Σε αυτά και πολλά ακόμη ερωτήματα δίνει απαντήσεις το βιβλίο του Πάνου Πετρίτη «Αλφαβητάριο αισθητικής για μεγάλους», συνεχίζοντας να αποτελεί ένα πολύ χρήσιμο εγχειρίδιο εκλαΐκευσης της τέχνης, της λειτουργίας, της ορολογίας και των «προβλημάτων» της, παρόλο που έχουν περάσει αρκετά χρόνια από την πρώτη του έκδοση από τη «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ». Εχοντας συνειδητοποιήσει πόσο η τέχνη είναι απαραίτητη για τον άνθρωπο, αλλά και πόσο το σύγχρονο κοινό μπορεί εύκολα να παραπλανηθεί σχετικά με την αξία ενός καλλιτεχνικού έργου, η ανάγνωση αυτού του βιβλίου θα βοηθήσει τους αναγνώστες στην αντιπαράθεση, τη σύγκριση και το διάλογο για το σχετικό θέμα.
Ο συγγραφέας σημειώνει - ανάμεσα σε άλλα - στην εισαγωγή:
«Η άγνοια της πνευματικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας, η αδυναμία δημιουργικής αφομοίωσης της κουλτούρας και της τέχνης, η απουσία εκτίμησης των έργων τέχνης σαν στοιχείο πολιτισμού, συμβαδίζουν με την αδυναμία αντίστασης στις κάθε λογής επιθέσεις για την κατάργηση των κάθε είδους κοινωνικών κατακτήσεων. Γιατί η πραγματική γνώση και η πλατιά ευαισθησία προστατεύουν τον άνθρωπο από την απολιτικοποίηση, τη στενοκεφαλιά, την αδιαφορία και την ηττοπάθεια. Η επιστήμη της αισθητικής, όντας ένα μέσο για την ολοκλήρωση της σχέσης Ανθρωπος - Τέχνη, είναι από το λόγο αυτό και ένα όργανο που βοηθάει στην ολοκλήρωση των σχέσεων του ανθρώπου με τον κόσμο και με τους συνανθρώπους του, στην ολοκλήρωση της ζωής του».
Το όνομά τους προέρχεται από τη «ναχουάτλ», μια γλώσσα που μιλούσαν οι μεταγενέστεροι Αζτέκοι και σημαίνει «κάτοικοι του Ολμάν», δηλαδή «Λαός της χώρας του καουτσούκ». Μέχρι σήμερα δεν είναι γνωστό πώς οι ίδιοι αποκαλούσαν τους εαυτούς τους.
Τον 4ο αι π.Χ. και αφού εισήγαγαν τη γεωργία, άρχισαν να σχηματίζονται οι πρώτες μόνιμες ομάδες. Το καλαμπόκι αποτελούσε την κύρια πηγή τροφής, μαζί με τα φασόλια και τα κολοκύθια. Αν και ορισμένα είδη ζώων, όπως τα άλογα, τα βοοειδή και τα πρόβατα, ήταν άγνωστα μέχρι την άφιξη των Ευρωπαίων, οι ντόπιοι είχαν εξημερώσει σκύλους και γαλοπούλες και εκμεταλλεύονταν τις μέλισσες. Επειδή μόνο ένα μέρος των διατροφικών αναγκών τους προερχόταν από τη γεωργία, οι κάτοικοι συνέχισαν να κυνηγούν στα τροπικά δάση, που ήταν πλούσια με όλων των ειδών τα πτηνά και τα θηράματα και ψάρευαν στους ποταμούς και στις ακτές.
Από το 1200 αι. π.Χ. περίπου, στο κέντρο πολλών χωριών τα οποία μέχρι τότε αποτελούνταν από απλές καλύβες, ανεγέρθηκαν πυραμιδοειδείς εξέδρες από πηλό και χώμα που χρησίμευσαν σαν κτίρια ναών και αποτέλεσαν τα πρώτα δείγματα θρησκευτικής αρχιτεκτονικής στη Μεσοαμερική.
