«Τον Αύγουστο του 1942, τότε που η πείνα θέριζε ακόμα την Αθήνα, βρέθηκα στην Ελασσόνα για να προμηθευτώ λίγα τρόφιμα για την οικογένειά μου. Εκεί συνάντησα ένα γιατρό που είχα γνωρίσει στην Αθήνα. Αυτός με διευκόλυνε να βρω τρόφιμα, αλλά και μεταφορικό μέσο να γυρίσω πίσω στην Αθήνα. Ολα τότε ήταν δύσκολα.
Μ' άκουσε με προσοχή ο γιατρός, δε μου 'δωσε θάρρος, αλλά και δε με απογοήτευσε. "Αφησε", μου είπε, "και θα δούμε, θα ρωτήσουμε πρώτα κι ό,τι μας πούνε. Ξέρεις αυτοί είναι και ζόρικοι, δεν ακούνε κανένα, έχουν δική τους παντιέρα, είναι όπως το πάρουνε. Πάντως, θα προσπαθήσω να σου δώσω αυτή τη χαρά". Και πραγματικά σε τρεις μέρες, μ' ένα σημείωμα του γιατρού, ανέβηκα στο χωριό Καρυές. Εκεί έδωσα το σημείωμα στον άνθρωπο για τον οποίο προοριζόταν. Από κει και πέρα όλα ήρθαν βολικά. Με συνόδευσαν ως πέρα στο βουνό και με παρέδωσαν σ' έναν αντάρτη που φύλαγε σκοπός κοντά σε μια καλύβα. Σ' αυτή την καλύβα συνεδρίαζαν κείνη τη μέρα οι αρχηγοί των ανταρτικών ομάδων του Ολύμπου, του Αμάρμπεη, της Οξυάς και του Κόζακα. Οταν τελείωσε το συνέδριό τους και βγήκαν έξω, με τριγύρισαν κι άρχισαν να με ρωτούν για την Αθήνα, για την πείνα και γενικά πώς περνάμε. Εγώ τα 'χα χαμένα. Μα και τι να τους έλεγα, μήπως ήξερα και τίποτα παραπάνω; Εγώ ένα σκεπτόμουνα, πώς θα τους φωτογράφιζα.
Φαίνεται πως ο φίλος μου ο γιατρός θα έγραφε στο σημείωμά του πως θέλω να τους φωτογραφίσω, γιατί κάποια στιγμή που είχαμε πια φιλιωθεί μου είπαν: "Λοιπόν, φωτογράφε, θέλεις να μας φωτογραφίσεις; Ελα, φωτογράφισέ μας". Ετσι πήρα τις πρώτες μου φωτογραφίες απ' το αντάρτικο του Ολύμπου. Δυστυχώς, μόνον τρεις φωτογραφίες σώθηκαν απ' αυτές, με πολλές φθορές.
(...) Εκείνο τον καιρό είχα αρχίσει να ασχολούμαι ερασιτεχνικά με τη φωτογραφία κι έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να καταπιαστώ με την απεικόνιση του Αγώνα.
Στον καιρό της Κατοχής, σπάνιζε το φωτογραφικό υλικό ή ήταν σε τιμές απρόσιτες στη μαύρη αγορά. Είχα όμως την καλή τύχη να μου έρθει κυριολεκτικά απ' τον ουρανό. Τις πρώτες μέρες του πολέμου τα αντιαεροπορικά μας είχαν χτυπήσει ένα ιταλικό αεροπλάνο την ώρα που βομβάρδιζε την πόλη. Στα συντρίμμια του βρέθηκε και ένα κουτί με αεροπορικό φιλμ (...)
Ο άνθρωπος που το βρήκε μού το πούλησε για λίγες οκάδες καλαμποκάλευρο. Από το υλικό αυτό γέμιζα μπομπίνες και φωτογράφιζα τον Αγώνα.
Η φωτογραφική μου μηχανή ήταν μια μικρή τύπου ΡΟΜΠΟΤ, με διαστάσεις αρνητικού 24x24 χιλιοστά.
Μ' αυτά τα λίγα εφόδια και με πολύ κέφι και μεράκι βγήκα από τα Γιάννινα στο βουνό. Ξεκίνησα ν' απαθανατίσω τα κατορθώματα εκείνων των ημίθεων, όπως τους έπλαθα στη φαντασία μου, πριν τους γνωρίσω από κοντά. Ετσι άρχισα μια καινούρια για μένα ζωή, τη ζωή τους.
Ηταν απλοί άνθρωποι του λαού, αλλά και διανοούμενοι, νέοι στην πλειοψηφία, αλλά και ηλικιωμένοι, ακόμη και γέροι που τραβούσαν ολόισια στη φωτιά, με μπροστάρηδες εμπειροπόλεμους αξιωματικούς μπαρουτοκαπνισμένους στον ελληνοϊταλικό πόλεμο.
Πολλοί ήταν εκείνοι που ξεσηκώθηκαν συφάμελα για ζωή ή για θάνατο. Δεν έλειπαν και οι παπάδες που μαζί με το λόγο του θεού κήρυτταν και την επανάσταση, με κρεμασμένα στο στήθος τους ανάκατα σταυρούς και φισεκλίκια.
(...) Γιατροί σαν τον Σκοπούλη και τον Αποστολίδη έτρεχαν στα χωριά, όπου ήταν αρρώστια ή λαβωματιά. Θαρρείς κι ήταν οι Αγιοι Ανάργυροι που κατέβηκαν απ' τα εικονίσματα για να γιατρέψουν τη φτωχολογιά. Ποιητές και καλλιτέχνες σαν τον Κοτζιούλα και τον Βρανούση εμψύχωναν με ποιήματα και ομιλίες το φρόνημα του λαού.
Οι πρώτες αντάρτικες ομάδες σχηματίστηκαν όπως - όπως, γιατί όποιος θα προσχωρούσε στην ομάδα έπρεπε να εξασφαλίσει μόνος του ό,τι θα του ήταν αναγκαίο σε ρουχισμό και εξοπλισμό, ο δε αρχηγός έμοιαζε με οικογενειάρχη για την ομάδα του. Οι αντάρτες ήταν παιδιά του.
Ηταν ντυμένοι όπως βολεύονταν ο καθένας κι οπλισμένοι με όπλα που είχαν κρύψει οι φαντάροι μας στην υποχώρηση απ' τον πόλεμο του '40.
(...) Εκεί, καταμεσής στο χωριό, τους περίμενε ο κόσμος, χτυπώντας την καμπάνα, στηρίζοντας σ' αυτούς την κάθε του ελπίδα. Η ελληνική σημαία, που ύστερα από καιρό ξανάβλεπαν ν' ανεμίζει, τους έφερνε ρίγη από συγκίνηση. Κι όπως ο κόσμος τους περιεργαζόταν με θαυμασμό, κάποιος απ' τους αντάρτες θα 'παιρνε το λόγο να τους μιλήσει πατριωτικά για μια Ελλάδα λεύτερη, αναγεννημένη απ' τις καταστροφές της, που θα 'κανε το λαό της νοικοκύρη στον τόπο του.
Η ανταρτοομάδα ξανάρχιζε το τραγούδι και στα ενδιάμεσα ακουγόταν πολλές φορές και κάποια απαγγελία. Πατριωτικά ποιήματα, στίχοι του Βάρναλη ("Δεν είμαι εγώ σπορά της τύχης, ο πλαστουργός της νιάς ζωής..."), αλλά και ποιήματα αναφερόμενα σε πρόσφατα γεγονότα της περιοχής. Οπως το "Τραγούδι του συνδέσμου", του Λ. Βρανούση, που συγκινούσε ιδιαίτερα το ακροατήριο: "Σε γέλασα κι απόψε Γερμανέ, και τα κρυφά σου έχω διαβεί καρτέρια...". Κάποτε, άκουγες ν' απαγγέλλουν και τους υπέροχους στίχους του Κοτζιούλα:
Τα παλικάρια δεν πεθαίνουν στο κρεβάτι/μήτε γερνούν, δεν έχουν τόση υπομονή/μα απ' τη ζωή μας άξαφνα παράκαιρα φευγάτοι/γίνονται θύμηση βαθιά που μας πονεί».
Αυτά τα λίγα για τους Φωτογράφους του Αγώνα. Καλύτερα όμως από κάθε περιγραφή μιλούν οι φωτογραφίες τους.
«Οταν γνωριστήκαμε, ήμασταν δώδεκα χρονών και πηγαίναμε στην πρώτη γυμνασίου. Ποτέ δεν παίξαμε κούκλες μαζί. Ημασταν μεγάλες πια κι η κυριότερη ασχολία μας όταν βρισκόμασταν εκτός σχολείου ήτανε να σχολιάζουμε αυτά που διαβάσαμε και να συζητάμε ατελείωτες ώρες για ό,τι συνέβαινε πάνω σε τούτη τη γη που κάποιος απόηχος έφτανε στ' αυτιά μας, γιατί έξω από ένα ραδιόφωνο που τον περισσότερο καιρό το άκουγαν οι μεγάλοι, δεν είχαμε από πού να αντλήσουμε πληροφορίες, γι' αυτό καταβροχθίζαμε τα βιβλία. Τα ζούσαμε όμως κυριολεκτικά και παθιαζόμασταν με τους ήρωες και ζούσαμε με το νου τις ζωές τους. Και φανταζόμασταν πως η δική μας ζωή δε θα υστερούσε σε τίποτα ούτε σε ταξίδια όπως του Ιουλίου Βερν, ούτε σε έρωτες σαν του Μάριου και της Τιτίκας στους "Αθλιους" του Ουγκό. Κι έτσι έγινε. Κι αν τώρα γράφουμε αναμνήσεις από τα παιδικά μας χρόνια είναι γιατί κάποια συναισθήματα είναι κοινά σ' όλα τα παιδιά όλων των εποχών». Οι βραβευμένες εικονογράφοι Φωτεινή Στεφανίδη και Βάσω Ψαράκη αναδεικνύουν το κλίμα μιας άλλης εποχής και μιας δύσκολης εφηβείας. Δύο «γραφές» που θα ξυπνήσουν νοσταλγίες στους μεγαλύτερους και θα ξαφνιάσουν γοητευτικά τους νέους.