Και το περίεργο είναι ότι ο Μιχάλης δεν ξεμένει. Διαθέτει ένα αστείρευτο χρυσωρυχείο, που του επιτρέπει να δίνει συνεχώς. Ο νεαρός μέσα στην ατυχία του έχει και μια τύχη να συναντήσει το θείο Μιχάλη μέσα στο Ιδρυμα και να διασταυρωθεί μαζί του όταν πια έχει ενηλικιωθεί. Οταν πια είναι ένας παραβάτης. Και ο Μιχάλης θα παίξει το ρόλο που όφειλαν να είχαν παίξει οι ανύπαρκτοι γονείς, τα άσυλα, τα ιδρύματα και σωφρονιστήρια. Θα απλώσει το χέρι του στο νεαρό για να εμποδίσει την κατρακύλα. Θα του δώσει στέγη, τροφή, θα του βρει δουλειά, θα τον πείσει να πάει σε νυχτερινό σχολείο και θα προσπαθήσει να τον κάνει έναν τίμιο άνθρωπο που ζει και νοιάζεται για το σύνολο. Και το πετυχαίνει. Το παρελθόν, όμως, εμφανίζεται τη στιγμή που λησμονιέται και ένα παλιό παράπτωμα του νεαρού έρχεται να τον κυνηγήσει. Να τον καταστρέψει. Ο Νόμος Τιμωρός ετοιμάζεται να του επιτεθεί. Ο Μιχάλης επισκέπτεται ο ίδιος τον εκπρόσωπο του Νόμου, τον προσωπικό Ιαβέρη του προστατευόμενού του, τον αστυνόμο Λέρτα.
Και τότε ακολουθεί μια εξαιρετική στιχομυθία, μικρό απόσπασμα της οποίας παραθέτω:
-- Και πώς θα ήθελες, δηλαδή, εσύ το Νόμο, κύριε Καναρίδη;
-- Να μην κρατάει το ρομφαία της τυφλής τιμωρίας, της εκδίκησης ουσιαστικά αυτού που παρανόμησε. Να μη γίνεται ο καταστροφέας του, κλείνοντάς τον σε μια άθλια φυλακή, αλλά να γίνει αναστηλωτής του.
Ο Τάσος Αυγερινός, με την προσωπική, αλλά και δημοσιογραφική πείρα που διαθέτει, δεν είναι κάποιος που ζει σε έναν ωραίο κόσμο, αγγελικά πλασμένο.
Αντίθετα, γνωρίζει την Εξουσία, όπως γνωρίζει και τους ανθρώπους που ζουν βίους ελάσσονες. Γνωρίζει το Νόμο, αλλά και την παρανομία, τους μεγάλους παραβάτες που δεν τους αγγίζει ο Νόμος. Ο συγγραφέας ξέρει πώς λειτουργούν τα προαναφερθέντα, με λίγα λόγια έχει πλήρη γνώση της πραγματικότητας και την καταγγέλλει με το δικό του τρόπο. Την περιγράφει, τις περισσότερες φορές χωρίς χαρακτηρισμούς αλλά σχολιάζοντάς την. Τους ήρωές του, όμως, τους ψάχνει με το μικροσκόπιο, χωρίς να αδιαφορεί για τον περιβάλλοντα χώρο. Αντίθετα, τον καταγράφει λεπτομερώς, για να αποδείξει ότι ένα καθαρό ανθρώπινο κόσμημα μπορεί να βρίσκεται και σ' έναν τενεκέ απορριμμάτων.
Η Κέιτ Γκρένβιλ, στο μυθιστόρημά της «Το μυστικό ποτάμι» (εκδ. «ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ»), πλέκει μια φανταστική ιστορία στηριγμένη σε πραγματικά γεγονότα, για τα δεινά της αποικιοκρατίας. Μια ιστορία των αρχών του 19ου αι. που ξεκινά από το Λονδίνο και καταλήγει στους αυτόχθονες Αβορίγινες: O Γουίλιαμ Θόρνχιλ, βαρκάρης στον Τάμεση, προσπαθεί να επιβιώσει μέσα στις εξευτελιστικές συνθήκες που επικρατούν και να γλιτώσει από την πείνα και τις αρρώστιες. Καταδικάζεται σε θάνατο από τους άρχοντες της εξουσίας, λόγω μιας μικροκλοπής απελπισίας. Προκειμένου να σώσει τη ζωή του, δέχεται τη λύση, που, ουσιαστικά, του επιβάλλεται: Να μεταβεί - μαζί με την οικογένειά του - ως άποικος στην Αυστραλία, που είναι μια απέραντη ήπειρος και κατοικείται από «άγριους και απολίτιστους» μαύρους. Εκεί, αρχίζει να ανεβαίνει οικονομικά και κοινωνικά, με τρόπους που ολοφάνερα δείχνουν πως είχε ξεχάσει ό,τι ο ίδιος είχε περάσει στη ζωή του. Γίνεται ο «κύριος Θόρνχιλ» και συμμετέχει σε ένα ακόμα αγγλοσαξονικό αποτροπιαστικό γενεαλογικό δολοφονικό κατόρθωμα ενάντια στους Αβορίγινες. Εχει ήδη περάσει στην απέναντι όχθη...
Από τα καλύτερα αγγλοσαξονικά μυθιστορήματα των τελευταίων χρόνων, το «Μυστικό ποτάμι» έφτασε στην τελική εξάδα των βραβείων Μπούκερ του 2006.
«Εναν χαρακτηριστικό τύπο της Δεξαμενής, τον κυρ Στέφανο, μας γνωρίζει ο Βάρναλης στα απομνημονεύματά του. Ηταν, λέει, παλιός αμαξάς και μάλιστα πρόεδρος του σωματείου αμαξηλατών, στα τέλη του 19ου αιώνα. Εκανε τότε "πιάτσα" έξω από το ξενοδοχείο της "Μεγ. Βρετανίας" και φυσικό ήταν να έχει γνωρίσει όλο τον κόσμο της καλής αθηναϊκής κοινωνίας και να ξέρει πολλά. Οταν γέρασε, έδωσε το αμάξι στο γιο του κι αυτός αποσύρθηκε στη Δεξαμενή, κάνοντας στέκι του το καφενείο του κυρ Γιάννη. Εμενε στην οδό Σπευσίππου και μάλιστα κάθε πρωί στην αυλή του σπιτιού του έπλενε το αμάξι και μετά ανέβαινε στο καφενείο.
Κατά τον Βάρναλη κάθε σούρουπο, χτυπώντας το μπαστούνι του στα χαλίκια του δρόμου, ο κυρ Στέφανος κατέβαινε στην πλατεία του Κολωνακίου. Πήγαινε στο φαρμακείο του Γεωργιάδη κι εκεί, όπως ήταν μαζεμένοι γιατροί και γείτονες, τους τα έλεγε ένα χεράκι:
"Είστε ψεύτες ούλοι σας. Παραδομανία και γυναικομανία - κι ύστερα τα σκουλήκια της γης. Κι οι παπάδες πρωί - βράδυ το χαβά τους: "τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον και άφες" (δώσε μας, Θεέ, να φάμε κι άσε μας ήσυχους, μη μας σκοτίζεις!).
»Βλέποντας κάθε μέρα τους αθηναϊκούς δρόμους, λέω πολλές φορές ότι, όταν τα μόνιππα δεν είχαν μονόδρομους, θα πρέπει να ήταν καλύτερη η ζωή σ' αυτήν την πόλη που ζούμε σήμερα. Πρέπει να ήταν όλα πιο ειδυλλιακά, πιο ήσυχα και πιο ρομαντικά. Θα μου πείτε όλα είναι σχετικά. Σύμφωνοι. Πάντως οι θόρυβοι πρέπει να ήταν λιγότεροι, γιατί για πολλά χρόνια δεν υπήρχε άσφαλτος στους δρόμους της Αθήνας και τα πέταλα των αλόγων δε χτυπούσαν δυνατά στο χώμα. Ακόμα δεν υπήρχαν κορναρίσματα. Τους πεζούς τους ειδοποιούσε ο αμαξάς με κάποια "στράκα", που επιτήδεια έκανε στον αέρα με το καμουτσίκι του.
