Κυριακή 29 Απρίλη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "ΡΙΖΟχαρτο"
Οι απόκληροι

Οι στρατιές των παιδιών που έχαναν την παιδική ηλικία τους, την υγεία και την ξενοιασιά τους, δουλεύοντας δώδεκα ώρες την ημέρα, είναι ένα θέμα που συγκίνησε τους καλύτερους συγγραφείς του ΙΘ΄ αιώνα.

Ο Κάρολος Ντίκενς έδωσε σπαραχτικές εικόνες της εκμετάλλευσης στα μυθιστορήματά του «ΔΑΒΙΔ ΚΟΠΕΡΦΙΛΔ», «ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ» και άλλα. Σκληρή δουλιά, λιγοστό φαγητό, ξύλο, δουλοφροσύνη, αλλά όχι χωρίς ελπίδα... πέρα από τη σκληρότητα της ζωής, λάμπει η ευτυχία.

«Οταν ο Περτς, ο κλητήρας των γραφείων Ντόμπεϋ και Υιός, έβλεπε τον κ. Ντόμπεϋ να 'ρχεται, έτρεχε αμέσως μέσα στο γραφείο του, σκάλιζε τη φωτιά, έριχνε καινούρια κάρβουνα στη σόμπα, έφτιανε τις καρέκλες και στεκόταν έτοιμος στην πόρτα για να τον βοηθήσει να βγάλει το παλτό του. Επειτα έπαιρνε την εφημερίδα, την έφερνε λίγο κοντά στη φωτιά για να ζεσταθεί και την έβαζε δίπλα στον αγκώνα του κ. Ντόμπεϋ. Το μόνο που δεν έκανε ήταν που δεν έπεφτε στα πόδια του να τον προσκυνήσει(...)».

(«ΝΤΟΜΠΕΫ ΚΑΙ ΥΙΟΣ»)

Για ενήλικες ήταν βέβαια και το μεγάλο μυθιστόρημα του Βίκτορος Ουγκό «ΟΙ ΑΘΛΙΟΙ», που διασκευάστηκε για παιδιά. Οι εργάτες, οι απόκληροι, οι επαναστάτες της Κομμούνας συνιστούν έναν μεγαλειώδη πίνακα της εποχής του. Σε μια γωνιά η εύθραυστη Τιτίκα.

«Η Τιτίκα ανέβαινε, κατέβαινε, έπλενε, βούρτσιζε, ξεσκόνιζε, σκούπιζε, έτρεχε, τσακιζόταν, λαχάνιαζε, σήκωνε πράματα βαριά, έκανε τις χοντρές δουλειές.

Κανένας οίκτος... η κυρά αγριωπή, ο κύρης φαρμακερός. Το χάνι του Θερναδιέρου ήταν ένα δίχτυ όπου είχε μέσα του μπλεχτεί η Τιτίκα κι έτρεμε ολόκληρη. Η απαίσια αυτή δουλοσύνη είχε πραγματοποιήσει το ιδεώδες της καταπίεσης».

Στους αντίποδες του κόσμου και του ύφους, ο Μαρκ Τουαίν, από την Αμερική, δίνει μια σατιρική εκδοχή της εργασίας στο μυθιστόρημά του «ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΤΟΜ ΣΩΓΕΡ».

«Το πρωί του Σαββάτου είχε έρθει κι ο κόσμος έλαμπε ολοκαίνουριος μες στο καλοκαίρι που ξεχείλιζε από ζωή.(...)

Ο Τομ εμφανίστηκε στο πεζοδρόμιο μ' έναν κουβά ασβέστη και μια βούρτσα με μακρύ χέρι. Επιθεώρησε τον φράχτη... όλο του το κέφι εξανεμίστηκε και μια βαθιά μελαγχολία κυρίεψε το πνεύμα του. Τριάντα μέτρα σανιδένιος φράχτης, τρία μέτρα ψηλός! Η ζωή του φάνηκε χωρίς περιεχόμενο και η ύπαρξη ένα φορτίο. Αναστενάζοντας βούτηξε τη βούρτσα και την πέρασε στην πάνω πάνω σανίδα... επανέλαβε την ίδια δουλειά... την ξανάκανε... σύγκρινε την ασήμαντη ασπρισμένη γραμμή με την απέραντη ήπειρο του άβαφου φράχτη και κάθισε σ' ένα κασόνι αποθαρρημένος».

Αλλά ο Τομ, επιδέξια, θα μεταβάλει την εικόνα: Η δουλιά θα φανεί παιχνίδι.

Γιατί, όπως γράφει ο Τουαίν, «να φτιάχνεις τεχνητά λουλούδια είναι δουλιά, ενώ να σκαρφαλώνεις στο Λευκό Ορος είναι διασκέδαση».

Μ' άλλα λόγια, τα παιδιά πρέπει να διασκεδάζουν, να παίζουν, να διαβάζουν, χωρίς εξαναγκασμό, χωρίς κανένα οικονομικό όφελος, χωρίς κανένα συμφέρον. Αν η παιδική εργασία που μας συγκινεί στα μυθιστορήματα μας φαίνεται υπόθεση μακρινή, η καταπίεση των σημερινών παιδιών για ν' απαρνηθούν την παιδική τους ηλικία και ν' αποκτήσουν πτυχία, ώστε να ενταχθούν στο σύστημα, δεν είναι λιγότερο θλιβερή ή απάνθρωπη.


