Αφορμή για τη δημιουργία της αποτέλεσε η μεγάλη συναυλία τιμής στο έργο του μεγάλου συνθέτη, με τίτλο «Κοντά σας όλη μου η ζωή», που διοργανώνεται από την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ και την οικογένεια του Μίκη Θεοδωράκη, φέτος που συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννησή του. Η συναυλία θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 25 Ιούνη στις 8 μ.μ. στο Παναθηναϊκό Στάδιο (Καλλιμάρμαρο).
Ερμηνεύουν (με αλφαβητική σειρά) οι: Γεράσιμος Ανδρεάτος, Ρίτα Αντωνοπούλου, Γλυκερία, Παντελής Θαλασσινός, Αγγελος Θεοδωράκης, Βιολέτα Ικαρη, Βασίλης Λέκκας, Κώστας Μακεδόνας, Μανώλης Μητσιάς, Δημήτρης Μπάσης, Γιώτα Νέγκα, Γιώργος Νταλάρας, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Μίλτος Πασχαλίδης, Παναγιώτης Πετράκης, Αλκηστις Πρωτοψάλτη, Αγγελική Τουμπανάκη, Κώστας Τριανταφυλλίδης, Διονύσης Τσακνής, Τάνια Τσανακλίδου, Μαρία Φαραντούρη, «Κοινοί Θνητοί».
Για το έργο, την προσφορά και τους αγώνες του θα μιλήσει ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας.
Η ιστοσελίδα χωρίζεται σε 4 βασικές ενότητες.
Υπάρχει το χρονολόγιο που εστιάζει στις σημαντικότερες στιγμές της ζωής του συνθέτη από το 1925 μέχρι και το 2021, διατρέχοντας όμως παράλληλα και σημαντικά σημεία της εργογραφίας του. Κάθε περίοδος ντύνεται με σπάνιες φωτογραφίες του συνθέτη και αποτελεί μια εισαγωγή στα εκτενή αφιερώματα που θα ακολουθήσουν τόσο στον «Ριζοσπάστη» όσο και στο portal «902.gr».
Στην ενότητα «Αφιερώματα» θα ανεβαίνουν κείμενα που θα διατρέχουν τη ζωή και το έργο του συνθέτη. Ηδη έχουν αναρτηθεί αφιερώματα για τη ζωή και το έργο του συνθέτη μέσα από δικά του λόγια, στη δράση του την περίοδο της Κατοχής και του Δεκέμβρη, καθώς και σε μια ξεχωριστή πτυχή της δημιουργίας του, που είναι η στιχουργική.
Το ενδιαφέρον του επισκέπτη τραβάει το hashtag #mikis100 που περιλαμβάνει ένα ενδιαφέρον οπτικοακουστικό υλικό.
Ακόμα, υπάρχει ξεχωριστή ενότητα για τις μικρότερες ηλικίες, η οποία περιλαμβάνει πρωτότυπες εικονογραφημένες ιστορίες του Κωνσταντίνου Ρουγγέρη που φωτίζουν κάποιες ξεχωριστές στιγμές από τη ζωή του σπουδαίου μουσικοσυνθέτη και το δωρεάν αφιέρωμα (σε μορφή ebook) του αγαπημένου περιοδικού «κόκκινο Αερόστατο» για μαθητές Δημοτικού και Γυμνασίου. Μέσα από τις 36 σελίδες του, νέοι και νέες όλων των ηλικιών θα έρθουν σε επαφή με βασικούς σταθμούς της ζωής του μεγάλου μας μουσικοσυνθέτη που διαμόρφωσαν τη μουσική του ιδιοφυία και καθόρισαν την προσωπικότητά του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ιστοσελίδα θα ανανεώνεται διαρκώς έως τις 25 Ιουνίου με αρχειακό υλικό, αφιερώματα, θεματικές εκπομπές - podcasts, video.
Τέλος, μέσω της ιστοσελίδας ο επισκέπτης μπορεί να αγοράσει εισιτήρια για τη μεγάλη συναυλία αφού η ηλεκτρονική προπώληση έχει ήδη ανοίξει από την ticketservices.gr, ενώ εισιτήρια διατίθενται και από τις Οργανώσεις Αττικής του ΚΚΕ και της ΚΝΕ.
Με αφορμή την επέτειο των 80 χρόνων από τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών παρουσιάζει στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, το Σάββατο 3 Μάη, στις 20.30, ένα μουσικό αφιέρωμα μνήμης και στοχασμού, υπό τη διεύθυνση του διακεκριμένου μαέστρου και καλλιτεχνικού διευθυντή της, Βύρωνα Φιδετζή. Συμμετέχει η διεθνούς φήμης υψίφωνος Μυρτώ Παπαθανασίου.
Η συναυλία περιλαμβάνει έργα που γράφτηκαν εν μέσω του πολέμου ή στη σκιά του, μουσικές σελίδες που δεν αφηγούνται απλώς γεγονότα, αλλά αποτυπώνουν τον ανθρώπινο πόνο, την αντίσταση, τη μοναξιά, την απώλεια και τελικά την ελπίδα.
Το «Επικό Τραγούδι» του Θεόδωρου Καρυωτάκη, γραμμένο το 1944, αποτελεί μια συμφωνική εικόνα αφιερωμένη «στη μνήμη των ηρωικών νεκρών του ελληνικού λαού», φέρνοντας στο προσκήνιο τη θυσία και την αξιοπρέπεια του αντιστασιακού αγώνα.
Στην ίδια περίοδο, το 1943, ο Τσέχος συνθέτης Μπόχουσλαβ Μάρτινου, συγκλονισμένος από την εξόντωση του χωριού Λίντιτσε από τους ναζί, συνθέτει το συμφωνικό ποίημα «Μνημείο στο Λίντιτσε».
Μέσα στην ελληνική Κατοχή, ο Μανώλης Καλομοίρης μελοποιεί ποιήματα του Κωστή Παλαμά, στον κύκλο τραγουδιών «Πολιτεία και Μοναξιά», ο οποίος παρουσιάζεται για πρώτη φορά στις 27 Φεβρουαρίου 1944, ακριβώς έναν χρόνο μετά τον θάνατο του εθνικού ποιητή.
Ξεχωριστό κομμάτι στο πρόγραμμα της συναυλίας είναι το Κουαρτέτο Εγχόρδων σε ντο ελάσσονα, έργο υπ' αριθμ. 8, αφιερωμένο «στη μνήμη των θυμάτων του φασισμού και του πολέμου», του Σοβιετικού συνθέτη Ντμίτρι Σοστακόβιτς, που έγραψε το 1960. Το έργο, βαθιά προσωπικό και σπαρακτικό, αποκτά μια νέα διάσταση μέσα από τη μεταγραφή του για μικρό ορχηστρικό σύνολο από τον Κώστα Νικήτα, εκδοχή που θα παρουσιαστεί στη συναυλία.
Το πρόγραμμα ολοκληρώνεται με μια σύνθεση που, παρότι αρχικά είχε εκπαιδευτικό χαρακτήρα, κατέληξε να γίνει σύμβολο ελπίδας και δημιουργίας: Οι «Παραλλαγές και Φούγκα πάνω σε ένα θέμα του Πέρσελ» του Μπέντζαμιν Μπρίττεν, γνωστές και ως The Young Person's Guide to the Orchestra, γραμμένες το 1945, λίγο πριν το τέλος του πολέμου. Το έργο ξεπερνά τον διδακτικό του σκοπό, αποτελώντας ένα λαμπρό παράδειγμα του πώς η μουσική μπορεί να μεταδώσει χαρά και φως σε σκοτεινούς καιρούς.
Σε Ικαρία και Μακρόνησο
Στο 401 μετά τον βασανισμό του στη Μακρόνησο |
Πράγματι, τα λόγια αυτά του Μίκη Θεοδωράκη, στην τελετή απονομής του Βραβείου Λένιν, συμπυκνώνουν την αντίληψή του για τον ρόλο της Τέχνης και του καλλιτέχνη. Και αυτή του την αντίληψη την έκανε πράξη. Ποτέ δεν ενατένισε τη ζωή από μακριά. Ηταν κομμάτι του λαού μας, για αυτό και κατόρθωσε να χωρέσει στο μεγαλειώδες έργο του όλο το έπος της πάλης του.
Με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννησή του που θα γιορταστούν στο Καλλιμάρμαρο με μια μοναδική συναυλία, θα προσπαθήσουμε να «φωτίσουμε» μεγάλες στιγμές αυτής της συγκλονιστικής, δημιουργικής πορείας.
Βρισκόμαστε στα 1947. Ο αγώνας του ΔΣΕ έχει ξεκινήσει. Η βία και η τρομοκρατία μεγαλώνει στις πόλεις. Ο Μίκης, φοιτητής στο Ωδείο και στέλεχος της ΕΠΟΝ, βρίσκεται στη δίνη των καιρών. «Μέσα από τις σκέψεις και τα ποιήματα, εγώ προετοίμαζα να σταθώ πάνω από τη λίμνη του αίματος, προκειμένου να δω το πρόσωπό μου. Να είμαι, δηλαδή, εγώ ο ίδιος και όχι ένας άλλος. Κάθε εποχή έχει φυσικά το δικό της τίμημα. Θα σου ζητούν πάντα να σταυρωθείς και να αναστηθείς. Ομως, εκείνον τον καιρό, ναι - ο μόνος τρόπος να μείνεις πιστός στον εαυτό σου ήταν να διαλυθείς μέσα στους άλλους, που εκείνη τη στιγμή το 'παιζαν κορόνα γράμματα με την ιστορία... Η απόφαση που παίρνεις εσύ ο ίδιος σε εκσφενδονίζει στο κέντρο του ηφαιστείου. Γίνεσαι τότε ένα με τη λάβα. Κι αν επιζήσεις, τότε θα έχεις πολλά και σημαντικά να διηγηθείς στους ανθρώπους...». Γράφει ο ίδιος στους «Δρόμους του Αρχαγγέλου», προσπαθώντας να περιγράψει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του λίγο πριν συλληφθεί και εξοριστεί στην Ικαρία και στη συνέχεια στη Μακρόνησο.
Στην Ικαρία |
Κάποια από τα έργα εκείνης της περιόδου θα παρουσιαστούν μετά από χρόνια, ενώ άλλα θα ολοκληρωθούν στην εξορία... Χαρακτηριστικό είναι το Εργο 7 «Θέματα και Κύκλοι». Στο τέλος της παρτιτούρας οι τόποι σύνθεσης του έργου είναι: Νέα Σμύρνη, Αθήνα, Τρίτος Κλωβός - Σκηνή Ε5 στο Μακρονήσι, 401 - Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Αλλωστε, ο Μίκης στις δύσκολες στιγμές πάντα απαντούσε με δημιουργία.
Ιούλης 1947. Συλλαμβάνουν τον Μίκη από το σπίτι του, όπως και χιλιάδες άλλους. Τους συγκεντρώνουν στον Πειραιά και τους φορτώνουν σε καράβια.
«Μέσα στη θάλασσα αρχίζουμε το τραγούδι. "Ο φασισμός δουλώνει την πατρίδα, μας υποβάλλει σ' εξευτελισμούς"... Στο διπλανό πλεούμενο οι άλλοι: "Τα κεφάλια σας θα πέσουν απ' τ' αντάρτικο σπαθί". Καθώς ο ήλιος χρύσιζε τα νερά του Σαρωνικού, ο Πειραιάς ξυπνούσε με τα τραγούδια μας. Κανείς μας δεν ρώτησε: "Πού μας πάνε;". Εκείνο που βάραινε ήταν ότι ήμασταν μαζί. Εκατοντάδες. Χιλιάδες. Και γύρω μας, στα σιωπηλά σπίτια του Πειραιά πίσω από τα παραθυρόφυλλα, ήταν ο λαός. Ο δικός μας λαός».
«Η ζωή μας είχε γοργό ρυθμό. Γιατί οι απαιτήσεις από τη συμβίωση σε ομάδα είναι μεγάλες. Πρώτα πρώτα οι προσωπικές ανάγκες. Να πλύνουμε τα ρούχα και τις κάλτσες. Να τα καρικώσουμε. Να τα σιδερώσουμε. Να διαβάσει ο καθένας το βιβλίο του και τα μαθήματά του. Να γράψει την αλληλογραφία του. Μετά ήταν οι δουλειές του θαλάμου. Ο καθένας στη βάρδιά του έπαιρνε μέρος στην καθαριότητα... Στη συγκέντρωση καυσόξυλων για τον χειμώνα κάναμε διαγωνισμό... Αλλοι πάλι τα έκοβαν στο δάσος. Το κουβάλημα του νερού από την πηγή. Μετά έρχονταν οι δουλειές της ομάδας. Υπηρεσία στα μαγειριά. Μεταφορά τροφίμων από τον Χριστό... Οι ειδικότητες δούλευαν στα συνεργεία. Κι όλοι έπαιρναν μέρος στα μαθήματα και την ψυχαγωγία... Εγώ, εκτός απ' όλα αυτά, είχα και την κομματική οργάνωση. Συνεδριάζαμε στα πιο απίθανα μέρη, γιατί δεν ξέραμε πού βρίσκεται το μάτι της ασφάλειας».
1949, φεύγοντας από τη Μακρόνησο |
Στην Ικαρία γράφει και δυο τραγούδια που θα περιληφθούν δεκαετίες αργότερα στον δίσκο «Της εξορίας», με ερμηνευτή τον Β. Παπακωνσταντίνου. Πρόκειται για το «Θάλασσες μας ζώνουν» και το «Χτύπα Χτύπα».
Το πρώτο το έγραψαν ομαδικά στον θάλαμο. «Λέω τον πρώτο στίχο, για να κινήσω τη μηχανή... Ο καθένας έβρισκε κι έναν στίχο και στο τέλος διαλέγαμε τον καλύτερο. Την άλλη μέρα πήρα τους στίχους και πήγα στον βράχο. Το βράδυ τους τραγούδησα το νέο μου τραγούδι. Το μάθαμε τόσο ωραία - με τριφωνίες - που βγήκαμε στην αυλή που δέσποζε πάνω από τη χαράδρα και το τραγουδούσαμε δυνατά, να μας ακούσουν και οι άλλοι...».
Σ' άγριους βράχους πάνω τα νιάτα μας φρουρούν
στείλαν του λαού μας
τ' άξια τα παιδιά
για να τα λυγίσουν σε δεσμά βαριά...
Το «Χτύπα Χτύπα» το έγραψε στη δεύτερη εξορία του στην Ικαρία, το 1948. Παρά τις δυσκολίες και τα χτυπήματα, και σε αυτό το τραγούδι ο Μίκης διατρανώνει την πίστη του για τη νέα ζωή που θα έρθει. Φανερώνει την αντοχή του ανθρώπου που παλεύει για έναν ανώτερο σκοπό.
«Κανείς πια δεν μπορεί να διανοηθεί πόσο δυνατός μπορεί να αισθάνεται και να είναι ένας κυνηγημένος άνθρωπος εκείνου του καιρού», γράφει ο ίδιος σημειώνοντας με τι σπουδή προσπαθούσε να τελειοποιήσει την τεχνική του στη μουσική σύνθεση. «Το συμφωνικό έργο το βγαλμένο μέσα από τα έγκατα της ψυχής, εκείνης της εποχής, θα γινότανε, έτσι πίστευα, ένα από τα κεντρικά στηρίγματα του νέου ανθρώπου. Ασφαλώς σε αυτό με επηρέασε ο Σοστακόβιτς, που οι Συμφωνίες του συμβόλιζαν μέσα μου τη σοβιετική κοινωνία. Το αύριο το δικό μας... Ο νους μου έτρεχε στη νέα Ελλάδα και τη νέα μουσική. Τότε, έβρισκα νοερώς πολλά από τα θέματα της "Συμφωνίας σε τρία μέρη", που την είχα βάλει μπροστά. Αυτό το κλίμα της ανασφάλειας και της πίστης για την τελική νίκη είχε αρχίσει να γίνεται ένα απαραίτητο πλαίσιο για να δουλεύω στη σκέψη μου τη μουσική εκείνου του καιρού. Απόδειξη, οι παρτιτούρες και τα αμέτρητα μουσικά σχέδια αυτής της περιόδου».
Με συνεξόριστούς του στην Ικαρία |
«Το πλοίο είχε ακινητοποιηθεί. Μια περίεργη ησυχία μας έκανε να κοιταζόμαστε στα μάτια. Πέρασε μισή ώρα. Ημαστε όλοι όρθιοι και περιμέναμε. Τέλος, άνοιξε η πόρτα της σκάλας. "Ανεβαίνετε ένας ένας"... Βγαίνω στην κουβέρτα. Εξω είναι νύχτα. Απέναντί μας, στα διακόσια μέτρα, στεριά. Εχει ένα πλάτος περίπου 100 μέτρα και μετά ανυψώνεται σε λόφους, που καταλήγουν σε βουνό, όχι ψηλότερο από 100 μέτρα. Ομως το μάτι αιχμαλωτίζεται από τις φωτιές που βγαίνουν, μάλλον, από βαρέλια τοποθετημένα σε σειρές. Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο νου ήταν κάποια σκηνή από το καθαρτήριο, την κόλαση, όπως την έχει πλάσει η λαϊκή φαντασία... Αποφεύγαμε να δούμε τον διπλανό μας, για να μη μαντέψει τη σκέψη μας... Ενας ένας πηδούσε στο νερό που μας έφτανε ως τα γόνατα...
Χωροφύλακες με τα όπλα αναρτημένα στον ώμο μας δείχνανε ποια κατεύθυνση θα έπρεπε να πάρουμε. Είδαμε ένα μεγάλο κτίριο, δίπλα στη θάλασσα. Μπροστά του μια τσιμεντένια εξέδρα... Εκεί μπροστά σταθήκαμε. Πάνω απ' το βουνό άρχισε να ροδίζει. Ολα ήταν ήρεμα, βυθισμένα στη σιωπή. Οταν φώτισε, φάνηκαν ξαφνικά μπροστά μας, όπως όταν εμφανίζεις φιλμ και η εικόνα προβάλλει αιφνίδια, οι σκηνές. Ωστε, βρισκόμαστε στο Μακρονήσι...».
Μαζί με μία ομάδα 300 κρατουμένων της κλάσης του 1946-1947, βασανίζονται φρικτά προκειμένου να υπογράψουν δήλωση μετανοίας. «"Κουράγιο παιδιά. Σε μας έλαχε ο κλήρος. Μείνετε όρθιοι". Ηταν κι αυτό μια άποψη. Οτι, δηλαδή, αυτήν τη στιγμή είσαι πρωτοπορία. Από τη δική σου στάση εξαρτώνται πολλά. Αν σπάσεις εύκολα, ανοίγεις τον δρόμο και για τους άλλους. Ο αντίπαλος για να σε διαλέξει, σημαίνει ότι σε υπολογίζει. Πρόσωπο με πρόσωπο θα δώσεις τη μάχη...», γράφει για τις σκέψεις που έκαναν εκείνη την ώρα, όταν έβγαιναν από το σύρμα και φορτωμένοι έπαιρναν το μονοπάτι για τον Αη Γιώργη.
Βασανίζονται σε διάφορα σημεία μέχρι να συγκεντρωθούν στη χαράδρα, ζητώντας τους να υπογράψουν ξανά και ξανά: «Ναι στο έθνος, ναι στον βασιλιά, όχι στους Βούλγαρους, όχι στον κομμουνισμό» και θα πάνε σπίτια τους... «Ημουν πάντα όρθιος και έβλεπα τι γίνεται γύρω μου. Εβλεπα ανοιγμένα κρανία, ματωμένα γεννητικά όργανα, παραμορφωμένα πρόσωπα. Και δυστυχώς άκουγα. Αυτό με βασάνιζε πάνω απ' όλα. Τα θύματα βγάζανε γοερές κραυγές. Σαν ζώα που τα σφάζουν. Το ίδιο σκούζανε και οι θύτες. Βλαστήμαγαν, βρίζανε, προστάζανε. Ξευτελίζανε με τις χυδαίες τους λέξεις την ανθρώπινη φύση».
Ο Θεοδωράκης μεταφέρεται στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Θα σωθεί χάρη στη μεσολάβηση του πατέρα του, αλλά και θα βασανιστεί ξανά μέσα στο νοσοκομείο. Θα παραμείνει εκεί μέχρι τον Μάιο, οπότε επιστρέφει στη Μακρόνησο. «Πλησιάζοντας στην προκυμαία, έπεσε απότομα μέσα στο βλέμμα μου η σκιά του νησιού... Αντανακλαστικά, με πιάσανε παντού οι παντοτινοί μου πόνοι. Είπα μέσα μου: "Θα γράψω ένα τερατώδες συμφωνικό έργο. Να το ακούν οι άνθρωποι και να ιδρώνουν από την αγωνία". "Ομως με τι ήχους", σκέφτηκα. "Χωρίς ήχους", απάντησα. "Δεν υπάρχουν ήχοι για ένα τέτοιο έργο...". Εμεινα λοιπόν σύμφωνος με τον εαυτό μου, να φτιάξω το απραγματοποίητο. Είδα πως βρήκα επιτέλους την αντιστοιχία με την πραγματικότητα και χάρηκα». Βασανίζεται ξανά.
