Πέμπτη 29 Ιούλη 2010
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Μπααρία: Σαπουνόφουσκα επικών διαστάσεων!

Αυτή η εβδομάδα φιλοξενεί συνολικά πέντε ταινίες. Τρεις καινούργιες και δύο επανεκδόσεις. Στις καινούργιες εντάσσεται η «Τελευταίος Σταθμός», μια συμπαραγωγή Βρετανίας, Γερμανίας και Ρωσίας από το 2009, που αναφέρεται στον τελευταίο χρόνο της ζωής του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα Λέοντα Τολστόι. Πρόκειται για μια ιστορία με δύο έρωτες, έναν που βρίσκεται στην αρχή του κι έναν που διανύει το τέλος του, πραγματεύεται δε, το πόσο δύσκολο είναι να ζεις με τον έρωτα και πόσο αδύνατο να ζεις χωρίς αυτόν. Παίζουν η σπουδαία Ελεν Μίρεν, ο Κρίστοφερ Πλάμερ και ο Τζέιμς Μακ Αβόι. Σε επανέκδοση και το μνημειώδες φιλμ «Μπόνι και Κλάιντ» του Αρθουρ Πεν από το 1967, με την Φέι Ντάναγουέι, τον Γουόρεν Μπίτι και τον Τζιν Χάκμαν. Πρόκειται για την ιστορία του πιο θρυλικού ερωτικού ζευγαριού ληστών της δεκαετίας του '30. Αψήφησαν τους νόμους, εξευτέλισαν τις διωκτικές αρχές και μέχρι τις μέρες μας παραμένουν σύμβολο αντίστασης. Οσοι όμως δεν έχετε δει το «Πνεύμα του Μελισσιού» του Ισπανού Βίκτορ Ερικε από το 1973, καλά θα κάνετε να πάτε να το δείτε. Πρόκειται για σπάνιο κινηματογραφικό επίτευγμα, μικρό αλλά τόσο μεγάλο!

Η στήλη σάς ενημερώνει ότι θα κάνει χρήση της καλοκαιρινής της άδειας και θα επιστρέψει μετά το δεκαπενταύγουστο. Καλό σας καλοκαίρι!


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ

ΒΙΚΤΟΡ ΕΡΙΚΕ
Το πνεύμα του μελισσιού

Σήμερα, κανείς δε θα υποστήριζε ότι ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ον με ικανότητα επικοινωνίας, δεδομένου ότι πλέον έχει αποκαλυφθεί ότι αυτή ισχύει ως συμπεριφορά κοινή στο ζωικό κόσμο (του ανθρώπου συμπεριλαμβανομένου). Τυπικό σύστημα ζωικής επικοινωνίας συνιστά, μεταξύ άλλων, εκείνο των μελισσών, ιδιαίτερα της ευρωπαϊκής μέλισσας που επικοινωνεί με τις συντρόφισσές της όσον αφορά την παρουσία και τη θέση της τροφής. Το επικοινωνιακό σύστημα που οι μέλισσες χρησιμοποιούν άπτεται της απόστασης της τροφής σε σχέση με το μελίσσι και συνίσταται σε χορό ο οποίος εκφράζεται με δύο βασικές μορφές: τον κυκλικό χορό που η μέλισσα πληροφορεί τις άλλες ότι η τροφή βρίσκεται σε μικρή απόσταση 10 - 50 μέτρων και το χορό σε σχήμα οχτώ (8) που δείχνει με ακρίβεια το πόσο μακρινή είναι η απόσταση από την τροφή.

Ο τίτλος της μαγικής ταινίας του Βίκτορ Ερικε «Το Πνεύμα του Μελισσιού» - παρμένος από διάσημο βιβλίο του Maurice Maeterlinck - παραπέμπει στο ισχυρό, αινιγματικό και παράδοξο πνεύμα, στη γλωσσική μορφή ζωικής επικοινωνίας που κυριαρχεί στο εσωτερικό του μελισσιού, στο οποίο οι μέλισσες υπακούουν ενστικτωδώς. Αυτό το σύστημα επικοινωνίας μελετά ο πατέρας των μικρών Ισαμπελ και Ανα, όταν δε δουλεύει στα μελίσσια του. Στο χαμένο χωριό της μετεμφυλιακής Ισπανίας του 1940 που ζει η οικογένεια και τοποθετείται η δράση του φιλμ, φθάνει το φορτηγάκι του υπαίθριου κινηματογράφου. Μεγάλοι, κυρίως όμως μικροί, μαζεύονται στην αίθουσα και αφήνονται στη μαγεία της εικόνας του ασπρόμαυρου «Φρανκενστάιν» του James Whaleτου 1931, με τον Μπόρις Καρλόφ. Η μικρή Ανα εντυπωσιασμένη από τη μορφή, αλλά και τη «γλυκύτητα» του κινηματογραφικού τέρατος, το συμπονά, γιατί του φέρονται άδικα. Πιστεύει στην εξήγηση που της δίνει μες στην υποβλητική, φεγγαρόλουστη νύχτα η αδελφή της για το αθάνατο πνεύμα που μένει στην εγκαταλειμμένη καλύβα έξω από το χωριό. Εκεί φτάνει και κρύβεται ένας λιποτάκτης στρατιώτης, που η Ανα συναντά, τον λυπάται και τον φροντίζει όσο μπορεί, έως ότου εκείνος πέσει νεκρός από νυχτερινή ομοβροντία της φρανκικής πολιτοφυλακής. Αυτό είναι και το μοναδικό συμβάν στο φιλμ που υπενθυμίζει, σε απτές γραμμές, ότι βρισκόμαστε υπό φασιστική τρομοκρατία. Με εκπληκτική ισορροπία, μεταξύ αφαίρεσης και πραγματικότητας, με ατμόσφαιρα που σφύζει από φόβο και παγωμάρα, με αποπνικτική την αίσθηση της ήττας που διαπερνά το φιλμ πέρα για πέρα, οτιδήποτε διαδραματίζεται - μηχανιστικά, επαναληπτικά και σιωπηλά - τριγύρω από την ιστορία της μικρής Ανα μοιάζει να είναι απόρροια παλαιότερων γεγονότων που έχουν ήδη συμβεί. Αυτό καθαυτό το φιλμ - μολονότι χρησιμοποιεί σαφείς υπαινιγμούς (μέσα από τη φιγούρα π.χ. του γιατρού) και εγείρει αμέτρητα, αναπάντητα ερωτήματα - δεν επιδέχεται πολλές αναγνώσεις. Αντίθετα, αυτό που προσφέρεται σε αναρίθμητες αναγνώσεις είναι ο μύθος πάνω στον οποίο στηρίζεται το σενάριο της ταινίας και μόνο μέσα από τέτοια διαδικασία μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα για τις θεματικές που βάζει η ταινία. Δηλαδή: Τι έχει συμβεί πριν από το σημείο που ξεκινά η ταινία; Τι συμβαίνει στα ενδιάμεσα κομμάτια που εμείς δεν βλέπουμε; Πού πάει ο πατέρας με την άμαξα; Σε ποιον στέλνει ερωτικά γράμματα η μητέρα; Ποια είναι η μεταξύ του ζεύγους σχέση; Ζούσε πάντα αυτή, η προδιαγραφών άστεως, οικογένεια σε αυτό το χωριό; Γιατί η μητέρα, η τόσο διαφορετική από τις γυναίκες του χωριού, αναφέρει ότι τους έχουν μείνει λίγα έπιπλα; Ο πατέρας υπήρξε πάντα μελισσοκόμος; Και πολλά άλλα. Μέσα από την εκπληκτική φωτογραφία του Καντράδο προβάλλει το πορτρέτο μιας αγροτικής εικόνας ασύλληπτης ομορφιάς. Προβάλλει η αριστουργηματική ποιητική του βλέμματος, της σιωπής, των χρωμάτων, των σχημάτων, της επιφανειακής ηρεμίας, αλλά και της γνώσης για το πώς πρέπει να αρθρώνεται ο στιλιστικός και ο μορφικός λόγος. Χρήζει μνείας επίσης η πρωτότυπη μουσική του Λουίς δε Πάμπλο.

Παίζουν: Ανα Τόρεντ, Ισαμπέλ Τελερία, Φερνάντο Φεράν Γκόμεζ, Τερέζα Γκιμπέρα, κ.ά.

Παραγωγή: ΙΣΠΑΝΙΑ (1973)

ΡΙΣΑΡ ΜΠΕΡΙ
22 Σφαίρες

Γαλλικής παράδοσης αστυνομικό θρίλερ, η τέταρτη, σκηνοθετική δουλειά του καταξιωμένου ηθοποιού Ρισάρ Μπερί, σε παραγωγή Λικ Μπεσόν. Ταινία που δεν υπερβαίνει τη μετριότητα, που διέπεται από έλλειψη πρωτοτυπίας, από ωμή βία αμερικανικής διδαχής και από κάμερα σε διαρκή κινητικότητα. Η όπερα, πράγματι γοητευτική, μένει αιωρούμενο και ξεκάρφωτο άκουσμα, καθότι απόλυτα ασυμβίβαστη με πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις. Στη βάση του σεναρίου βρίσκεται ο πυρήνας του μυθιστορήματος «L'Immortel» του Franz-Olivier Giesbert που στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα του ανήλεου πολέμου των μαφιόζικων φατριών της Μασσαλίας. Ο Μπερί μεταφέρει την ιστορία στη Μασσαλία του σήμερα και στοιχίζει την αντιπαράθεση πίσω από την «παλιά» και τη «νέα» σχολή μαφιόζων.

Ο Σαρλί Ματέι είναι ο τελευταίος νονός «παλαιάς κοπής» στην πόλη. Ακούει όπερα όπως όλοι οι ιταλικής καταγωγής μαφιόζοι. Τηρεί και σέβεται τους κώδικες ηθικής: Δε σκοτώνει οικογένειες και αστυνομικούς, δεν καλύπτει το πρόσωπό του. Με κουκούλα διαπράττεις έγκλημα, κοινή δολοφονία, ενώ με το πρόσωπο ακάλυπτο πραγματοποιείς εκτέλεση με υπογραφή. Κάνει κομπίνες, αλλά σιχαίνεται τα ναρκωτικά και είναι κάθετα αντίθετος στην εμπορία τους. Στον αντίθετο πόλο λειτουργεί και μια μεταμοντέρνα, μια νέα σχολή εγκληματιών που πρεσβεύει τις αντίθετες αξίες. Οι αρχηγοί διεστραμμένοι, υποχόνδριοι με την υγιεινή διατροφή και τα spa, ορκισμένοι αντικαπνιστές, συνδιαλλάσσονται και διαπλέκονται με τη διεφθαρμένη πολιτική εξουσία και δεν έχουν ιερό και όσιο μια που διαπράττουν τα πλέον άθλια εγκλήματα στο όνομα της αρχής του κέρδους και της επιχειρηματικότητας. Ο Σαρλί έχει αποφασίσει να γυρίσει σελίδα, ζει αποτραβηγμένος τα τελευταία τρία χρόνια, αφοσιωμένος στην οικογένειά του. Ενα συνηθισμένο χειμωνιάτικο πρωινό τον βρίσκουν γαζωμένο από ριπές πυροβόλων στο υπόγειο πάρκινγκ του παλιού λιμανιού της Μασσαλίας. Τον μεταφέρουν ετοιμοθάνατο στο νοσοκομείο και εκεί του αφαιρούν 22 σφαίρες, όσες είχαν σφηνωθεί στο σώμα του. Ο Σαρλί «ο αθάνατος», που γλίτωσε από θαύμα, αρχίζει να αναζητά τον παραγγελιοδότη της δολοφονίας του. Σύμμαχός του η νεαρή αστυνομικίνα με τα ίδια μουσικά γούστα, που θέλει να εκδικηθεί τη δολοφονία του αστυνομικού συζύγου της και να βάλει τέλος στον πόλεμο των γκάγκστερ. Συμπαθής ο Ζαν Ρενό στο ρόλο του Σαρλί, του μειλίχιου εκδικητή, του διχασμένου ανάμεσα στη δίψα για βεντέτα και τις αρχές του.

Παίζουν: Ζαν Ρενό, Μαρίνα Φουά, Ρισάρ Μπερί, Καντ Μεράντ, Μουσά Μαασκρί, Φανί Κολαρόβα, Ζαν-Πιερ Νταρουσέν, Βεναντίνο Βεναντίνι κ.α.

Παραγωγή: ΓΑΛΛΙΑ (2010)

ΤΖΙΟΥΖΕΠΕ ΤΟΡΝΑΤΟΡΕ
Μπααρία: Η πόλη του ανέμου

Μπααρία είναι η αρχαία φοινικική ονομασία, που διατήρησε η τοπική διάλεκτος, για την κωμόπολη Μπαγκερία που βρίσκεται λίγο έξω από το Παλέρμο της Σικελίας. Η καινούργια ταινία του Τζιουζέπε Τορνατόρε (γνωστού τοις πάσι σκηνοθέτη των «Σινεμά ο Παράδεισος», «Μαλένα», «Ανθρωπος των αστεριών» κ.ά.) που άνοιξε τον περασμένο Σεπτέμβρη το διαγωνιστικό μέρος του 66ου Φεστιβάλ της Βενετίας, παρότι ενέχει εκείνον τον ιδιαίτερο σπόρο που θα μπορούσε να αναγάγει την ταινία σε αριστούργημα, τελικά όχι μόνο δεν το επιτυγχάνει, για πολύ συγκεκριμένους λόγους, αλλά απογοητεύει ολοσχερώς. Ο σημαντικότερος λόγος της κατάληξης σε σαπουνόφουσκα ίσως συνδέεται με τις σχέσεις παραγωγής. Την πανάκριβη παραγωγή - κόστισε κάτι λιγότερο από 30 εκατομμύρια ευρώ - αλλά και (το χειρότερο) τη διανομή της ταινίας έχει η (οικογενειακή) εταιρεία παραγωγής/διανομής MEDUSA, ιδιοκτησίας Σίλβιο Μπερλουσκόνι που διευθύνουν τα τέκνα του.

Η ταινία μπήκε στην ξέφρενη κούρσα της κάθετης διακειμενικότητας προτού ακόμη βγει στις αίθουσες. Στα πλαίσια αυτά έγινε λόγος για το κόστος της, για το πολυπληθές καστ ηθοποιών της (όλοι οι σύγχρονοι, τηλεοπτικοί κατά βάση, σταρ δηλώνουν παρόντες), για τον τόπο γυρισμάτων στην Τυνησία και για την πρώιμη δήλωση των Μπερλουσκόνι (πατέρα και υιού) ότι πρόκειται για έργο τέχνης και αριστούργημα.

Ο Τορνατόρε θέλησε να αφηγηθεί με πομπώδη, επικό τρόπο την ιστορία της γης που γεννήθηκε και αγαπά, της δικής του σικελικής γης της Μπαγκερία. Το πραγματοποιεί κυριολεκτικά και μεταφορικά μέσα από μια συλλογική τοιχογραφία που καλύπτει πολλές δεκαετίες. Η γραφή του όμως είναι ανυπόμονη, αποσπασματική και επιγραμματική με στοιχεία συναισθηματικά, γκροτέσκα, πολλές φορές γελοία και οδηγεί στο αποτέλεσμα το φιλμ να τελεί υπό σύγχυση, πιεσμένο από τον όγκο και την ποσότητα του υλικού.

Η ιστορία της οικογένειας Τορενουόβα. Στο κέντρο βρίσκεται ολόκληρη η ζωή του Πεπίνο (αρχίζει με τον πατέρα του Τσίτσιο και συνεχίζει με το γιο του Πιέτρο). Τρεις γενεές σε διαλεκτική σχέση με την Ιστορία του τόπου, από την όψιμη περίοδο του φασισμού, τον Πόλεμο, το δυνατό ΚΚΙ της δεκαετίας του '50, τη σεξουαλική επανάσταση, τη Μαφία, το '68, ως τις μέρες μας. Ομως, όλα αυτά τα έχουμε ξαναδεί, τίποτα δεν είναι καινούργιο. Η Ιστορία χωρίς κάποια καινούργια προσέγγιση, που μπλέκει το ιδιωτικό με το δημόσιο, που διασταυρώνει απλοϊκά, βιαστικά και τσαπατσούλικα παρελθόν, παρόν και μέλλον μέσα σε ένα χωνευτήρι ποτ πουρί προσώπων και γεγονότων. Ολα αυτά υπάρχουν και γι' αυτά γίνεται αναφορά, στην καλύτερη περίπτωση για φορμαλιστικούς λόγους και στη χειρότερη για καθαρά εμπορικούς. Οι μεγαλειώδεις, πανοραμικές, από ψηλά λήψεις δεν προσθέτουν το παραμικρό. Η Ιστορία δεν είναι ένα (δεδομένο μια για πάντα) σύνολο προσώπων, γεγονότων, συναισθημάτων στη μουβιόλα της μνήμης. Με την Ιστορία χρειάζεται μια διαφορετική σχέση γιατί αφηγήσεις κατασκευασμένες με τον τρόπο του Τορνατόρε, μετατρέπονται σε κλισέ που κυλούν πάνω σου σαν νεράκι και δεν αφήνουν ίχνη. Ο Τορνατόρε μοιάζει να προσβλέπει στη συλλογή στατικού, φωτογραφικού υλικού που να απεικονίζει τις άπειρες εκφράσεις της «σικελικότητας» είτε αυτή έχει να κάνει με όνειρα σημαδιακά (μαύρα φίδια) και δεισιδαιμονίες (σπασμένα αυγά), είτε με μακαρονάδες, θορυβώδεις συνάξεις, το λαϊκό κίνημα, την αγροτική μεταρρύθμιση και το Κομμουνιστικό Κόμμα. Ο Τορνατόρε εν κατακλείδι συνθέτει ένα άλμπουμ που ξεχειλίζει από ετερόκλητες και ακατέργαστες μνήμες και θύμισες - κάτι σαν λίθοι, πλίνθοι, κέραμοι ατάκτως ερριμμένοι που δυστυχώς δε φτάνει στην ψυχή. Ο Τορνατόρε φαίνεται ότι θέλησε να κατασκευάσει μια τεράστια σκηνογραφική σκαλωσιά αλλά, παρά τις στιγμές αισθητικής και επικής ανάτασης, δεν είχε πια το χρόνο να τη στηρίξει.

