Πέμπτη 31 Γενάρη 2013
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΜΑΚ ΚΟΥΟΡΙ
Jack Reacher

Το «Jack Reacher» είναι ένα απόλυτα τυποποιημένο αστυνομικό φιλμ δράσης με αισθητική ίσα - ίσα που πιάνει τη βάση, χωρίς άλλες ιδιαιτερότητες. Μια κοινότοπη και ισχνή ιστορία δολοφονιών με πανγκ-πανγκ, απ' αυτές που κυκλοφορούν ευρέως, όχι ιδιαίτερα περίπλοκη και απελευθερωμένη από όποιες εκπλήξεις.

Ο διάλογος ταυτόχρονα αναγκαίος και κουτσός, δηλαδή

χάλια. Οι χαρακτήρες πληκτικοί και οι δύο γεμάτες ώρες από εκτενείς καταδιώξεις αυτοκινήτων, χορταστικές. Η ταινία «Jack Reacher» είναι κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Lee Child «One Shot» (συνολικά 17 βιβλία), ενός παλιού σχολικού αστυνομικού θρίλερ, που σφύζει

από καταδιώξεις αυτοκινήτων (το ξανάπαμε), σκληρό κι ανηλεές μπουνίδι, πραγματικά «στριμμένους» κακοποιούς και κάποια προσπάθεια χιούμορ.... Ενας ελεύθερος σκοπευτής βάζει καφέ γυαλιά ηλίου Tom Ford και παίρνει θέση βολής. Ρίχνει 6 πυροβολισμούς και πέντε νεκροί πέφτουν στο έδαφος. Και ο Jack Reacher καλείται να καταδιώξει αυτόν τον άρτια εκπαιδευμένο σκοπευτή. Αυτή η δίμετρη (στο χαρτί, γιατί το ύψος του Τομ Κρουζ είνασι μόλις 167 εκατοστά) γρανιτένια και νεκρή από αισθήματα δολοφονική μηχανή με θητεία στην στρατιωτική αστυνομία. Μπορεί να μη μιλά πολύ, να μην είναι κοινωνικός αλλά δεν παραλείπει να φλερτάρει με τις όμορφες γυναίκες, με κείνα τα λακάκια στα μάγουλα και τα κάτασπρα από την Κολγκέιτ δόντια του. Σωστός δανδής σε λάθος φιλμ...

Παίζουν: Τομ Κρουζ, Ρόζαμουντ Πάικ, Ρόμπερτ Ντιβάλ, Τζόζεφ Σικόρα, Βέρνερ Χέρτσογκ, κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2013).

ΜΙΣΕΛ ΦΡΑΝΚΟ
Μετά τη Λουτσία

Ενοχλητικά παγερή και σκληρή αυτή η εκδοχή της ενδοσχολικής βίας, την οποία η έφηβη Αλεχάνδρα υπομένει παθητικά ως το σημείο κορύφωσής της που όμως οδηγεί σε ανεξέλεγκτα παράγωγα. Ταινία «διδακτική» για εφήβους, γονείς και δασκάλους κύρια, με σενάριο σπάνιας έντασης και αφήγηση άριστης δόμησης.

Η ιστορία γραπώνει κατευθείαν το θεατή και δεν τον αφήνει ως την τελευταία σεκάνς... Ο 33χρονος Μεξικανός σκηνοθέτης Μισέλ Φράνκο («DANIEL Y ANA»), με αφορμή την προβολή της δεύτερης, μεγάλου μήκους ταινίας του στο τμήμα «Ενα κάποιο βλέμμα» του τελευταίου φεστιβάλ των Καννών αναφέρει: «Δεν μ' αρέσουν τα φιλμ που απευθύνονται στις ελίτ. Την παραγωγή της ταινίας "ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΟΥΤΣΙΑ", την έκανα ο ίδιος, είναι ανεξάρτητη παραγωγή. Η μεγαλύτερή μου ανταμοιβή υπήρξε η διαπίστωση ότι η ταινία αυτή ενδιαφέρει και αγγίζει πολύ ουσιαστικά μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Γύρισα την ταινία με μέσα περιορισμένα -που όμως αποδείχθηκαν αρκετά- και με την εγγύηση, να διατηρήσω τον έλεγχό της, από την αρχή ως το τέλος. Αυτό είναι το σημαντικότερο και έτσι θα συνεχίσω να δουλεύω...».

Συντετριμμένος από το θάνατο της γυναίκας του Λουτσία, πριν ένα εξάμηνο σε αυτοκινητικό δυστύχημα, ο Ρομπέρτο εγκαταλείπει τον τόπο του. Φεύγει με την 15χρονη κόρη του Αλεχάνδρα, να εγκατασταθεί στην Πόλη του Μεξικού για να ξεκινήσει μια ζωή από την αρχή. Ο Ρομπέρτο, πνιγμένος στην κατάθλιψη και το όλο και χειρότερο κλείσιμο στον εαυτό του, είναι ανίκανος να ασκήσει ουσιαστική «εποπτεία» στη ζωή της έφηβης κόρης του η οποία εξαναγκάζεται σε αντιστροφή ρόλων, προκειμένου να λειτουργήσει η ζωή τους.

Η Αλεχάνδρα συνειδητοποιώντας ότι ο πατέρας δεν μπορεί να διαχειριστεί το πένθος του, αναλαμβάνει ρόλο επουλωτικό του πόνου, που περνά μέσα από τη στάση της «καλής κόρης», με το αόρατο «πάνω χέρι». Φροντίζει τον πατέρα της, τον στηρίζει, τον παροτρύνει να συναντά κυρίες... Αισθάνεται ότι πρέπει εκείνη να φροντίσει να γεμίσει το κενό που άφησε ο θάνατος της μητέρας, εκφράζει σιωπηρά έμπρακτη επιθυμία επιστροφής σε κάποιο είδος ισορροπίας.

Η Αλεχάνδρα επωμίζεται ρόλο άχαρο κι ασύμμετρα βαρύ. Κι όταν, όμορφη και λαμπερή, γίνεται η ίδια στόχος ανατριχιαστικά βίαιου «mobbing» (παρενόχληση) των συμμαθητών της, αντιδρά φυσιολογικά, αμυντικά. Στην Πόλη του Μεξικού η Αλεχάνδρα πηγαίνει σε καλό, καθωσπρέπει λύκειο, για τους γόνους της «υψηλής» τοπικής κοινωνίας. Οι έφηβοι αυτοί, μοναδική τους ενασχόληση έχουν τα ναρκωτικά, το αλκοόλ και το σεξ - εξυπακούεται με όρους «ομερτά»...

Η αντίδραση της Αλεχάνδρα στη βία που υφίσταται, μεταβάλλεται σταδιακά και περνά διαδοχικά από την αρχικά φυσιολογική, σε όλο και κλιμακούμενη και πιο τυφλή υποταγή, αντιθέτως ανάλογη, της ταπείνωσης και της κακοποίησής της. Κι αυτό για να μη συντρίψει τον εύθραυστο ψυχικά πατέρα της με μια της αποκάλυψη! Η τυφλή υποταγή φουσκώνει και τη γεμίζει ξέφρενο μίσος... Κι όταν η βία δεν έχει αφήσει ούτε ίντσα της καθημερινότητάς της που να μην εισβάλει δολοφονικά, η Αλεχάνδρα συνειδητοποιεί ότι δεν πάει άλλο να στροβιλίζεται στη δίνη ενός άρρηκτου φαύλου κύκλου... Τότε, αποφασίζει να πει την τελευταία της λέξη που ακολουθεί ένας μοιραίος επίλογος...

Ο Μισέλ Φράνκο παραθέτει τις ανησυχίες του για την εξέλιξη της μεξικάνικης κοινωνίας, μέσα από την ιστορία ενός μη διαχειρίσιμου πένθους που παγώνει τα νεύρα και κόβει την ανάσα στην ατέλειωτη, βάναυσα ρεαλιστική σεκάνς του τέλους - σε χρόνο πραγματικό. Ενδοσχολική βία την εποχή του διαδικτύου, απομάκρυνση εφήβων και γονιών, απώλεια ουσιαστικού διαλόγου μεταξύ τους... τέτοια ζητήματα πραγματεύεται η δυνατή αυτή ταινία στην οποία η μορφή χρησιμεύει στην τέλεια απόδοση του φόντου. Αργόσυρτοι οι ρυθμοί στη φαινομενικά απλουστευτική και άκαμπτη σκηνοθεσία που στην πραγματικότητα παίζει ρόλο ουσιαστικό στην καταβύθιση του θεατή στην αφήγηση. Η οπτική προσέγγιση συνίσταται από διαδοχή πλάνων/σεκάνς, εντός των οποίων εξελίσσονται οι χαρακτήρες. Τα πλάνα σπανίως κοντινά ή πολύ κοντινά. Η μουσική απούσα, διεκδικεί παρουσία μόνο όταν εμπλέκεται στην πλοκή. Η κάμερα μόνιμα ακίνητη και σταθερή σε ένα σημείο. Σπανίως κινείται, όχι αυτόνομα, αλλά επειδή βρίσκεται «βιδωμένη» μέσα σε κάποιο όχημα ή πάνω στη βενζινάκατο του τέλους. Αξιόλογο δραματικό θρίλερ που αξίζει να δείτε!

Παίζουν: Τέσα Ια, Χερνάν Μεντόζα, Γκονζάλο Βέγκα Τζούνιορ, Ταμάρα Γιάζμπεκ, κ.ά.

Παραγωγή: Μεξικό, Γαλλία (2012).

ΠΑΜΠΛΟ ΛΑΡΕΝ
No

Η δεύτερη ταινία «Santiago 73, Post mortem» (2010) του Χιλιανού σκηνοθέτη Πάμπλο Λαρέν αναφέρεται στην καταγωγή της δικτατορίας του Πινοσέτ. Η προγενέστερή της, μαύρη κωμωδία «Tony Manero» (2008), αναφέρεται στην πιο βίαιη στιγμή του καθεστώτος, ενώ η τωρινή και βραβευμένη στις Κάννες «ΝΟ» (2012), αναφέρεται στο τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας. Οι τρεις αυτές ταινίες συνθέτουν το τρίπτυχο της κινηματογραφικής μελέτης του Χιλιανού σκηνοθέτη για την περίοδο της δικτατορίας Πινοσέτ στη χώρα του. Θέμα του «No» το δημοψήφισμα της 5ης Οκτωβρίου 1988, που ο Πινοσέτ αναγκάστηκε - υπό διεθνή πίεση - να πραγματοποιήσει με ερώτημα: Ανανέωση της θητείας του στην εξουσία για άλλα 8 χρόνια, ή όχι. Το φιλμ εστιάζει στην τηλεοπτική εκστρατεία της αντιπολίτευσης των υποστηρικτών του «ΟΧΙ», που η κάλπη ανέδειξε νικητές...

Ο κινηματογράφος έχει από παλιά ασχοληθεί τόσο με διαφημιστές, όσο και με προεκλογικές εκστρατείες, αναπτυγμένη μορφή μιντιακού ανταγωνισμού. Ο Λαρέν αναπαριστά, με τρόπο πρωτότυπο, μια αποφασιστική στιγμή στην Ιστορία της Χιλής:

