Η εργατική τάξη ενδιαφέρεται αντικειμενικά και συγκεκριμένα για τη μείωση του εργάσιμου χρόνου, σε συνδυασμό με την αύξηση του ελεύθερου χρόνου για την ίδια, γιατί ενδιαφέρεται άμεσα για τη μείωση του μέρους εργάσιμου χρόνου που ο εργάτης δουλεύει για τον καπιταλιστή και παράγει υπεραξία, δηλαδή του απλήρωτου εργάσιμου χρόνου. Είναι το κρίσιμο ζήτημα, η ουσία, ο πυρήνας της εκμετάλλευσης. Αυτό καθορίζει και τη διεκδίκηση μείωσης του εργάσιμου χρόνου. Αυτό πρέπει να αποκαλύπτεται πειστικά για τους εργάτες, γιατί δε γίνεται από μόνο του αντιληπτό, αφού κατά την αγοραπωλησία της εργατικής δύναμης η συμφωνία ανάμεσα σ' αυτούς και τους καπιταλιστές κλείνεται στο ύψος του μεροκάματου ή του μισθού και στον ημερήσιο χρόνο που ο εργάτης θα δουλεύει στην επιχείρηση. Το αίτημα της μείωσης του εργάσιμου χρόνου μπορεί, αλλά και πρέπει να αντιμετωπίζει όσο γίνεται στον καπιταλισμό το ζήτημα της εκμετάλλευσης, που οριστικά καταργείται μόνο στο σοσιαλισμό. Εχει σημασία να προσδιορίζεται η μείωση του εργάσιμου χρόνου όχι γενικά, αλλά συγκεκριμένα του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου (35ωρο-7ωρο-5ήμερο). Οπως έχει σημασία, η διεκδίκηση να συνοδεύεται από την αύξηση των μισθών και την πλήρη ασφαλιστική κάλυψη σαν έναν επίσης παράγοντα που συμβάλλει στην αντιμετώπιση της έντασης της εκμετάλλευσης. Αν το αίτημα για μείωση του εργάσιμου χρόνου δεν προσδιορίζεται στο σταθερό ημερήσιο, αλλά π.χ. στον εβδομαδιαίο, με αποδοχή της ελαστικότητας στο χρόνο εργασίας, όπως π.χ. το 35ωρο που προτείνει η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ, που είναι η αιχμή του δόρατος των καπιταλιστών στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, αλλά και ο ΣΥΝ, τότε η εκμετάλλευση εντείνεται, και ας φαίνεται ότι ο εργάτης ωφελείται γιατί μειώνεται ο εργάσιμος χρόνος. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ουσιαστικά ο χρόνος εργασίας μετατρέπεται σε ωρομίσθιο, η πληρωμή γίνεται βάσει του ωρομισθίου και η τιμή της εργατικής δύναμης μειώνεται.
Ας δούμε πώς το έχει μελετήσει ο Κ. Μαρξ, στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου».
«Αν το ωρομίσθιο καθοριστεί έτσι που ο κεφαλαιοκράτης να υποχρεώνεται να πληρώνει όχι ένα ημερήσιο ή βδομαδιάτικο μισθό, αλλά μόνο τις ώρες εργασίας που στη διάρκειά τους ευαρεστείται ν' απασχολεί τον εργάτη, τότε μπορεί να τον απασχολεί λιγότερο από το χρόνο που βρίσκεται αρχικά στη βάση του υπολογισμού του ωρομισθίου ή της μονάδας μέτρου για την τιμή της εργασίας. Επειδή αυτή η μονάδα μέτρου καθορίζεται από την αναλογία:
ημερήσια αξία της εργατικής δύναμης
- - - - - - - - - - - - - - - - - -
εργάσιμη μέρα δοσμένου αριθμού ωρών
χάνει φυσικά κάθε έννοια, μόλις η εργάσιμη μέρα παύσει να 'χει έναν καθορισμένο αριθμό ωρών. Καταργείται η σχέση ανάμεσα στην πληρωμένη και απλήρωτη εργασία. Ο κεφαλαιοκράτης μπορεί τώρα να βγάζει από τον εργάτη μιαν ορισμένη ποσότητα υπερεργασίας, χωρίς να του παραχωρεί τον αναγκαίο για την αυτοσυντήρησή του χρόνο εργασίας. Μπορεί να εκμηδενίζει κάθε κανονικότητα στην απασχόληση και, απόλυτα σύμφωνα με την ευκολία, την αυθαιρεσία και το συμφέρον του της στιγμής, να εναλλάσσει την πιο τρομερή υπερβολική εργασία με τη σχετική ή ολοκληρωτική ανεργία. Με το πρόσχημα ότι πληρώνει την "κανονική τιμή της εργασίας", μπορεί να παρατείνει αφύσικα την εργάσιμη μέρα, χωρίς καμιά αντίστοιχη ισοστάθμιση για τον εργάτη» (σελ. 562-563).
Εδώ κρύβεται και η ουσία της επιμονής των καπιταλιστών στην Ελλάδα και της κυβέρνησής τους, αλλά και των κομμάτων που υποστηρίζουν πλήρως ή έστω και μερικώς τη λεγόμενη ελαστική εργασία. Στο γεγονός ότι αυξάνεται η εκμετάλλευση, αν χαθεί η κανονικότητα στην εργασία.
Ταυτόχρονα ο καπιταλιστής επενδύει σε σταθερό κεφάλαιο, δηλαδή στα πιο σύγχρονα μέσα παραγωγής που μπορούν να μπαίνουν σε κίνηση με λιγότερο μεταβλητό κεφάλαιο, δηλαδή με τη χρήση λιγότερης εργατικής δύναμης, άρα λιγότερης ζωντανής εργασίας, λιγότερων εργατών. Αυτή είναι αντικειμενική τάση - κίνηση - στην ανάπτυξη του καπιταλισμού, είναι νόμος. Αλλάζει δηλαδή η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου σε βάρος της ζωντανής εργασίας. Ετσι, αντικειμενικά μειώνονται οι θέσεις εργασίας, ακόμη και με εφαρμογή μικρότερου εργάσιμου χρόνου και αυξάνεται η ανεργία. Και αυτό επίσης είναι νόμος του καπιταλισμού. Επίσης, ένας τρόπος που οδηγεί στην ίδια κατάσταση είναι η συγχώνευση επιχειρήσεων, που ανοίγει το δρόμο για μείωση των θέσεων εργασίας. Αλλά η καθιέρωση του 35ωρου, με την καθολική «ελαστικοποίηση» του εργάσιμου χρόνου, δεν αυξάνει τις θέσεις εργασίας, αφού με τους ίδιους εργάτες μπορεί να μπαίνει σε κίνηση η παραγωγική διαδικασία χωρίς αύξηση του εργατικού δυναμικού. Αλλωστε αυτός είναι επίσης ένας λόγος που το βασικό αίτημα των καπιταλιστών είναι η λεγόμενη ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας.