Κυριακή 9 Νοέμβρη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Μια στάλα έναστρου ουρανού

Αμέσως μετά το υπέροχο «Πικρό Αντίδωρο», ο Τάσος Αυγερινός έρχεται να μας ξαφνιάσει με το μυθιστόρημά του «Δυτική Λεωφόρος», που κυκλοφορεί, όπως όλα τα έργα του, από τη «Σύγχρονη Εποχή». Είναι, άραγε, η προσωπική Οδύσσεια ενός νέου, που, παρατημένος από άγνωστους γονείς, ζει και μεγαλώνει μέσα σε άσυλα, ιδρύματα και σωφρονιστήρια, θα γνωρίσει την «ελευθερία» με όλα τα εφόδια που του δίνει η πολιτεία για να παραστρατήσει; Είναι και αυτό, θα λέγαμε. Διότι, αν και, εκ πρώτης, βιαστικής όμως, όψεως, ο αναγνώστης γνωρίζει και συμμετέχει στα πάθη του συγκεκριμένου παιδιού, αλλά και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζουν και «ανθίζουν» όλα τα παιδιά σαν κι αυτό, η ουσία είναι άλλη, όπως και ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου είναι άλλος. Είναι ένας ασήμαντος οικοδόμος, που κατοικεί σε ένα φτωχό καμαράκι με νοίκι, ελπίζοντας ότι κάποτε θα γίνει δικό του. Να, που όλο και κάτι συμβαίνει και αναγκάζεται να προσφέρει τις οικονομίες του σε κάποιον που έχει περισσότερη ανάγκη από εκείνον.

Και το περίεργο είναι ότι ο Μιχάλης δεν ξεμένει. Διαθέτει ένα αστείρευτο χρυσωρυχείο, που του επιτρέπει να δίνει συνεχώς. Ο νεαρός μέσα στην ατυχία του έχει και μια τύχη να συναντήσει το θείο Μιχάλη μέσα στο Ιδρυμα και να διασταυρωθεί μαζί του όταν πια έχει ενηλικιωθεί. Οταν πια είναι ένας παραβάτης. Και ο Μιχάλης θα παίξει το ρόλο που όφειλαν να είχαν παίξει οι ανύπαρκτοι γονείς, τα άσυλα, τα ιδρύματα και σωφρονιστήρια. Θα απλώσει το χέρι του στο νεαρό για να εμποδίσει την κατρακύλα. Θα του δώσει στέγη, τροφή, θα του βρει δουλειά, θα τον πείσει να πάει σε νυχτερινό σχολείο και θα προσπαθήσει να τον κάνει έναν τίμιο άνθρωπο που ζει και νοιάζεται για το σύνολο. Και το πετυχαίνει. Το παρελθόν, όμως, εμφανίζεται τη στιγμή που λησμονιέται και ένα παλιό παράπτωμα του νεαρού έρχεται να τον κυνηγήσει. Να τον καταστρέψει. Ο Νόμος Τιμωρός ετοιμάζεται να του επιτεθεί. Ο Μιχάλης επισκέπτεται ο ίδιος τον εκπρόσωπο του Νόμου, τον προσωπικό Ιαβέρη του προστατευόμενού του, τον αστυνόμο Λέρτα.

Και τότε ακολουθεί μια εξαιρετική στιχομυθία, μικρό απόσπασμα της οποίας παραθέτω:

-- Και πώς θα ήθελες, δηλαδή, εσύ το Νόμο, κύριε Καναρίδη;

-- Να μην κρατάει το ρομφαία της τυφλής τιμωρίας, της εκδίκησης ουσιαστικά αυτού που παρανόμησε. Να μη γίνεται ο καταστροφέας του, κλείνοντάς τον σε μια άθλια φυλακή, αλλά να γίνει αναστηλωτής του.

Ο Τάσος Αυγερινός, με την προσωπική, αλλά και δημοσιογραφική πείρα που διαθέτει, δεν είναι κάποιος που ζει σε έναν ωραίο κόσμο, αγγελικά πλασμένο.

Αντίθετα, γνωρίζει την Εξουσία, όπως γνωρίζει και τους ανθρώπους που ζουν βίους ελάσσονες. Γνωρίζει το Νόμο, αλλά και την παρανομία, τους μεγάλους παραβάτες που δεν τους αγγίζει ο Νόμος. Ο συγγραφέας ξέρει πώς λειτουργούν τα προαναφερθέντα, με λίγα λόγια έχει πλήρη γνώση της πραγματικότητας και την καταγγέλλει με το δικό του τρόπο. Την περιγράφει, τις περισσότερες φορές χωρίς χαρακτηρισμούς αλλά σχολιάζοντάς την. Τους ήρωές του, όμως, τους ψάχνει με το μικροσκόπιο, χωρίς να αδιαφορεί για τον περιβάλλοντα χώρο. Αντίθετα, τον καταγράφει λεπτομερώς, για να αποδείξει ότι ένα καθαρό ανθρώπινο κόσμημα μπορεί να βρίσκεται και σ' έναν τενεκέ απορριμμάτων.


Τιτίνα ΔΑΝΕΛΛΗ

Μικρές σελίδες

Μέσα από την αποκαλυπτική μελέτη της κομμουνίστριας, καθηγήτριας Ανθρωπολογίας και Κοινωνιολογίας Χάνα Μίντλετον «Θέλουμε τη γη μας πίσω» (εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»), πληροφορηθήκαμε για το πώς το παλιό αποικιοκρατικό και το σημερινό νεοταξικό κεφάλαιο, σακάτευαν - και συνεχίζουν να το κάνουν - το «σώμα» των αυτόχθονων κατοίκων της Αυστραλίας, των Αβορίγινων.

Η Κέιτ Γκρένβιλ, στο μυθιστόρημά της «Το μυστικό ποτάμι» (εκδ. «ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ»), πλέκει μια φανταστική ιστορία στηριγμένη σε πραγματικά γεγονότα, για τα δεινά της αποικιοκρατίας. Μια ιστορία των αρχών του 19ου αι. που ξεκινά από το Λονδίνο και καταλήγει στους αυτόχθονες Αβορίγινες: O Γουίλιαμ Θόρνχιλ, βαρκάρης στον Τάμεση, προσπαθεί να επιβιώσει μέσα στις εξευτελιστικές συνθήκες που επικρατούν και να γλιτώσει από την πείνα και τις αρρώστιες. Καταδικάζεται σε θάνατο από τους άρχοντες της εξουσίας, λόγω μιας μικροκλοπής απελπισίας. Προκειμένου να σώσει τη ζωή του, δέχεται τη λύση, που, ουσιαστικά, του επιβάλλεται: Να μεταβεί - μαζί με την οικογένειά του - ως άποικος στην Αυστραλία, που είναι μια απέραντη ήπειρος και κατοικείται από «άγριους και απολίτιστους» μαύρους. Εκεί, αρχίζει να ανεβαίνει οικονομικά και κοινωνικά, με τρόπους που ολοφάνερα δείχνουν πως είχε ξεχάσει ό,τι ο ίδιος είχε περάσει στη ζωή του. Γίνεται ο «κύριος Θόρνχιλ» και συμμετέχει σε ένα ακόμα αγγλοσαξονικό αποτροπιαστικό γενεαλογικό δολοφονικό κατόρθωμα ενάντια στους Αβορίγινες. Εχει ήδη περάσει στην απέναντι όχθη...

Από τα καλύτερα αγγλοσαξονικά μυθιστορήματα των τελευταίων χρόνων, το «Μυστικό ποτάμι» έφτασε στην τελική εξάδα των βραβείων Μπούκερ του 2006.

Καθ' οδόν: Στους αθηναϊκούς δρόμους...