Το σχεδιασμό της εκλογικής καμπάνιας για το δημοψήφισμα. Τόσο του «ΝΑΙ» αλλά κυρίως του «ΟΧΙ». Η ταινία είναι μεταφορά στο σινεμά του έργου «El Plebiscito» του Χιλιανού λογοτέχνη Αντόνιο Σκάρμετα, γνωστού και αγαπητού, μετά την εξαίρετη ταινία του Μάικλ Ράντφορντ «Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» (IL POSTINO), με τον Μάσιμο Τροΐζι, στον τελευταίο του ρόλο... Πρωταγωνιστής στο «ΝΟ» ο νεαρός διαφημιστής Ρενέ Σααντρέβα, που κυκλοφορεί με μηχανή ή με skateboard και προτείνει στους πελάτες του ανθρακούχα αναψυκτικά και φούρνους μικροκυμάτων, σύμβολα που αναπαράγουν μοντέλα που κατακλύζουν το αμερικανικό, τηλεοπτικό φαντασιακό. Ο Ρενέ (Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ), γιος εξορισθέντα πολιτικού της αντιπολίτευσης, σπούδασε διαφήμιση στην Αμερική και επέστρεψε στη χώρα του με ανανεωτικό, εκσυγχρονιστικό αέρα...

Οταν ο Ρενέ προσλαμβάνεται από το συνασπισμένο «ουράνιο τόξο» της αντιπολίτευσης να αναλάβει τα σποτ του «ΟΧΙ» που θα παίζουν στην κρατική τηλεόραση 15 λεπτά κάθε μέρα επί τις 27, προ των εκλογών, μέρες, κατανοεί ότι έγινε στόχος του καθεστώτος που απειλεί με αντίποινα στο μικρό γιο, που έχει με μια γυναίκα στρατευμένη στον αγώνα κατά της χούντας. Επιπλέον, ο διευθυντής της εταιρείας του τον τρομοκρατεί υπενθυμίζοντάς του συνεχώς τους «κινδύνους» που διατρέχει. Ο διευθυντής έχει αναλάβει τη διαφημιστική καμπάνια της κυβερνητικής πλευράς, του «ΝΑΙ». Οι δύο διαφημιστές, ανήκουν σε διαφορετικές γενιές και διαφορετικές «σχολές», χρησιμοποιούν διαφορετικές μεθόδους και εργαλεία, για τη διαμόρφωση κοινής γνώμης, αλλά στην ουσία δε διαφέρουν καθόλου μια που αμφότεροι στηρίζουν χωρίς αμφισβήτηση το ίδιο μοντέλο ανάπτυξης... «Για μένα, το ΟΧΙ της εκστρατείας ήταν το πρώτο βήμα προς την εδραίωση του καπιταλισμού ως "μόνου βιώσιμου" συστήματος στη Χιλή. Αυτό δεν είναι "μεταφορά", είναι άμεσος καπιταλισμός, ένα ξεκάθαρο προϊόν διαφήμισης, προσαρμοσμένο στην πολιτική» θα πει ο σκηνοθέτης Πάμπλο Λαρέν.

Η ταινία έχει στέρεη δραματουργία και στιλιστική οπτική που αναβιώνει την εποχή. Για να παραπέμπει σε τεκμηρίωση μαρτυρίας αρχείου, ο Λαρέν γύρισε την ταινία του σε φόρμα 4:3, έδωσε στην εικόνα ποιότητα βίντεο/ VHS της δεκαετίας του '80 - με χρήση αναλογικής βιντεοκάμερας - ώστε να γίνει μπορετή η άψογη ενσωμάτωσή της με αρχειακό τηλεοπτικό υλικό της εποχής. Η εικόνα δίνει επί τούτου εντύπωση κατεστραμμένης, σαν αποτύπωμα μιας πραγματικότητας, καταγεγραμμένης στα ιστορικά επίκαιρα. Με τη σκηνοθετική αυτή χειρονομία ο Λαρέν επιστρέφει στο παρελθόν, με εικόνες δομικά ταυτόσημες αυτών που παρήγαγαν οι διαφημιστές της εποχής. Προσθέτει πολλά στο ρεαλισμό του παρελθόντος η σκηνογραφική και ενδυματολογική δουλειά με τις μουντές μπεζ/ καφέ αποχρώσεις.

