Η γοητεία είναι όπως ο έρωτας, ανεξήγητη. Ετσι τόλμησα, άλλωστε δεν είχα άλλη επιλογή, να αφεθώ στην αισθησιακή αγκαλιά της. Και ό,τι θέλει ας γίνει, έλεγα. Απερίσκεπτη; Πιθανόν.
Πολλές φορές σαν κλείνω τα ματιά, η φυσιογνωμία αυτού του ονειρεμένου τόπου γλιστράει μέσα από τις βλεφαρίδες, εισχωρεί βαθιά και κυριεύει το «οπτικό πεδίο» της ψυχής μου. Αθελά μου αρχίζω να νοσταλγώ την υγρή, την εξωπραγματική αυτή πολιτεία.
Στη Βενετία το καρναβάλι διαφέρει. Δεν είναι ένα ξέφρενο, παραληρηματικό ή χυδαίο ξεφάντωμα. Οχι. Εκεί πραγματικά συντελείται κάθε χρόνο ένα αυτοσχέδιο θεατρικό θαύμα. Μια εξαιρετική, αισθησιακή, τελετουργική, αινιγματική, μυστηριακή και αισθητική παράσταση. Πρωταγωνιστές της οποίας είναι ανεξαιρέτως όλοι. Οι μυημένοι αλλά και οι «πρωτοεμφανιζόμενοι».
Ποιoς ταλαντούχος σκηνογράφος την έστησε έτσι όμορφα και στέρεα, κι ας την υπονομεύει το νερό, που για τετρακόσια ολόκληρα χρόνια κατάφερε να παραμείνει ανέγγιχτη από το χρόνο;
Η Βενετία, με τα εκατό νησιά της, από τον 16ο μέχρι τον 20ό αιώνα έχει την ίδια μορφή, αρχιτεκτονική και την ίδια δόμηση και μονάχα μετά τα μισά του 20ού άρχισε να εξαπλώνεται στην ενδοχώρα.
Η Ενετική τέχνη άνθισε από τους σπόρους της Βυζαντινής τέχνης και συνεπώς εδώ η ανατολίτικη επιρροή κράτησε περισσότερο από οπουδήποτε αλλού στην Ιταλία. Ο Αντρέα Μαντένια έφερε τον άνεμο της Αναγέννησης το 1460 και ο γαμπρός του, ο Τζιοβάνι Μπελίνι, έγινε ο «εικαστικός» καθοδηγητής των ζωγράφων της Βενετίας. Από τότε οι Βενετοί άρχισαν να αποκτούν δική τους τεχνοτροπία. Το δικό τους στιλ. Ανάμεσά τους έλαμψαν οι: Τισιάνο, Τιντορέτο, Τζιορτζιόνε Βερονέζε.
Θα αναρωτηθεί ίσως κανείς αν όλα αυτά ενδιαφέρουν τον τουρίστα που επέλεξε την εκλεκτή, την ακριβή - κυριολεκτικά και μεταφορικά - αυτή πόλη, για να περάσει τις διακοπές του. Τον τουρίστα, ασφαλώς όχι. Ο πραγματικός ταξιδιώτης όμως απαιτεί να γνωρίζει όλα όσα σχετίζονται με τον τόπο που θα επισκεφτεί. Ποτέ δεν ξέρει πόσο θα μείνει. Τρεις μέρες, τρεις βδομάδες, τρία χρόνια; Για πάντα;
Στη στεριά, οι δρόμοι είναι στενοί, ίσα που χωρούν ένα άτομο, γι' αυτό και κατά τη διάρκεια του Καρναβαλιού συμβαίνει το εξής παράδοξο για να αποφεύγεται το ανθρώπινο μποτιλιάρισμα. Μονοδρομούνται. Και οι «ανθρωπονόμοι» ντυμένοι ως τροχονόμοι ρυθμίζουν την κίνηση των πεζών για να αποφεύγεται η... μετωπική σύγκρουση. Για να διασχίσει κανείς εκείνες τις μέρες τη μεγάλη γέφυρα του Ριάλτου, που έχει χαρακτηριστεί ως το Ογδοο Θαύμα, πρέπει να διαθέτει ιώβεια υπομονή και, κυρίως, να μην πάσχει από αγοραφοβία.