Πάντως και τότε οι κάτοχοι τροχοφόρων μιλούσαν για ίππους, όχι βέβαια φορολογήσιμους. Μιλούσαν για ίππους που έσερναν τα κάρα, τις άμαξες, τις βικτώριες και τα λαντώ. Μιλούσαν για τους ίππους που έσερναν ακόμη και τις νεκροφόρες. Το μόνιππο - το λέει και τ' όνομά του - είχε ένα άλογο. Μερικές άμαξες είχαν δυο άλογα. Μερικά φορτηγά κάρα, που χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά μεγάλων φορτίων, είχαν τέσσερα άλογα. Κάποτε μάλιστα οι πολυτελείς νεκροφόρες είχαν για ακριβές κηδείες έξι άλογα και μάλιστα με λοφία!
Τ' άλογα της εποχής εκείνης δεν ήταν αδηφάγα σαν τα σημερινά των μεγάλου κυβισμού μηχανών των αυτοκινήτων. Δεν ήθελαν σούπερ βενζίνη, ούτε απλή. Δεν ήθελαν οκτάνια. Με λίγο σανό και πολλά άχυρα χόρταιναν. Τα σανοπωλεία είχαν τη θέση των σημερινών πρατηρίων βενζίνης. Εκεί υπήρχαν και οι ποτίστρες, γιατί τ' άλογα ήθελαν να πιούνε και νερό. Οι αμαξάδες είχαν πάντα στην άμαξα έναν κουβά για να ποτίσουν τ' άλογο κι ακόμα για μακρινές διαδρομές είχαν ρεζέρβα ένα σακί σανό.
Υπήρχαν βέβαια κι οι πιάτσες. Γύρω στα 1860 οι άμαξες στάθμευαν στη συμβολή των οδών Ερμού και Αθηνάς, γι' αυτό και το μέρος εκείνο επί πολλά χρόνια μετά εξακολουθούσε να λέγεται "στις καρότσες". Τα μόνιππα, που ήταν κάτι σαν τα σημερινά ταξί, έκαναν πιάτσα σε κεντρικά σημεία της πρωτεύουσας. Στο Σύνταγμα και στην Ομόνοια. Τα κάρα και οι φορτηγές άμαξες στάθμευαν εκεί κοντά στο Μοναστηράκι και στην Αγορά, στους Αγίους Ασωμάτους και στο κάτω μέρος του Θησείου. Ακόμη, ο κάθε επαγγελματίας είχε και το δικό του μεταφορικό μέσο. Ο μανάβης της γειτονιάς ξεκινούσε για το παζάρι τα ξημερώματα με τη σούστα του. Ο γαλατάς μοίραζε το γάλα και τα γιαούρτια με το κομψό αμαξάκι του. Ο εμποράκος είχε φορτωμένη κι αυτός όλη την πραμάτειά του πάνω σε μια κλειστή άμαξα και γυρόφερνε τις γειτονιές. Ο νερουλάς, επίσης, πουλούσε το πόσιμο νερό στα χρόνια που οι Αθηναίοι κόντευαν να κορακιάσουν, γυρίζοντας από γειτονιά σε γειτονιά με το δικό του κάρο, που είχε μετατρέψει σε βυτιοφόρο. Τα σκουπιδιάρικα ήταν κι αυτά ειδικά κατασκευασμένα κάρα με πλαϊνά υψωμένα, από πρόσθετες σανίδες στην καρότσα, για να χωράνε περισσότερα σκουπίδια. Επίσης στην υπηρεσία του Δήμου μπήκανε κάποτε και τα κάρα - καταβρεχτήρια. Μ' αυτά βρεχόντουσαν οι χωμάτινοι δρόμοι το καλοκαίρι, έτσι ώστε να σηκώνεται όσο γίνεται λιγότερη σκόνη με το πρώτο φύσημα του αέρα. Είχαν δηλαδή πάρει και τότε τα μέτρα τους οι Αθηναίοι για το νέφος, που δεν ήταν όμως νέφος καυσαερίων, αλλά αθώας σκόνης από χώμα - μεγάλη ωστόσο πληγή κι αυτή για την Αθήνα στα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού.