Φαίνεται όμως ότι το δύσκολο δεν είναι και αδύνατο. Παράδειγμα, το καινούργιο μυθιστόρημα του Τάσου Αυγερινού «Πικρό Αντίδωρο», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».
Ο πολυτάλαντος συγγραφέας (είναι και ζωγράφος) υπηρέτησε το επάγγελμα του δημοσιογράφου με ήθος και συνέπεια για σαράντα ολόκληρα χρόνια, και πραγματικά απέδειξε ότι η δημοσιογραφία είναι λειτούργημα. Τα τελευταία χρόνια με τον καθημερινό ποιητικό του Οίστρο και το εβδομαδιαίο χρονογράφημά του άρχισε να στέλνει λογοτεχνικά μηνύματα στους αναγνώστες του «Ριζοσπάστη».
Μετά, ο λογοτέχνης Αυγερινός έκανε την εντυπωσιακή εμφάνισή του στα ελληνικά Γράμματα με δύο εξαιρετικές συλλογές διηγημάτων, «Το καραβάνι των γυμνών» και τη «Μεγάλη νύχτα», όπου μερικές σελίδες του συγκλόνιζαν τον αναγνώστη όσο και τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Τον επόμενο χρόνο, 2006, μας χάρισε μια γοητευτική και μυθιστορηματική «Δεύτερη Ανοιξη» και φέτος μάς προσκάλεσε «Με τα πανιά και τα κουπιά» να συνταξιδέψουμε στο χρόνο και χώρο. Και αμέσως μετά, πριν προλάβουμε να συνέλθουμε από το υπέροχο αυτό ταξίδι, ήρθε με το «Πικρό αντίδωρο» στο χέρι προσφέροντάς μας μια εξαιρετική ιστορία που ακροβατεί αλλά και ισορροπεί ανάμεσα στην αλήθεια και τη μυθοπλασία.
Το «Πικρό αντίδωρο» δεν είναι απλώς ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, είναι το μυθιστόρημα που καταξιώνει και κατατάσσει τον Τάσο Αυγερινό ανάμεσα στους καλύτερους Ελληνες πεζογράφους.
Το ύφος και το ήθος, τα πραγματικά γεγονότα και τα φανταστικά που γίνονται πιο αληθινά από την αλήθεια συναρπάζουν και καθηλώνουν τον αναγνώστη από την πρώτη σελίδα:
«Μεσάνυχτα κι ούτε ένα άστρο δεν έφεγγε στον κατάμαυρο ουρανό. Οι Πλειάδες, ο Ωρίων, η Αφροδίτη, όλα τα φαναράκια του στερεώματος που ανάβουν με το σούρουπο και σβήνουν την αυγή ήταν σκεπασμένα εκείνη τη γεναριάτικη νύχτα του 1905 από πυκνά σύννεφα που είχαν κυλήσει από το Αγιονόρος και είχαν τυλίξει το Πήλιο. Ερεβος από την κορυφή ως τους πρόποδες του βουνού κι ένας δαιμονισμένος αέρας, που είχε σηκωθεί μόλις βασίλεψε η μέρα, το τράνταζε συθέμελα».
Και ακριβώς μια παράγραφο πιο κάτω, μέσα στην κοσμοχαλασιά βλέπουμε με τα μάτια του αφηγητή έναν νέο άντρα καθισμένο σε ένα μουλάρι με μια μαύρη τσάντα στο χέρι και ο άλλος πεζός να κρατά τα γκέμια και να οδηγεί το ζώο.
Από εκείνη τη στιγμή, ο αναγνώστης ακολουθεί με κομμένη την ανάσα τα βήματα του τριαντάχρονου γιατρού Τίμου Παπαστάθη που ήταν γεμάτος αγάπη για τους συνανθρώπους του. Ενός επιστήμονα που αφιέρωσε όλη του τη ζωή, σε εκείνους που ξέρουν να παίρνουν αλλά δεν ξέρουν να δίνουν. Σ' αυτόν τον γιατρό που τα έδωσε όλα για να τους γιατρέψει από τη φυματίωση όπως και όσο μπορούσε με τα μέσα της εποχής του και του το ανταπέδωσαν με την αχαριστία.
Δεν είναι τυχαίο που ο Αυγερινός διάλεξε αυτόν τον συγκεκριμένο άνθρωπο για ήρωά του. Κατά τη γνώμη μου ο συγγραφέας αισθάνθηκε την «εκλεκτική συγγένεια» να τους ενώνει. Μιας και ο Παπαστάθης του βιβλίου έζησε με το πραγματικό του όνομα, του οποίου η ταυτότητα αποκαλύπτεται στην τελευταία σελίδα. Είναι μια βιογραφία, η αγιογραφία ενός ακέραιου γιατρού.
ICON |
Χτισμένος στο κέντρο του Παγασητικού κόλπου και στους πρόποδες του Πηλίου με μαγευτική θέα, ο Βόλος φημίζεται για την έντονη πολιτιστική ζωή και το μεγάλο εύρος επιλογών για διασκέδαση και αναψυχή για τους επισκέπτες.
Τηλεγραφικά, μια που ο χώρος είναι περιορισμένος, προτείνουμε να επισκεφτούμε:
Το Αρχαιολογικό Μουσείο όπου φυλάσσονται πολύ σπουδαία ευρήματα της Θεσσαλίας.
Το Κέντρο Τέχνης Τζιόρτζιο Ντε Κίρικο που στεγάζει το Μουσείο Αλέκου Δάμτσα και στους εκθεσιακούς του χώρους φιλοξενούνται περιοδικές εκθέσεις εικαστικών.
Το σπίτι του λαογράφου Κίτσου Μακρή όπου υπάρχουν έργα του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου.
Το τρενάκι του Βόλου για μια γοητευτική βόλτα. Ξεκίνησε τις διαδρομές του στο Πήλιο το 1895 και η γραμμή βασίστηκε σε σχέδια του Ιταλού μηχανικού Εβαρίστο Ντε Κίρικο. Πρόκειται για ένα τεχνολογικό επίτευγμα της εποχής του.
Τα τσιπουράδικα. Ενας «θεσμός» που ξεκίνησε από τους πρόσφυγες της Μικρασίας, κυρίως αυτούς που δούλευαν στη θάλασσα και στο λιμάνι. Μαζεύονταν τα μεσημέρια, μετά τη δουλιά στα καφενεδάκια του λιμανιού και έπιναν το τσιπουράκι τους, που το συνόδευαν πάντα με μεζέδες. Σύντομα έγινε καθημερινή συνήθεια για τους βολιώτες εργάτες και η παράδοση συνεχίζεται στο τσιπουράδικο της γειτονιάς ή της παραλίας μεσημέρι - βράδυ.
Eurokinissi |
Τα αξιοθέατα, είναι ακόμη πολλά, αλλά σίγουρα θα επανέλθουμε. Και τώρα...
«Στο Βόλο πρωτοφόρεσα το χακί το Μάιο του 1949, τότε που ο εμφύλιος σκορπούσε αίμα ελληνικό σε όλα τα βουνά του τόπου. Μεταφερθήκαμε εκεί πλήθη κληρωτών με αρματαγωγό που αρμένιζε αργά αργά σα μαούνα και... με μία στάση στην Αγία Μαρίνα της Στυλίδας εδέησε να φτάσει στον προορισμό του μετά από πολύωρο ταξίδι. Ωραία η πρώτη εντύπωση από την παραθαλάσσια πόλη, γνωστή με το όνομα Ιωλκός στην αρχαιότητα, με το πανέμορφο ολοπράσινο Πήλιο να στέκει προστατευτικά θαρρείς, πάνωθέ του. Στο σκοτισμένο μου μυαλό ήρθαν οι Αργοναύτες που ξεκίνησαν από αυτό το λιμάνι του Παγασητικού Κόλπου για τη γνωστή εκστρατεία τους με το πλοίο Αργώ - να ήταν άραγε αργό σαν το δικό μας; - προκειμένου να καταπλεύσουν στην Κολχίδα και ν' αρπάξουν το χρυσόμαλλο δέρας και άλλα πολλά! Ομως, παρά το γραφικό τοπίο, τα όμορφα σπίτια και το κυματάκι που ήταν σα να ψιθύριζε στο μουράγιο μηνύματα από τους δικούς μας, τα πρόσωπα των στρατευσίμων ήταν κιτρινωπά και τα μάτια συννεφιασμένα δεν έριχναν ούτε μια ματιά ολόγυρα στην πανέμορφη φύση. Η θολούρα του μυαλού επισκίαζε τα πάντα. Σαν πρόβατα επί σφαγή οδηγηθήκαμε στο κτίριο που θα μας "φιλοξενούσε" και δεν ήταν άλλο από τις καπναποθήκες του Ματσάγκου που ονομάζονταν "Κίτρινες αποθήκες" και δεν ήξερες από πού προήλθε η ονομασία: από την ώχρα ή τη νικοτίνη;
Στις κίτρινες αποθήκες που στρατοπεδεύσαμε ήμαστε στοιβαγμένοι σαν τις σαρδέλες, τόσοι πολλοί, που δε χωρούσαμε πουθενά. Πού να φας, πού να κοιμηθείς, πού να ικανοποιήσεις τις σωματικές σου ανάγκες; Τότε οι ομοεθνείς αραδιάζανε ένα τσούρμο παιδιά και... περίσσευαν και για την πατρίδα, στην περίπτωση όμως αυτή του εμφύλιου σπαραγμού το πράγμα ήταν διαφορετικό, διότι τα αντιμαχόμενα μέρη και από τις δυο πλευρές έχυναν αίμα ελληνικό στα φαράγγια, στις πλαγιές της χαροκαμένης πατρίδας. Και να είναι μήνας Μάης, η πλάση ολόγυρα ντυμένη γιορτινά να μας γνέφει ερωτικά κι εμείς στο άνθος της ηλικίας να τη γυρίζουμε την πλάτη αφοσιωμένοι στα παραγγέλματα των ανωτέρων, διότι και το μικρότερο παράπτωμα τιμωρούνταν αυστηρά.
Τις μέρες που μείναμε εκεί, καμιά δεκαριά όλες, μετά τα γυμνάσια δεν είχαμε πού ν' απλώσουμε... την αρίδα μας γι' αυτό και μοίρασαν προσωρινά απολυτήρια σε όσους ήταν πρόθυμοι ν' απολυθούν και ήταν όλοι, αλλά δεν ήταν δυνατό ν' αδειάσει το κτίριο. Ο πόλεμος ήθελε καινούριους κλώνους στη φωτιά. Τότε στάθηκα τυχερός και πήρα το τυχερό χαρτί με βούλες και υπογραφές και γύρισα πανευτυχής στην οικογένεια κοντά στην οποία θα παρέμενα άγνωστο για πόσο διάστημα. Τα συναισθήματα της επιστροφής ήταν εντελώς διαφορετικά από αυτά που ένιωθα πηγαίνοντας μ' εκείνη τη μαούνα για κατάταξη. Ταξίδεψα με ένα καραβάκι τον "ΚΥΚΝΟ" και θεωρούσα τον εαυτό μου πανευτυχή που είχα την εύνοια της τύχης ν' απολαμβάνω μια τέτοια διαδρομή ως τη Χαλκίδα. Από τη μια μεριά η Εύβοια, από την άλλη η Στερεά μας κατευόδωναν στο ωραίο ταξίδι! Πόσο άλλαξε η ζωή μου τόσο ξαφνικά!
Στο Βόλο και το καμάρι του το Πήλιο, πήγα και ξαναπήγα. Και όταν λέμε Βόλο, εννοούμε και τις παράλιες και τις ορεινές ομορφιές του, αλλά και τη Νέα Ιωνία του με τα σπουδαία πολιτιστικά επιτεύγματα και, δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού και ο γράφων είναι κάτοικος της Νέας Ιωνίας Αθηνών και όσο να 'ναι οι ρίζες μας είναι κατά κάποιο τρόπο συγγενικές. Αυτά, από το συμπαθητικό Βόλο και σε άλλα (μέρη) με υγεία!».