Ζωή Βαλάση

Η δουλειά ως δουλεία

Τα δουλάκια

Η κοπέλα η Μαριγώ

μια σωστή δουλειά δεν κάνει

την κουζίνα της ξεχάνει

και θυμάται το χωριό.

(Ζ. Παπαντωνίου)

Αν, όπως γράφει ο Μαρξ, «σε μια ταξική κοινωνία η τέχνη είναι όχημα ιδεολογίας», η Λογοτεχνία είναι καθρέφτης αυτής της κοινωνίας - μάλιστα ως φορέας της κρατούσας ιδεολογίας καταθέτει σε κάθε εποχή σπουδαίες μαρτυρίες για τις αξίες και τα καλλιτεχνικά και παιδαγωγικά ρεύματα που κυριαρχούν στον κοινωνικό ορίζοντα. Στις σελίδες της αποτυπώνονται συχνά οι πιο βαθιές αλήθειες.

Ενα από τα θέματα που εμπνέουν τα βιβλία τον ΙΘ΄ αιώνα είναι η Εργασία.

Η λέξη είναι ήδη βαρυφορτωμένη από έννοια και ιστορία. Αρχικά Δουλεία, κατέβασε τον τόνο στη λέξη, αλλά όχι και στην πράξη. Χιλιάδες λογοτεχνικές σελίδες ιστορούν συνθήκες δουλειάς που δε διαφέρουν σε τίποτε από της δουλείας. Αργότερα, η λέξη αντικαταστάθηκε από μια άλλη: Εργασία, πιο κόσμια, ώστε να μπορεί να διαθέτει υπουργό, υπουργείο, γενικό γραμματέα, ακόμη και τράπεζα (με ξενική αξάν - «εργκαζίας»). Στις μέρες μας είδαμε τη λέξη να εξελίσσεται σε πιο «πολιτικώς ορθή» και απείρως πιο υποκριτική: Απασχόληση. («Να σας απασχολήσω λίγο με το πρόβλημά μου;» «Δεν αδειάζω, απασχολούμαι στα ορυχεία»).

Στα μέσα του ΙΘ΄ αιώνα αρχίζουν να σχηματίζονται στην Ελλάδα τα μεγάλα αστικά κέντρα, φαινόμενο που θα ενταθεί μετά το 1900. (Στα 1853 ο αστικός πληθυσμός αποτελεί μόλις το 8% του συνολικού, ενώ στα 1907 το 33%). Αποτέλεσμα είναι η ανάγκη και η εισροή στα σχηματιζόμενα αστικά κέντρα μεγάλου αριθμού ανθρώπων ως εργατών, μαθητευομένων τεχνιτών και υπηρετών.

Στα βιβλία, που κατά κανόνα γράφονται από αστούς, οι οποίοι διαπνέονται από τα ιδανικά της τάξης τους και προσβλέπουν στο να τα διατηρήσουν, η εργασία των παιδιών εικονίζεται ως απολύτως φυσική, εφόσον αυτά είναι φτωχά ή ορφανά. Καθήκον των εργαζόμενων παιδιών είναι να είναι εργατικά και υπάκουα. Για διεκδίκηση δικαιωμάτων δε γίνεται βέβαια λόγος... Ακόμα χειρότερα... τα μικρά σκλαβάκια πρέπει να νιώθουν ευγνωμοσύνη.

«Από σήμερα θα είμαι πιο πρόθυμος και πιο εργατικός.

Πρέπει με την εργασία μου να ξεπληρώσω τη μεγάλη

καλοσύνη που δείχνει σε μένα ο αφεντικός μου»

(Αρ. Π. Κουρτίδη, «ΙΣΤΟΡΙΕΣ»)

Λόγος ύπαρξης της εργασίας δεν είναι μόνο να προσπορίζει τα προς το ζην, αλλά και να συντηρεί το σύστημα. Γι' αυτό και τα παιδιά προτρέπονται να ακολουθούν το επάγγελμα του πατέρα τους και να μην αναζητάνε «ουτοπίες». Αλλο η εργασία κι άλλο η δημιουργία - κι ας περιέχουν και οι δύο τη λέξη και την έννοια Εργο.

«Το πατρικόν επάγγελμα προ χρόνων φυτευμένον

Παράγει ήδη τους καρπούς βαθέως ριζωμένον.

Αφρων υιός, όστις αυτό από την ρίζαν κόψη

Κι άλλο φυτεύων αντ' αυτού, ελπίζει να προκόψη».

(Λ. Μελά, «Ο ΓΕΡΟΣΤΑΘΗΣ»)

Σ' ένα νεαρό κράτος που κάνει τα δειλά του βήματα στην εκβιομηχάνιση, που αποκτά εργατικά συνδικάτα και ξαφνιάζεται από τις πρώτες απεργίες, μηνύματα σαν τα παραπάνω είναι απαραίτητα.

Με τη διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεών στην Ελλάδα, αρχίζει η αντίδραση σ' αυτό το μοντέλο του ευγνώμονος εργάτη και του καλοπροαίρετου αφέντη. Οι λογοτέχνες δεν ανέχονται την εικόνα ενός παιδιού που δουλεύει αντί να παίζει.

Η Αννιώ

Νεροκουβαλήτρα

η μικρούλα Αννιώ.

Νεροκουβαλήτρα

κι είναι εφτά χρονώ.

(Ι. Κουγιάλης)



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