Από την Πύλη του Αδριανού περνούσαν το 1938 μόνο 950 οχήματα. Σήμερα πόσα περνάνε; (φωτογραφία από το βιβλίο)
Από την Πύλη του Αδριανού περνούσαν το 1938 μόνο 950 οχήματα. Σήμερα πόσα περνάνε; (φωτογραφία από το βιβλίο)
Συνεχίζουμε σήμερα τη «συνομιλία» με την παλιά Αθήνα, μέσα από το βιβλίο του δημοσιογράφου και ιστορικού συγγραφέα Γιάννη Καιροφύλα με τίτλο «Περπατώντας στους δρόμους της Αθήνας», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ». Για να θυμούνται οι παλαιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι...

Ο κυρ Στέφανος της Δεξαμενής

«Εναν χαρακτηριστικό τύπο της Δεξαμενής, τον κυρ Στέφανο, μας γνωρίζει ο Βάρναλης στα απομνημονεύματά του. Ηταν, λέει, παλιός αμαξάς και μάλιστα πρόεδρος του σωματείου αμαξηλατών, στα τέλη του 19ου αιώνα. Εκανε τότε "πιάτσα" έξω από το ξενοδοχείο της "Μεγ. Βρετανίας" και φυσικό ήταν να έχει γνωρίσει όλο τον κόσμο της καλής αθηναϊκής κοινωνίας και να ξέρει πολλά. Οταν γέρασε, έδωσε το αμάξι στο γιο του κι αυτός αποσύρθηκε στη Δεξαμενή, κάνοντας στέκι του το καφενείο του κυρ Γιάννη. Εμενε στην οδό Σπευσίππου και μάλιστα κάθε πρωί στην αυλή του σπιτιού του έπλενε το αμάξι και μετά ανέβαινε στο καφενείο.

Κατά τον Βάρναλη κάθε σούρουπο, χτυπώντας το μπαστούνι του στα χαλίκια του δρόμου, ο κυρ Στέφανος κατέβαινε στην πλατεία του Κολωνακίου. Πήγαινε στο φαρμακείο του Γεωργιάδη κι εκεί, όπως ήταν μαζεμένοι γιατροί και γείτονες, τους τα έλεγε ένα χεράκι:

"Είστε ψεύτες ούλοι σας. Παραδομανία και γυναικομανία - κι ύστερα τα σκουλήκια της γης. Κι οι παπάδες πρωί - βράδυ το χαβά τους: "τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον και άφες" (δώσε μας, Θεέ, να φάμε κι άσε μας ήσυχους, μη μας σκοτίζεις!).

Στην πλατεία Δεξαμενής, προ 10ετίας
Στην πλατεία Δεξαμενής, προ 10ετίας
Κατά τον Βάρναλη, ο κυρ Στέφανος μπορεί να ήταν αγράμματος και να έλεγε τους ναύτες - νάπτες, τη Δευτέρα - Δεπτέρα και το βρέχει ραγδαία - βρέχει ραβδαία, αλλά ήταν αξιοπρεπής. Κανείς δεν του φερότανε άσχημα. Δε δεχόταν κεράσματα, ούτε κι άλλα δώρα. Είχε τις ιδιορρυθμίες του και βέβαια όλοι τον έκαναν γούστο και τον προκαλούσαν να μιλάει. Τα εκκλησιαστικά ρητά τα εξηγούσε, όπως αυτός ήθελε. Για παράδειγμα, το "νυν απολύεις τον δούλον σου δέσποτα", το άκουγε και το συμπλήρωνε, λέγοντας "μην απολύεις τον δούλον σου δέσποτα, γιατί θα σε καβαλικέψει".

Τάκα - τάκα τα πεταλάκια

»Βλέποντας κάθε μέρα τους αθηναϊκούς δρόμους, λέω πολλές φορές ότι, όταν τα μόνιππα δεν είχαν μονόδρομους, θα πρέπει να ήταν καλύτερη η ζωή σ' αυτήν την πόλη που ζούμε σήμερα. Πρέπει να ήταν όλα πιο ειδυλλιακά, πιο ήσυχα και πιο ρομαντικά. Θα μου πείτε όλα είναι σχετικά. Σύμφωνοι. Πάντως οι θόρυβοι πρέπει να ήταν λιγότεροι, γιατί για πολλά χρόνια δεν υπήρχε άσφαλτος στους δρόμους της Αθήνας και τα πέταλα των αλόγων δε χτυπούσαν δυνατά στο χώμα. Ακόμα δεν υπήρχαν κορναρίσματα. Τους πεζούς τους ειδοποιούσε ο αμαξάς με κάποια "στράκα", που επιτήδεια έκανε στον αέρα με το καμουτσίκι του.

