Μια ωραία στρουμπουλή γαλοπούλα, 330 γραμμάρια κιμάς, 3/4 του τσαγιού βούτυρο, ένα φλιτζάνι λευκό κρασί, ένα φλιτζάνι του τσαγιού ρύζι (Καρολίνα), μια κουταλιά της σούπας πολτός κρεμμυδιού, μια κουταλιά της σούπας πάστα ντομάτα, λίγη κανέλα, δυο γαρίφαλα, αλάτι και πιπέρι... Ανοίγουμε τη γαλοπούλα, αφαιρούμε πάχος και εντόσθια, την καψαλίζουμε και την πλένουμε καλά. Την αφήνουμε να στραγγίσει. Ψιλοκόβουμε τα εντόσθια και τα βάζουμε μαζί με τον κιμά, το κρεμμύδι και το μισό βούτυρο και τα καβουρντίζουμε ελαφρά. Ανακατεύουμε με την ξύλινη κουτάλα για να μη σβολώσει ο κιμάς και μετά ρίχνουμε το λευκό κρασί. Λιώνουμε την τομάτα σε δυο ποτήρια νερό και την προσθέτουμε, μαζί την κανέλα και τα γαρίφαλα μέχρι να πάρουν μερικές βράσεις και μετά προσθέτουμε το ρύζι, αφού το έχουμε πλύνει μέσα σε τρυπητό πολλές φορές. Ανακατεύουμε με πιρούνι, σκεπάζουμε την κατσαρόλα και αφήνουμε να μισοβράσει το ρύζι. Κατεβάζουμε από τη φωτιά και το αφήνουμε να γίνει χλιαρό. Τώρα, θα αλατοπιπερώσουμε το εσωτερικό της γαλοπούλας, βάζοντας μέσα τη γέμιση. Μετά θα τη ράψουμε, θα τη βάλουμε σε ένα μεγάλο ταψί και θα την περιλούσουμε με το υπόλοιπο βούτυρο. Θα τη βάλουμε να ψηθεί σε μέτριο φούρνο για τρεις ώρες περίπου. Για να μη «στεγνώσει» η γαλοπούλα μπορούμε να τη σκεπάσουμε με λαδόχαρτο ή ασημόχαρτο. Καλή μας όρεξη!
Στην Πόλη των Φώτων, της τέχνης και της διανόησης. Στην πόλη, που ο ποταμός Σηκουάνας κόβει στα δύο, στην πόλη, που ενώνεται με υπέροχες γέφυρες που, όμοιές τους, πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχουν. Οι αμύθητοι θησαυροί του Λούβρου, η υπέροχη Νοτρ Νταμ, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, η Αψίδα του Θριάμβου, η πλατεία Ομονοίας (Πλας ντε λα Κονκόρτ), τα Σανζ Ελιζέ, το άπλετο φως, τα ωραία μαγαζιά και κυρίως η ατμόσφαιρα κάνουν το Παρίσι την ωραιότερη, την πιο γοητευτική πόλη στον κόσμο. Το Καρτιέ Λατέν γνωστό από τους κύκλους της διανόησης είναι στη διάθεσή μας. Αποφασίστε εσείς πού θα πιούμε ένα καφέ, στο περίφημο «Ντε Μαγκό» ή στο «Καφέ ντε Φλορ», που έχουν γράψει ιστορία τα τελευταία εξήντα χρόνια.
Στο Μαρέν...
Μα φυσικά, εκεί θα πάμε. Στο Μαρέν. Θέλουμε να δούμε συγκεντρωμένα σε μια μονάχα συνοικία όλα τα ιστορικά και αρχιτεκτονικά μνημεία, τα ιδιωτικά μέγαρα, τα μουσεία, τις πλατείες, τους κήπους της πανέμορφης αυτής πόλης. Για να το κάνουμε όμως θα μας χρειαζόταν μια εβδομάδα τουλάχιστον. Και εμείς δεν έχουμε ούτε «χώρο» ούτε χρόνο. Επιλέγουμε το «Μέγαρο Σαλέ» που, λέγεται ότι είναι και το παλιότερο κτίριο, και που στεγάζεται από το 1985 το «Μουσείο Πικάσο». Αυτή κι αν είναι εμπειρία. Μεγάλη και αλησμόνητη εμπειρία. Οχι μονάχα για τα εκθέματα, αλλά και για το ίδιο το κτίριο που, από τον 16ο αιώνα που χτίστηκε, άλλαξε πολλές φορές χέρια και χρήσεις. Να φανατιστεί κανείς ότι εκεί πήγε κάποιες τάξεις του γυμνασίου ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ. Τόσο παλιό, τόσο φωτισμένο είναι.
Αν πραγματικά υπάρχει ένα μέρος που, συνεχώς νοσταλγώ, είναι τούτη η πόλη. Η ιστορία της, η ρυμοτομία του Οσμάν, τα υπέροχα κτίρια, η ατμόσφαιρα, ο Σηκουάνας, αλλά κυρίως η μυρουδιά από τον καπνό Γκολουάζ που έχει γίνει ένα με τον παρισινό αέρα. Που πότισε την άσφαλτο και τα πανέμορφα κτίρια, που κάθισε σαν νούφαρο πάνω στο νερό του ποταμού. Πολλά παραλείψαμε να κάνουμε και να δούμε τόση ώρα, τουλάχιστον όμως δε λείψαμε. Ηρθαμε, έστω και νοερά. Οπως μπορείς λοιπόν ταξιδεύεις και όχι όπως θα ήθελες. Ευτυχισμένος να είναι ο καινούριος χρόνος, που στην πατρίδα θα μας βρει.
«Νέο έτος» όμως χωρίς το «Αθηναϊκό Ημερολόγιο», του Γ. Κ. Καιροφύλα και του Σ. Γ. Φιλιππότη, που κυκλοφορεί επί 15 ολόκληρα χρόνια από τις εκδόσεις «Φιλιππότη», δε νοείται. Δεν είναι μόνο χρήσιμο. Ενημερώνει και ψυχαγωγεί ταυτόχρονα. Ο Γιάννης Καιροφύλας σημειώνει στον πρόλογό του ότι «Κατά μια σατανική σύμπτωση και τις δυο φορές που η ελλάδα συνδέει τ' όνομά της με τους Ολυμπιακούς Αγώνες βρίσκεται σε άθλια οικονομικά χάλια. Την πρώτη φορά το 1896 που τελούνται στην Αθήνα οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες, η Ελλάδα έχει επισήμως κηρύξει πτώχευση και τώρα, μετά εκατόν οκτώ χρόνια, που τελούνται οι Ολυμπιακοί του 2004 στην Αθήνα, η οικονομία είναι σε τραγική κατάσταση». Αυτή η μαύρη αλήθεια δεν είναι και πολύ διασκεδαστική εδώ που τα λέμε, όμως δεν μπορούμε να παραμυθιαζόμαστε τέτοιες ώρες... Ετσι δεν είναι; Στις άλλες σελίδες πάντως του ημερολογίου ο αναγνώστης θα βρει τα πάντα. Κι αυτά τα «πάντα» είναι γραμμένα από πολύ έμπειρα χέρια. Καλότυχο να είναι το «2004».
Ναι, ο Μπετόβεν δεν άλλαξε τίποτε, μα άλλαξε τα πάντα. Εγινε ένας, ο μοναδικός και αξεπέραστος, ο ανεπανάληπτος συνθέτης όλων των εποχών. Δεν είναι ο μοναδικός μεγάλος μουσικός, υπάρχουν πολλοί μεγάλοι συνθέτες, μόνο που ο Μπετόβεν είναι ο μεγαλύτερος. Μόνον αυτό... Αυτά τα δυο εξαιρετικά βιβλία, που αξίζει να διαβάσετε, κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Φιλιππότη».