Γίνεται λόγος για στατικό, φωτογραφικό υλικό, γιατί όλες οι θεματικές του φιλμ δε διαθέτουν εσωτερική δυναμική, είναι ατελεσφόρητες. Τα πάντα αρχίζουν, οι σκηνές, οι διάλογοι, κ.λπ... αλλά τίποτα δεν καταλήγει κάπου. Πολλές φορές στο φιλμ, από το στόμα του κομμουνιστή Πεπίνο βγήκε η φράση: Ο ρεφορμιστικός κομμουνισμός έχει χέρια πολύ κοντά για να αγκαλιάσει όλο τον κόσμο... Σίγουρα, ο σκηνοθέτης μάς μεταδίδει σαν δεδομένο ότι στην ΕΣΣΔ ο πρωταγωνιστής είδε πείνα και φτώχεια, σε ένα φιλμ όμως, όπως και σε ένα βιβλίο, δίνονται απαντήσεις. Γενικά στις ερωτήσεις δίνονται και απαντήσεις, για να υπάρχει και η αίσθηση / ψευδαίσθηση / άλλοθι κάποιου διαλόγου. Οταν ρωτάς έναν φίλο τι είδε στο ταξίδι του, περιμένεις εύλογα μια απάντηση. Η κόρη του Πεπίνο επικρίνει τον πατέρα της. Γιατί; Ποιος ο λόγος; Θα περιμέναμε κάποιον διάλογο, ώστε να καταλάβουμε το λόγο, ή θα περιμέναμε η κόρη να αντιδράσει ίσως με ενεργή αμφισβήτηση. Παρ' όλα αυτά, τίποτα. Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ποια είναι η απάντηση στο ερώτημα που θέτει ο δημοσιογράφος Ράουλ Μπόβα. Γιατί η μαφία δεν «καθαρίζει» τον κομμουνιστή πρωταγωνιστή; Εκτός των άλλων χαστούκισε δημόσια το μπος. Τα πρόσωπα μπαινοβγαίνουν στην ιστορία χωρίς εύλογη αιτία σ' ένα φιλμ που μοιάζει να μην έχει αρχή, μέση και τέλος, ακριβώς επειδή δεν υπάρχουν τα «διά ταύτα». Το φιλμ του Τορνατόρε λειτουργεί αφενός ως φόρος τιμής στον μεγαλειώδη ιταλικό κινηματογράφο και αφετέρου ως απολογισμός του μέχρι τούδε έργου του σκηνοθέτη.

Παίζουν: Φραντσέσκο Σιάνα, Μάργκαρετ Μαντέ, Ραούλ Μπόβα, Νίνο Φράσικα, Σάλβο Φικάρα, Λουίτζι Λο Κάσιο, κ.α.

Παραγωγή: ΙΤΑΛΙΑ, ΓΑΛΛΙΑ (2009)



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