Πάντως και τότε οι κάτοχοι τροχοφόρων μιλούσαν για ίππους, όχι βέβαια φορολογήσιμους. Μιλούσαν για ίππους που έσερναν τα κάρα, τις άμαξες, τις βικτώριες και τα λαντώ. Μιλούσαν για τους ίππους που έσερναν ακόμη και τις νεκροφόρες. Το μόνιππο - το λέει και τ' όνομά του - είχε ένα άλογο. Μερικές άμαξες είχαν δυο άλογα. Μερικά φορτηγά κάρα, που χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά μεγάλων φορτίων, είχαν τέσσερα άλογα. Κάποτε μάλιστα οι πολυτελείς νεκροφόρες είχαν για ακριβές κηδείες έξι άλογα και μάλιστα με λοφία!

Σανοπωλεία αντί πρατηρίων

Η οδός Ξάνθου στο Κολωνάκι, όπως ήταν το 1980...
Η οδός Ξάνθου στο Κολωνάκι, όπως ήταν το 1980...
»Συνεργεία και πρατήρια βενζίνης δε χρειάζονταν. Για τις άμαξες υπήρχαν τα αμαξοποιεία. Σε κεντρικά σημεία της Αθήνας έκαναν τις καρότσες, επισκεύαζαν τις ρόδες και πουλούσαν τα απαραίτητα για τ' άλογα γκέμια, χάμουρα, λουριά. Στα πεταλωτήρια επίσης πήγαιναν συχνά οι αμαξάδες. Τα πέταλα των αλόγων ξεκαρφώνονταν συχνά στους ανώμαλους δρόμους, τρωγόντουσαν κι έπρεπε ν' αντικατασταθούν.

Τ' άλογα της εποχής εκείνης δεν ήταν αδηφάγα σαν τα σημερινά των μεγάλου κυβισμού μηχανών των αυτοκινήτων. Δεν ήθελαν σούπερ βενζίνη, ούτε απλή. Δεν ήθελαν οκτάνια. Με λίγο σανό και πολλά άχυρα χόρταιναν. Τα σανοπωλεία είχαν τη θέση των σημερινών πρατηρίων βενζίνης. Εκεί υπήρχαν και οι ποτίστρες, γιατί τ' άλογα ήθελαν να πιούνε και νερό. Οι αμαξάδες είχαν πάντα στην άμαξα έναν κουβά για να ποτίσουν τ' άλογο κι ακόμα για μακρινές διαδρομές είχαν ρεζέρβα ένα σακί σανό.

