«Τι έκπληξη, τι αναπάντεχο κάτι μπορεί να περιμένει κανένας, βάζοντας το πόδι του απάνου στο μουράγιου μιας πόλης σαν τη Μυτιλήνη; Ολα είναι προεξοφλημένα: Λες: Δεν είναι ανάγκη να δουλεύουν τα αισθητήριά μου. Πέφτεις ψόφιος απάνου σε μια καρέκλα, σα να μην ήθελες να σηκωθείς ποτέ, κοιτώντας ό,τι γίνεται μπροστά σου, σαν ένας γέρος απόμαχος, κουρασμένος από τις παράτες. Καν η σκέψη πως ένας λωποδύτης σου φερμάρει την τσέπη δε σε δροσίζει με την ευχάριστη ανησυχία της. Τίποτ' απ' αυτά τα κίντυνα δε θέλει να 'ρτει σε βοήθειά σου να σου διώξει τη νύστα, να σε γλιτώσει απ' το μούδιασμα, η ατμόσφαιρα είναι γεμάτη από ασφάλεια...
Ο ήλιος είναι η μόνη θέληση που λύνει κάθε άλλη, αναβρύζοντας έναν καταρράχτη φλόγες. Απορείς βλέποντας γύρω σου το κάθε τι, σπίτια, καράβια, μαγαζιά, εμπόρια, υποθέσεις, που μαρτυρούν πως μια φορά είναι θέληση. Τώρα πει! Το χέρι μου μοιάζει πως δεν είναι σε θέση να μετατοπιστεί για να διώξει τις μύγες που βόσκουν το μούτρο. Ποιος να έχει φτιάσει όλα αυτά τα βαριά πράγματα που μου ψήνουν το μυαλό να τα κοιτάζω...».
Associated Press |
Την πρώτη πανσέληνο την είδε πάνω από τη Νέα Υόρκη. Την άλλη πανσέληνο την έζησε στο Λος Αντζελες. Στο ενδιάμεσο διέσχισε τις ΗΠΑ από τον Ατλαντικό έως τον Ειρηνικό και παντού συνάντησε τις δύο Αμερικές. Από τον πανύψηλο ουρανοξύστη Σήαρς του Σικάγου ως τα άθλια σπίτια στα γκέτο των μαύρων στο Μπρονξ. Από τους γιάπηδες της Γουόλ Στριτ ως τους «χόμλες» του Λος Αντζελες. Από τη συμφωνική ορχήστρα της Βοστόνης ως τον πλανόδιο μουσικό στο μετρό της Ν. Υόρκης. Από τη μουσική κάντρι της Καλιφόρνια ως την τζαζ στο μπαρ «Μπλου Νόουτ» στο Μανχάταν. Από τους Αμερικανούς που ψηφίζουν και αποφασίζουν ως τους άλλους μισούς που ζουν στο περιθώριο. Από τους λευκούς της πέμπτης λεωφόρου ως τους μαύρους του Χάρλεμ. Από τους Ελληνες της Αστόρια ως τους Λατινοαμερικανούς των δυτικών ακτών. Από τους αστέρες του Χόλιγουντ ως τους «πιατάδες» των φαστφουντάδικων. Εζησε ακόμη τον προεκλογικό πυρετό της Αμερικής. Παρακολούθησε το Συνέδριο των Δημοκρατικών στην πλατεία Μάντισον της Ν. Υόρκης και το πικ νικ των Ρεπουμπλικάνων στο Σικάγο. Συνάντησε και μίλησε με πολλούς πολιτικούς. Τις εικόνες που πήρε και τις απόψεις που άκουσε ο Γιάννης Ε. Διακογιάννης, τις τριάντα πέντε ημέρες που ταξίδεψε στις ΗΠΑ και στον Καναδά, καθώς και πίνακες με στοιχεία που δίνουν το προφίλ της Αμερικής, κατέγραψε σ' αυτό το βιβλίο.
Associated Press |
Ενα φεγγάρι διαφορετικό απ' αυτό που συνάντησα στην Καλιφόρνια εκείνο το βράδυ στο Μάλιμπου με την Ντόουν. Αλλο χρώμα, άλλο φως κι αλλιώτικα παιγνιδίσματα πάνω από τα κεφάλια των λευκών, των μαύρων, των μελαψών και των κίτρινων, των πλουσίων και των «χόμλες», των άστεγων της απέραντης Νέας Υόρκης.
Είναι η «τύχη» της Αμερικής να 'χει δύο φεγγάρια. Αλλο η Βόρειος κι άλλο η Κεντρική και Νότιος, αυτό, που λένε Λατινική Αμερική. Αλλο το Μανχάταν κι άλλο το Χάρλεμ και το Μπρονξ των μαύρων και των «τριτοκοσμικών», όπως τόσο εύκολα αρέσει στους Αμερικανούς, να τους αποκαλούν.
