Εξυπνη και δροσερή η ιδέα της ιστορίας που διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια μιας και μόνης μέρας, της τελευταίας Τετάρτης πριν την έλευση του καινούριου χρόνου, που γιορτάζεται, σύμφωνα με την παράδοση, με πυροτεχνήματα, φωτιές, χορό στους δρόμους και τραγούδι μέχρι τα βάθη της νύχτας. Αυτήν τη μέρα, μια κοπελίτσα που σύντομα θα παντρευτεί και μαζεύει λεφτά για τα τελευταία έξοδα του γάμου, πάει να δουλέψει καθαρίστρια σ' ένα διαμέρισμα στην Τεχεράνη στο οποίο την έστειλε το γραφείο εργασίας. Ετσι βρίσκεται από σπόντα στη δίνη της κρίσης ενός ερωτικού τριγώνου και μετατρέπεται σε όργανο του παιχνιδιού, μέσα από το οποίο η κάθε πλευρά του τριγώνου αποσκοπεί να εκμαιεύσει την αλήθεια... Ταυτόχρονα ανακαλύπτει άγνωστες, στην ίδια, πλευρές στις σχέσεις των ανθρώπων και της ζωής...
Αρτια άσκηση στους σχεδόν χιτσκοκικούς σκηνοθετικούς χειρισμούς που αρχικά σωρεύουν και σταδιακά αποκλιμακώνουν το μυστήριο ενός «ελαφρού» θέματος, δομημένου πάνω σε δραματουργικά ευρήματα με τέτοιον τρόπο που θα μπορούσε κάλλιστα να υιοθετηθεί από έναν Φεϊντό, σε θεατρικό μπουλβάρ. Σε ένα χαλασμένο κουδούνι εστιάζεται το βασικό αίτιο της παρεξήγησης, για να ανοίξει - με το που φαινομενικά καλμάρουν τα πνεύματα - ένας βαθύτερος κύκλος μυστηρίου που αναζητά λύση που ο σκηνοθέτης δίνει στους θεατές μέσα από μια ένδειξη (άρωμα) και μια απόδειξη (αναπτήρας). Εκεί που ο Φεϊντό θα έβγαζε κωμωδία, ο Φαραντί υπόκωφα βγάζει μια μικρή, παθιασμένη τραγωδία της καθημερινότητας. Πολύ καλή δουλειά, σχεδόν υποδειγματική για το είδος της, μην τη χάσετε!
Παίζουν: Τεντί Τεχρανί, Ταρανέχ Αλιντοστί, Χαμίντ Φαροχνεζάντ, Παντέα Μπαχράμ κ.ά.
Παραγωγή: Ιράν (2006).
Σε ένα ολότελα «ανεπεξέργαστο» κείμενο, με δράση που σβήνεται πάραυτα από τη μνήμη και με υποκριτικά ταλέντα που χαραμίζονται, ό,τι διατηρεί κάποιο χαρακτήρα - έστω και τουριστικής χροιάς - είναι η Κωνσταντινούπολη και ιδιαίτερα οι στέγες της, δεδομένου ότι εκεί πάνω διαδραματίζεται μεγάλο μέρος του δομικά απαραίτητου κυνηγητού...
Παίζουν: Λίαμ Νίσον, Φάμκε Γιάνσεν, Μάγκι Γκρέις, Ράντε Σερμπετζίγια, Λέλαντ Ορσερ, κ.ά.
Παραγωγή: Γαλλία, ΗΠΑ (2012).
Γυρισμένη στα δάση του Ορεγκον, η ταινία περιέχει σκηνές μάχης σύνθετες, σαν κι αυτές της «ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΕΝΟΣ ΕΘΝΟΥΣ» (1915) που μοιάζουν με πραγματικές φωτογραφίες από το μέτωπο. Ο Κίτον κατορθώνει να δώσει αυθεντικότερες αναπαραστάσεις της εποχής, όχι μόνο από τον Γκρίφιθ, αλλά και από τον Τζον Χιούστον, στην 25 χρόνια αργότερα ταινία του «THE RED BADGE OF COURAGE» (1951), αναφέρει ο ιστορικός κινηματογράφου David A. Cook...