Υπήρχαν βέβαια κι οι πιάτσες. Γύρω στα 1860 οι άμαξες στάθμευαν στη συμβολή των οδών Ερμού και Αθηνάς, γι' αυτό και το μέρος εκείνο επί πολλά χρόνια μετά εξακολουθούσε να λέγεται "στις καρότσες". Τα μόνιππα, που ήταν κάτι σαν τα σημερινά ταξί, έκαναν πιάτσα σε κεντρικά σημεία της πρωτεύουσας. Στο Σύνταγμα και στην Ομόνοια. Τα κάρα και οι φορτηγές άμαξες στάθμευαν εκεί κοντά στο Μοναστηράκι και στην Αγορά, στους Αγίους Ασωμάτους και στο κάτω μέρος του Θησείου. Ακόμη, ο κάθε επαγγελματίας είχε και το δικό του μεταφορικό μέσο. Ο μανάβης της γειτονιάς ξεκινούσε για το παζάρι τα ξημερώματα με τη σούστα του. Ο γαλατάς μοίραζε το γάλα και τα γιαούρτια με το κομψό αμαξάκι του. Ο εμποράκος είχε φορτωμένη κι αυτός όλη την πραμάτειά του πάνω σε μια κλειστή άμαξα και γυρόφερνε τις γειτονιές. Ο νερουλάς, επίσης, πουλούσε το πόσιμο νερό στα χρόνια που οι Αθηναίοι κόντευαν να κορακιάσουν, γυρίζοντας από γειτονιά σε γειτονιά με το δικό του κάρο, που είχε μετατρέψει σε βυτιοφόρο. Τα σκουπιδιάρικα ήταν κι αυτά ειδικά κατασκευασμένα κάρα με πλαϊνά υψωμένα, από πρόσθετες σανίδες στην καρότσα, για να χωράνε περισσότερα σκουπίδια. Επίσης στην υπηρεσία του Δήμου μπήκανε κάποτε και τα κάρα - καταβρεχτήρια. Μ' αυτά βρεχόντουσαν οι χωμάτινοι δρόμοι το καλοκαίρι, έτσι ώστε να σηκώνεται όσο γίνεται λιγότερη σκόνη με το πρώτο φύσημα του αέρα. Είχαν δηλαδή πάρει και τότε τα μέτρα τους οι Αθηναίοι για το νέφος, που δεν ήταν όμως νέφος καυσαερίων, αλλά αθώας σκόνης από χώμα - μεγάλη ωστόσο πληγή κι αυτή για την Αθήνα στα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού.

Ο τεχνίτης αυτός δούλευε στο μικρό μαγαζάκι του, στου Ψυρρή, το 1996. Ανάλογες εικόνες δε συναντάμε σήμερα...
Ο τεχνίτης αυτός δούλευε στο μικρό μαγαζάκι του, στου Ψυρρή, το 1996. Ανάλογες εικόνες δε συναντάμε σήμερα...
Με το πέρασμα του χρόνου και μετά τη δεκαετία του '20, που έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα αυτοκίνητα ταξί, άρχισε να δύει η βασιλεία των αμαξάδων. Το επάγγελμα άρχισε να πέφτει σε μαρασμό. Οι ντορήδες, όπως έλεγαν τ' άλογά τους οι αμαξάδες, παραχώρησαν τη θέση τους στους μηχανικούς ίππους των αυτοκινήτων. Πολλές από τις πιάτσες καταργήθηκαν στο κέντρο της πρωτεύουσας, για λόγους κυκλοφοριακούς. Τα μόνιππα περιορίστηκαν σε απόμερες γωνιές της πόλης. Οι επαγγελματίες παράτησαν τις σούστες και τα κάρα κι απόχτησαν τα νέα τροχοφόρα, που άρχισαν από τότε να κάνουν δύσκολη τη ζωή των Αθηναίων. Το ίδιο περιορίστηκαν και τα πεταλωτήρια, τα σανοπωλεία και τα αμαξοποιεία. Τραβήχτηκαν έξω από την πόλη προς την οδό Πειραιώς και την περιοχή του Ρουφ. Πολλοί έμειναν χωρίς δουλειά. Μερικοί αμαξάδες άφησαν τα γκέμια και το καμουτσίκι κι έπιασαν το τιμόνι του αυτοκινήτου. Το έκαναν αυτό οι νεότεροι, ενώ οι πιο παλιοί έμειναν με τις αναμνήσεις τους και αρκετοί χωρίς ψωμί. Ο λεγόμενος πολιτισμός ξερίζωνε μια ακόμη από τις αθηναϊκές γραφικότητες».


Επιμέλεια:
Ελένη ΑΡΓΥΡΙΟΥ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟ
Τσαλακωμένα χρόνια...

Οχι. Δεν πρόκειται για σκηνή κάποιας κινηματογραφικής ταινίας. Είναι πραγματική σκηνή από τις συνθήκες εργασίας στη σημερινή «ελεύθερη» Ρωσία...



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