Τρεις ώρες είναι η διαφορά ανάμεσα στις ακτές του Ατλαντικού με τον Ειρηνικό. Και με το αεροπλάνο κάπου πέντε με έξι ώρες η απόσταση Νέας Υόρκης - Λος Αντζελες και εννέα με δέκα ώρες, ανάλογα αν πηγαίνεις ή αν επιστρέφεις, το ταξίδι Αθήνα - Νέα Υόρκη.
Οταν το αεροπλάνο που σε φέρνει από την Ελλάδα προσγειώνεται στο αεροδρόμιο Κένεντι, δε διακρίνεις από τα παράθυρα την Αμερική των μεγάλων μεγεθών. Μόνον από το αεροδρόμιο Λαγκουάρντια μπορείς να δεις καθαρά τους μεγάλους ουρανοξύστες και τις γέφυρες, που συνδέουν τα νησάκια της μεγαλούπολης.
Associated Press |
Ο κόσμος στο αεροδρόμιο Κένεντι δεν ήταν τόσος, όσος είναι συνήθως σε άλλα αεροδρόμια, όπως στο Κάιρο, στην Κωνσταντινούπολη, στην Τεχεράνη, στην πόλη του Μεξικού, στη Μόσχα ή στο Σάο Πάολο. Ισως γιατί κάθε εταιρία έχει στην Αμερική τις δικές της εγκαταστάσεις στα αεροδρόμια και ο κόσμος μοιράζεται σ' αυτές, χωρίς να δίνει την εντύπωση του χάους που συναντάς στον «Τρίτο Κόσμο».
Πήραμε ένα κίτρινο ταξί και μπήκαμε στο δρόμο ταχείας κυκλοφορίας για να αφήσω τις αποσκευές στο σπίτι του Κρις, που θα με φιλοξενούσε στην Αστόρια. Μια «γειτονιά» που δεν είναι και τόσο ελληνική, όσο την ακούμε, αφού οι Λατινοαμερικανοί - και όχι μόνον - μετανάστες διεκδικούν κι αυτοί την ιδιοκτησία της.
Ηταν νωρίς Κυριακή απόγευμα 12 Ιουλίου, όταν έφτασα στη χώρα των 250 εκατομμυρίων και η κίνηση στο δρόμο ήταν ανυπόφορη. Πολλή ζέστη και το χειρότερο μια υγρασία που σου διαπερνούσε τα κόκαλα.
Ο οδηγός του ταξί ήταν Μεξικάνος. Και κάθε φορά που έμπαινα σε ταξί, η εικόνα ήταν παρόμοια. Συναντούσα Λατινοαμερικανούς, Ινδούς, Πακιστανούς, Αιθίοπες, Ρώσους. Μόνο μια φορά έπεσα πάνω σε Αμερικανό και μου έκανε εντύπωση. Ο Αμερικανός αυτός που με μετέφερε ένα απόγευμα από τη λεωφόρο Μάντισον ως την Αστόρια, δεν είχε στο μαγνητόφωνο συνηθισμένη μουσική αλλά κλασική και μάλιστα Ραχμάνινοφ, το δεύτερο κονσέρτο για πιάνο και ορχήστρα...
Associated Press |
Με την Ελλάδα είχα ήδη μια διαφορά επτά ωρών αλλά δεν το πολυκαταλάβαινα. Και ο Κρις ήθελε να ξεκουραστώ για να συνηθίσω και τη διαφορά ώρας. Του άλλαξα όμως το πρόγραμμα. Τηλεφωνήσαμε σε δυο Ελληνες, τον Τάσο Μάνεση και τον Βικέντιο Ρουχωτά, οι οποίοι είχαν εκλεγεί στο Συνέδριο των Δημοκρατικών, ώστε να μη χάσουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε, έστω και χωρίς πρόσκληση, τη φιέστα της πλατείας Μάντισον.
Περιμένοντας την ώρα που θα τους συναντούσαμε άνοιξα την τηλεόραση και έπαιξα με το τηλεκοντρόλ. Μέτρησα κάπου εκατόν ογδόντα κανάλια. Δεν το άντεξα και από τότε και όσον καιρό ήμουν στην Αμερική, έγινα θύμα του CNN που έχει δύο προγράμματα, ένα για την Αμερική κι ένα για όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Επέλεξα, δηλαδή, συνειδητά τη μία και μόνη πληροφόρηση, όπως άλλωστε την είχαμε πάθει όλοι με τον πόλεμο στον Περσικό Κόλπο.
Τώρα θα αναρωτηθείτε γιατί μετά από τόσο καιρό ανακαλώ στη μνήμη μου την επίσκεψη στην Πάντοβα; Οσο τρελό κι αν ακούγεται ο λόγος είναι απλός. Είχα φέρει μαζί μου ένα πολύτιμο ημερολόγιο του «2004» με τις εικόνες του Τζιότο και δυστυχώς, όπως συνήθως συμβαίνει, ξεχάστηκε στο συρτάρι του γραφείου μου. Ανασύρθηκε μόλις πριν από λίγες ώρες. Γι' αυτό!