Παίζουν: Μπάστερ Κίτον, Μάριον Μακ, Γκλεν Κάβεντερ, Τσαρλς Σμιθ, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (1927).
Αρρωστα τρομαχτικό το θρίλερ «VHS» του 2012. Αμερικάνικη σπονδυλωτή ταινία παραγωγής 2012 η σκοτεινή ανθολογία τρόμου που, διά χειρός Τάι Γουέστ, Ανταμ Γουίνγκαρντ, Ρέντιο Σάιλενς, Ντέιβιντ Μπρούκνερ, Γκλεν Μακουέιντ και Τζο Σβάνμπεργκ, ωθεί το «είδος» προς μια νέα κατεύθυνση... Κάποια μικροπαραβατικά άτομα προσλαμβάνονται από μια μυστηριώδη οργάνωση να ψάξουν να βρουν μια συγκεκριμένη βιντεοκασέτα - ανάμεσα σε πλήθος άλλων - σε ένα ετοιμόρροπο σπίτι... Ψάχνοντας, βλέπουν υποχρεωτικά πέντε κασέτες που, καθεμιά τους περιέχει και μια ανατριχιαστική ιστορία τρόμου...
Σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Αγιερ η έντονα ρεαλιστική αστυνομική περιπέτεια, σε πρώτο πρόσωπο «END OF WATCH» με πρωταγωνιστές τον Τζέικ Γκίλενχααλ και τον Μάικλ Πένια. Αμερικάνικης παραγωγής 2012, το αστυνομικό θρίλερ, συνθέτει ένα καθηλωτικό πορτρέτο των πιο επικίνδυνων γωνιών της πόλης του Λος Αντζελες. Η δράση εκτυλίσσεται μέσα από την αλληλουχία εικόνων καταγεγραμμένων από το φακό καμερών, παντός είδους, που άγρυπνα παρακολουθούν την πόλη. Η ταινία τραβά το δικό της δρόμο μακριά από συμβατικές κακοτοπιές ταινιών του είδους, δίνοντας έμφαση στη βαθιά συναδελφική και ανθρώπινη σχέση των δυο αστυνομικών - ο ένας ισπανικής κι ο άλλος καυκασιανής καταγωγής - που μαζί περιπολούν στους πιο μοχθηρούς δρόμους της πόλης και που η σχέση αυτή - και όχι η άμετρη βία - γίνεται κινητήρια δύναμη της αφήγησης, πάνω και πέρα από κλισέ.
Αφιέρωμα στον Φριτς Λανγκ με προβολή σε επανέκδοση τριών ξακουστών ταινιών του σκηνοθέτη στον κινηματογράφο TITANIA CINEMAX (Πανεπιστημίου και Θεμιστοκλέους γωνία). Την Πέμπτη 11 και Παρασκευή 12/10 θα προβληθεί το ασπρόμαυρο φιλμ νουάρ «Η ΣΚΥΛΑ» (ΗΠΑ-1945), με τον Εντουαρντ Ρόμπινσον και την Τζόαν Μπένετ. Το Σάββατο 13 και την Κυριακή 14/10 θα προβληθεί ψηφιακά αποκατεστημένη και με πρόσθεση των 25 «χαμένων» λεπτών, το αριστούργημα του γερμανικού εξπρεσιονισμού «THE COMPLETE METROPOLIS» (1927). Τέλος, τη Δευτέρα 15, Τρίτη 16 και Τετάρτη 17/10 θα προβληθεί το ανυπέρβλητο θρίλερ «Μ - Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΟΥ ΝΤΙΣΕΛΝΤΟΡΦ» (1931). Σημειωτέον ότι ο κινηματογράφος έχει γενική είσοδο 5 ευρώ και για τους άνεργους 3 ευρώ.