Στη Μακρόνησο ολοκληρώνει τον κύκλο τραγουδιών «Ερως και Θάνατος» και το συμφωνικό έργο «Ελεγείο και Θρήνος για τον Βασίλη Ζάνο», που είχε ξεκινήσει να το γράφει από την Ικαρία. «Για το έργο αυτό έχω τις πιο αντίθετες ιδέες. Αλλοτε νομίζω πως έφτιαξα ένα αριστούργημα κι άλλοτε πως έκανα μια αποτυχημένη απόπειρα για κάτι καινούργιο. Γιατί είναι αναμφισβήτητο πως δούλεψα, έχοντας μπροστά μου μια δική μου άγνωστη περιοχή. Ετσι φυλάω την ακρόασή του σαν την πιο βαθιά και μυστική επιθυμία μου - και διόλου δεν βιάζομαι - γιατί θα 'θελα να μείνω στη μαγεία αυτής της αμφιβολίας για όσον καιρό μπορώ πιο πολύ». Το έργο παρουσιάζεται τρία χρόνια αργότερα από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών.
Ο Θεοδωράκης, σχεδόν ανάπηρος πια, απολύεται από τη Μακρόνησο και επιστρέφει στην Αθήνα. «Ετσι βρέθηκα ένα πρωινό μέσα στο καΐκι που θα με περνούσε απέναντι. Στάθηκα όρθιος έτσι που η πλάτη μου να σφραγίζει μια για πάντα το καταραμένο νησί. Το μέτωπο στητό προς Λαύριο. Αν και είχαμε κύμα κι έχανα την ισορροπία μου, είχα αποφασίσει να μην ξανακοιτάξω ποτέ πια το Μακρονήσι». Την επόμενη μέρα ταξιδεύει για την Κρήτη, προσπαθώντας να γιατρέψει τις πληγές του. Είναι η πρώτη φορά που θα δει τον τόπο του... Είναι, μόλις, 24 χρονών...
Το β' μέρος της συνέντευξης με τον συνθέτη, στιχουργό και εικαστικό
Σχολιάζοντας τις πολιτικές εξελίξεις, προτρέπει σ' έναν συλλογικό και ενιαίο αγώνα ενάντια σε κάθε τι που μας στερεί το οξυγόνο στη δουλειά, στην κοινωνία, στην οικογένεια. Τονίζει πως «αν δεν το συνειδητοποιήσουμε και δεν αντιδράσουμε άμεσα, δεν θα έχουμε οξυγόνο ούτε στη ζωή μας».
***
-- Αληθεύει πως από τα πρώτα χρόνια της δισκογραφίας του ο Απόστολος Καλδάρας απαίτησε και κατάφερε να αναγράφεται και το όνομα του συνθέτη στους δίσκους;
Φυσικά. Μέχρι τότε υπήρχε γραμμένο μόνο το όνομα του τραγουδιστή, του ενορχηστρωτή και φυσικά της εταιρείας. Ενας αγώνας απέναντι στις εταιρείες, ο οποίος δεν σταμάτησε ποτέ. Αλλά και προς τους συνεργάτες του ήταν δίκαιος και αλληλέγγυος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, της οποίας τα τραγούδια τα αγόραζαν από 100 δραχμές, μέχρι ένα πεντακοσάρικο αργότερα. Ο Απόστολος αρνήθηκε να πράξει το ίδιο και της επέβαλε να παίρνει πνευματικά δικαιώματα και φυσικά να αναγράφεται το όνομά της στους δίσκους. Ετσι έγραψαν τεράστιες επιτυχίες, κλασικά τραγούδια, η γιαγιά Ευτυχία έμεινε στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού και στον πατέρα μου έμεινε το γλυκό πείραγμά της. Τον αποκαλούσε «τσιγκούνη βλάχο», επειδή δεν ενέδωσε στην αγορά και στο ξεπούλημα των στίχων της!
-- Υπήρξε όμως κι ένας από τους ιδρυτές του πρώτου Σωματείου Συνθετών / Στιχουργών και δικαιούχων πνευματικών δικαιωμάτων στην Ελλάδα, της ΕΜΣΕ.
Ο συνεχής πόλεμος με τη ληστρική ΑΕΠΙ, που είχε το μονοπώλιο και ήταν κράτος εν κράτει, αλλά και με τις δισκογραφικές εταιρείες για τα πνευματικά δικαιώματα καθώς και για τα καθαρά επαγγελματικά δικαιώματα (ανύπαρκτη σύνταξη, ασφάλεια, ένσημα κ.λπ.), ήταν ιδιαίτερα επιζήμιος για τη δουλειά του, αλλά εκείνος ήταν αποφασισμένος και παρέμεινε ανυποχώρητος αγωνιστής.
Θα προσέθετα και το star system, το οποίο ήταν ενάντια στη δύναμη των δημιουργών, αφού δεν μπορούσε να τους ελέγξει.
Εχω όμως κι εγώ ένα ερώτημα:
- Εάν μουσικά «γεννιόντουσαν» σήμερα οι μεγάλοι μας δημιουργοί, όπως οι Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Λοΐζος, Μαρκόπουλος, Μικρούτσικος, Κουγιουμτζής, Ξαρχάκος και μαζί με αυτούς οι Καλδάρας, Τσιτσάνης, Βαμβακάρης, Παπαγιαννοπούλου, Γκάτσος και τόσοι άλλοι τεράστιοι συνθέτες και στιχουργοί, θα είχαν την ελάχιστη δυνατότητα δημιουργίας των έργων τους, που έχτισαν για δεκαετίες την Τέχνη και τον Πολιτισμό μας;
-- Ποιες θεωρείς πως ήταν οι τρεις περίοδοι δημιουργίας που σημάδεψαν το έργο του;
Ηχογραφείται το πρώτο του τραγούδι το 1946, «Ο Σεργιάνης» («Μάγκας βγήκε για σεργιάνι»), με τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Στελάκη Περπινιάδη με την επιμέλεια του Βασίλη Τσιτσάνη.
Παράλληλα με την εξέλιξή του στα «παλκοσένικα» των οικογενειακών μαγαζιών, ηχογραφεί το 1947 το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» με την Στέλλα Χασκίλ.
Η μία επιτυχία διαδέχεται την άλλη, «Εβίβα Ρεμπέτες», «Σ' ένα βράχο φαγωμένο» κ.λπ. και ο Απόστολος γίνεται περιζήτητος στα μαγαζιά και τις δισκογραφικές εταιρείες.
Γράφει στηριζόμενος στο ταλέντο του, αλλά και στις γνώσεις του στους βυζαντινούς μουσικούς δρόμους, τους οποίους χειρίζεται με μοναδικό τρόπο. Τα τραγούδια του, χωρίς να χάνουν από την ποιότητά τους, γίνονται μεγάλες εμπορικές επιτυχίες. Μέχρι σήμερα είναι απαραίτητα σε κάθε πρόγραμμα ή συναυλία που σκοπεύει στην πραγματική διασκέδαση.
Οι συνεργασίες του πολλές και σημαντικές. Παγιουμτζής, Νίνου, Λύδια, Π. Πάνου, Καζαντζίδης, Γαβαλάς, Μπιθικώτσης και τόσοι άλλοι.
-- Εγραφε όμως και στίχους σε πολλά τραγούδια..
Βέβαια. Εγραψε εκτός από το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», το «Σ' ένα βράχο φαγωμένο» (στίχο που επαίνεσε κι ο ίδιος ο Κώστας Βάρναλης), το «Συ μου χάραξες πορεία» και άλλα. Σημαντικές και οι συνεργασίες του και με άλλους στιχουργούς όπως οι Βασιλειάδης ή «Τσάντας», Βίρβος, Παπαγιαννοπούλου κ.ά. Η παρουσία του στους χώρους της νυχτερινής διασκέδασης σταματά κοντά στα 1964. Αιτία είναι η απώλεια της αγαπημένης 11χρονης κόρης του. Με την απουσία αυτή, ανοίγεται ο δρόμος για να διοχετεύσει όλη του την ευαισθησία σε νέα τραγούδια, αγγίζοντας με πιο λυρικό τρόπο τις καρδιές των Ελλήνων.
Ναι. Από το 1964 μέχρι το 1972 κυριαρχούν τραγούδια του όπως:
«Ενα αστέρι πέφτει - πέφτει», «Μην τα φιλάς τα μάτια μου», «Δεν ξέρω πόσο σ' αγαπώ» με Μοσχολιού, το «Πετραδάκι - Πετραδάκι» με Μενιδιάτη, το «Ονειρο απατηλό» με Κόκοτα και βέβαια με Καζαντζίδη ξανά και «Αλλοτινές μου εποχές», «Πυρετός», «Στο τραπέζι που τα πίνω» κ.λπ. Προς το τέλος αυτής της περιόδου νέοι τραγουδιστές αναδεικνύονται μέσα από το έργο του, όπως ο Γιώργος Νταλάρας που τραγουδά τη «Φαντασία», ο Γιάννης Πάριος με το «Πετροβολούσα τη ζωή» και πολλοί άλλοι. Είναι σημαντική η μουσική παρουσία του στον ελληνικό κινηματογράφο. Γράφει μουσική και τραγούδια για 12 ταινίες στην «χρυσή εποχή» του ελληνικού κινηματογράφου, βασικά για την «ΚΛΑΚ Φιλμς», του συμπατριώτη του Απόστολου Τεγόπουλου, με ερμηνευτή τον μόνιμο πρωταγωνιστή του Νίκο Ξανθόπουλο, αλλά και με συνεργάτες του τραγουδιστές όπως οι Μπιθικώτσης, Πάνου, Μοσχολιού, Μενιδιάτης, Γαβαλάς κ.ά.
Χρησιμοποιεί πνευστά στο λαϊκό τραγούδι και ιδιαίτερα το φλάουτο, δημιουργώντας νέους ήχους στην ενορχήστρωση. Συμβαδίζει και πολλές φορές πρωτοπορεί σε αυτό που αργότερα θα ονομαστεί «έντεχνο» τραγούδι. Ετσι, βλέπουμε την εξέλιξη, τη διαφορετικότητα, την ανησυχία του, αλλά και τον καινούργιο τρόπο να εκφράσει τα βαθιά του συναισθήματα χωρίς όμως ποτέ να μην ξεχνάει ότι «αυτή είναι η δουλειά του».
Τότε σε συνεργασία με τον φίλο του στιχουργό Πυθαγόρα δημιουργούν το πιο επιτυχημένο έργο σε Ελλάδα και εξωτερικό, τη «Μικρά Ασία», που εξέφραζε τις βαθιές δημοκρατικές του ιδέες για την κοινωνία μας. Ενα έργο σταθμό στον ελληνικό πολιτισμό και μαζί με τον «Βυζαντινό Εσπερινό» σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου, αποτελούν δύο από τις κορυφαίες στιγμές του ελληνικού τραγουδιού.
Σ΄ αυτές μιλάνε για την ενότητα και την αγάπη των λαών, τον πόνο της προσφυγιάς και τα όνειρα του απλού κόσμου. Παράλληλα, προσφέρει αναγνώριση και καθιέρωση σε δύο σπουδαίους τραγουδιστές, τον Γ. Νταλάρα και την Χάρις Αλεξίου, που ξεκινούσαν τα πρώτα τους βήματα.
Στις τελευταίες του δουλειές συνεργάζεται με νέους τραγουδιστές και πάλι, και εκδίδει τις «Μπαλάντες του Περιθωρίου» στον «Σείριο» του Μάνου Χατζιδάκι.
-- Ποιος ήταν ο ρόλος της μητέρας σου, της Λούλας, στο καλλιτεχνικό του έργο; Ισχύει ότι ήταν ο μεγάλος κριτής του Καλδάρα;
Η Λούλα (Σταυρούλα Καλδάρα το γένος Μαράβα) ήταν το μεγαλύτερο κεφάλαιο στη ζωή, στην καρδιά και στην πορεία του Απόστολου. Γνωρίστηκαν όταν ήταν νεαρός και εκείνη κοριτσάκι του Δημοτικού. Η μάνα μου έλεγε πως ήξερε πολύ καλά ότι αυτόν θα παντρευτεί. Αυτή η αποφασιστικότητα σε συνδυασμό με το ένστικτο, την ακολούθησαν σε όλη της τη ζωή. Προστάτευε τον Απόστολο από την ανασφάλεια της δημιουργίας, έμπαινε μπροστά όταν εκείνος δίσταζε, ήταν η έμπνευσή του, αλλά και ο τελικός κριτής των τραγουδιών του.
--Εχω ακούσει για πρόβες - πάρτι στο σπίτι σας...
Πάντα οι πρόβες στο σπίτι ήταν κάτι παραπάνω από απολαυστικές, όπως και οι πρώτες ακροάσεις των τραγουδιών του Απόστολου, μια κιθάρα - δύο φωνές. Η μητέρα μου είχε εξαίρετη φωνή (κοντράλτα) και σχεδόν πάντα συνόδευε τον πατέρα μου στις ακροάσεις στο σπίτι, φυσικά πάντα με τη συνοδεία των υπέροχων γεύσεων που ετοίμαζε. Αυτός ήταν ένας από τους σοβαρότερους λόγους για «σπιτικές» πρόβες - γιορτές.
Η φιλοξενία της οικογένειάς μου ήταν ξακουστή και σε αυτό τον πρώτο λόγο έπαιζε η Λούλα.
Η μάνα μου «έφυγε» τον Μάρτη του ΄11. Εζησε δυνατή, δραστήρια αλλά και μόνη για περισσότερα από 20 χρόνια... Ηταν από τους ανθρώπους που δεν πίστευες ότι πεθαίνουν...
Γι' αυτό κι εγώ της έγραψα τον ΑΝΕΜΟΔΕΙΚΤΗ:
Πρέπει να σ' αποχαιρετήσω!
Εσένα, που ήσουν άνεμος
Δυνατός βοριάς και δεν μπορούσα να φτάσω,
Οταν με γέννησες.
Κράτησες καιρό το βοριά στο πέρασμά σου
Βροντερή κι ανίκητη, σ' αναγνώρισα
Οταν πια είχα σταθεί στην πρώτη ασταθή μου ισορροπία.
Τραγουδούσες γελαστή
Ανάμεσα στ' ανθισμένα ερωτικά μου νιάτα
Οταν ερχόσουν πλουμιστό Ανατολικό αγέρι.
Και μοσχοβολούσε ο ήλιος με πειράγματα και όνειρα.
Σαν έγινες Νοτιάς,
Επιβλητική, σαν την υγρασία του φθινοπώρου,
Βαριοφυσούσες συμβουλές οικογενειακής σοβαρότητας
Και με σπιτικές συνταγές μαγειρικής,
Κεφαλοκαθόσουνα στα γιορτινά τραπέζια.
Τώρα;
Κουράστηκες Λούλα;
Πώς να σ' αναγνωρίσω σε αυτό το αργόσυρτο κι αδύναμο
Δυτικό αεράκι που σημαδεύει το στήθος μου;
Εσένα! Η δυνατή σου φωνή, πώς γίνεται ψίθυρος απόστασης
Εσύ! Η πρώτη μου ανάσα
Πάει να γίνει η τελευταία σου;
Γίνε ξανά βοριάς ρε μάνα
Και πάμε πάλι απ' την αρχή!
Δεν σταματάει ο άνεμος!
-- Πότε και με ποια αφορμή, ο πατέρας σου αισθάνθηκε ότι είστε συνάδελφοι;
Ο πατέρας μου διαφωνούσε κάθετα με το να ακολουθήσω το επάγγελμα του μουσικοσυνθέτη. Αν και έβλεπε ταλέντο σε μένα και καμάρωνε, οι δυσκολίες που είχε περάσει - και περνούσε - τον έκαναν να είναι αντίθετος σε αυτήν την προοπτική. Μου έλεγε να σπουδάσω να έχω ένα σταθερό επάγγελμα και να έχω τη μουσική σαν χόμπι.
Ξεκίνησα να γράφω τα πρώτα μου τραγούδια, αλλά εκείνος αρνιόταν να τα ακούσει. Τελικά, μια μέρα με το δείγμα βινυλίου με τα τραγούδια μου, πήγα στο σπίτι μας στους Θρακομακεδόνες και γεμάτος αγωνία τον ρώτησα εάν θέλει να ακούσει τα τραγούδια.
Με κάθε τραγούδι το ύφος του άλλαζε. Στο τέλος και της δεύτερης πλευράς του δίσκου, η βελόνα του πικ έχοντας επιτελέσει τον σκοπό της, πηγαινοερχόταν χτυπώντας στα τελευταία αυλάκια του δίσκου, όπως η καρδιά μου.
Ο πατέρας μου είχε σηκωθεί όρθιος και σαν μικρό παιδί γέλαγε, δάκρυζε και φώναζε: «Μπράβο, μπράβο, θα σκίσει, πάνω από 100 χιλιάδες δίσκους πρέπει να πουλήσει Κωτσαρίκο μου. Κώστα μου είμαι πολύ περήφανος».
Από τότε ο Απόστολος Καλδάρας είχε δίπλα του έναν συνάδελφο με το ίδιο επίθετο.
-- Παίρνεις συχνά θέση σε όσα απαράδεκτα συμβαίνουν γύρω μας. Πες μου, γιατί θεωρείς πως για το έγκλημα στα Τέμπη ο πρωθυπουργός έχει όχι μόνο πολιτικές ευθύνες, αλλά και ποινικές;
Οχι μόνο ο πρωθυπουργός, αλλά όλη η κυβέρνηση και οι βουλευτές της αποτελούν πλέον έναν ευτελή και καθοδηγούμενο θίασο. Δυστυχώς όμως το έργο που παίζουν έχει κοστίσει ζωές, ζωές ανθρώπων, ζωές παιδιών, ζωές οικογενειών. Κοροϊδεύουν κατάμουτρα έναν ολόκληρο λαό.
Δεν θα μπω στην ανάλυση, ούτε καν στην αναφορά των μέσων που χρησιμοποιούν για το σκοπό τους, ούτε φυσικά στα ψέματα και στις τραγικές πολιτικά και ασυνείδητες ανθρώπινα, προσπάθειές τους για συγκάλυψη.
Μια σταγόνα αξιοπρέπειας αν είχαν θα έπρεπε να τους είχε πνίξει, γιατί τόσο είναι το μπόι τους, μια σταγόνα από ένα δάκρυ. Αλλά ούτε αυτό τους αξίζει. Ποιος μπορεί στ' αλήθεια να προβληματιστεί ή απλά να αναρωτηθεί εάν έχουν ποινικές ευθύνες όλοι αυτοί, ένοχοι και συνένοχοι; Μόνο το ποια θα είναι η τιμωρία τους θα πρέπει να μας απασχολεί.
Αυτοί, όλοι οι υπεύθυνοι του εγκλήματος, δεν έχουν μόνο την ποινική ευθύνη για 57 εγκλήματα, δεν έχουν πληγώσει ανεπανόρθωτα μόνο τις οικογένειες των θυμάτων των Τεμπών, αλλά έχουν ξεφτιλίσει τη Δικαιοσύνη, τη Δημοκρατία, την Αξιοπρέπεια, τη Ζωή, το παρόν και το μέλλον μιας ολόκληρης γενιάς, ενός ολόκληρου λαού. Πρέπει να τιμωρηθούν παραδειγματικά. Και μια από τις παραδειγματικές τιμωρίες για όποιον κριθεί ένοχος, δεν είναι μόνο η φυλακή, αλλά και η ολοκληρωτική δήμευση της περιουσίας του, εκεί δηλαδή που πονάνε περισσότερο.
-- Πόσο κρίσιμο θεωρείς το να βγει ο εργαζόμενος λαός στο προσκήνιο, να συνειδητοποιήσει την τεράστια δύναμή του με μία πολιτική πρόταση που θα τον βγάλει από αυτά τα αδιέξοδα του σημερινού συστήματος;
Παίρνοντας αφορμή από την προηγούμενη ερώτηση, θα μεταφέρω σε αυτήν, την τόσο πικρή, αληθινή κραυγή ενός θύματος των Τεμπών, που έγινε το πιο αληθινό, άμεσο και ειλικρινές σύνθημα ενός ολόκληρου λαού, μιας ολόκληρης γενιάς.
«ΔΕΝ ΕΧΩ ΟΞΥΓΟΝΟ».
Δυστυχώς αυτό το μοιραίο κορίτσι έδωσε άθελά του σε όλους εμάς την κορυφαία έκφραση ολόκληρης της ζωής μας.
Δεν έχουμε οξυγόνο στη δουλειά, στην κοινωνία, στην οικογένεια και αν δεν το συνειδητοποιήσουμε γρήγορα, δεν αντιδράσουμε γρήγορα, δεν θα έχουμε οξυγόνο ούτε στη ζωή.
Αυτό είναι το κρίσιμο σημείο που πρέπει να σταθούμε όλοι. Να αντιληφθούμε ότι μόνο συλλογικά, μαζικά και ενιαία μπορούμε να αντιδράσουμε. Μακριά από τους ευκαιριακούς σωτήρες, να συνειδητοποιήσουμε ότι ο αγώνας είναι κοινός, απέναντι σε μια κυβέρνηση διαβρωμένη, απολυταρχική, μια κυβέρνηση φοβισμένη, αποτυχημένη, καταστροφική και σε τελική ανάλυση, μια κυβέρνηση μειοψηφίας.