Πρεμιέρα είχε την Τρίτη που μας πέρασε, μια ακόμη αμερικανιά με τίτλο «Οι Αναλώσιμοι». Εδώ συμμετέχει σύσσωμο το μπουκέτο των ανεγκέφαλων φουσκωτών ανθρωπόμορφων: Σταλόνε, Λούντγκρεν, Σβαρτσενέγκερ... Voil?! Θαυμάστε το πρότυπο του ανθρώπου, ήρωα, της νέας τάξης πραγμάτων. Που βέβαια δε διαφέρει κατά πολύ από εκείνον της προηγούμενης νέας τάξης, της ναζιστικής, σύμφωνα με την εικόνα που φρόντισε να μας εφοδιάσει η Ρίφενσταλ. Σε ρόλους μισθοφόρων λοιπόν, αδίστακτων πρακτόρων της CIA και τυχοδιωκτών - εγκληματιών κοινού ποινικού δικαίου - σερβίρονται οι χαρακτήρες αυτοί στο κοινό σαν ήρωες προς μίμηση, μπολιάζοντας τις συνειδήσεις των θεατών, ώστε όταν τα πραγματικά αποβράσματα εντός ολίγου αναλάβουν πραγματική δράση στη Μέση Ανατολή και το Ιράν, να έχει προλειανθεί η πτώση στα μαλακά των πραγματικών εγκληματιών, των εντολοδοτών τους. Πρεμιέρα σήμερα και για την τρισδιάστατης τεχνικής ταινία animation «Σρεκ κι εμείς καλύτερα», το τέταρτο και τελευταίο μέρος της γνωστής σειράς. Από σήμερα επίσης προβάλλεται και το αμφιλεγόμενο φιλμ του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι του 1972 «Το Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι» με έναν ώριμο και εύθραυστο Μάρλον Μπράντο. Ταινία λιγότερο σύνθετη από προηγούμενες του σκηνοθέτη που όμως, σαν κάποιες προηγούμενές του, βασίζεται σε εξπρεσιονιστική χρωματική απεικόνιση και αφήγηση χωρίς συνοχή. Η ταινία μας μπάζει στο «μυαλό» ενός διαταραγμένου από τον πόνο και το σαράκι άνδρα, όπου το σεξ, ο φυσικός πόνος και ο θάνατος συνυπάρχουν στο ίδιο χωνευτήρι. Ακόμη προβάλλεται το μιούζικαλ του 1957 «Funny Face» με λαμπερό πρωταγωνιστικό ζευγάρι τους Οντρεϊ Χέπμπουρν και Φρεντ Αστέρ. Είναι ένα από τα τρία μιούζικαλ με φόντο το Παρίσι που γύρισε ο Αστέρ την δεκαετία του '50 και δίνει την αίσθηση ότι ακολουθεί πιστά την επιτυχώς δοκιμασμένη συνταγή που πρωτοπήρε σάρκα και οστά το 1951 στο φιλμ «Ενας Αμερικάνος στο Παρίσι» του Βιντσέντε Μινέλι με τον Τζιν Κέλι και την Λέσλι Καρόν. Το κύριο συστατικό αυτής της συνταγής δεν είναι ούτε η ρομαντική ιστορία έρωτα με κάποιο βαθμό δυσκολίας, ή το αστραφτερό ζευγάρι που μπορεί να τραγουδά και να χορεύει, ούτε τα υπέροχα κοστούμια και σκηνικά ή οι χορογραφίες και η μουσική του Τζορτζ Γκέρσουϊν σε στίχους του αδελφού του Αϊρα. Το ουσιαστικό στοιχείο είναι ο ίδιος ο γεωγραφικός χώρος, κάποια μυθική ευρωπαϊκή πρωτεύουσα εκεί που η ιστορία ξετυλίγεται, στην περίπτωση αυτή στο φαντασμαγορικό Παρίσι και ότι αυτή η έννοια - τότε μακρινή και ανεξερεύνητη στο πλατύ κοινό - υποδηλοί στις ονειροπολήσεις και τους συνειρμούς εκατομμυρίων θεατών. Καλό φθινόπωρο, με καλό σινεμά και ασίγαστο αγώνα!
Ταινία ικανή να τροφοδοτήσει με μπόλικο υλικό τις φεμινιστικές σπουδές κινηματογραφικές και μη. Εντυπωσιακά σχεδιασμένο το μπακγκράουντ των τίτλων της αρχής καθώς και η σεκάνς που ακολουθεί: Η είσοδος της διευθύντριας του γυναικείου περιοδικού μόδας «Quality» Μάγκι Πρέσκοτ, ο ύμνος της στην κατανάλωση και η θρησκευτική της πίστη στην εμπορευματοποίηση των πάντων άψυχων κι έμψυχων και στην αγορά. Η Μις Πρέσκοτ αποφασίζει η φωτογράφηση μόδας για το περιοδικό της να γίνει σε περιβάλλον διανοούμενο, στο εσωτερικό ενός μικρού και σκοτεινού βιβλιοπωλείου στο Γκρίνουιτς Βίλατζ. Εκεί, στο αστείο πρόσωπο της νεαρής υπαλλήλου Οντρεϊ Χέπμπουρν, η διευθύντρια και ο φωτογράφος του περιοδικού - τον υποδύεται ο 58χρονος τότε Φρεντ Αστέρ που πλησιάζει στο τέλος της μουσικοχορευτικής του καριέρας - ανακαλύπτουν το καινούργιο γυναικείο πρότυπο που θα πλασάρουν στην αγορά, αφού πρώτα το πασπαλίσουν με μπόλικη παριζιάνικη κομψότητα και γκλάμουρ. Λέγεται ότι η Χέπμπουρν είχε θέσει σαν όρο της δικής της συμμετοχής στην ταινία, τη συμμετοχή του Φρεντ Αστέρ. Πρόκειται για το πρώτο κινηματογραφικό μιούζικαλ της Χέπμπουρν, στο οποίο μάλιστα τραγουδά η ίδια όλα τα τραγούδια της. Αποδεικνύει επίσης και τη χορευτική της δεινότητα, δεδομένου ότι η λεπτεπίλεπτη Χέπμπουρν είχε σπουδάσει χορό στην Ολλανδία, όπου έζησε για πολλά χρόνια με τους αριστοκράτες, εγγεγραμμένους στο φασιστικό κόμμα, γονείς της.
