Κυριακή 26 Νοέμβρη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Εν συντομία

Δεν αποτελεί κυρίως πιάτο, αλλά μπορεί να συνοδεύσει κάποιο φαγητό ή να συμπληρώσει διάφορους μεζέδες, που με λίγο κρασάκι και κουβεντούλα με τους φίλους τις κρύες βραδιές θα δώσει μιαν άλλη εμπειρία στον ουρανίσκο μας. Θα φτιάξουμε, λοιπόν, γεμιστές πιπεριές Φλωρίνης με τυρί. Ξεκινάμε ψήνοντας 8 πιπεριές στο γκριλ, γυρίζοντάς τες συχνά μέχρι να μαυρίσει η φλούδα τους. Οταν είναι έτοιμες, τις βάζουμε μία μία κάτω από τρεχούμενο νερό και αφαιρούμε εύκολα έτσι τη φλούδα. Τις σκίζουμε από μία πλευρά και αφαιρώντας το κοτσάνι και τους σπόρους τις αραδιάζουμε ανοιχτές σε ένα πιάτο. Για τη γέμιση κάνουμε τα εξής: Λιώνουμε με ένα πιρούνι 300 γρ. φέτα, προσθέτουμε ένα αυγό χτυπημένο και λίγο γάλα. Βάζουμε λίγη γέμιση σε κάθε πιπεριά και την τυλίγουμε. Τις τοποθετούμε σε λαδωμένο πιρέξ. Τις περιχύνουμε με ένα μείγμα από ένα κεσεδάκι γιαούρτι στραγγιστό στο οποίο έχουμε προσθέσει λίγο γάλα και ένα αβγό χτυπημένο. Αν μας έχει περισσέψει γέμιση, τη βάζουμε κι εκείνη στο μείγμα του γιαουρτιού. Τις ψήνουμε σε μέτριο φούρνο για μισή ώρα περίπου κι έτοιμος ο μεζές!

Ανεξιχνίαστοι φόνοι στην Τσάινατάουν

«Το καλοκαίρι του '89, άλλωστε κανένα καλοκαίρι στη Νέα Υόρκη δεν έλειπαν οι ταραχές», σημειώνει η Σώτη Τριανταφύλλου στον πρόλογο του καινούριου της μυθιστορήματος «Κινέζικα κουτιά: τέσσερις εποχές του ντετέκτιβ Μαλόουν», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πατάκη». Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, μια ομάδα λευκών επιτίθεται εναντίον τεσσάρων μαύρων νεαρών που πήγαιναν σε μια μάντρα, με την πρόθεση να αγοράσουν ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο. Ο δεκαεξάχρονος Γιούσεφ Χόκινς βρίσκει το θάνατο. Τη στιγμή που τα βίαια επεισόδια συνεχίζονται και συγκλονίζουν την πόλη ...29 (!) αστυνομικοί με πολιτικά αναζητούν πορτοφολάδες! Τότε αρχίζει η ιστορία.

Κεντρικός ήρωάς της, ο Στούαρτ Μαλόουν. Ενας πρώην αστυνομικός και νυν ιδιωτικός ντετέκτιβ, ο οποίος πάσχει από χρόνιο αϋπνία και βαριά κατάθλιψη. Η αναδουλιά του γραφείου του είναι το τελευταίο πράγμα που τον απασχολεί, φτάνει να έχει, αραιά και πού, καμιά υπόθεση για να μπορεί να καλύπτει το νοίκι του βρώμικου διαμερίσματός του στην Τσάινατάουν και να καταβάλλει το μισθό της Ντήνι, της γραμματέως του, στην οποίαν έχει αναθέσει την εύκολη υπόθεση μιας εξαφάνισης... Και ξαφνικά, στην έτσι κι αλλιώς ταραγμένη συνοικία, ο ένας φόνος διαδέχεται τον άλλον. Κινέζοι, Μαύροι και Εβραίοι, άνθρωποι που δεν έχουν τίποτε κοινό μεταξύ τους, βρίσκουν το θάνατο από το ίδιο χέρι. Η αστυνομία ανησυχεί σε βαθμό υστερίας. Ο Μαλόουν, όμως, μοιάζει αδιάφορος. Είναι, άραγε, τόσο κυνικός; Κατά τη γνώμη μου, ο άνθρωπος αυτός είναι τραγικά ευαίσθητος. Γι' αυτό και δεν μπορεί να κλείσει μάτι τη νύχτα, γι' αυτό και δε λαδώθηκε ποτέ, γι' αυτό και έβγαλε «άσχημο» όνομα, όταν υπηρετούσε τη θητεία του στο Βιετνάμ και δεν ξεπάστρεψε ένα τσούρμο άμαχου πληθυσμού. Ο Μαλόουν ζει και εργάζεται στην πιο επικίνδυνη περιοχή της πιο επικίνδυνης μεγαλούπολης - αν και τώρα πια όλες οι μεγαλουπόλεις όμοιες είναι. Στην ουσία όμως, ούτε ζει ούτε εργάζεται, απλώς περιφέρεται σέρνοντας την αϋπνία του και τη μελαγχολία του μαζί του.

Προσπαθεί να λησμονήσει, να κοιμηθεί, να ελπίσει. Και μονάχα στην τελευταία σελίδα συνειδητοποιεί ότι δεν είναι πια τόσο νέος ώστε να υποφέρει. Πρόκειται για μια έξυπνη αστυνομική, αλλά και κοινωνική ιστορία γραμμένη με τρυφερότητα, χιούμορ, οξυδέρκεια και καλοσύνη.


Τιτίνα ΔΑΝΕΛΛΗ

Καθ' οδόν: Στον Αγώνα των εικαστικών καλλιτεχνών

Γ. Στεφανίδη,«Τα δέντρα, το συρματόπλεγμα» (1949)
Γ. Στεφανίδη,«Τα δέντρα, το συρματόπλεγμα» (1949)
Η πείνα και η δυστυχία των καλλιτεχνών στην Kατοχή ήτανε αφάνταστη. Οι περισσότεροι απ' αυτούς είχαν για μοναδικό πόρο ζωής το συσσίτιο. Κι όμως. Οχι μόνο δημιουργούσαν σημαντικά έργα, αλλά συμμετείχαν και σε όλες τις μορφές αντίστασης του λαού. Την προηγούμενη Κυριακή, δημοσιεύσαμε λίγα από τα έργα κάποιων δημιουργών, τα οποία αγαπήθηκαν γιατί μετέφεραν και μεταφέρουν την «ουσία» της Αντίστασης. Σήμερα συνεχίζουμε κι εμείς, θέλοντας να «τσιγκλήσουμε» κυρίως τους νέους ανθρώπους, να έρθουν σε επαφή με τις πράξεις και τα έργα αυτών των σημαντικών ανθρώπων. Γιατί όταν τα οράματα και τα ιδανικά είναι μεγάλα, μεγάλα και τα έργα των δημιουργών. Οδηγός μας, όπως και τις προηγούμενες Κυριακές, το βιβλίο του Ε. Μαχαίρα «Η Τέχνη της Αντίστασης».

Το Συνεργείο της Νεολαίας

«Από τις αρχές κιόλας του 1943, οργανώθηκε ένα συνεργείο από σπουδαστές της Σχολής Καλών Τεχνών και μία από τις κυριότερες ασχολίες τους ήταν να επιμελούνται τα παράνομα έντυπα της νεολαίας, που τυπώνονταν στον πολύγραφο.

Η πιο μεγάλη επίδοσή τους, όμως, ήταν η αφίσα τοίχου. Οι αφίσες που βγήκαν απ' αυτό το συνεργείο είναι πολλές χιλιάδες. Τις σχεδίαζαν, τις σκάλιζαν, τις τύπωναν και πολλές φορές έβγαιναν και τις κολλούσαν τις νύχτες στους τοίχους της Αθήνας οι ίδιοι. Ολα τα συνθήματα των Οργανώσεων της Αντίστασης, όλα τα πολιτικά αιτήματα της εποχής, πέρασαν σε τέτοιες αφίσες. Η συμβολή τους δεν περιοριζόταν στην καθαρά αισθητική τους προσφορά, ο ρόλος που έπαιζαν μέσα στο λαό ήταν πολλαπλός. Εδιναν κουράγιο, εκλαΐκευαν τα αντιστασιακά συνθήματα, κατατόπιζαν τις μάζες πάνω στην κατάσταση, τόνωναν την αντιστασιακή διάθεση. Κι όλα αυτά αποτελούσαν μια τεράστια ψυχολογική βοήθεια για να διαλυθεί το άγχος που δημιουργούσε σ' ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, τόσο η μαστορεμένη τρομοκρατία των κατακτητών, η πείνα και η εξαθλίωση, όσο και η αδυναμία του να βρει μια διέξοδο σ' αυτό το εφιαλτικό παρόν. Η συμβολή της μικρής αυτής αφίσας των παιδιών του συνεργείου προς αυτήν την κατεύθυνση ήταν πραγματικά ανεκτίμητη.


