Κεντρικός ήρωάς της, ο Στούαρτ Μαλόουν. Ενας πρώην αστυνομικός και νυν ιδιωτικός ντετέκτιβ, ο οποίος πάσχει από χρόνιο αϋπνία και βαριά κατάθλιψη. Η αναδουλιά του γραφείου του είναι το τελευταίο πράγμα που τον απασχολεί, φτάνει να έχει, αραιά και πού, καμιά υπόθεση για να μπορεί να καλύπτει το νοίκι του βρώμικου διαμερίσματός του στην Τσάινατάουν και να καταβάλλει το μισθό της Ντήνι, της γραμματέως του, στην οποίαν έχει αναθέσει την εύκολη υπόθεση μιας εξαφάνισης... Και ξαφνικά, στην έτσι κι αλλιώς ταραγμένη συνοικία, ο ένας φόνος διαδέχεται τον άλλον. Κινέζοι, Μαύροι και Εβραίοι, άνθρωποι που δεν έχουν τίποτε κοινό μεταξύ τους, βρίσκουν το θάνατο από το ίδιο χέρι. Η αστυνομία ανησυχεί σε βαθμό υστερίας. Ο Μαλόουν, όμως, μοιάζει αδιάφορος. Είναι, άραγε, τόσο κυνικός; Κατά τη γνώμη μου, ο άνθρωπος αυτός είναι τραγικά ευαίσθητος. Γι' αυτό και δεν μπορεί να κλείσει μάτι τη νύχτα, γι' αυτό και δε λαδώθηκε ποτέ, γι' αυτό και έβγαλε «άσχημο» όνομα, όταν υπηρετούσε τη θητεία του στο Βιετνάμ και δεν ξεπάστρεψε ένα τσούρμο άμαχου πληθυσμού. Ο Μαλόουν ζει και εργάζεται στην πιο επικίνδυνη περιοχή της πιο επικίνδυνης μεγαλούπολης - αν και τώρα πια όλες οι μεγαλουπόλεις όμοιες είναι. Στην ουσία όμως, ούτε ζει ούτε εργάζεται, απλώς περιφέρεται σέρνοντας την αϋπνία του και τη μελαγχολία του μαζί του.
Προσπαθεί να λησμονήσει, να κοιμηθεί, να ελπίσει. Και μονάχα στην τελευταία σελίδα συνειδητοποιεί ότι δεν είναι πια τόσο νέος ώστε να υποφέρει. Πρόκειται για μια έξυπνη αστυνομική, αλλά και κοινωνική ιστορία γραμμένη με τρυφερότητα, χιούμορ, οξυδέρκεια και καλοσύνη.
«Από τις αρχές κιόλας του 1943, οργανώθηκε ένα συνεργείο από σπουδαστές της Σχολής Καλών Τεχνών και μία από τις κυριότερες ασχολίες τους ήταν να επιμελούνται τα παράνομα έντυπα της νεολαίας, που τυπώνονταν στον πολύγραφο.
Η πιο μεγάλη επίδοσή τους, όμως, ήταν η αφίσα τοίχου. Οι αφίσες που βγήκαν απ' αυτό το συνεργείο είναι πολλές χιλιάδες. Τις σχεδίαζαν, τις σκάλιζαν, τις τύπωναν και πολλές φορές έβγαιναν και τις κολλούσαν τις νύχτες στους τοίχους της Αθήνας οι ίδιοι. Ολα τα συνθήματα των Οργανώσεων της Αντίστασης, όλα τα πολιτικά αιτήματα της εποχής, πέρασαν σε τέτοιες αφίσες. Η συμβολή τους δεν περιοριζόταν στην καθαρά αισθητική τους προσφορά, ο ρόλος που έπαιζαν μέσα στο λαό ήταν πολλαπλός. Εδιναν κουράγιο, εκλαΐκευαν τα αντιστασιακά συνθήματα, κατατόπιζαν τις μάζες πάνω στην κατάσταση, τόνωναν την αντιστασιακή διάθεση. Κι όλα αυτά αποτελούσαν μια τεράστια ψυχολογική βοήθεια για να διαλυθεί το άγχος που δημιουργούσε σ' ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, τόσο η μαστορεμένη τρομοκρατία των κατακτητών, η πείνα και η εξαθλίωση, όσο και η αδυναμία του να βρει μια διέξοδο σ' αυτό το εφιαλτικό παρόν. Η συμβολή της μικρής αυτής αφίσας των παιδιών του συνεργείου προς αυτήν την κατεύθυνση ήταν πραγματικά ανεκτίμητη.
Οι αφίσες αυτές ήταν ξυλογραφίες, χαραγμένες συνήθως σε όρθιο ξύλο ή λινόλεουμ, κι έμοιαζαν με τη λεπτή χάραξή τους σαν παλιές γκραβούρες. Είχαν πολλά χρώματα και γι' αυτό η διαδικασία της χάραξης και του τυπώματος απαιτούσε πολύ κόπο και δεξιοτεχνία. Οι ειδικές συνθήκες της ζωής, η πιο αυστηρή παρανομία, που υπαγόρευε ειδικούς τρόπους ζωής στους αντιστασιακούς, υποχρέωνε και τους καλλιτέχνες σε ειδικότατους τεχνολογικούς χειρισμούς που είχαν άμεσες επιπτώσεις πάνω στο παραστατικό αποτέλεσμα.
Η πρώτη αφίσα του ΕΑΜ κυκλοφόρησε στις 25 του Μάρτη του 1943. Αυτή που καλούσε το λαό σε κείνη τη μεγαλειώδη εθνική εκδήλωση, που έγινε τότε μπροστά στο μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη. Στο βάθος πάνω σ' έναν ήλιο ήταν γραμμένο το ΟΧΙ του Λαού και μπροστά κυμάτιζε περήφανη η γαλανόλευκη. Πάνω και κάτω ήταν γραμμένα τα φλογερά συνθήματα των αντιστασιακών οργανώσεων. Αλλες τέτοιες αφίσες είχαν σαν θέμα τις μεγάλες συμμαχικές νίκες, τις επιτυχίες των ένοπλων αντιστασιακών δυνάμεων, την αναγκαιότητα του αγώνα για την επιβίωση του Λαού, κι άλλες στιγμάτιζαν το αίσχος της πείνας όπου είχαν καταδικάσει το λαό οι κατακτητές. Τέλος, υπήρχαν αφίσες που κήρυτταν την αλληλεγγύη του Λαού στους χιλιάδες φυλακισμένους αγωνιστές και την προσπάθεια ν' αφεθούν ελεύθεροι.
Μα η δουλιά του συνεργείου δεν περιοριζόταν μόνο στις αφίσες. Πάνω σε κομμάτια λάστιχο χάραζαν διάφορες παραστάσεις και μ' αυτό ύστερα, απαράλλαχτα σαν να σφράγιζαν, τύπωναν χιλιάδες μικρά χαρτάκια, με λιγόλογα συνθήματα και παραστάσεις, τα πασίγνωστα τρικ. Τα ένσημα για τους εράνους και τις συνδρομές στις αντιστασιακές οργανώσεις τυπώνονταν μ' αυτόν τον τρόπο. Για να τυπώνουν στις λείες επιφάνειες των τοίχων είχαν επινοήσει έναν άλλο πρωτότυπο τρόπο. Σε μια μεμβράνη πολυγράφου, χάραζαν την παράσταση που ήθελαν και την κολλούσαν ύστερα πάνω σ' ένα μελανωμένο χαρτόνι. Η μεταφορά της παράστασης πάνω στον τοίχο γινόταν γρήγορη και εύκολη. Το ίδιο αυτό συνεργείο κατασκεύαζε και τις περίφημες «χειροβομβίδες» από τρικ. Τα χαρτάκια τυλίγονταν σφιχτά πάνω σ' ένα κομμάτι ξύλο, κι από πάνω περνούσαν ένα στριμμένο λάστιχο που τα συγκρατούσε δεμένα. Στους υπαίθριους ή στους κλειστούς κινηματογράφους, ένας απ' το συνεργείο πετούσε ψηλά ένα τέτοιο δέμα όταν τα φώτα ήταν σβηστά. Το λάστιχο ξετυλιγόταν, τα χαρτάκια ελευθερώνονταν, έπεφταν από ψηλά κι απλώνονταν σ' ολόκληρη τη σάλα. Για χρόνια, οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους απορούσαν από πού πέφτουν αυτά τα χαρτιά, χωρίς να μπορούν να βρουν μια ικανοποιητική εξήγηση.
Αλλοτε πάλι νέοι καλλιτέχνες κρέμαγαν τις νύχτες μεγάλα χαρτόνια που είχαν ζωγραφίσει με το χέρι μεγαλύτερες παραστάσεις. Τα κρέμαγαν συνήθως στα σύρματα που κρατούσαν τα ηλεκτροφόρα καλώδια των τραμ. Οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους έβρισκαν τον μπελά τους για να ξεκρεμάσουν αυτά τα συνθήματα, που στο μεταξύ εκπλήρωναν τον προορισμό τους. Κάποιο βράδυ που οι καλλιτέχνες κρεμούσαν τέτοιους πίνακες, μπλέχτηκαν οι σπάγκοι που χρησιμοποιούσαν για να τους δένουν στα σύρματα και παραλίγο να πιαστούν. Συνέχισαν, όμως, τη δουλιά τους. Τέλος, απ' το ίδιο συνεργείο βγήκε και το πρώτο παράνομο λεύκωμα του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, που χάραξαν οι καλλιτέχνες Α. Τάσσος, Β. Κατράκη. Λ. Μαγγιώρου και Γ. Βελησσαρίδης. Οχτώ καλλιτέχνες φιλοτέχνησαν ειδικά για το σκοπό αυτό από ένα σχέδιο. Τα σχέδια αυτά τα συνόδευαν στα άλμπουμ ανάλογα αγωνιστικά ποιήματα».
Αφού έκοψε όλες τις μαργαρίτες γιατί τις πέρασε για χρυσά φλουριά, αφού φυλάκισε το φεγγάρι σ' ένα σκοτεινό ντουλάπι γιατί δεν έφεγγε αρκετά δυνατά τις ημέρες της γιορτής του, ο ξιπασμένος άρχοντας διέταξε να του φτιάξουν ένα σπίτι, που το μπαλκόνι θα βρισκόταν πιο πάνω κι απ' τα σύννεφα. Ετσι, νόμιζε ο αφελής ότι θα μπορούσε να ελέγχει όλο τον κόσμο, ακόμη και τα φυσικά φαινόμενα. Το μπαλκόνι, όμως, ήταν τόσο ψηλά, που ούτε φωνή ανθρώπου δεν άκουγε ο άρχοντας. Μπορεί να τα είχε καταφέρει να επιβλέπει τον κόσμο, ήταν όμως πάντοτε απελπιστικά μόνος...
Η βραβευμένη συγγραφέας δημιουργεί ένα εξαιρετικό παραμύθι για τη μοναξιά που φέρνει η υπεροψία και για την αναντικατάστατη αξία της ανθρώπινης επαφής. Ο εικονογράφος Πέτρος Ζαμπέλης, που στη 40χρονη ενασχόλησή του με το παιδικό βιβλίο, έχει επιμεληθεί εικαστικά 400 τίτλους για παιδιά και εφήβους, ζωντανεύει με τις ζωγραφιές του την ιστορία. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα».