Κοντά στη ρήση «πολύ κακό για το τίποτα» βρίσκεται η καινούρια, χωρίς ουδεμία θεματική ή άλλη πρωτοτυπία, ταινία του Τάσου Μπουλμέτη, που κάνει χρήση, κάπου και κατάχρηση, καθιερωμένων, επιδερμικών πια συνταγών για το είδος της εμπορευματικής, τρυφερής νοσταλγικής ταινίας ενηλικίωσης. «Ο νοτιάς», που βγαίνει 12 χρόνια μετά την επιτυχημένη «Πολίτικη κουζίνα», διαθέτει ένα και μόνο άξιο συζήτησης στοιχείο, εκείνο της οπτικής του σκηνοθέτη πάνω στον ήρωα που επέλεξε σε σχέση με την ιστορική εποχή στην οποία αναφέρεται και το πώς συνδέεται με το σήμερα και λειτουργεί στο σήμερα η χαρακτηριστική αυτή οπτική.
Η μεταπολίτευση τον βρίσκει ρομαντικό φοιτητή στο Πανεπιστήμιο και μαθητευόμενο φωτογράφο. Ανήκει σε παρέα πολιτικοποιημένων φοιτητών, ο ίδιος όμως δεν εμπλέκεται σε πολιτικές συζητήσεις και ξεκινά αποτυχημένες σχέσεις με «χειραφετημένες» κοπέλες της εποχής. Δεν τον ακούμε να εκφράζει κάποια, όποια, πολιτική άποψη και η σχέση του με το φοιτητικό κίνημα περιορίζεται στο μέλος της κινηματογραφικής λέσχης. Η πολιτική, για τον Σταύρο, αντιπαράθεση εστιάζεται στην τεχνική λήψης της εικόνας και στη διαπάλη ανάμεσα σε «ευρυγώνιο» και «τηλεφακό». Ο Σταύρος παρακολουθεί τα πάντα από μακριά και αφ' υψηλού, η ξεκάθαρα «απολιτίκ» στάση ζωής του παρουσιάζεται στην ταινία ως δήθεν «αντικειμενικού» παρατηρητή, ανεξάρτητου και ελεύθερου, που δεν σκαλώνει, δεν συμπαρασύρεται από το ιστορικό γίγνεσθαι, γιατί απλά δεν αξίζει τον κόπο... Μια που όλοι πουλιούνται στο συμφέρον... Ολοι ανεξαιρέτως! Αυτός ο νεαρός, με το παρελθόν που κουβαλά, είναι σε θέση να διακρίνει οτιδήποτε άλλο; Ποια «φόντα», ποια γνώση, ποια βιώματα κι εμπειρίες διαθέτει ώστε να καταστεί δυνατόν να διακρίνει, να δει, και κάτι άλλο; Ειδικά, μάλιστα, όταν ανακαλύπτει τον λόγο ύπαρξής του... κι αποφασίζει να φύγει για την Αμερική για να σπουδάσει σινεμά, να διηγείται ιστορίες με εικόνες... Τι ιστορίες όμως;
Με τους: Γιάννη Νιάρρο, Μαρία Καλλιμάνη, Θέμη Πάνου, Ζωζώ Σαπουντζάκη, κ.ά.
Παραγωγή: Ελλάδα (2016)
Κατά τ' άλλα, συνεχίζεται στην «Αλκυονίδα» η προβολή του «Πόλεμος και Ειρήνη» (1966) του Σεργκέι Μπονταρτσούκ, β' μέρος, ενώ στο «Στούντιο» θα προβάλλεται το α' μέρος. Στην «Αλκυονίδα», επίσης, «Ο γιος του Σαούλ» (2015) του Λάζλο Νέμες, ενώ στο «Στούντιο» το αριστούργημα κινουμένων σχεδίων του Βραζιλιάνου Αλε Αμπρέου «Το αγόρι και ο κόσμος» (2013). Για τις μέρες και ώρες προβολής, επικοινωνήστε με τις προαναφερθείσες αίθουσες...
Η γραμμικότητα της ιστορίας συνιστά τη δύναμή της - γιατί αντανακλά τον δωρικό χαρακτήρα της ζωής εκεί - αλλά και ταυτόχρονα την αδυναμία της, σε ό,τι αφορά όρους κινηματογραφικής ένστασης που ίσως προβάλλει ένας μέσος θεατής. Η ταινία πάντως βραβεύτηκε στο περσινό Φεστιβάλ Καννών, με πρόεδρο της κριτικής επιτροπής την Ιζαμπέλα Ροσελίνι, όταν προβλήθηκε στο τμήμα «Ενα κάποιο βλέμμα». Η βράβευση της ταινίας, ειδικά στις Κάννες, αποτελεί ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός για μια χώρα σαν την Ισλανδία, της οποίας η κινηματογραφική ετήσια παραγωγή δεν υπερβαίνει τις 10 ταινίες.
Παλιός ντοκουμενταρίστας ο Χακόναρσον κατόρθωσε σ' αυτή, τη δεύτερη ταινία μεγάλου μήκους με τον ξηρό τίτλο πρωτότυπου «Κριάρια», να εκπλήξει με την απλοϊκή ιστορία δύο ηλικιωμένων κτηνοτρόφων αδελφών, του Κίντι και του Γκούμι, που κατοικούν σε χωριστές, γειτονικές φάρμες στην έρημη, παγωμένη κοιλάδα και δεν μιλιούνται για σαράντα ολόκληρα χρόνια. Επικοινωνούν, σπάνια βέβαια, μόνο μέσω ενός καταπληκτικά νοήμονος σκύλου που μεταφέρει στο στόμα του γραπτά μηνύματα από τον έναν προς τον άλλον αδελφό. Ο σκηνοθέτης υφαίνει μια ιστορία με πολλές παύσεις, σιωπές, χαρακτηριστικά τοπία και ανθρώπους τραχείς, ψυχρούς «απέξω» και θερμούς «απομέσα», μοναχικούς γιατί διδάχθηκαν να ζουν χωρίς την ανάγκη άλλων, ανθρώπους γκρινιάρηδες που αναπτύσσουν ουσιαστικές σχέσεις, απ' ό,τι φαίνεται, κυρίως με τα πανέμορφα ζώα τους. Δεν περνά καιρός κι ένας θανάσιμος ιός, που πλήττει αμετάκλητα το νευρικό σύστημα των ζωντανών, χτυπά το κοπάδι του Κίντι. Η απειλή είναι γενικευμένη και οι υπηρεσίες του κράτους αποφασίζουν να θέσουν τα κοπάδια της περιοχής σε καραντίνα. Ο αδελφός του Κίντι, ο νομοταγής Γκούμι, αποφασίζει να παραβεί τους κανόνες της εξουσίας και κρύβει στην καντίνα του κάποια κριάρια, κάτι που αργότερα θα συμβάλει στη συμφιλίωση μεταξύ τους... Οι δυο ξεροκέφαλοι γερο - Βίκινγκς με γυμνά τα μαχαίρια για σαράντα χρόνια, κάτω από το χιόνι της βαθιάς Ισλανδίας, ανακαλύπτουν ξανά τους εαυτούς τους, γυμνούς, αληθινούς κι ανθρώπινους, παρά το γεγονός ότι δεν διανοούνται, δεν μπορούν να εκφράσουν συναισθήματα λόγω ενός «πολιτισμού» που τους έγινε «φύση»...
Μεγαλύτερο κοινωνιολογικό ενδιαφέρον από την καθαυτή ιστορία παρουσιάζει το φόντο, η κοινωνική ζωή της κοινότητας, όπως αυτή παρουσιάζεται στη λιπόσαρκη αυτή γη, όπως και οι σχέσεις ανάμεσα στους λιγόλογους γείτονες με τις σπάνιες χειρονομίες, τις ενσωματωμένες στην καθημερινή επιβίωση και στα θέματα που την απασχολούν...
Με τους: Σίγκουρντουρ Σιγκουργιόνσον, Τεοντόρ Γιουλίουσον, Σαρλότ Μπέβινγκ, κ.ά.
Παραγωγή: «Rams», Ισλανδία (2015) - (στο «Αστυ» και στο «Πτι Παλαί»).