Το έτος 2009 είναι αφιερωμένο στο Γιάννη Ρίτσο, τον ποιητή που άφησε πίσω του ένα τεράστιο έργο, τόσο σε ποσότητα όσο και ποιότητα. Ποιήματά του που ακούγονται στο cd είναι: «Ρωμιοσύνη» (απόσπασμα), «Γνωριμία», «Οι γερόντοι μας», «Λίγο - λίγο», «Ωστόσο» (Μακρονησιώτικα).
Η ανθρωπιά και τα συναισθήματα της «αληθινής» γραφής του Τάσου Λειβαδίτη συμμετέχουν σ' αυτή την έκδοση με τα έργα του «Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο» και «Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος».
Τέλος, τα ποιήματα του Μανόλη Αναγνωστάκη - ενός από τους κορυφαίους ποιητές της γενιάς του - που περιλαμβάνονται στο cd είναι: «Εδώ», «Το σκάκι», «Μιλώ», «Επίλογος», «Εκεί», «Ο νεκρός» κ.ά.
Η καλαίσθητη έκδοση, περιλαμβάνει τόσο το cd όσο και ένθετο βιβλιαράκι που περιέχει όλα τα ηχογραφημένα ποιήματα. Κυκλοφορεί σε επιλεγμένα βιβλιοπωλεία και δισκοπωλεία. (Πληροφορίες στο τηλ.: 210.6845000).
«Ο ήλιος είχε να φανεί κάτι μήνες, μια σιγανή βροχή έπεφτε ασταμάτητα εδώ και μια βδομάδα, και το ψοφόκρυο ήταν ανυπόφορο αυτόν τον Ιούλη στο Παρίσι. Στο φουαγιέ του ελληνικού σπιτιού της Πανεπιστημιούπολης, οι λίγοι μεταπτυχιακοί φοιτητές που είχαν απομείνει, συζητούσαν για τα σχέδιά τους γι' αυτό το καλοκαίρι. Οι περισσότεροι θα κατέβαιναν στην πατρίδα, στα σπίτια τους, σε φίλους, θα ξεκουράζονταν λίγο ή πολύ σε κάποια παραλία της κεντρικής Ελλάδας, του βορρά ή του νότου και φυσικά οι περισσότεροι ονειρεύονταν τις παραλίες και τον ήλιο των νησιών.
- Ν' απλώσουμε την αρίδα μας και να ζεσταθεί το κοκαλάκι μας βρε αδερφέ. Να φάμε κανένα φαγητό της προκοπής και να πάρουμε λίγο χρώμα, αναστέναζαν.
Λίγα παιδιά θα έμεναν υποχρεωτικά στο Παρίσι, υποστήριζαν σύντομα τα διδακτορικά τους ή είχαν εκκρεμότητες και εξετάσεις. Κάποιοι θα επισκέπτονταν γειτονικές προς τη Γαλλία χώρες κι ελάχιστοι θα έκαναν το γύρο της Ευρώπης.
Μάζεψαν τα μπογαλάκια τους σε δυο σάκους, πήραν τη σκηνούλα τους κι ανέβηκαν στο πιο φτηνό τρένο με προορισμό τη Λισαβόνα. Βρήκαν με δυσκολία θέσεις δίπλα, δίπλα και με μεγάλο κόπο ταχτοποίησαν τα μπαγκάζια τους. Το τρένο είχε ασφυχτικά γεμίσει από πλήθος Πορτογάλων, μεταναστών στη Γαλλία που κατέβαιναν οικογενειακά στην πατρίδα τους για τις καλοκαιρινές διακοπές κι ελάχιστους τουρίστες. Λαός νότιος, με μεσογειακό ταμπεραμέντο, παρόλο που η Πορτογαλία δε βρέχεται από τη Μεσόγειο, αλλά από τον Ατλαντικό Ωκεανό, πρόσχαρος, πολυλογάς, φωνακλάς, απλός, φιλόξενος, καλοφαγάς κι ανοιχτοχέρης, άρχισε να ξετυλίγει καρβέλια ψωμί, τυριά, αλλαντικά, τηγανητό μπακαλιάρο, φρούτα και να προσφέρει γύρω του με απλοχεριά και με κείνο τον γνώριμο στους Ελληνες τρόπο που σ' εμποδίζει ν' αρνηθείς από φόβο μην τους προσβάλεις. Μπίρες και κρασί, βίνιο βέρντε ή μποζολέ, κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι. Μεροκαματιάρηδες, οικοδόμοι και οικιακές βοηθοί στην πλειοψηφία τους, οι περισσότεροι μιλούσαν αρκετά καλά γαλλικά με τη βαριά προφορά τους αλλά κι εκείνοι που γνώριζαν ελάχιστα τη γλώσσα, δε δίσταζαν να πιάσουν κουβέντα με τους ξένους. Η λατινογενής γλώσσα τους μοιάζει πολύ με τη γαλλική, οι χειρονομίες τους είναι εύγλωττες, τα πιτσιρίκια είναι δίγλωσσα και μαζί με Πορτογάλους φοιτητές και τους Γάλλους συντρόφους των μεικτών ζευγαριών, βοηθούσαν όταν υπήρχε ανάγκη. Το ζευγάρι των Ελλήνων έπιασε μεγάλη κουβέντα μαζί τους για τα ήθη και τα έθιμά τους, τις συνθήκες ζωής και δουλειάς των μεταναστών και των φοιτητών στη Γαλλία, τους λόγους που τους ανάγκασαν να ξενιτευτούν. Η συζήτηση γρήγορα γύρισε στην πτώση των δικτατοριών στις δύο χώρες.