Φανταστείτε, πως εκεί κοντά στο Ριάλτο γεννήθηκε το 1254 ο Μάρκο Πόλο, που σε ηλικία 18 χρόνων έφυγε από τη γενέτειρά του και πήγε ως διπλωμάτης στην αυλή του αυτοκράτορα Κουμπάι Χαν. Ο τελευταίος, εντυπωσιάστηκε από τη χαρισματική προσωπικότητα του νέου άνδρα και αποφάσισε να τον κρατήσει στην υπηρεσία του. Ο Μάρκο Πόλο ταξίδευε συνεχώς για είκοσι ολόκληρα χρόνια με την ιδιότητα του διπλωμάτη. Οταν όμως ο χαρισματικός Ιταλός διπλωμάτης-συγγραφέας επέστρεψε στη Βενετία το 1295, στις αποσκευές του δεν κουβαλούσε μόνον τα πολυτιμότερα κοσμήματα αλλά και τις πιο απίστευτες και συναρπαστικές ιστορίες. Ιστορίες, που έγραψε στη Γένοβα όταν ήταν αιχμάλωτος πολέμου, ιστορίες που μεταφράστηκαν στα γαλλικά και με τη σειρά τους ταξίδεψαν και σαγήνεψαν όλον τον κόσμο. «Το βιβλίο των θαυμάτων» του Μάρκο Πόλο δεν έγινε πιστευτό από συμπατριώτες του, είτε από δυσπιστία, είτε από άγνοια, είτε από φθόνο, και έτσι του κόλλησαν το ψευδώνυμο ο «Μάρκο των χιλίων ψεμάτων» για να επιβεβαιωθεί το γνωμικό: «Ουδείς προφήτης στον τόπο του». Αλήθειες ή ψέματα αφηγείται; Ποιος ξέρει. Η φαντασία, άλλωστε, χαρίστηκε στον άνθρωπο για να διορθώνει την πραγματικότητα.
Ο Μάρκο Πόλο, ο Τζάκομο Καζανόβα, η Λουκρητία Βοργία, ο αυστηρός Δόγης, οι πανέμορφες και γεμάτες πάθος Βενετσιάνες της Αναγέννησης, ανασταίνονται κάθε χρόνο, κάθε μέρα, κάθε στιγμή στην πόλη των ονείρων, του πάθους και της θεατρικής τελειότητας. Ενας καφές στα δυο υπέροχα καφενεία, Φλοριάν και Κουάντρι, είναι κάτι που μένει αλησμόνητο στον επισκέπτη. Ολιγομελείς, υπαίθριες ορχήστρες παίζουν μουσικά κομμάτια των Μπαχ, Μότσαρτ, Αλμπινόνι, Βιβάλντι και Μοντεβέρντι, ενώ τα καλοθρεμμένα περιστέρια κάνουν χορευτικές κινήσεις για να ξεμουδιάσουν. Ο ταξιδιώτης έχει την αίσθηση πως ονειρεύεται, πως ξαναγυρίζει σε μια εποχή που δεν έχει ημερομηνία λήξης.
Ντόπιοι, αλλοδαποί, τουρίστες, προσκυνητές, πλανόδιοι φωτογράφοι, διάσημοι ηθοποιοί, ιδίως τον Σεπτέμβρη που γίνεται το Φεστιβάλ, χαρούμενοι μικροπωλητές και μελαγχολικοί αγοραστές, υπαίθριοι καλλιτέχνες πάντα πρόθυμοι να ικανοποιήσουν το απωθημένο σου, να ζωγραφίσουν μια μάσκα γύρω από τα μάτια ή και όλο το πρόσωπό σου αν το ζητήσεις, συνυπάρχουν ειρηνικά. Και συνθέτουν ένα πολύχρωμο μπουκέτο από ανομοιόμορφα ανθρώπινα άνθη που κοσμεί το εξωτερικό της πορφυρής, φλογερής και παθιασμένης καρδιάς της Γαληνοτάτης.
Επίσης, από την ίδια σειρά, και πάντα από τον Μάκη Τσίτα, κυκλοφορεί το βιβλίο: «Ποιανού είναι η σούπα;». Πρόκειται για μια χαρούμενη παιδική ιστορία γεμάτη... σασπένς, αφού η Χρυσούλα ρωτά όλους για την κυριότητα της σούπας που βρίσκεται πάνω στο τραπέζι και κανείς δεν ξέρει να της απαντήσει. Ούτε καν ο σκύλος! Φανταστείτε... Η εξαιρετική εικονογράφηση είναι της Κατερίνας Βερούτσου.
Σημειώνει: «Αυτή, λοιπόν η σημαντική προσωπικότητα της Υπατίας και η δύσκολη περίοδος του 4ου και του 5ου αιώνα, αποτελούν τις κεντρικές πηγές αυτού του βιβλίου». Και πιο κάτω: «Οι καταστροφές αρχαιολογικών ναών από τους παραβολάνους (ομάδα κρούσης της χριστιανικής κοινότητας). Οι διωγμοί των Εβραίων από την Αλεξάνδρεια. Η καταστροφή της φημισμένης βιβλιοθήκης. Η έξαρση της αλχημείας, του παγανισμού και των θαυμάτων. Το τέλος των αρχαίων θεών και πολλά παράδοξα γεγονότα».
Πρόκειται για ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα που συναρπάζει, ψυχαγωγεί, αλλά ταυτόχρονα μαθαίνει ή θυμίζει στον αναγνώστη αυτά που ξέχασε με το πέρασμα του χρόνου.