Ετσι παρουσιάζει αρθρογράφος εφημερίδας τη σημερινή κατάσταση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, προβάλλοντας ως διέξοδο απ' αυτήν, την εξασφάλιση της «αυτονομίας» του.
Βεβαίως, η καταγραφή, ακόμη και η περιγραφή ενός φαινομένου, δε σημαίνει αυτόματα και ανάδειξη της ουσίας του. Πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για κοινωνικό φαινόμενο σε μια ταξική κοινωνία, πίσω από το οποίο υπάρχουν σε αλληλεπίδραση μεταξύ τους οι παραγωγικές σχέσεις, δηλαδή η οικονομική βάση της κοινωνίας, και το νομικοπολιτικό εποικοδόμημα, που αντανακλά τις παραγωγικές σχέσεις, δηλαδή τις σχέσεις των διαφόρων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων της δοσμένης κοινωνίας. Σε τελευταία ανάλυση, τη σχέση των ταξικών συμφερόντων.
Επομένως, πίσω από την πραγματικότητα του συνδικαλιστικού κινήματος της εργατικής τάξης, βρίσκονται οι ταξικές σχέσεις, τα διαφορετικά ταξικά συμφέροντα, η ίδια η ταξική πάλη σε ορισμένες πλευρές της, ανάμεσα στην αστική τάξη και την εργατική τάξη.
Ετσι, μέσα από τη δράση των παρατάξεων στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, και ιδιαίτερα σε στιγμές άμεσης και έντονης παρέμβασης και δράσης του, δηλαδή σε στιγμές που στα γεγονότα και στις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις αναδεικνύεται η δράση της εργατικής τάξης, παρουσιάζεται με ακόμη πιο αποκαλυπτικό τρόπο η θέση των διαφόρων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, των πολιτικών κομμάτων, οι μεταξύ τους σχέσεις και ο ρόλος που διαδραματίζουν αντικειμενικά στη δοσμένη κοινωνία, από τη σκοπιά συγκεκριμένων ταξικών συμφερόντων.
Αντικειμενικά, το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα έχει άμεση σχέση με την πολιτική, τόσο από την άποψη του χαρακτήρα και του ρόλου του, όσο και από την άποψη της συγκρότησης, αλλά και της λειτουργίας και δράσης του. Επομένως, η άποψη για εξασφάλιση της «αυτονομίας» του γενικά είναι ουτοπική, αντικειμενικά ενισχύει το πέρασμα της αστικής πολιτικής στην εργατική τάξη, αφού αυτή είναι κυρίαρχη. Το ζήτημα από τη σκοπιά της εργατικής τάξης μπαίνει έτσι: Αυτοτέλεια του συνδικαλιστικού κινήματος από την αστική πολιτική.
Η ΔΑΚΕ, ως παράταξη της ΝΔ, συμβάλλει στο πέρασμα αυτής της πολιτικής μέσα στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, αφού οι διαφορές της εκφράζονται μόνο ως προς το «αδύνατο», δηλαδή την εφαρμογή αυτής της πολιτικής, αλλά χωρίς να οξύνονται οι συνέπειες για την εργατική τάξη. Δεν μπορεί να κάνει και αλλιώς ως παράταξη του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Η Αυτόνομη Παρέμβαση, συνδικαλιστική παράταξη του ΣΥΝ, επιμένει ότι τα ταξικά συμφέροντα της εργατικής τάξης μπορούν να πραγματοποιούνται ταυτόχρονα με την προσαρμογή του καπιταλισμού στις συνθήκες έντασης της εκμετάλλευσης, όπως προδιαγράφονται από το πλαίσιο της ΟΝΕ. Για παράδειγμα, προτείνει την εφαρμογή του 35ωρου, αλλά χωρίς σταθερό ημερήσιο εργάσιμο χρόνο, (π.χ. 7ωρο), γεγονός που αυξάνει την εκμετάλλευση, αφού κινείται στα πλαίσια της «ευελιξίας». Το προτείνει ως μέτρο αντιμετώπισης της ανεργίας, αλλά στη Γαλλία που την έχει ως παράδειγμα, δε μείωσε την ανεργία, ενώ μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης δουλεύουν και Σάββατο και Κυριακή. Πρόβαλε γενικά τη θέση ότι η «Λευκή Βίβλος» κατάργησης των εργασιακών δικαιωμάτων δεν ήταν ούτε άσπρη, ούτε μαύρη. Δεν εναντιώθηκε στον «κοινωνικό διάλογο», υπονομεύοντας την πάλη της εργατικής τάξης, ενάντια στην αφαίρεση δικαιωμάτων και κατακτήσεών της. Αντικειμενικά λοιπόν η πολιτική της απεμπολεί τα πραγματικά ταξικά συμφέροντα της εργατικής τάξης, ενώ η ταχτική της οδηγεί στον ταξικό συμβιβασμό.
Η δράση συνδικαλιστικών παρατάξεων αποκαλύπτει και τη σχέση των διαφόρων πολιτικών κομμάτων με τα ταξικά συμφέροντα που προωθούν, αποδεικνύοντας ότι η αστική πολιτική, εκτός από την καθαρή της έκφραση στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, (ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ), μπορεί να έχει και παραφυάδες συγκαλυμμένης έκφρασης της, (Αυτόνομη Παρέμβαση), εξίσου επικίνδυνες με τις παραπάνω.