Η συγγραφέας - που κατάγεται και έζησε σε αυτά τα μέρη - στο τρίτο βιβλίο της κατάφερε, πέρα απ' την αρχική της επιδίωξη, να συνδέσει τον πόνο της ξενιτιάς που βίωσε η Ηπειρος σε διάφορες φάσεις της Ιστορίας, με τη σύγχρονη μετανάστευση στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης. Ο πυρήνας για το μυθιστόρημα είναι το επιστημονικό επίτευγμα των μεταμοσχεύσεων και είναι, απ' τα πρώτα λογοτεχνικά βιβλία που πραγματεύεται - πέρα απ' την επιβίωση - τα «μετά τη μεταμόσχευση» επίπεδα του ανθρώπου.
Εν ολίγοις, η υπόθεση έχει ως εξής: Η Φλάβια μια νεαρή, όμορφη, γυναίκα αγωνίζεται να κερδίσει ξανά τη ζωή της που χάθηκε στη στάχτη, όταν μια καταστροφική φωτιά έπληξε το χωριό της και έγινε η αιτία να χάσει το φως της. Μετά από μια επιτυχημένη μεταμόσχευση καταφέρνει να αποκτήσει ξανά την όρασή της, όμως εκεί ξεκινά ένα νέο δράμα. Πέρα απ' το ότι αντικρίζει την επιχειρηματική βαρβαρότητα της διαβόητης σύγχρονης ανάπτυξης σε βάρος της παρθένας φύσης - εκεί που κάποτε ακούγονταν τα ουρλιαχτά των λύκων - διαπιστώνει και κάτι το φοβερό: Το εμπόριο ανθρωπίνων οργάνων με θύματα άμοιρους μετανάστες απ' τον ίδιο τον άντρα που παντρεύτηκε η πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος!
Είναι μια δυνατή πλοκή. Αν και στη χώρα δε διαπιστώθηκε, επίσημα, εμπορία οργάνων η συγγραφέας μεταφέρει με έναν πολύ καλό τρόπο την ατμόσφαιρα που καταγράφεται διεθνώς: Οτι, δηλαδή, όποιος έχει να πληρώσει μπορεί να αγοράσει τα ζωτικά όργανα ενός εξαθλιωμένου μετανάστη, που εξαφανίζεται «σαν το σκυλί στ' αμπέλι». Γράφει λοιπόν η συγγραφέας: «Η ζωή φεύγει και δεν έρχεται. Οι μετανάστες έρχονται και δεν φεύγουν. Η ζωή είναι μετανάστρια (σελίδα 82)...Η Φλάβια ήξερε καλά πως η δυστυχία δε γνωρίζει σύνορα και όλοι οι δυστυχισμένοι ετούτης της πλευράς ίδια δάκρυα χύνουν παντού, σε όποια γωνιά του κόσμου κι αν βρίσκονται» (σελ. 244). Αυτά τα δάκρυα της Ηπείρου ξεχείλιζαν μέσα απ' τα περίφημα μοιρολόγια, που ταίριαζαν στις πιο αντίθετες εκφάνσεις χαράς και λύπης σε μια διαδρομή αιώνων.
Το μυθιστόρημα έχει και καλή αστυνομική πλοκή με έντονες κοινωνικές προβολές και το διακρίνει ένα συνεχές «φλας - μπακ», που σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να μπερδεύει, προσωρινά, αλλά σίγουρα κρατάει αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.