Αυτά τα τελετουργικά κέντρα έχουν προσφέρει διάφορα μονολιθικά μνημεία, όπως βωμούς και επιτύμβιες στήλες διακοσμημένες με ανάγλυφα, καθώς επίσης πυραμίδες και εξέδρες. Για πολλούς τα πιο εντυπωσιακά ευρήματα από αυτή την εποχή είναι οι γιγάντιες κεφαλές από πέτρα που φτάνουν σε ύψος 3 μ. και ζυγίζουν πολλούς τόνους, από τις οποίες μόνο 17 έχουν έρθει στο φως. Οι κεφαλές είναι καλυμμένες με ένα είδος περικεφαλαίας και έχουν διακριτικά χαρακτηριστικά προσώπου με αμυγδαλωτά μάτια, σαρκώδη χείλη και μεγάλες πλακουτσωτές μύτες. Τα χαρακτηριστικά αυτά έχουν οδηγήσει τους επιστήμονες σε διαφωνίες όσον αφορά στη φυλετική καταγωγή των μορφών που αναπαριστούν: Αν και μερικοί έχουν διακρίνει νεγροειδή στοιχεία σε αυτά τα πέτρινα πρόσωπα, θεωρήθηκε γενικώς ότι απεικόνιζαν Ινδιάνους της Μεσοαμερικής, πολλοί από τους οποίους έχουν διάφορα φυλετικά χαρακτηριστικά. Πολλοί επιστήμονες πιστεύουν ότι οι γιγάντιες κεφαλές και τα αγάλματα απεικόνιζαν τους «κυβερνήτες» των Ολμέκων, που είχαν σκαλίσει τις μορφές τους.
Αναλύσεις που έχουν γίνει έδειξαν ότι ο βασάλτης που χρησιμοποιήθηκε για τα έργα αυτά προερχόταν από τα ηφαιστειογενή όρη Τούξτλα, πολλά χιλιόμετρα μακριά από τις περιοχές που κατοικούσαν. Τα βαριά κομμάτια βράχων πιθανόν μεταφέρθηκαν από τον ποταμό, αλλά και από την ξηρά με σχεδίες, έλκηθρα και ξύλινους κυλίνδρους.
Στο τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ., μέσα στην υπάρχουσα αγροτική κοινωνία, πήρε τα ηνία της διακυβέρνησης μια κάστα από ιερείς - μάγους, οι οποίοι, για πρώτη φορά στην ιστορία της κεντρικής Αμερικής, προσπάθησαν να εκφράσουν τη θρησκευτική και πολιτική εξουσία τους μέσω μνημείων που θα διαρκούσαν. Οι ιερείς - μάγοι θέλησαν να εμφανιστούν στα μάτια του λαού ως γήινες ενσαρκώσεις θεοτήτων και πιστεύεται ότι οι κάτοικοι των χωριών ήταν υποχρεωμένοι να παραχωρούν σε τακτική βάση στους κυβερνήτες τους τμήμα της σοδειάς τους, καθώς επίσης και διάφορα αφιερώματα.
Στα επιτεύγματα των Ολμέκων περιλαμβάνονται αστρονομικές παρατηρήσεις σχετικές με τη μελέτη των πλανητών, την ανάπτυξη ημερολογιακών συστημάτων και ιδιαιτέρως της Μεγάλης Μέτρησης που είχε μεγάλη επίδραση σε μεταγενέστερους πολιτισμούς. Η Μεγάλη Μέτρηση καθόριζε τις ημερομηνίες ξεκινώντας από το «έτος μηδέν». Πιστεύεται ότι η έννοια του μηδενός πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τους Ολμέκους.
Επίσης, είναι πιθανόν ότι μια μορφή σκαλιστής γραφής ήταν σε χρήση προς το τέλος της περιόδου των Ολμέκων και πιθανά μιλούσαν μια γλώσσα της οικογένειας των Μίξε Ζοκουεάν.
Δεν είναι γνωστό τι προκάλεσε την εξαφάνιση του πολιτισμού των Ολμέκων. Το σίγουρο είναι πως μεταξύ 400 και 350 αι π.Χ., ο πληθυσμός στο ανατολικό ήμισυ της ενδοχώρας μειώθηκε απότομα και η περιοχή έμεινε σχεδόν ακατοίκητη μέχρι τον 19ο αιώνα. Οι επιστήμονες πιστεύουν πως υπήρξαν τεκτονικές αναστατώσεις και καθιζήσεις που κατέστησαν τις περιοχές αυτές ακατάλληλες για τις μεγάλες ομάδες γεωργών και κυνηγών. Οποια κι αν ήταν η αιτία ο πολιτισμός των Ολμέκων εξαφανίστηκε για να αντικατασταθεί από άλλους λαούς, όπως οι Ζαποτέκοι της Οαξάκα και οι Μάγια.
Στις ιστοριούλες είναι τεχνίτης καλός και έμπειρος. Ξέρει πώς να πολεμήσει το χρησιμοθηρικό ρεαλισμό του σχολείου και της κοινωνίας που στερεί το χώρο και το χρόνο του παραμυθιού και πώς με το μαγικό ρεαλισμό να απελευθερώσει τη φαντασία των παιδιών. Μπορεί να καταλάβει το παράπονο της Τίνας όταν «κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο βρήκε ένα πανέρι με πολύχρωμες κλωστές, βελόνες και ψαλίδι, μια δαχτυλήθρα κι ένα ρολό καμβά, όλα τα σύνεργα για κέντημα δηλαδή. Αυτό ήταν το δώρο της; Αυτό ήταν. Κοίταξε με απορία τη μητέρα της. Της χαμογέλασε εκείνη αμήχανα (...) παίρνοντας μια έκφραση που πήγαινε να πει ''ε... τι να κάνουμε, μεγάλωσες πια''». Και έχει την ελπίδα, τα παιδιά όταν γίνουν μεγάλοι ότι δε θα κοιτούν συνέχεια το ρολόι τους, δε θα χάσουν τον αυθορμητισμό, την αισθαντικότητα και το συναισθηματισμό τους.
Οι τελευταίες «Επτά ιστοριούλες γιορτινές και παράξενες, επτά» (εκδόσεις «POLARRIS») πλέκονται γύρω «από επτά γιορτινές εικόνες. Ζωγραφισμένες η καθεμιά στο χέρι - ανάμεσα στο 1920 και το 1923 - γοήτεψαν το μάτι και έγιναν πρόκληση για να γραφτούν οι επτά γιορτινές ιστοριούλες». «Και οι επτά παράξενες ιστοριούλες ζυμώθηκαν με την ίδια μαγική ζύμη. Παραμυθιού σταγόνες μέσα στις τωρινές μας μέρες. Οχι η πραγματικότητα εδώ και εκεί τα παραμύθια...». Αυτές οι εικόνες εμπλουτίστηκαν με πρόσθετες εικόνες από ευχετήριες κάρτες και φτιάχτηκε ένα καλαίσθητο παιδικό βιβλίο. Ιστορία και εικόνα ταιριαστά παντρεμένα χωρίς να χάνουν την αυτονομία τους. Η επιμέλεια της εικονογράφησης έχει την υπογραφή της Φωτεινής Στεφανίδη (ξεχωριστή και ιδιαίτερη η δουλειά της στην εικονογράφηση παιδικών βιβλίων) και της Ολγας Κοντονή.
Βέβαια, αυτές οι ιστοριούλες έχουν αίσιο τέλος, αφήνουν μια γλυκιά αίσθηση και ένα παράπονο «άλλο, δεν έχει;». Αυτό είναι η αφορμή να αρχίσει μια κουβέντα καθώς η Βροχούλα, ο Μουντζούρης, ο... έχει γείρει πάνω στον μπαμπά της/του.