Ενα μέρος απ' τις αφίσες αυτές προερχόταν απ' τα συνεργεία ανώνυμων καλλιτεχνών, που, εκτός από τις άλλες εθνικές ασχολίες τους, δεν υστέρησαν και στον τομέα αυτό. Τις αφίσες αυτές δεν μπορούμε να τις δούμε σαν μια απλή δημοσιογραφική δουλιά. Πολλές απ' αυτές είχαν σοβαρές αισθητικές απαιτήσεις. Μπορούμε να πούμε πως ήταν η ζωγραφική της εποχής. Οι αντιστασιακές οργανώσεις είχαν καταρτίσει κεντρικά ειδικά συνεργεία για τη δουλιά αυτή. Οι καλλιτέχνες εκείνοι δε χάραζαν μόνο δικά τους σχέδια. Το κίνημα της Αντίστασης είχε τέτοιο καθολικό χαρακτήρα, που όλοι οι Νεοέλληνες καλλιτέχνες σχεδίαζαν τέτοιες αφίσες, που τις χάραζαν και τις τύπωναν τα συνεργεία εκείνα. Υστερα τις παραλάβαιναν τα συνεργεία των Οργανώσεων που είχαν ειδικευτεί στο τοιχοκόλλημα. Σοβαρή κι επικίνδυνη ήταν η σχεδίαση ή η χάραξη των επαναστατικών παραστάσεων.

Οι αφίσες αυτές ήταν ξυλογραφίες, χαραγμένες συνήθως σε όρθιο ξύλο ή λινόλεουμ, κι έμοιαζαν με τη λεπτή χάραξή τους σαν παλιές γκραβούρες. Είχαν πολλά χρώματα και γι' αυτό η διαδικασία της χάραξης και του τυπώματος απαιτούσε πολύ κόπο και δεξιοτεχνία. Οι ειδικές συνθήκες της ζωής, η πιο αυστηρή παρανομία, που υπαγόρευε ειδικούς τρόπους ζωής στους αντιστασιακούς, υποχρέωνε και τους καλλιτέχνες σε ειδικότατους τεχνολογικούς χειρισμούς που είχαν άμεσες επιπτώσεις πάνω στο παραστατικό αποτέλεσμα.

Οι αφίσες

Η πρώτη αφίσα του ΕΑΜ κυκλοφόρησε στις 25 του Μάρτη του 1943. Αυτή που καλούσε το λαό σε κείνη τη μεγαλειώδη εθνική εκδήλωση, που έγινε τότε μπροστά στο μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη. Στο βάθος πάνω σ' έναν ήλιο ήταν γραμμένο το ΟΧΙ του Λαού και μπροστά κυμάτιζε περήφανη η γαλανόλευκη. Πάνω και κάτω ήταν γραμμένα τα φλογερά συνθήματα των αντιστασιακών οργανώσεων. Αλλες τέτοιες αφίσες είχαν σαν θέμα τις μεγάλες συμμαχικές νίκες, τις επιτυχίες των ένοπλων αντιστασιακών δυνάμεων, την αναγκαιότητα του αγώνα για την επιβίωση του Λαού, κι άλλες στιγμάτιζαν το αίσχος της πείνας όπου είχαν καταδικάσει το λαό οι κατακτητές. Τέλος, υπήρχαν αφίσες που κήρυτταν την αλληλεγγύη του Λαού στους χιλιάδες φυλακισμένους αγωνιστές και την προσπάθεια ν' αφεθούν ελεύθεροι.

