Κυριακή 28 Δεκέμβρη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Εν συντομία

Γεμιστή...

Μια ωραία στρουμπουλή γαλοπούλα, 330 γραμμάρια κιμάς, 3/4 του τσαγιού βούτυρο, ένα φλιτζάνι λευκό κρασί, ένα φλιτζάνι του τσαγιού ρύζι (Καρολίνα), μια κουταλιά της σούπας πολτός κρεμμυδιού, μια κουταλιά της σούπας πάστα ντομάτα, λίγη κανέλα, δυο γαρίφαλα, αλάτι και πιπέρι... Ανοίγουμε τη γαλοπούλα, αφαιρούμε πάχος και εντόσθια, την καψαλίζουμε και την πλένουμε καλά. Την αφήνουμε να στραγγίσει. Ψιλοκόβουμε τα εντόσθια και τα βάζουμε μαζί με τον κιμά, το κρεμμύδι και το μισό βούτυρο και τα καβουρντίζουμε ελαφρά. Ανακατεύουμε με την ξύλινη κουτάλα για να μη σβολώσει ο κιμάς και μετά ρίχνουμε το λευκό κρασί. Λιώνουμε την τομάτα σε δυο ποτήρια νερό και την προσθέτουμε, μαζί την κανέλα και τα γαρίφαλα μέχρι να πάρουν μερικές βράσεις και μετά προσθέτουμε το ρύζι, αφού το έχουμε πλύνει μέσα σε τρυπητό πολλές φορές. Ανακατεύουμε με πιρούνι, σκεπάζουμε την κατσαρόλα και αφήνουμε να μισοβράσει το ρύζι. Κατεβάζουμε από τη φωτιά και το αφήνουμε να γίνει χλιαρό. Τώρα, θα αλατοπιπερώσουμε το εσωτερικό της γαλοπούλας, βάζοντας μέσα τη γέμιση. Μετά θα τη ράψουμε, θα τη βάλουμε σε ένα μεγάλο ταψί και θα την περιλούσουμε με το υπόλοιπο βούτυρο. Θα τη βάλουμε να ψηθεί σε μέτριο φούρνο για τρεις ώρες περίπου. Για να μη «στεγνώσει» η γαλοπούλα μπορούμε να τη σκεπάσουμε με λαδόχαρτο ή ασημόχαρτο. Καλή μας όρεξη!

Καθ' οδόν: Στο Παρίσι

Πλαζ ντου Τέρντρ(γκραβούρα εποχής)
Πλαζ ντου Τέρντρ(γκραβούρα εποχής)
Παραμονή της Παραμονής σήμερα. Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα μεθαύριο, θα σβήσουμε τα φώτα για να επιτρέψουμε στο 2003 μια διακριτική έξοδο από τη ζωή μας. Φωταψίες, φιλιά και ευχές θα ακολουθήσουν, ενώ, το, πολλά υποσχόμενο, Νέο έτος, μυστηριώδες και αινιγματικό, θα κάνει μια εντυπωσιακή εμφάνιση. Αυτές τις ώρες αιωρείται πάντα μια αμηχανία, ένας αόριστος φόβος, μια μελαγχολία που συνοδεύουν τη χαρά, μας πλημμυρίζουν. Γι' αυτό λέμε, απόψε, που ακόμα μπορούμε, να ξεσκάσουμε. Να το σκάσουμε. Να δώσουμε στον παλιό χρόνο την ευκαιρία να μας αφήσει καλές, ανεπανάληπτες αναμνήσεις. Μην καθυστερούμε άλλο, πάμε φύγαμε. Ετσι, χωρίς αποσκευές, τι να τις κάνουμε άλλωστε; Πάμε Παρίσι;

Στην Πόλη των Φώτων, της τέχνης και της διανόησης. Στην πόλη, που ο ποταμός Σηκουάνας κόβει στα δύο, στην πόλη, που ενώνεται με υπέροχες γέφυρες που, όμοιές τους, πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχουν. Οι αμύθητοι θησαυροί του Λούβρου, η υπέροχη Νοτρ Νταμ, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, η Αψίδα του Θριάμβου, η πλατεία Ομονοίας (Πλας ντε λα Κονκόρτ), τα Σανζ Ελιζέ, το άπλετο φως, τα ωραία μαγαζιά και κυρίως η ατμόσφαιρα κάνουν το Παρίσι την ωραιότερη, την πιο γοητευτική πόλη στον κόσμο. Το Καρτιέ Λατέν γνωστό από τους κύκλους της διανόησης είναι στη διάθεσή μας. Αποφασίστε εσείς πού θα πιούμε ένα καφέ, στο περίφημο «Ντε Μαγκό» ή στο «Καφέ ντε Φλορ», που έχουν γράψει ιστορία τα τελευταία εξήντα χρόνια.

Μουλέν Ρουζ, πλαζ Μπλανς (γκραβούρα εποχής)
Μουλέν Ρουζ, πλαζ Μπλανς (γκραβούρα εποχής)
Το Παρίσι διαθέτει πάνω από εκατό αξιόλογα μουσεία, ο χρόνος μας όμως είναι περιορισμένος, γι' αυτό διαλέγουμε το Λούβρο. Αλλά και αυτό απέραντο είναι... Μια γεύση μονάχα θα πάρουμε από τις γυάλινες πυραμίδες του αρχιτέκτονα Ι.Ε. Πέι, που τελικά δένουν αρμονικά με το μεγαλοπρεπές σύμπλεγμα κτιρίων. Μας καλωσορίζει η περήφανη Νίκη της Σαμοθράκης, ενώ η πανέμορφη Αφροδίτη της Μήλου στέκει ήρεμα λίγο πιο πέρα. Η πασίγνωστη Μόνα Λίζα, με το αινιγματικό χαμόγελο καραδοκεί για να μας αιφνιδιάσει, να μας βάλει σε σκέψεις, να μας εμπλέξει σε ατέρμονες συζητήσεις. Η Μόνα Λίζα ποτέ δεν έμαθε τα δικά μου αισθήματα που τρέφω για εκείνη. Ποτέ δε θα τα μάθει, διότι από ευγένεια ούτε και τώρα προτίθεμαι να τα αποκαλύψω. Ενώ, ο Ντελακρούα γνωρίζει πόσο τον θαυμάζω. Απεριόριστα. Από τη στιγμή που κοριτσάκι πρωτόδα τη «Σφαγή της Χίου», κι έμεινα εκεί σα χαζή. Και την κοιτούσα και την κοιτούσα, με τις ώρες, ανίκανη να πάρω τα μάτια μου από πάνω του. Ο Βερονέζε, ο Καραβάτζιο, ο Τιτσιάνο, όλη η ιταλική σχολή είναι εκεί. Αλλά και η γαλλική και η αγγλική και η φλαμανδική, όλες οι σχολές και τα αριστουργήματά τους είναι συγκεντρωμένες σ' αυτές τις αίθουσες.

Στο Μαρέν...

Μα φυσικά, εκεί θα πάμε. Στο Μαρέν. Θέλουμε να δούμε συγκεντρωμένα σε μια μονάχα συνοικία όλα τα ιστορικά και αρχιτεκτονικά μνημεία, τα ιδιωτικά μέγαρα, τα μουσεία, τις πλατείες, τους κήπους της πανέμορφης αυτής πόλης. Για να το κάνουμε όμως θα μας χρειαζόταν μια εβδομάδα τουλάχιστον. Και εμείς δεν έχουμε ούτε «χώρο» ούτε χρόνο. Επιλέγουμε το «Μέγαρο Σαλέ» που, λέγεται ότι είναι και το παλιότερο κτίριο, και που στεγάζεται από το 1985 το «Μουσείο Πικάσο». Αυτή κι αν είναι εμπειρία. Μεγάλη και αλησμόνητη εμπειρία. Οχι μονάχα για τα εκθέματα, αλλά και για το ίδιο το κτίριο που, από τον 16ο αιώνα που χτίστηκε, άλλαξε πολλές φορές χέρια και χρήσεις. Να φανατιστεί κανείς ότι εκεί πήγε κάποιες τάξεις του γυμνασίου ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ. Τόσο παλιό, τόσο φωτισμένο είναι.

