Κυριακή 3 Σεπτέμβρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 9
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Η μείωση του εργάσιμου χρόνου, η ανεργία και η εκμετάλλευση

Ηδιεκδίκηση της μείωσης του εργάσιμου χρόνου επανήλθε στο προσκήνιο μετά τις αποφάσεις της κυβερνητικής επιτροπής να θεσμοθετηθεί η καθολική εφαρμογή της κατάργησης του σταθερού εργάσιμου χρόνου (8ωρο), της υπερεργασίας, των υπερωριών και η εφαρμογή ελαστικών σχέσεων εργασίας σε ό,τι αφορά τον εργάσιμο χρόνο, δηλαδή κατάργηση της κανονικότητας και εργασία ανάλογα με τις διαθέσεις του καπιταλιστή και τις ανάγκες της επιχείρησης.

Η εργατική τάξη ενδιαφέρεται αντικειμενικά και συγκεκριμένα για τη μείωση του εργάσιμου χρόνου, σε συνδυασμό με την αύξηση του ελεύθερου χρόνου για την ίδια, γιατί ενδιαφέρεται άμεσα για τη μείωση του μέρους εργάσιμου χρόνου που ο εργάτης δουλεύει για τον καπιταλιστή και παράγει υπεραξία, δηλαδή του απλήρωτου εργάσιμου χρόνου. Είναι το κρίσιμο ζήτημα, η ουσία, ο πυρήνας της εκμετάλλευσης. Αυτό καθορίζει και τη διεκδίκηση μείωσης του εργάσιμου χρόνου. Αυτό πρέπει να αποκαλύπτεται πειστικά για τους εργάτες, γιατί δε γίνεται από μόνο του αντιληπτό, αφού κατά την αγοραπωλησία της εργατικής δύναμης η συμφωνία ανάμεσα σ' αυτούς και τους καπιταλιστές κλείνεται στο ύψος του μεροκάματου ή του μισθού και στον ημερήσιο χρόνο που ο εργάτης θα δουλεύει στην επιχείρηση. Το αίτημα της μείωσης του εργάσιμου χρόνου μπορεί, αλλά και πρέπει να αντιμετωπίζει όσο γίνεται στον καπιταλισμό το ζήτημα της εκμετάλλευσης, που οριστικά καταργείται μόνο στο σοσιαλισμό. Εχει σημασία να προσδιορίζεται η μείωση του εργάσιμου χρόνου όχι γενικά, αλλά συγκεκριμένα του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου (35ωρο-7ωρο-5ήμερο). Οπως έχει σημασία, η διεκδίκηση να συνοδεύεται από την αύξηση των μισθών και την πλήρη ασφαλιστική κάλυψη σαν έναν επίσης παράγοντα που συμβάλλει στην αντιμετώπιση της έντασης της εκμετάλλευσης. Αν το αίτημα για μείωση του εργάσιμου χρόνου δεν προσδιορίζεται στο σταθερό ημερήσιο, αλλά π.χ. στον εβδομαδιαίο, με αποδοχή της ελαστικότητας στο χρόνο εργασίας, όπως π.χ. το 35ωρο που προτείνει η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ, που είναι η αιχμή του δόρατος των καπιταλιστών στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, αλλά και ο ΣΥΝ, τότε η εκμετάλλευση εντείνεται, και ας φαίνεται ότι ο εργάτης ωφελείται γιατί μειώνεται ο εργάσιμος χρόνος. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ουσιαστικά ο χρόνος εργασίας μετατρέπεται σε ωρομίσθιο, η πληρωμή γίνεται βάσει του ωρομισθίου και η τιμή της εργατικής δύναμης μειώνεται.

Ας δούμε πώς το έχει μελετήσει ο Κ. Μαρξ, στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου».

«Αν το ωρομίσθιο καθοριστεί έτσι που ο κεφαλαιοκράτης να υποχρεώνεται να πληρώνει όχι ένα ημερήσιο ή βδομαδιάτικο μισθό, αλλά μόνο τις ώρες εργασίας που στη διάρκειά τους ευαρεστείται ν' απασχολεί τον εργάτη, τότε μπορεί να τον απασχολεί λιγότερο από το χρόνο που βρίσκεται αρχικά στη βάση του υπολογισμού του ωρομισθίου ή της μονάδας μέτρου για την τιμή της εργασίας. Επειδή αυτή η μονάδα μέτρου καθορίζεται από την αναλογία:

ημερήσια αξία της εργατικής δύναμης

- - - - - - - - - - - - - - - - - -

εργάσιμη μέρα δοσμένου αριθμού ωρών

χάνει φυσικά κάθε έννοια, μόλις η εργάσιμη μέρα παύσει να 'χει έναν καθορισμένο αριθμό ωρών. Καταργείται η σχέση ανάμεσα στην πληρωμένη και απλήρωτη εργασία. Ο κεφαλαιοκράτης μπορεί τώρα να βγάζει από τον εργάτη μιαν ορισμένη ποσότητα υπερεργασίας, χωρίς να του παραχωρεί τον αναγκαίο για την αυτοσυντήρησή του χρόνο εργασίας. Μπορεί να εκμηδενίζει κάθε κανονικότητα στην απασχόληση και, απόλυτα σύμφωνα με την ευκολία, την αυθαιρεσία και το συμφέρον του της στιγμής, να εναλλάσσει την πιο τρομερή υπερβολική εργασία με τη σχετική ή ολοκληρωτική ανεργία. Με το πρόσχημα ότι πληρώνει την "κανονική τιμή της εργασίας", μπορεί να παρατείνει αφύσικα την εργάσιμη μέρα, χωρίς καμιά αντίστοιχη ισοστάθμιση για τον εργάτη» (σελ. 562-563).

Εδώ κρύβεται και η ουσία της επιμονής των καπιταλιστών στην Ελλάδα και της κυβέρνησής τους, αλλά και των κομμάτων που υποστηρίζουν πλήρως ή έστω και μερικώς τη λεγόμενη ελαστική εργασία. Στο γεγονός ότι αυξάνεται η εκμετάλλευση, αν χαθεί η κανονικότητα στην εργασία.

Βεβαίως τόσο η πλειοψηφία (εργατική αριστοκρατία) της ηγεσίας της ΓΣΕΕ, όσο και ο ΣΥΝ προβάλλουν το 35ωρο, και μάλιστα με αποδοχή της «ελαστικότητας» στον ημερήσιο εργάσιμο χρόνο, δηλαδή τη μείωση του εβδομαδιαίου π. χ. εργάσιμου χρόνου ως το μέσο μείωσης της ανεργίας. Εδώ υπάρχει η εξής λογικοφανής αιτιολογία. Αν όλοι οι άλλοι παράγοντες της παραγωγικής δραστηριότητας παραμείνουν σταθεροί, όπως όγκος παραγωγής (αυτός μπορεί και να αυξάνεται), χρόνος λειτουργίας των επιχειρήσεων, τότε η μείωση του εργάσιμου χρόνου αντικειμενικά δημιουργεί ανάγκες σε θέσεις εργασίας. Είναι όμως έτσι η πραγματικότητα; Η άποψη αυτή είναι πέρα για πέρα και βαθιά λαθεμένη. Γιατί ο καπιταλιστής με τον εργάτη βρίσκονται σε βαθιά αντίθεση, διαρκή και ανειρήνευτη πάλη στο ζήτημα του απλήρωτου χρόνου δουλιάς. Ο εργάτης παλεύει για τη μείωσή του και ο καπιταλιστής για την αύξησή του. Αρα, με την εφαρμογή του 35ωρου, ακόμη και με σταθερό ημερήσιο εργάσιμο χρόνο, ο καπιταλιστής εφαρμόζει μεθόδους εντατικοποίησης της δουλιάς για να μην οδηγηθεί στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Αλλά η πραγματικότητα δεν είναι μόνον αυτή, πολύ περισσότερο που ο καπιταλισμός δε διατηρεί σταθερό κανέναν απ' αυτούς τους παράγοντες, τους οποίους η παραπλανητική προπαγάνδα για την καθιέρωση του 35ωρου τους θεωρεί σταθερούς. Εξελίσσεται, αναπτύσσεται κυνηγώντας το κέρδος, γεγονός που τον οδηγεί στη συσσώρευση κερδών και κεφαλαίων για να του δώσουν ακόμη μεγαλύτερα κέρδη. Επιδιώκει τη μείωση του χρόνου που ο εργάτης δουλεύει για τον εαυτό του στα πλαίσια του εργάσιμου χρόνου, για να αυξάνει ο απλήρωτος χρόνος τον οποίο και καρπώνεται. Αυτό επιτυγχάνεται με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας.

