Πέμπτη 29 Ιούλη 2010
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
ΤΖΙΟΥΖΕΠΕ ΤΟΡΝΑΤΟΡΕ
Μπααρία: Η πόλη του ανέμου

Μπααρία είναι η αρχαία φοινικική ονομασία, που διατήρησε η τοπική διάλεκτος, για την κωμόπολη Μπαγκερία που βρίσκεται λίγο έξω από το Παλέρμο της Σικελίας. Η καινούργια ταινία του Τζιουζέπε Τορνατόρε (γνωστού τοις πάσι σκηνοθέτη των «Σινεμά ο Παράδεισος», «Μαλένα», «Ανθρωπος των αστεριών» κ.ά.) που άνοιξε τον περασμένο Σεπτέμβρη το διαγωνιστικό μέρος του 66ου Φεστιβάλ της Βενετίας, παρότι ενέχει εκείνον τον ιδιαίτερο σπόρο που θα μπορούσε να αναγάγει την ταινία σε αριστούργημα, τελικά όχι μόνο δεν το επιτυγχάνει, για πολύ συγκεκριμένους λόγους, αλλά απογοητεύει ολοσχερώς. Ο σημαντικότερος λόγος της κατάληξης σε σαπουνόφουσκα ίσως συνδέεται με τις σχέσεις παραγωγής. Την πανάκριβη παραγωγή - κόστισε κάτι λιγότερο από 30 εκατομμύρια ευρώ - αλλά και (το χειρότερο) τη διανομή της ταινίας έχει η (οικογενειακή) εταιρεία παραγωγής/διανομής MEDUSA, ιδιοκτησίας Σίλβιο Μπερλουσκόνι που διευθύνουν τα τέκνα του.

Η ταινία μπήκε στην ξέφρενη κούρσα της κάθετης διακειμενικότητας προτού ακόμη βγει στις αίθουσες. Στα πλαίσια αυτά έγινε λόγος για το κόστος της, για το πολυπληθές καστ ηθοποιών της (όλοι οι σύγχρονοι, τηλεοπτικοί κατά βάση, σταρ δηλώνουν παρόντες), για τον τόπο γυρισμάτων στην Τυνησία και για την πρώιμη δήλωση των Μπερλουσκόνι (πατέρα και υιού) ότι πρόκειται για έργο τέχνης και αριστούργημα.

Ο Τορνατόρε θέλησε να αφηγηθεί με πομπώδη, επικό τρόπο την ιστορία της γης που γεννήθηκε και αγαπά, της δικής του σικελικής γης της Μπαγκερία. Το πραγματοποιεί κυριολεκτικά και μεταφορικά μέσα από μια συλλογική τοιχογραφία που καλύπτει πολλές δεκαετίες. Η γραφή του όμως είναι ανυπόμονη, αποσπασματική και επιγραμματική με στοιχεία συναισθηματικά, γκροτέσκα, πολλές φορές γελοία και οδηγεί στο αποτέλεσμα το φιλμ να τελεί υπό σύγχυση, πιεσμένο από τον όγκο και την ποσότητα του υλικού.

Η ιστορία της οικογένειας Τορενουόβα. Στο κέντρο βρίσκεται ολόκληρη η ζωή του Πεπίνο (αρχίζει με τον πατέρα του Τσίτσιο και συνεχίζει με το γιο του Πιέτρο). Τρεις γενεές σε διαλεκτική σχέση με την Ιστορία του τόπου, από την όψιμη περίοδο του φασισμού, τον Πόλεμο, το δυνατό ΚΚΙ της δεκαετίας του '50, τη σεξουαλική επανάσταση, τη Μαφία, το '68, ως τις μέρες μας. Ομως, όλα αυτά τα έχουμε ξαναδεί, τίποτα δεν είναι καινούργιο. Η Ιστορία χωρίς κάποια καινούργια προσέγγιση, που μπλέκει το ιδιωτικό με το δημόσιο, που διασταυρώνει απλοϊκά, βιαστικά και τσαπατσούλικα παρελθόν, παρόν και μέλλον μέσα σε ένα χωνευτήρι ποτ πουρί προσώπων και γεγονότων. Ολα αυτά υπάρχουν και γι' αυτά γίνεται αναφορά, στην καλύτερη περίπτωση για φορμαλιστικούς λόγους και στη χειρότερη για καθαρά εμπορικούς. Οι μεγαλειώδεις, πανοραμικές, από ψηλά λήψεις δεν προσθέτουν το παραμικρό. Η Ιστορία δεν είναι ένα (δεδομένο μια για πάντα) σύνολο προσώπων, γεγονότων, συναισθημάτων στη μουβιόλα της μνήμης. Με την Ιστορία χρειάζεται μια διαφορετική σχέση γιατί αφηγήσεις κατασκευασμένες με τον τρόπο του Τορνατόρε, μετατρέπονται σε κλισέ που κυλούν πάνω σου σαν νεράκι και δεν αφήνουν ίχνη. Ο Τορνατόρε μοιάζει να προσβλέπει στη συλλογή στατικού, φωτογραφικού υλικού που να απεικονίζει τις άπειρες εκφράσεις της «σικελικότητας» είτε αυτή έχει να κάνει με όνειρα σημαδιακά (μαύρα φίδια) και δεισιδαιμονίες (σπασμένα αυγά), είτε με μακαρονάδες, θορυβώδεις συνάξεις, το λαϊκό κίνημα, την αγροτική μεταρρύθμιση και το Κομμουνιστικό Κόμμα. Ο Τορνατόρε εν κατακλείδι συνθέτει ένα άλμπουμ που ξεχειλίζει από ετερόκλητες και ακατέργαστες μνήμες και θύμισες - κάτι σαν λίθοι, πλίνθοι, κέραμοι ατάκτως ερριμμένοι που δυστυχώς δε φτάνει στην ψυχή. Ο Τορνατόρε φαίνεται ότι θέλησε να κατασκευάσει μια τεράστια σκηνογραφική σκαλωσιά αλλά, παρά τις στιγμές αισθητικής και επικής ανάτασης, δεν είχε πια το χρόνο να τη στηρίξει.

Γίνεται λόγος για στατικό, φωτογραφικό υλικό, γιατί όλες οι θεματικές του φιλμ δε διαθέτουν εσωτερική δυναμική, είναι ατελεσφόρητες. Τα πάντα αρχίζουν, οι σκηνές, οι διάλογοι, κ.λπ... αλλά τίποτα δεν καταλήγει κάπου. Πολλές φορές στο φιλμ, από το στόμα του κομμουνιστή Πεπίνο βγήκε η φράση: Ο ρεφορμιστικός κομμουνισμός έχει χέρια πολύ κοντά για να αγκαλιάσει όλο τον κόσμο... Σίγουρα, ο σκηνοθέτης μάς μεταδίδει σαν δεδομένο ότι στην ΕΣΣΔ ο πρωταγωνιστής είδε πείνα και φτώχεια, σε ένα φιλμ όμως, όπως και σε ένα βιβλίο, δίνονται απαντήσεις. Γενικά στις ερωτήσεις δίνονται και απαντήσεις, για να υπάρχει και η αίσθηση / ψευδαίσθηση / άλλοθι κάποιου διαλόγου. Οταν ρωτάς έναν φίλο τι είδε στο ταξίδι του, περιμένεις εύλογα μια απάντηση. Η κόρη του Πεπίνο επικρίνει τον πατέρα της. Γιατί; Ποιος ο λόγος; Θα περιμέναμε κάποιον διάλογο, ώστε να καταλάβουμε το λόγο, ή θα περιμέναμε η κόρη να αντιδράσει ίσως με ενεργή αμφισβήτηση. Παρ' όλα αυτά, τίποτα. Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ποια είναι η απάντηση στο ερώτημα που θέτει ο δημοσιογράφος Ράουλ Μπόβα. Γιατί η μαφία δεν «καθαρίζει» τον κομμουνιστή πρωταγωνιστή; Εκτός των άλλων χαστούκισε δημόσια το μπος. Τα πρόσωπα μπαινοβγαίνουν στην ιστορία χωρίς εύλογη αιτία σ' ένα φιλμ που μοιάζει να μην έχει αρχή, μέση και τέλος, ακριβώς επειδή δεν υπάρχουν τα «διά ταύτα». Το φιλμ του Τορνατόρε λειτουργεί αφενός ως φόρος τιμής στον μεγαλειώδη ιταλικό κινηματογράφο και αφετέρου ως απολογισμός του μέχρι τούδε έργου του σκηνοθέτη.

Παίζουν: Φραντσέσκο Σιάνα, Μάργκαρετ Μαντέ, Ραούλ Μπόβα, Νίνο Φράσικα, Σάλβο Φικάρα, Λουίτζι Λο Κάσιο, κ.α.

Παραγωγή: ΙΤΑΛΙΑ, ΓΑΛΛΙΑ (2009)


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