Οι πλανόδιοι βιβλιοπώλες στη Νοτρ Νταμ (γκραβούρα εποχής)
Οι πλανόδιοι βιβλιοπώλες στη Νοτρ Νταμ (γκραβούρα εποχής)
Οπου κι αν πας, όπου κι αν σταθείς το Παρίσι σε μαγεύει. Το Μονπαρνές έχει τη δική του γοητεία, γοητεία που αιχμαλώτισε τον Σατί, τον Βερλέν, τον Ρεμπό, τον Χέμινγουέι. Οι πανέμορφοι κήποι του Λουξεμβούργου μας περιμένουν να τους διασχίσουμε. Το περίφημο «Καφέ ντε Λαπέ» (Καφενείο της Ειρήνης), προσελκύει τους ώριμους ταξιδιώτες ή και τους ντόπιους, που προτιμούν να απολαύσουν τον καφέ ή το τσάι τους με ηρεμία, δεν είναι για μας. Εμείς προτιμούμε την ένταση. Θέλουμε να τα δούμε όλα, να τα νιώσουμε όλα, να τα μάθουμε όλα χωρίς να μετακινηθούμε. Γίνεται κάτι τέτοιο; Οχι βέβαια. Διότι άλλο είναι να σου λένε ότι στη θέση της τρομερής φυλακής της Βαστίλλης τώρα λειτουργεί η νέα σκηνή της Οπερας και ότι εκεί που κάποτε ακούγονταν οι αναστεναγμοί και οδυρμοί των κρατουμένων, τώρα ξεχύνονται μελωδίες από τα έργα του Μπιζέ, του Μπερλιόζ, του Βέρντι και του Πουτσίνι... και άλλο να το ζεις.

Αν πραγματικά υπάρχει ένα μέρος που, συνεχώς νοσταλγώ, είναι τούτη η πόλη. Η ιστορία της, η ρυμοτομία του Οσμάν, τα υπέροχα κτίρια, η ατμόσφαιρα, ο Σηκουάνας, αλλά κυρίως η μυρουδιά από τον καπνό Γκολουάζ που έχει γίνει ένα με τον παρισινό αέρα. Που πότισε την άσφαλτο και τα πανέμορφα κτίρια, που κάθισε σαν νούφαρο πάνω στο νερό του ποταμού. Πολλά παραλείψαμε να κάνουμε και να δούμε τόση ώρα, τουλάχιστον όμως δε λείψαμε. Ηρθαμε, έστω και νοερά. Οπως μπορείς λοιπόν ταξιδεύεις και όχι όπως θα ήθελες. Ευτυχισμένος να είναι ο καινούριος χρόνος, που στην πατρίδα θα μας βρει.

«Αθηναϊκό ημερολόγιο»

«Αύριο πάλι θα 'ρθω να σου πω»... λέει το τραγούδι, ενώ εμείς «μεθαύριο βράδυ» θα λέμε και του χρόνου. Θα ανταλλάσσουμε ευχές και φιλιά μόλις μπει το Νέο έτος.

