Κυριακή 3 Δεκέμβρη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 16
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΤΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Καθ' οδόν: Με τους Φωτογράφους του Αγώνα

Ελεύθερη Ελλάδα: Παιδιά μαθαίνουν γράμματα σε υπαίθριο σχολείο (του Σπ. Μελετζή)
Ελεύθερη Ελλάδα: Παιδιά μαθαίνουν γράμματα σε υπαίθριο σχολείο (του Σπ. Μελετζή)
Κλείνοντας σήμερα το μικρό αφιέρωμα στην «Τέχνη της Αντίστασης», με οδηγό το πολύτιμο βιβλίο του Ε. Μαχαίρα («Καστανιώτης» 1999), θα δούμε τους δύο μεγάλους φωτογράφους του Αγώνα, που οι εικόνες τους αποτελούν σημαντικά ιστορικά ντοκουμέντα και συνάμα καλλιτεχνικά έργα που δημιουργήθηκαν με τα ελάχιστα μέσα που είχαν (μηχανές, φιλμς). Ο λόγος για τον Σπύρο Μελετζή και τον Κώστα Μπαλάφα. Κινήθηκαν και οι δυο στην Ελεύθερη Ελλάδα. Ο πρώτος φωτογράφισε σκηνές του αγώνα από την Πελοπόννησο, τη Στερεά και τη Θεσσαλία και μας χάρισε το υπέροχο λεύκωμά του «Με τους αντάρτες στα βουνά» και ο δεύτερος μας έδωσε ένα πολύτιμο λεύκωμα με τίτλο «Το αντάρτικο στην Ηπειρο». Μέσα από αποσπάσματα των μαρτυριών τους που συνοδεύουν τα λευκώματά τους, θα μάθουμε ελάχιστα απ' όσα έζησαν, τον τρόπο που εργάστηκαν και τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν και αποτύπωσαν στις φωτογραφικές τους μηχανές.

Ο Μελετζής με τους αντάρτες στον Ολυμπο

«Τον Αύγουστο του 1942, τότε που η πείνα θέριζε ακόμα την Αθήνα, βρέθηκα στην Ελασσόνα για να προμηθευτώ λίγα τρόφιμα για την οικογένειά μου. Εκεί συνάντησα ένα γιατρό που είχα γνωρίσει στην Αθήνα. Αυτός με διευκόλυνε να βρω τρόφιμα, αλλά και μεταφορικό μέσο να γυρίσω πίσω στην Αθήνα. Ολα τότε ήταν δύσκολα.

«Χαροκαμένες Μάνες» (του Κ. Μπαλάφα)
«Χαροκαμένες Μάνες» (του Κ. Μπαλάφα)
Στο ιατρείο του γιατρού άκουσα να μιλούν για αντάρτες του Ολύμπου. Τόσο πολύ ενθουσιάστηκα, καθώς τους περιέγραφαν με τις μαχαίρες τους, τις κάπες, τα φισεκλίκια γύρω στους ώμους και στη μέση, τις φουστανέλες και τα τσαρούχια, που από κείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να ησυχάσω. Αλλά πώς θα γινόταν ν' ανέβαινα στον Ολυμπο και πού θα 'βρισκα τους αντάρτες, αφού αυτοί, όπως άκουσα, δεν είχαν μόνιμο στέκι, αλλά διαρκώς περπατούσαν μέρα - νύχτα; Ωστόσο, δεν αποθαρρύνθηκα. Είπα στο γιατρό πως για μένα θα ήταν μεγάλη χαρά να βρεθώ στον Ολυμπο και να δω από κοντά τους αντάρτες, έστω κι αν δε μ' άφηναν να τους φωτογραφίσω. Οπως ένα μικρό παιδί που ακούει τη γιαγιά του να του λέει ένα παραμύθι για δράκους και νεράιδες, και κείνο με το παιδικό του μυαλό πλάθει τους δράκους θεόρατους, ψηλούς σαν βουνά και με μια δύναμη που μπορούν να ξεριζώνουν δέντρα, σαν να 'ταν παιχνιδάκια ψεύτικα, έτσι κι εγώ, σαν μικρό παιδί, έπλασα τους αντάρτες σαν δράκους και τους έβλεπα σαν όντα παράξενα, ξωτικά, που μπορούσαν να πετούν σαν τους αϊτούς πάνω στις κορφές του Ολύμπου, να δρασκελούν τις ρεματιές, ν' αψηφούν κάθε κίνδυνο και να 'ναι ανίκητοι στις μάχες.