Τι να πρωτοπεί κανείς κι από πού να πρωταρχίσει; Πώς είναι δυνατόν να διαχωρίζει κάποιος ένα γεγονός και να το απομονώνει από τα ιστορικο - πολιτικο - κοινωνικά συμφραζόμενα που το προκαλούν; Η ταινία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ιστορική, γιατί κολυμπά σε ιστορικό vacuum, έξω από ιστορικό χωροχρόνο. Ούτε ψυχολογικό δράμα, γιατί ούτε καν ξύνει την επιφάνεια προσώπων και πραγμάτων. Επική; Πολύ αδόκιμα και χαριστικά μόνο και μόνο γιατί η ιστορία της καλύπτει εκτεταμένο χρόνο. Βασικός όρος/προϋπόθεση των ιστορικών ταινιών είναι να μπορεί ακόμα και ο ανίδεος σε ιστορικά θέματα θεατής να παρακολουθεί και να κατανοεί την εξέλιξη του μερικού (της ιστορίας της ταινίας) ως μέρος του γενικού (της Ιστορίας). Πληροφοριακά εννοιολογικά πυροτεχνήματα τύπου «Ορλοφικά», «Μεγάλη Αικατερίνη», «Κολοκοτρώνης» κ.λπ., με τον τρόπο που αναφέρονται δεν καθιστούν την ταινία ιστορική, αλλά μπερδεύουν έτι περισσότερο, όποιον ανίδεο, διευκολύνοντας τους ελάχιστους κατέχοντες ιστορική γνώση να απορρίψουν την ταινία με ακόμα ισχυρότερα επιχειρήματα. Σημειωτέον ότι το όνομα της Φιλικής Εταιρείας - μέλος της οποίας ήταν ο Βαρβάκης - ούτε καν ακούγεται...
Αυτά, σε αντιδιαστολή με τον υπερτονισμό της σκέτης λέξης/έννοιας «εμφύλιος». Εννοια που οποτεδήποτε αναφέρεται αιωρείται ξεκρέμαστη, διότι, σε περιβάλλον όπου βασιλεύει η πλήρης απουσία ιστορικών συμφραζόμενων, η επιγραμματική αναφορά σε τέτοιου είδους γεγονότα (στον α' εμφύλιο του 1923 ή τον β' του 1924) δεν έχει απολύτως κανένα νόημα. `Η μήπως έχει; Ισως ...μια που τελευταία, οι ελληνικές παραγωγές όλο και στριφογυρίζουν αθώα γύρω από τα άκρα ...
Η αφήγηση κατακερματισμένη από διάφορους αφηγητές, φωνές off, flash back και «οράματα», με έλλειμμα ρευστότητας και επιμέρους με βίαια στακάτο ρυθμό. Η ταινία σαν ενιαίο σύνολο εμφανίζεται ανισόβαρη. Ενώ στα 3/4 τρέχει λες και την κυνηγούν, με ηθοποιούς που λειτουργούν σαν στίγματα στην εξελικτική διαδικασία της αφήγησης, από την εμφάνιση του υιού Βαρβάκη έως το τέλος της, υιοθετεί μια φλύαρη, κενή πλαδαρότητα και αναγκαστικά μεγεθύνει «άσχετους» ρόλους και νεκρούς από δράση χρόνους. Αναρωτιέται κανείς σε τι χρησιμεύουν οι διεθνείς σταρ σε μια ταινία που οι ρόλοι είναι κουκκίδες υπογράμμισης των γεγονότων και όχι χαρακτήρες; Μέχρι και ο άμοιρος ο Κοχ αναζητά, σε όλη τη διάρκεια της ταινίας απεγνωσμένα από κάπου να πιαστεί, ώστε να μπορέσει να ερμηνεύσει κάτι...