Ταυτόχρονα ο καπιταλιστής επενδύει σε σταθερό κεφάλαιο, δηλαδή στα πιο σύγχρονα μέσα παραγωγής που μπορούν να μπαίνουν σε κίνηση με λιγότερο μεταβλητό κεφάλαιο, δηλαδή με τη χρήση λιγότερης εργατικής δύναμης, άρα λιγότερης ζωντανής εργασίας, λιγότερων εργατών. Αυτή είναι αντικειμενική τάση - κίνηση - στην ανάπτυξη του καπιταλισμού, είναι νόμος. Αλλάζει δηλαδή η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου σε βάρος της ζωντανής εργασίας. Ετσι, αντικειμενικά μειώνονται οι θέσεις εργασίας, ακόμη και με εφαρμογή μικρότερου εργάσιμου χρόνου και αυξάνεται η ανεργία. Και αυτό επίσης είναι νόμος του καπιταλισμού. Επίσης, ένας τρόπος που οδηγεί στην ίδια κατάσταση είναι η συγχώνευση επιχειρήσεων, που ανοίγει το δρόμο για μείωση των θέσεων εργασίας. Αλλά η καθιέρωση του 35ωρου, με την καθολική «ελαστικοποίηση» του εργάσιμου χρόνου, δεν αυξάνει τις θέσεις εργασίας, αφού με τους ίδιους εργάτες μπορεί να μπαίνει σε κίνηση η παραγωγική διαδικασία χωρίς αύξηση του εργατικού δυναμικού. Αλλωστε αυτός είναι επίσης ένας λόγος που το βασικό αίτημα των καπιταλιστών είναι η λεγόμενη ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας.

Ηκυβέρνηση ισχυρίζεται ότι με την κατάργηση του σταθερού ημερήσιου εργάσιμου χρόνου θα μειωθεί η ανεργία. Αυτό είναι επίσης ένα μεγάλο ψέμα, που προβάλλεται προκειμένου να γίνει αποδεκτό από τους εργάτες το αίτημα των καπιταλιστών για «ελαστικό εργάσιμο χρόνο», που η εφαρμογή του μειώνει την τιμή της εργατικής δύναμης, αφού αυξάνει χωρίς όρια την εκμετάλλευση. Η παράταση του εργάσιμου χρόνου χωρίς πληρωμή υπερωρίας, με αντάλλαγμα την ανάλογη μείωσή του σε άλλο χρονικό διάστημα, η μερική απασχόληση, η εκ περιτροπής εργασία, με δεδομένη τη μεγάλη ανεργία και την τάση αύξησής της μπορεί να δίνει πλασματικά στοιχεία μείωσής της, αφού η μερική απασχόληση, το ωρομίσθιο κλπ. σημαίνουν μοίρασμα μιας θέσης εργασίας σε δυο και τρεις εργάτες. Ετσι γίνεται προσπάθεια να εξαναγκαστούν οι εργάτες να συμβιβαστούν μ' αυτές τις σχέσεις εργασίας, που αντικειμενικά οδηγούν στην αδυναμία της αναπαραγωγής της εργατικής τους δύναμης, αφού μειώνεται η τιμή της. Στον τρίτο τόμο του «Κεφαλαίου», ο Μαρξ αναφέρει: «Η αναστολή της παραγωγής θα αδρανοποιούσε ένα μέρος της εργατικής τάξης και θα έθετε έτσι το άλλο, το απασχολημένο μέρος της, σε συνθήκες, κάτω από τις οποίες θα υποχρεωνόταν να δεχτεί μια πτώση του μισθού της εργασίας κάτω ακόμα και από το μέσο επίπεδο, κάτι που για το κεφάλαιο έχει ακριβώς το ίδιο αποτέλεσμα που θα είχε αν με τον μέσο μισθό θα αυξανόταν η σχετική ή η απόλυτη υπεραξία» (σελ. 322).


Σ. Κ.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