Οι άδειες μηχανές είναι ό,τι απέμεινε από τη βιοτεχνική γειτονιά του Ψυρρή |
Οι δεκάδες μικρές βιοτεχνίες, μέχρι πριν λίγα χρόνια, ήταν σημείο αναφοράς για μια περιοχή που έσφυζε από ζωή και οικονομική δραστηριότητα. Ομως, πριν από περίπου δέκα χρόνια, οι βιοτεχνίες εκδιώχθηκαν και έκλεισαν, αφού δε δόθηκαν «κίνητρα» να πάνε πουθενά, οι μόνιμοι κάτοικοι ξεσπιτώθηκαν και στη θέση τους ήρθαν νυχτερινά κέντρα διασκέδασης. Η γειτονιά άλλαξε ριζικά χαρακτήρα.
«Μέχρι και πριν από δέκα χρόνια», μας λέει η Βούλα Ασημακοπούλου, η οποία για δεκαετίες είχε βιοτεχνία στην περιοχή, «υπήρχαν δεκάδες βιοτεχνίες: Φασόν, κουμποτρυπάδικα, τσαντάδικα, τσαγκαράδικα, πλεκτήρια, σιδεράδικα, είδη εξοπλισμού βιοτεχνίας κλπ. Παράλληλα, όμως, ήταν και τόπος κατοικίας, αφού οι ασχολίες αυτές δεν ενοχλούσαν. Σήμερα, έχει γίνει μια απέραντη διασκεδαστούπολη»...
Η βιτρίνα του Ψυρρή «αναβαθμίστηκε». Ομως, κάτοικοι και παραδοσιακές βιοτεχνίες εκδιώχθηκαν |
Φτάνουμε στην οδό Αισχύλου. Εκεί συναντούμε τον Σπύρο Γουλή. Από το 1960 βρίσκεται στην περιοχή και διατηρεί κατάστημα με τσάντες. «Μέχρι τις αρχές του '90 - μας λέει - οι δουλιές πήγαιναν σχετικά καλά. Υπήρχε μεγάλη άνθηση στο επάγγελμα. Εδώ είχαμε μια μικρή βιοτεχνία και απασχολούσαμε περίπου 40 εργαζόμενους. Αργότερα, δεν μπορούσαμε να ανταπεξέλθουμε οικονομικά. Το επάγγελμα πέρασε σε κρίση. Αρχισε και η λεγόμενη "ανάπλαση". Πολλοί από τους βιοτέχνες εκδιώχθηκαν».
Προχωράμε στα σοκάκια. Η κατάσταση που συναντούμε είναι δραματική. Μας «συνοδεύουν» σκουπίδια και βρώμα σε κάθε βήμα που κάνουμε. Οι κάδοι είναι γεμάτοι με σκουπίδια από τα νυχτερινά μαγαζιά. Μέχρι το βράδυ θα έχουν καθαριστεί για να ξαναγεμίσουν από τις «εργασίες» των νυχτερινών καταστημάτων.
Και όμως, αυτός ο... θερμοσίφωνας είναι κεραία κινητής τηλεφωνίας! |
Στη γειτονιά του Ψυρρή, όπως μας εξηγεί, υπήρχαν πάνω από 400 βιοτεχνίες συνολικά, από τις οποίες πάνω από 250 ήταν τσαγκαράδικα και 100 με ρούχα. Ελάχιστες έχουν απομείνει. «Σήμερα, ίσα που βγαίνει το μεροκάματο. Είμαστε αναγκασμένοι - συνεχίζει - να κρατήσουμε τις τιμές πολύ χαμηλές και την ποιότητα υψηλή, για να ανταγωνιστούμε τις μεγάλες βιομηχανίες. Αυτό όμως δεν είναι καθόλου εύκολο».