Μ' άκουσε με προσοχή ο γιατρός, δε μου 'δωσε θάρρος, αλλά και δε με απογοήτευσε. "Αφησε", μου είπε, "και θα δούμε, θα ρωτήσουμε πρώτα κι ό,τι μας πούνε. Ξέρεις αυτοί είναι και ζόρικοι, δεν ακούνε κανένα, έχουν δική τους παντιέρα, είναι όπως το πάρουνε. Πάντως, θα προσπαθήσω να σου δώσω αυτή τη χαρά". Και πραγματικά σε τρεις μέρες, μ' ένα σημείωμα του γιατρού, ανέβηκα στο χωριό Καρυές. Εκεί έδωσα το σημείωμα στον άνθρωπο για τον οποίο προοριζόταν. Από κει και πέρα όλα ήρθαν βολικά. Με συνόδευσαν ως πέρα στο βουνό και με παρέδωσαν σ' έναν αντάρτη που φύλαγε σκοπός κοντά σε μια καλύβα. Σ' αυτή την καλύβα συνεδρίαζαν κείνη τη μέρα οι αρχηγοί των ανταρτικών ομάδων του Ολύμπου, του Αμάρμπεη, της Οξυάς και του Κόζακα. Οταν τελείωσε το συνέδριό τους και βγήκαν έξω, με τριγύρισαν κι άρχισαν να με ρωτούν για την Αθήνα, για την πείνα και γενικά πώς περνάμε. Εγώ τα 'χα χαμένα. Μα και τι να τους έλεγα, μήπως ήξερα και τίποτα παραπάνω; Εγώ ένα σκεπτόμουνα, πώς θα τους φωτογράφιζα.

Ο Σπύρος Μελετζής
Ο Σπύρος Μελετζής
Τους κοίταζα και δεν τους χόρταινα. Καμάρωνα τη λεβεντιά τους, τις κάπες τους, τ' αργυροκαπνισμένα τσαπράζια τους, τις παλάσκες με τις σφαίρες, τα τσαρούχια με τις φούντες και τις σόλες που είχαν μισή οκά πρόκες. Μα εκείνο που μου έκανε πιο πολλή εντύπωση ήταν οι γενειάδες τους, έτσι όπως κατρακυλούσαν σαν αφρισμένοι καταρράχτες πάνω στα στήθια τους. Αμ, οι μουστάκες τους; Εμοιαζαν σαν σπαθιά μυτερά.

Φαίνεται πως ο φίλος μου ο γιατρός θα έγραφε στο σημείωμά του πως θέλω να τους φωτογραφίσω, γιατί κάποια στιγμή που είχαμε πια φιλιωθεί μου είπαν: "Λοιπόν, φωτογράφε, θέλεις να μας φωτογραφίσεις; Ελα, φωτογράφισέ μας". Ετσι πήρα τις πρώτες μου φωτογραφίες απ' το αντάρτικο του Ολύμπου. Δυστυχώς, μόνον τρεις φωτογραφίες σώθηκαν απ' αυτές, με πολλές φθορές.

Ο Μπαλάφας με το αντάρτικο της Ηπείρου

(...) Εκείνο τον καιρό είχα αρχίσει να ασχολούμαι ερασιτεχνικά με τη φωτογραφία κι έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να καταπιαστώ με την απεικόνιση του Αγώνα.

Στον καιρό της Κατοχής, σπάνιζε το φωτογραφικό υλικό ή ήταν σε τιμές απρόσιτες στη μαύρη αγορά. Είχα όμως την καλή τύχη να μου έρθει κυριολεκτικά απ' τον ουρανό. Τις πρώτες μέρες του πολέμου τα αντιαεροπορικά μας είχαν χτυπήσει ένα ιταλικό αεροπλάνο την ώρα που βομβάρδιζε την πόλη. Στα συντρίμμια του βρέθηκε και ένα κουτί με αεροπορικό φιλμ (...)

Ο άνθρωπος που το βρήκε μού το πούλησε για λίγες οκάδες καλαμποκάλευρο. Από το υλικό αυτό γέμιζα μπομπίνες και φωτογράφιζα τον Αγώνα.

Η φωτογραφική μου μηχανή ήταν μια μικρή τύπου ΡΟΜΠΟΤ, με διαστάσεις αρνητικού 24x24 χιλιοστά.

Μ' αυτά τα λίγα εφόδια και με πολύ κέφι και μεράκι βγήκα από τα Γιάννινα στο βουνό. Ξεκίνησα ν' απαθανατίσω τα κατορθώματα εκείνων των ημίθεων, όπως τους έπλαθα στη φαντασία μου, πριν τους γνωρίσω από κοντά. Ετσι άρχισα μια καινούρια για μένα ζωή, τη ζωή τους.

Ο καλλιτέχνης Γιολδάσης φωτογραφίζει τον Αρη και ο ίδιος φωτογραφίζεται από τον Σπ. Μελετζή
Ο καλλιτέχνης Γιολδάσης φωτογραφίζει τον Αρη και ο ίδιος φωτογραφίζεται από τον Σπ. Μελετζή
Στο βουνό συνάντησα ανθρώπους που ήταν μέρα - νύχτα στο πόδι, σ' αδιάκοπες πορείες, έτοιμοι πάντα ν' αλλάξουν διαμονή, για να χάνονται τα ίχνη τους και να γλιστρούν στις κακοτοπιές σαν το ψάρι στο νερό. Τις πιο πολλές φορές νυχτοξημερώνονταν στο ύπαιθρο μ' όλους τους καιρούς, γιατί στο κάθε τους βήμα τους παραμόνευε ο θάνατος. Ηταν άνθρωποι που στερούνταν τα πάντα, ακόμα και το ψωμί. Οι περισσότεροι λίγο - πολύ ξυπόλυτοι, μόνιμα ψειριασμένοι, ζώντας τον περισσότερο καιρό στο λόγγο, σαν τ' αγρίμια, έτοιμοι να θυσιαστούν για τη λευτεριά της πατρίδας τους και την αξιοπρέπεια της φυλής.