Παραγωγή: ΗΠΑ (1957).
Τα σκουλαρίκια που συνεχώς αλλάζουν χέρια κι όλο επιστρέφουν στο σημείο εκκίνησης, εκφράζουν σαν αντικείμενο/σύμβολο διαφορετικές αξίες για κάθε παραλήπτη και συνιστούν την ραχοκοκαλιά που συμβάλλει στην αναγωγή του ρομαντικού αυτού μελοδράματος σε ακτινογραφία ενός πλέγματος σχέσεων εξάρτησης, ιεραρχίας, εξουσίας κι ελέγχου οι οποίες, στο σύνολό τους, απορρέουν και διαμορφώνονται από τον βαθμό συνάφειας και σχέσης τους με την έννοια ιδιοκτησία.
Η αυστηρή και ταυτόχρονα δελεαστική τελειότητα του σεναρίου με κυρίαρχο, οργανικό το στοιχείο της εκλεπτυσμένης κομψότητας των καταστάσεων, μεταφέρεται μέσα στο καδράρισμα των λήψεων και φθάνει να αγγίζει ισορροπίες κλασικής αρτιότητας χάρη σε έναν λειτουργικότατο σκηνογραφικό μηχανισμό στούντιο, στην φωτογραφία του μόνιμου - στα τελευταία τέσσερα φιλμ - Γάλλου οπερατέρ του Οφίλς, Κριστιάν Ματράς κυρίως όμως χάρη στην εκθαμβωτική σκηνοθεσία όσων λαμβάνουν χώρα μπροστά από την κάμερα. Μιας υπερκινητικής κάμερας που πότε μοιάζει να χαϊδεύει την επιφάνεια των αντικειμένων και πότε μεταμορφώνεται σε παχύρευστο υγρό που κυλά καλύπτοντας πρόσωπα και πράγματα και χώνεται παντού, οπουδήποτε βρει ρωγμή ή εσοχή. Η μηχανή συχνά κινείται παράλληλα με τα πρόσωπα, άλλοτε προπορεύεται και τα κοιτά που πλησιάζουν, πάντα καταγράφοντας οποιαδήποτε πτυχή σε κίνηση ή νεύμα, οτιδήποτε η κάμερα κρίνει σημαντικό για να βοηθήσει τον θεατή στην κατάδυση στο εσωτερικό κάποιου χαρακτήρα ή κατάστασης διευκολύνοντάς τον στην κατανόηση του αφηγηματικού τρόπου.
Ο Μαξ Οφίλς υπήρξε μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του γαλλικού κινηματογράφου της δεκαετίας του '50 και άσκησε βαθύτατη επιρροή στο ρεύμα του Νέου Κύματος. Γερμανοεβραίος στην καταγωγή από την περιοχή του Saar, ο Max Oppenheimer - όπως ήταν το πραγματικό του όνομα - εργάστηκε σαν σκηνοθέτης στην UFA, τον πανίσχυρο θεσμό της εθνικής γερμανικής κινηματογραφίας, από το 1930 έως την εκλογική νίκη των Εθνικο-σοσιαλιστών του Χίτλερ και την άνοδό τους στην εξουσία, το 1933. Εκτοτε, αυτοεξόριστος, γύρισε ταινίες στην Ιταλία, την Ολλανδία και την Γαλλία και το 1938 απόκτησε την γαλλική υπηκοότητα. Ο Οφίλς υποχρεώθηκε - όπως τόσοι άλλοι - να διαφύγει στην Αμερική όταν οι ναζί κατέλαβαν και την Γαλλία το 1940. Μετά από περίοδο τεσσάρων ετών ανωνυμίας στο Χόλιγουντ, κατόρθωσε τελικά να γυρίσει, για την εταιρεία Παραμάουντ, μια σειρά καλαίσθητων μελοδραμάτων τα οποία καταχωρούνται στα καλύτερά του επιτεύγματα. Με την επιστροφή του στην Γαλλία το 1949, ο Οφίλς εισέρχεται στην πιο δημιουργική περίοδο της καριέρας του (1950-1955), η οποία χαρακτηρίζεται από τις ακόλουθες τέσσερις, απείρου κομψότητας και μαεστρόζικης αυθαιρεσίας ταινίες : «La Ronde» 1950, «Le Plaisir» 1952, «Madame de...» 1953 και τελευταία η γνωστότερη για την πέρα από κάθε σύμβαση αφηγηματική της τεχνική ταινία του 1955 «Lola Mont's», φτιαγμένη δυο χρόνια πριν τον θάνατο του σκηνοθέτη, τον Μάρτιο του 1957.
Παίζουν: Ντανιέλ Νταριέ, Σαρλ Μπουαγιέ, Βιτόριο Ντε Σίκα, Ζαν Γκαλάν κ.ά.
Παραγωγή: Γαλλία, Ιταλία (1953).