Ο Λαρέν μοιάζει να περιορίζει εσκεμμένα το «φάκελο» του δημοψηφίσματος, τον πολιτικό του χαρακτήρα και το ιδεολογικό του περιεχόμενο, ακριβώς για να εστιάσει στο δίλημμα ενός θεμελιώδους ερωτήματος, ζωντανού όσο ποτέ στις μέρες μας:

Αν και κατά πόσο ένα πολιτικό μήνυμα μπορεί και πρέπει, να αντιμετωπίζεται με όρους καταναλωτικού προϊόντος. Πρακτικά μιλά για το περιεχόμενο και τη φόρμα και κατά πόσο το ένα δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητο του άλλου. Με άξονα αυτό το στοιχείο, ο θεατής σήμερα καλείται να αποκωδικοποιήσει την ιστορία τού τότε και την κοινωνική της δυναμική και να βγάλει συμπεράσματα για το σήμερα.

Η ταινία επιμένει σε όλη της τη ροή να αποσαφηνίζει, όσο το δυνατόν, τις αρχές και τη σχέση τηλεοπτικής διαφήμισης και πολιτικής. Γι' αυτό φροντίζει να κρατιέται μακριά από συμβάσεις πολιτικού θρίλερ και να αποφεύγει τις αναφορές στα

τρομερά εγκλήματα της δικτατορίας, μέσα από μια καινοτόμα γραμμική αφήγηση χωρίς ράμματα και με τόνους καλής και αισιόδοξης διάθεσης και χιούμορ. Η ατμόσφαιρα της ταινίας παραμένει παρά ταύτα επιφανειακά «ελαφριά». Τόσο ελαφριά, όσο οι κιτς ροζ τόνοι στο τραγούδι/σλόγκαν της εκστρατείας του συνασπισμού του «ΟΧΙ» που μιλά για καταναλωτική ευτυχία που ... «νάτη, νάτη πετιέται!»... Ωστόσο, το βλέμμα του σκηνοθέτη, απογυμνωμένο πια από αυταπάτες για την εκσυγχρονιστική καπιταλιστική κοινωνία που διαδέχθηκε την πτώση Πινοσέτ, παρατηρεί με πικρία... Να τη δείτε!!!

Παίζουν: Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ, Αλφρέδο Κάστρο, Νέστορ Καντιγιάνα, Λουίς Γκνέκο, κ.ά.

Παραγωγή: Χιλή, Γαλλία, ΗΠΑ (2012).

Ολοι για έναν κι ένας για όλους...

Παρακολουθώντας χτες, από το ραδιόφωνο, βήμα βήμα τη βάρβαρη καταστολή των αγωνιστών του ΠΑΜΕ μέσα και έξω από το υπουργείο Εργασίας, αισθάνεσαι ότι η βδομάδα αυτή δεν προδιαθέτει ψυχολογικά για σινεμά, όταν η πραγματικότητα αρχίζει να ξεπερνά και την πιο «διεστραμμένη» φαντασία.

Θα επιβαλλόταν να πάμε σινεμά αν προβαλλόταν φιλμ επαναστατικής τέχνης σαν την ταξική «ΑΠΕΡΓΙΑ» του Αϊζενστάιν... Ολα τα άλλα μπορούν να περιμένουν για καλύτερες μέρες... Οι καιροί επιβάλλουν φρόνημα αγωνιστικό με εγρήγορση, αγώνα οργανωμένο και περιφρουρημένο, ώστε να μπορέσουμε να συνεχίσουμε να βλέπουμε, έστω κι αυτό το λίγο καλό σινεμά, που με κόπο και θυσίες ελαχίστων συνεχίζει να κυκλοφορεί... Γιατί δεν είναι μόνο να μπορούμε να πληρώνουμε ένα εισιτήριο, αλλά να έχουμε δυνατότητα να βλέπουμε «τέχνη» κι όχι όποιο άχρηστο κι αποβλακωτικό σκουπιδαριό μας σερβίρουν υποχρεωτικά. Ποιος είπε ότι στο σινεμά πάμε για να σκοτώσουμε την ώρα μας; Πέραν του ότι κανείς πια δεν έχει ώρα για σκότωμα, υπάρχουν, σίγουρα, πολύ αποτελεσματικότερα μέσα δολοφονίας τόσο του χρόνου όσο και της αισθητικής... Τα τηλεοπτικά κανάλια όπου δε χρειάζεται να πληρώνουμε έξτρα κάθε φορά, μια που έχουμε ήδη προκαταβάλει - ετσιθελικά - αδρό αντίτιμο για όλα τα φτηνιάρικα, κιτς και αντιδραστικά προγράμματα που μας μπουκώνουν, όλα ανεξαιρέτως!

Σε σύνολο πέντε ταινιών, που κάνουν πρεμιέρα την τελευταία μέρα του Γενάρη, οι δύο, οι πιο αξιόλογες, ταινίες δημιουργού αμφότερες, είναι ισπανόφωνες από τη Λατινική Αμερική. Αναφερόμαστε στο φιλμ «ΝΟ» του Πάμπλο Λαρέν από τη Χιλή και στο «ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΟΥΤΣΙΑ», του Μισέλ Φράνκο, από το Μεξικό. Αυτές αξίζει να τις δείτε... Οι υπόλοιπες, χολιγουντιανές, βιομηχανικές, εξυπακούεται καλογυρισμένες, με ονοματάρες σταρ κ.λπ., κ.λπ., αλλά, πέραν τούτου... Πάντως, η καλή νοτιοκορεάτικη «ΠΙΕΤΑ» συνεχίζεται στο «Αστυ», όπως επίσης και η - απαραίτητη - σοσιαλιστική τριλογία από το Μεσοπόλεμο του Γκέοργκ Β. Παμπστ, στο ΤΙΤΑΝΙΑ CINEMAX, για όσους επιθυμούν να χτίσουν αταλάντευτες γνωστικές βάσεις πάνω στην ιστορία του κινηματογράφου. Στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας πραγματοποιείται ήδη αναδρομικό αφιέρωμα στο σινεμά του Κώστα Γαβρά. Οι ενδιαφερόμενοι ας επικοινωνήσουν με την Ταινιοθήκη για λεπτομερή πληροφόρηση...

Επίσης, καλή χαρακτηρίζεται η αμερικάνικη δραματική κωμωδία του 2012 «ΟΔΗΓΟΣ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑΣ» σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Ο' Ράσελ και με καλό καστ που δίνει αξιοπρεπέστατες ερμηνείες. Σας παραπέμπω σε απόσπασμα της θετικής κριτικής του συναδέλφου Κωνσταντίνου Κομματά για την παραπάνω ταινία, στο οποίο αναφέρεται: «Το αποτέλεσμα είναι μια γλυκιά, τρυφερή κωμωδία, με γρήγορο ρυθμό που μεταφέρει τον αγχωτικό περίγυρο που βιώνουν οι πρωταγωνιστές. Και το κατορθώνει κρατώντας το ενδιαφέρον με έναν εξαιρετικό ρυθμό, ισορροπώντας με εξαιρετική επιτυχία ανάμεσα στο έξυπνο και τρυφερό χιούμορ και την μαύρη κωμωδία. Οπου η πανταχού παρούσα, πλέον, πολιτική ορθότητα προσπαθεί να αποτελέσει τον οδικό χάρτη για την επιβίωση. Δίνει λοιπόν με μια πολύ φρέσκια ματιά τη μάχη για επιβίωση μέσα σε έναν αντιπροσωπευτικό μικρόκοσμο μανιοκαταθλιπτικών, νευρωτικών και αποτυχημένων μεσοαστών, οι οποίοι δοκιμάζονται από τον σημερινό εξαιρετικά απαιτητικό κοινωνικό περίγυρο».

Αυτά!


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