Ηταν απλοί άνθρωποι του λαού, αλλά και διανοούμενοι, νέοι στην πλειοψηφία, αλλά και ηλικιωμένοι, ακόμη και γέροι που τραβούσαν ολόισια στη φωτιά, με μπροστάρηδες εμπειροπόλεμους αξιωματικούς μπαρουτοκαπνισμένους στον ελληνοϊταλικό πόλεμο.

Πολλοί ήταν εκείνοι που ξεσηκώθηκαν συφάμελα για ζωή ή για θάνατο. Δεν έλειπαν και οι παπάδες που μαζί με το λόγο του θεού κήρυτταν και την επανάσταση, με κρεμασμένα στο στήθος τους ανάκατα σταυρούς και φισεκλίκια.

(...) Γιατροί σαν τον Σκοπούλη και τον Αποστολίδη έτρεχαν στα χωριά, όπου ήταν αρρώστια ή λαβωματιά. Θαρρείς κι ήταν οι Αγιοι Ανάργυροι που κατέβηκαν απ' τα εικονίσματα για να γιατρέψουν τη φτωχολογιά. Ποιητές και καλλιτέχνες σαν τον Κοτζιούλα και τον Βρανούση εμψύχωναν με ποιήματα και ομιλίες το φρόνημα του λαού.

Οι πρώτες αντάρτικες ομάδες σχηματίστηκαν όπως - όπως, γιατί όποιος θα προσχωρούσε στην ομάδα έπρεπε να εξασφαλίσει μόνος του ό,τι θα του ήταν αναγκαίο σε ρουχισμό και εξοπλισμό, ο δε αρχηγός έμοιαζε με οικογενειάρχη για την ομάδα του. Οι αντάρτες ήταν παιδιά του.

Ηταν ντυμένοι όπως βολεύονταν ο καθένας κι οπλισμένοι με όπλα που είχαν κρύψει οι φαντάροι μας στην υποχώρηση απ' τον πόλεμο του '40.

Ο Κώστας Μπαλάφας
Ο Κώστας Μπαλάφας
Οσο για πυρομαχικά, είχαν λίγες σφαίρες στην αρμάθα και ένα καλοακονισμένο μαχαίρι που 'ζωναν στη μέση. Τις παραπανίσιες σφαίρες τις περνούσαν σταυρωτά στο στήθος.

(...) Εκεί, καταμεσής στο χωριό, τους περίμενε ο κόσμος, χτυπώντας την καμπάνα, στηρίζοντας σ' αυτούς την κάθε του ελπίδα. Η ελληνική σημαία, που ύστερα από καιρό ξανάβλεπαν ν' ανεμίζει, τους έφερνε ρίγη από συγκίνηση. Κι όπως ο κόσμος τους περιεργαζόταν με θαυμασμό, κάποιος απ' τους αντάρτες θα 'παιρνε το λόγο να τους μιλήσει πατριωτικά για μια Ελλάδα λεύτερη, αναγεννημένη απ' τις καταστροφές της, που θα 'κανε το λαό της νοικοκύρη στον τόπο του.

Η ανταρτοομάδα ξανάρχιζε το τραγούδι και στα ενδιάμεσα ακουγόταν πολλές φορές και κάποια απαγγελία. Πατριωτικά ποιήματα, στίχοι του Βάρναλη ("Δεν είμαι εγώ σπορά της τύχης, ο πλαστουργός της νιάς ζωής..."), αλλά και ποιήματα αναφερόμενα σε πρόσφατα γεγονότα της περιοχής. Οπως το "Τραγούδι του συνδέσμου", του Λ. Βρανούση, που συγκινούσε ιδιαίτερα το ακροατήριο: "Σε γέλασα κι απόψε Γερμανέ, και τα κρυφά σου έχω διαβεί καρτέρια...". Κάποτε, άκουγες ν' απαγγέλλουν και τους υπέροχους στίχους του Κοτζιούλα:

Τα παλικάρια δεν πεθαίνουν στο κρεβάτι/μήτε γερνούν, δεν έχουν τόση υπομονή/μα απ' τη ζωή μας άξαφνα παράκαιρα φευγάτοι/γίνονται θύμηση βαθιά που μας πονεί».

Αυτά τα λίγα για τους Φωτογράφους του Αγώνα. Καλύτερα όμως από κάθε περιγραφή μιλούν οι φωτογραφίες τους.


«Ατέλειωτες πορείες» (του Κ. Μπαλάφα)
«Ατέλειωτες πορείες» (του Κ. Μπαλάφα)

Επιμέλεια:
Ελένη ΑΡΓΥΡΙΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