Ο,τι εγγράφεται στην ηχητική μπάντα είναι απαράδεκτα ανεξέλεγκτο. Από τη λειτουργικότητα της μεγαλομανώς πομπώδους μουσικής, μέχρι τους διαλόγους/ εκφράσεις «κονσέρβα» και την «κακοφωνία» στη γενική εκφορά - όχι του αγγλικού - του λόγου. Στραμπουλιγμένος, βιαστικός, μη στρογγυλός, με χροιά, χρώμα και μέταλλο που, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, τινάζουν στον αέρα την όποια προσπάθεια δημιουργίας ατμόσφαιρας... Προσπάθεια γιατί η ατμόσφαιρα είναι το ζητούμενο παντού. Μέχρι και στο αξιολύπητο πορνείο καρικατούρα, με στενότητα χώρου και σκηνογραφική ευτέλεια, με τα χαλάκια τα κρεμασμένα στον τοίχο και την κάμερα να «καδράρει» τον καθισμένο στον καναπέ δίπλα σε μια πόρνη, Κοχ, λίγο κάτω από τα γόνατα... Τα μίζερα καδραρίσματα, πάντως, εμφανίζονται συχνά. Για παράδειγμα στην αίθουσα της Αικατερίνης της Μεγάλης, όλα δείχνουν συμπιεσμένα. Πού είναι η αίσθηση της αυτοκρατορικής μεγαλοπρέπειας, των άπλετων χώρων, των τεράστιων αποστάσεων; Μια ύστατη παρατήρηση για το carnavalesco της εμφάνισης Λαζόπουλου στην ομιχλώδη λίμνη που έστελνε κατευθείαν τους συνειρμούς στο ατμοσφαιρικό υδάτινο μυστήριο του αριστουργήματος «UGETSU MONOGATARI» (1953) του Μιζογκούτσι. Δυστυχώς, η σκηνή δεν κατορθώνει σε ατμόσφαιρα να ανταγωνιστεί ούτε την τηλεοπτική ασπρόμαυρη διαφήμιση του ΟΠΑΠ, όπου κάποιος λέει ότι στο όνειρό του είδε πάνω σε μια βάρκα τον ... Βαμβακούλα ... νύφη.
Το sensmoral (ηθικό δίδαγμα) της ταινίας συνοψίζεται στην άξια επιχειρηματικότητα /εφευρετικότητα (βαρέλια από ξύλο φλαμουριάς) του Ελληνα ευπατρίδη με τις έννοιες να επικαιροποιούνται και να παραπέμπουν στο σήμερα. Οι Ελληνες επιχειρηματίες είναι πρωτίστως Ελληνες λέει η ταινία, και επειδή είναι Ελληνες τολμούν να ονειρεύονται... σαν όλους εμάς τους ταπεινούς... και έχουν αίσθηση του εθνικού καθήκοντος. Αφήστε τους πάνω στις δυσκολίες, να ορθοποδήσουν, να στεριώσουν, να μεγαλώσουν και μη φοβάστε, μην ανησυχείτε, Ελληνες είμαστε όλοι, κι αυτοί σαν Ελληνες φιλεύσπλαχνοι προς τους ομοεθνείς τους. Και δουλειές θα δώσουν (12ωρα με 400 ευρώ ανασφάλιστοι) και φιλανθρωπίες άμα χρειαστεί... σε εσάς τους κακομοίρηδες που τους αυγατίζετε τα κέρδη για την επόμενη κερδοφόρα επένδυση... Η εργατική τάξη πρέπει να μάθει να είναι ευγνώμων στα αφεντικά και σε δύσκολες ώρες, όπως έπραξε στο παρελθόν η φυλή να δείχνει ομοψυχία και να πληρώνει αγόγγυστα αυτά που, δια νόμου, δεν πληρώνουν οι πάμπλουτοι... Κι όταν, με τη βοήθεια του Θεού που αγαπάει το χαβιάρι, «αλλά μισεί το προλεταριάτο» - όπως έξυπνα και δηκτικά αναφέρει ο Αμερικανός κριτικός Nicholas Bell - βγούμε στο ξέφωτο τότε... τότε...
Η αθωότητα, μοναδική προϋπόθεση κριτικής ιδιότητας για την ταινία του - έτσι δήλωσε δημόσια ο σκηνοθέτης - ιδιαίτερα όταν εδράζεται σε άνθρωπο ενήλικα, στην άκρως απο-αθωοποιημένη εποχή μας, κλίνει μάλλον προς τη βλακεία και όσοι την υπερτιμούν και την εκθειάζουν μάλλον έχουν συμφέροντα απορρέοντα απ' αυτήν...
Παίζουν: Κατρίν Ντενέβ, Σεμπάστιαν Κοχ, Χουάν Ντιέγκο Μότο, Τζον Κλιζ, Εβγκένι Στικχίν, Λάκης Λαζόπουλος, κ.ά.
Παραγωγή: Ελλάδα, Ρωσία, Γερμανία, Γαλλία, Αγγλία, Ισπανία (2012).