«Νέο έτος» όμως χωρίς το «Αθηναϊκό Ημερολόγιο», του Γ. Κ. Καιροφύλα και του Σ. Γ. Φιλιππότη, που κυκλοφορεί επί 15 ολόκληρα χρόνια από τις εκδόσεις «Φιλιππότη», δε νοείται. Δεν είναι μόνο χρήσιμο. Ενημερώνει και ψυχαγωγεί ταυτόχρονα. Ο Γιάννης Καιροφύλας σημειώνει στον πρόλογό του ότι «Κατά μια σατανική σύμπτωση και τις δυο φορές που η ελλάδα συνδέει τ' όνομά της με τους Ολυμπιακούς Αγώνες βρίσκεται σε άθλια οικονομικά χάλια. Την πρώτη φορά το 1896 που τελούνται στην Αθήνα οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες, η Ελλάδα έχει επισήμως κηρύξει πτώχευση και τώρα, μετά εκατόν οκτώ χρόνια, που τελούνται οι Ολυμπιακοί του 2004 στην Αθήνα, η οικονομία είναι σε τραγική κατάσταση». Αυτή η μαύρη αλήθεια δεν είναι και πολύ διασκεδαστική εδώ που τα λέμε, όμως δεν μπορούμε να παραμυθιαζόμαστε τέτοιες ώρες... Ετσι δεν είναι; Στις άλλες σελίδες πάντως του ημερολογίου ο αναγνώστης θα βρει τα πάντα. Κι αυτά τα «πάντα» είναι γραμμένα από πολύ έμπειρα χέρια. Καλότυχο να είναι το «2004».

Μικρές σελίδες

Δυο βιβλία κυκλοφόρησαν φέτος σχετικά με τον Τιτάνα της Μουσικής, τον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν. Μιλάμε για την αξεπέραστη βιογραφία του Ρομέν Ρολάν: «Μπετόβεν, finita comedia, οι αγαπημένες του Μπετόβεν, τα τελευταία κουαρτέτα», σε εξαιρετική μετάφραση του Γιώργου Ι. Κοκοσούλα. Ενώ το δεύτερο έχει τον τίτλο «Λούντβιχ βαν Μπετόβεν: αυτοβιογραφούμενος». Τα κείμενα και η επιμέλεια ανήκουν στον Γ. Ι. Κοκοσούλα. Στο δεύτερο βιβλίο, ο συγγραφέας σε ένα σύντομο δικό του σημείωμα μιλά με τρυφερότητα, αλλά και με δέος για τον μεγάλο συνθέτη, ενώ στις άλλες σελίδες τον αφήνει να μιλά μόνος του μέσα από την αλληλογραφία του. Γράφει: «Ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν γεννήθηκε στη Βόννη στις 16 Δεκεμβρίου του 1770 και πέθανε στη Βιέννη στις 26 Μαρτίου του 1827, συμπληρώνοντας 56 χρόνια, 3 μήνες και δέκα μέρες ζωής, μιας ζωής πονεμένης και βασανισμένης. Παρά τη βάσκανη μοίρα που τον χτύπησε στην πολυτιμότερη αίσθηση για ένα μουσικό, είχε το σθένος να γράψει και να δώσει στην ανθρωπότητα τα θαυμαστότερα αριστουργήματα της μουσικής τέχνης. Οσο κι αν φανεί περίεργο, ο Μπετόβεν, ο Τιτάνας αυτός της Μουσικής και ο ανυπέρβλητος μουσικός, δεν υπήρξε καινοτόμος, δεν υπήρξε ανακαινιστής της τέχνης του, με την έννοια ότι δε δημιούργησε καινούριες φόρμες, δεν έφερε αλλαγές στους κανόνες της αρμονίας και της αντίστιξης, ούτε άλλαξε το διατονικό σύστημα της μουσικής γραφής, ούτε άλλαξε το διατονικό σύστημα».

Ναι, ο Μπετόβεν δεν άλλαξε τίποτε, μα άλλαξε τα πάντα. Εγινε ένας, ο μοναδικός και αξεπέραστος, ο ανεπανάληπτος συνθέτης όλων των εποχών. Δεν είναι ο μοναδικός μεγάλος μουσικός, υπάρχουν πολλοί μεγάλοι συνθέτες, μόνο που ο Μπετόβεν είναι ο μεγαλύτερος. Μόνον αυτό... Αυτά τα δυο εξαιρετικά βιβλία, που αξίζει να διαβάσετε, κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Φιλιππότη».



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