα που αναστάτωσαν, που προκάλεσαν και εξακολουθούν να προκαλούν πολλά ερωτήματα και μας διδάσκουν πολλά για τη σημερινή πολιτική των ΗΠΑ στη λατινοαμερικανική ήπειρο.
Απόσπασμα
Ενδιαφερόμενες περισσότερο μόνο για τα πράγματα παρά για τους ανθρώπους, οι κάμερες φτάνουν σε έκσταση όταν επιδεικνύουν κατοικίες πλουσίων που κάνουν διακοπές. Αυτές οι φανταχτερές επαύλεις μοιάζουν με τα μαυσωλεία από μάρμαρο και μπρούτζο του νεκροταφείου Λα Ρεκολέτα, που είναι η Πούντα ντελ Εστε του «μετά».
Από την οθόνη παρελαύνουν οι εκλεκτοί και τα εμβλήματα της εξουσίας τους. Το σύστημα, το οποίο χτίζει την κοινωνική πυραμίδα από πάνω προς τα κάτω, λίγους ανθρώπους ανταμείβει. Ορίστε οι βραβευμένοι: οι τοκογλύφοι με τα μακριά νύχια και οι έμποροι με τα μεγάλα δόντια, οι πολιτικοί με τις μύτες που μεγαλώνουν και οι δόκτορες με τις λαστιχένιες πλάτες.
Η τηλεόραση επιδιώκει να κολακέψει τους έχοντες το πρόσταγμα στον ποταμό του Αργύρου, μόνο που άθελά της επιτελεί μιαν υποδειγματική παιδαγωγική λειτουργία: μας δείχνει τις κορυφές και παραδίδει σε κοινή θέα την κενότητα και την κακογουστιά των θριαμβευτών κυνηγών του χρήματος.
Κάτω από τη φαινομενική ηλιθιότητα, υπάρχει πραγματική ηλιθιότητα.
Μιχάλης Λιαρούτσος: «Στη δίνη του εμφυλίου», εκδ. «Εντός»
Ο Μιχ. Λιαρούτσος είναι ένας λογοτέχνης στρατευμένος και δεν το κρύβει καθόλου, άλλωστε είναι η περηφάνια του, η πίστη, η δικαίωσή του. Αποδέχεται και αξιοποιεί το ρόλο της πρωτοπορίας του!
Είναι απ' αυτούς που αναλαμβάνουν να μεταφέρουν στις γενιές που έρχονται την αληθινή ιστορία, με τους αγώνες τους και τα προσωπικά τους βιώματα. Πληθωρικό το αντιστασιακό του έργο, όπως πληθωρική ήταν και η ζωή του μέσα από τη δοκιμασία του ανηφορικού του Γολγοθά. Τραυματίστηκε δύο φορές, πιάστηκε και καταδικάστηκε απ' το έκτακτο στρατοδικείο σε θάνατο και παρέμεινε στις φυλακές για πολλά χρόνια.
Ο Μιχ. Λιαρούτσος, παίρνει όλο αυτό το συνταρακτικό υλικό και με τη μαεστρία του και την τεχνική του, με ρομαντικές πινελιές για να ελαφρύνει τη βαρύτητα και τη σκληρότητα της εποχής, περιγράφει όμορφα τοπία, λαμπερά ακρογιάλια, λιβάδια, χωράφια, ελαιώνες, πουρναρόδασα που σε προσκαλούν να τα περπατήσεις. Οι ήρωές του αληθινοί, υπαρκτοί, ανθρώπινοι, πατάνε γερά στη γη, κουβαλώντας τα βάσανά τους.
«Ολο και πιο ζεστό, όλο και πιο αποπνιχτικό τούτο το καλοκαίρι, καθώς κυλάνε οι ώρες. Ο καυτός λίβας φυσά μέρες και μέρες τώρα και το φλογισμένο του χνότο πυρακτώνει τη γη, μαραίνει τη χλόη, ρουφά τη δροσιά της, αλαλιάζει τον άνθρωπο και τα ζωντανά της».
Γενικά, τέτοια βιβλία που διευκολύνουν την επικοινωνία με την ιστορία και το παρελθόν, προσιτά και καλογραμμένα, σφυρηλατούν την ελπίδα και πλέκουν το κουκούλι του μέλλοντος για να ξεπηδήσει η πεταλούδα της Ανάστασης.
«Το Τσακάλι / Η Μέρα του Τσακαλιού», 1973. Σκηνοθεσία Φρεντ Ζίνεμαν
Το «Τσακάλι», είναι ένα ψυχολογικό - πολιτικό θρίλερ, βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Φρέντρικ Φόρσαϊθ (Το Τέταρτο Πρωτόκολλο - 1987, σκηνοθεσία Τζον Μακένζι).
Η υπόθεση της ταινίας είναι η απόπειρα δολοφονίας του στρατηγού Ντε Γκολ.
Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο Ντε Γκολ αποφασίζει την απόσυρση των γαλλικών δυνάμεων από την Αλγερία και την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της χώρας. Γάλλοι αξιωματικοί της Λεγεώνας των Ξένων διαφωνούν με τον Ντε Γκολ, θεωρώντας την κίνησή του αυτή προσβολή για τους ίδιους αλλά και προδοσία για το γαλλικό έθνος και αποφασίζουν τη δολοφονία του. Οι απόπειρές τους όμως αποτυγχάνουν και ταυτόχρονα η γαλλική Ασφάλεια εντείνει τα μέτρα προστασίας του Γάλλου Προέδρου. Εκεί εμφανίζεται το «Τσακάλι» (Εντουαρντ Φοξ): Ενας επαγγελματίας δολοφόνος, το πρόσωπο και την πραγματική ταυτότητα του οποίου ελάχιστοι γνωρίζουν.
Το «Τσακάλι», είναι μια ταινία που στηρίζεται κυρίως στην πλοκή και στους χαρακτήρες της. Ο σκηνοθέτης Φρ. Ζίνεμαν («Από εδώ ως την Αιωνιότητα», 1953), μοίρασε έξυπνα τον κινηματογραφικό χρόνο ανάμεσα στην ψυχολογική και στη φυσική δράση. Τα μέσα που χρησιμοποιεί για να αφηγηθεί την ιστορία είναι απλά, η ιστορία όμως παρότι πολύπλοκη είναι απολύτως κατανοητή και η εξέλιξή της συναρπαστική.
Ο βασικός χαρακτήρας της ταινίας είναι ασφαλώς το «Τσακάλι». Ενας ήρωας (με ελάχιστους διαλόγους), που κινείται με μεθοδικότητα, ευφυΐα και αποφασιστικότητα για να επιτύχει το σκοπό του. Στον αντίποδα, ο Γάλλος ντετέκτιβ (Μισέλ Λονσντέλ), ο οποίος μπορεί να μην είναι όσο ευφυής είναι ο αντίπαλός του, αλλά είναι το ίδιο επίμονος και αποφασισμένος να τον σταματήσει. Επιπλέον έχει στη διάθεσή του ολόκληρη τη γαλλική Αστυνομία και τις δυνάμεις ασφαλείας της χώρας, καθώς και τη συνεργασία ανάλογων υπηρεσιών όλων των ευρωπαϊκών χωρών. Η σταδιακή πορεία των δυο ατόμων προς την επίτευξη του στόχου τους δεν είναι στρωμένη από πτώματα, ανατινάξεις, κυνηγητά και ακροβατικά... Αν και τέτοιου είδους στοιχεία δεν απουσιάζουν εντελώς από το φιλμ, εντούτοις ο Ζίνεμαν γνωρίζει ποιο είναι το όριο μεταξύ γελοιότητας και κινηματογραφικού ρεαλισμού. Και εδώ βρίσκεται μια από τις διαφορές της σοβαρής ταινίας του Ζίνεμαν από το ριμέικ της με τους Μπρους Γουίλις, Ρίτσαρντ Γκιρ και Σίντνεϊ Πουατιέ.
Μαρία Φαραντούρη, Μίκης Θεοδωράκης, Διονύσης Σαββόπουλος και η Μελίνα. Σε πρώτη εμφάνιση, ο Ηλίας Λιούγκος
Πότε θα 'ρθούνε καινούριοι ανθρώποι
να συνοδεύσουνε τη βλακεία
στην τελευταία της κατοικία;
(Απόσπασμα από την «Ελλαδογραφία»)
«"ΤΑ ΠΑΡΑΛΟΓΑ" είναι ένας κύκλος λαϊκών τραγουδιών για σιωπηλή και κατ' ιδίαν ακρόαση. Το θέμα των τραγουδιών είναι η αθάνατη Ελλάδα σ' όλη την ένδοξη διαδρομή της και γι' αυτό απαιτείται απ' τους ακροατές προσήλωση, θρησκευτικότης και ει δυνατόν νηστεία - χωρίς να σημαίνει αυτό ότι "ΤΑ ΠΑΡΑΛΟΓΑ" πρέπει να ακούγονται μόνο τη Μεγάλη Σαρακοστή.
"ΤΑ ΠΑΡΑΛΟΓΑ" αποτείνονται σε μια σιωπηλή κατηγορία ανθρώπων που δύσκολα συναντά κανείς στο Ελλαδικό χώρο. Κι εδώ είναι η τόλμη αυτής της εργασίας.
Περιττό να προσθέσω ότι η συμμετοχή τόσων εθνικών κεφαλαίων στην ερμηνεία του έργου, καθιστά το δίσκο γνήσια εθνικόφρονα χωρίς αμφισβήτηση για το ήθος και για τους στόχους του. Μουσικά το έργο ανήκει στις νεότερες αντιλήψεις μου περί τραγουδιού και περί μουσικής». Μάνος Χατζιδάκις.
Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΣΕΦΟΝΗΣ
Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι και άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.
Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο
τώρα πετάνε τ' αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούριο πάν' να δουν διυλιστήριο.
Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά, σιδερικά, παιδιά και ελάσματα.
Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.