Αφίσες του Κ. Γραμματόπουλου
Αφίσες του Κ. Γραμματόπουλου
Για τις αφίσες χρησιμοποιήθηκαν όλοι οι γνωστοί τρόποι στο τύπωμα και αρκετοί άλλοι πρωτότυποι, που τους επινόησαν οι ίδιοι. Ενας δικός τους τέτοιος τρόπος ήταν ένα είδος τύπωμα με ύφασμα, περίπου κάτι ανάλογο με τη σημερινή μεταξοτυπία, μα εγκαταλείφτηκε γρήγορα, γιατί δεν έβγαιναν πολλές αφίσες. Μεγάλη βοήθεια τούς έδωσε ένα πρόχειρο, μα καταπληκτικό, πιεστήριο δικής τους κατασκευής, που επινόησε ένας σπουδαστής της Σχολής, ο πιο πολυμήχανος της παρέας τους. Ο Γ. Στεφανίδης. Το κατασκεύασε ο συνεργάτης του Στάθης Ζυμαρίδης. Αυτό το πιεστήριο διαμόρφωσε σε πολύ σημαντικό βαθμό την όλη πορεία της δουλιάς τους. Χρησιμοποίησαν χαραγμένα λινόλεουμ και κλισέ σε τσίγκο, που τα έστελναν και σ' άλλα συνεργεία για να τυπωθούν με άλλα μέσα, και συχνά τέτοιο υλικό στελνόταν και στις επαρχίες και έτσι η φωνή του μικρού αυτού συνεργείου έφτανε ως τις άκρες της χώρας.

Τύπωμα με λάστιχο!

Μα η δουλιά του συνεργείου δεν περιοριζόταν μόνο στις αφίσες. Πάνω σε κομμάτια λάστιχο χάραζαν διάφορες παραστάσεις και μ' αυτό ύστερα, απαράλλαχτα σαν να σφράγιζαν, τύπωναν χιλιάδες μικρά χαρτάκια, με λιγόλογα συνθήματα και παραστάσεις, τα πασίγνωστα τρικ. Τα ένσημα για τους εράνους και τις συνδρομές στις αντιστασιακές οργανώσεις τυπώνονταν μ' αυτόν τον τρόπο. Για να τυπώνουν στις λείες επιφάνειες των τοίχων είχαν επινοήσει έναν άλλο πρωτότυπο τρόπο. Σε μια μεμβράνη πολυγράφου, χάραζαν την παράσταση που ήθελαν και την κολλούσαν ύστερα πάνω σ' ένα μελανωμένο χαρτόνι. Η μεταφορά της παράστασης πάνω στον τοίχο γινόταν γρήγορη και εύκολη. Το ίδιο αυτό συνεργείο κατασκεύαζε και τις περίφημες «χειροβομβίδες» από τρικ. Τα χαρτάκια τυλίγονταν σφιχτά πάνω σ' ένα κομμάτι ξύλο, κι από πάνω περνούσαν ένα στριμμένο λάστιχο που τα συγκρατούσε δεμένα. Στους υπαίθριους ή στους κλειστούς κινηματογράφους, ένας απ' το συνεργείο πετούσε ψηλά ένα τέτοιο δέμα όταν τα φώτα ήταν σβηστά. Το λάστιχο ξετυλιγόταν, τα χαρτάκια ελευθερώνονταν, έπεφταν από ψηλά κι απλώνονταν σ' ολόκληρη τη σάλα. Για χρόνια, οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους απορούσαν από πού πέφτουν αυτά τα χαρτιά, χωρίς να μπορούν να βρουν μια ικανοποιητική εξήγηση.

Παράνομη ζωγραφική

Γ. Μανουσάκης, «Οι κρεμασμένοι της Αθήνας» (1945)
Γ. Μανουσάκης, «Οι κρεμασμένοι της Αθήνας» (1945)
Απ' όσα είπαμε προκύπτει πως οι καλλιτέχνες που δούλεψαν στην Αντίσταση ήταν χαράκτες ή εργάστηκαν σαν χαράκτες. Το έργο έπρεπε να βγει σε πολλά αντίτυπα. Υπήρχε, όμως, και καθαυτό παράνομη ζωγραφική. Δηλαδή, πολλοί ζωγράφοι, μεγάλοι ή νέοι, φρουρούμενοι από τις ένοπλες δυνάμεις της Αντίστασης, ζωγράφιζαν στους τοίχους μεγάλες παραστάσεις κι έγραφαν και τ' ανάλογα συνθήματα. Η Καισαριανή ήταν μια απ' τις συνοικίες όπου καλλιεργήθηκε αυτή η τέχνη, μα και σ' άλλες συνοικίες αντιστασιακοί καλλιτέχνες δούλεψαν μ' αυτόν τον τρόπο.

Αλλοτε πάλι νέοι καλλιτέχνες κρέμαγαν τις νύχτες μεγάλα χαρτόνια που είχαν ζωγραφίσει με το χέρι μεγαλύτερες παραστάσεις. Τα κρέμαγαν συνήθως στα σύρματα που κρατούσαν τα ηλεκτροφόρα καλώδια των τραμ. Οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους έβρισκαν τον μπελά τους για να ξεκρεμάσουν αυτά τα συνθήματα, που στο μεταξύ εκπλήρωναν τον προορισμό τους. Κάποιο βράδυ που οι καλλιτέχνες κρεμούσαν τέτοιους πίνακες, μπλέχτηκαν οι σπάγκοι που χρησιμοποιούσαν για να τους δένουν στα σύρματα και παραλίγο να πιαστούν. Συνέχισαν, όμως, τη δουλιά τους. Τέλος, απ' το ίδιο συνεργείο βγήκε και το πρώτο παράνομο λεύκωμα του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, που χάραξαν οι καλλιτέχνες Α. Τάσσος, Β. Κατράκη. Λ. Μαγγιώρου και Γ. Βελησσαρίδης. Οχτώ καλλιτέχνες φιλοτέχνησαν ειδικά για το σκοπό αυτό από ένα σχέδιο. Τα σχέδια αυτά τα συνόδευαν στα άλμπουμ ανάλογα αγωνιστικά ποιήματα».


Αλέξ. Κορογιαννάκης, «Η σφαγή του Διστόμου»
Αλέξ. Κορογιαννάκης, «Η σφαγή του Διστόμου»

Α. Τάσσος, «Ο τρελός»
Α. Τάσσος, «Ο τρελός»

Βάσω Κατράκη, «Ειρηνική πορεία»
Βάσω Κατράκη, «Ειρηνική πορεία»

Λουκία Μαγγιώρου, «Η κατοχική πείνα στην Αθήνα» (1943)
Λουκία Μαγγιώρου, «Η κατοχική πείνα στην Αθήνα» (1943)

Κ. Πλακωτάρης, «Πείνα»
Κ. Πλακωτάρης, «Πείνα»

Επιμέλεια:
Ελένη ΑΡΓΥΡΙΟΥ

Μικρές σελίδες

Μια ιστορία για έναν άρχοντα κουτό και φαντασμένο, έναν άρχοντα υπερόπτη και ολότελα άχρηστο, που δεν ήξερε ούτε να παίζει ούτε να διαβάζει, που δεν μπορούσε καν να τραγουδήσει, αλλά ήθελε πάντα να στέκεται «ψηλότερα» απ' όλους, γράφει στο νέο της βιβλίο για παιδιά με τίτλο «Το ψηλότερο μπαλκόνι του κόσμου», η συγγραφέας Ζωή Βαλάση.

Αφού έκοψε όλες τις μαργαρίτες γιατί τις πέρασε για χρυσά φλουριά, αφού φυλάκισε το φεγγάρι σ' ένα σκοτεινό ντουλάπι γιατί δεν έφεγγε αρκετά δυνατά τις ημέρες της γιορτής του, ο ξιπασμένος άρχοντας διέταξε να του φτιάξουν ένα σπίτι, που το μπαλκόνι θα βρισκόταν πιο πάνω κι απ' τα σύννεφα. Ετσι, νόμιζε ο αφελής ότι θα μπορούσε να ελέγχει όλο τον κόσμο, ακόμη και τα φυσικά φαινόμενα. Το μπαλκόνι, όμως, ήταν τόσο ψηλά, που ούτε φωνή ανθρώπου δεν άκουγε ο άρχοντας. Μπορεί να τα είχε καταφέρει να επιβλέπει τον κόσμο, ήταν όμως πάντοτε απελπιστικά μόνος...

Η βραβευμένη συγγραφέας δημιουργεί ένα εξαιρετικό παραμύθι για τη μοναξιά που φέρνει η υπεροψία και για την αναντικατάστατη αξία της ανθρώπινης επαφής. Ο εικονογράφος Πέτρος Ζαμπέλης, που στη 40χρονη ενασχόλησή του με το παιδικό βιβλίο, έχει επιμεληθεί εικαστικά 400 τίτλους για παιδιά και εφήβους, ζωντανεύει με τις ζωγραφιές του την ιστορία. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα».



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