Σάββατο 26 Απρίλη 2025 - Κυριακή 27 Απρίλη 2025
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 33
ΠΟΙΚΙΛΗΣ ΥΛΗΣ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ - 100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ
Θάλασσες μας ζώνουν...

Σε Ικαρία και Μακρόνησο

Στο 401 μετά τον βασανισμό του στη Μακρόνησο
Στο 401 μετά τον βασανισμό του στη Μακρόνησο
«Ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να είναι μόνο με το έργο του κοντά στον λαό, αλλά ακόμα και με την ίδια τη ζωή του. Να βρίσκεται πάντα στο πλευρό του λαού. Και όταν ο λαός χαίρεται και όταν ο λαός πονάει. Εκεί που παλεύει, που ματώνει, που φυλακίζεται, εκεί που νικάει. Να μην ξεχωρίζει τη ζωή του από τη ζωή του εργαζόμενου, του πρωτοπόρου αγωνιστή. Αυτή η στάση δυναμώνει τον λαό. Δυναμώνει όμως ακόμα πιο πολύ τον καλλιτέχνη και ανανεώνει την τέχνη...».

Πράγματι, τα λόγια αυτά του Μίκη Θεοδωράκη, στην τελετή απονομής του Βραβείου Λένιν, συμπυκνώνουν την αντίληψή του για τον ρόλο της Τέχνης και του καλλιτέχνη. Και αυτή του την αντίληψη την έκανε πράξη. Ποτέ δεν ενατένισε τη ζωή από μακριά. Ηταν κομμάτι του λαού μας, για αυτό και κατόρθωσε να χωρέσει στο μεγαλειώδες έργο του όλο το έπος της πάλης του.

Με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννησή του που θα γιορταστούν στο Καλλιμάρμαρο με μια μοναδική συναυλία, θα προσπαθήσουμε να «φωτίσουμε» μεγάλες στιγμές αυτής της συγκλονιστικής, δημιουργικής πορείας.

Ο μόνος τρόπος να μείνεις πιστός στον εαυτό σου...

Βρισκόμαστε στα 1947. Ο αγώνας του ΔΣΕ έχει ξεκινήσει. Η βία και η τρομοκρατία μεγαλώνει στις πόλεις. Ο Μίκης, φοιτητής στο Ωδείο και στέλεχος της ΕΠΟΝ, βρίσκεται στη δίνη των καιρών. «Μέσα από τις σκέψεις και τα ποιήματα, εγώ προετοίμαζα να σταθώ πάνω από τη λίμνη του αίματος, προκειμένου να δω το πρόσωπό μου. Να είμαι, δηλαδή, εγώ ο ίδιος και όχι ένας άλλος. Κάθε εποχή έχει φυσικά το δικό της τίμημα. Θα σου ζητούν πάντα να σταυρωθείς και να αναστηθείς. Ομως, εκείνον τον καιρό, ναι - ο μόνος τρόπος να μείνεις πιστός στον εαυτό σου ήταν να διαλυθείς μέσα στους άλλους, που εκείνη τη στιγμή το 'παιζαν κορόνα γράμματα με την ιστορία... Η απόφαση που παίρνεις εσύ ο ίδιος σε εκσφενδονίζει στο κέντρο του ηφαιστείου. Γίνεσαι τότε ένα με τη λάβα. Κι αν επιζήσεις, τότε θα έχεις πολλά και σημαντικά να διηγηθείς στους ανθρώπους...». Γράφει ο ίδιος στους «Δρόμους του Αρχαγγέλου», προσπαθώντας να περιγράψει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του λίγο πριν συλληφθεί και εξοριστεί στην Ικαρία και στη συνέχεια στη Μακρόνησο.

Στην Ικαρία
Στην Ικαρία
Παράλληλα, εκείνη την περίοδο συνεχίζει να δημιουργεί έργα συμφωνικής μουσικής. Αξίζει να σημειωθεί ότι δημιουργούσε αυτά τα τέσσερα χρόνια (1946 - 1950) χωρίς να έχει τη δυνατότητα να δοκιμάζει τις συνθέσεις του στο πιάνο, καθώς αρχικά άλλαζε σπίτια για να μη συλληφθεί και στη συνέχεια οδηγήθηκε στα ξερονήσια. Ετσι, όπως ο ίδιος έχει πει: «Εφτασα στο σημείο να γράφω και να ακούω τη μουσική πάνω στο χαρτί. Πράγμα που πολλές φορές καταντά οδυνηρό. Ιδιαίτερα όταν η αρμονία είναι πολύπλοκη, θα πρέπει να καταβάλλεις προσπάθειες για να τις "ακούσεις". Για να εξασκηθώ αντέγραφα συνεχώς κλασικά και μοντέρνα συμφωνικά έργα. `Η μάλλον τα μετέγραφα από ορχήστρα για πιάνο κάνοντας την αντίθετη διαδρομή από κείνην που κάνει ο συνθέτης. Δηλαδή από το πιάνο προς την ορχήστρα».

Κάποια από τα έργα εκείνης της περιόδου θα παρουσιαστούν μετά από χρόνια, ενώ άλλα θα ολοκληρωθούν στην εξορία... Χαρακτηριστικό είναι το Εργο 7 «Θέματα και Κύκλοι». Στο τέλος της παρτιτούρας οι τόποι σύνθεσης του έργου είναι: Νέα Σμύρνη, Αθήνα, Τρίτος Κλωβός - Σκηνή Ε5 στο Μακρονήσι, 401 - Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Αλλωστε, ο Μίκης στις δύσκολες στιγμές πάντα απαντούσε με δημιουργία.

Στην Ικαρία...

Ιούλης 1947. Συλλαμβάνουν τον Μίκη από το σπίτι του, όπως και χιλιάδες άλλους. Τους συγκεντρώνουν στον Πειραιά και τους φορτώνουν σε καράβια.

«Μέσα στη θάλασσα αρχίζουμε το τραγούδι. "Ο φασισμός δουλώνει την πατρίδα, μας υποβάλλει σ' εξευτελισμούς"... Στο διπλανό πλεούμενο οι άλλοι: "Τα κεφάλια σας θα πέσουν απ' τ' αντάρτικο σπαθί". Καθώς ο ήλιος χρύσιζε τα νερά του Σαρωνικού, ο Πειραιάς ξυπνούσε με τα τραγούδια μας. Κανείς μας δεν ρώτησε: "Πού μας πάνε;". Εκείνο που βάραινε ήταν ότι ήμασταν μαζί. Εκατοντάδες. Χιλιάδες. Και γύρω μας, στα σιωπηλά σπίτια του Πειραιά πίσω από τα παραθυρόφυλλα, ήταν ο λαός. Ο δικός μας λαός».


Πρώτη στάση στην Ψυτάλλεια. Τους αφήνουν χωρίς νερό για να τους κάμψουν το ηθικό. Το επόμενο πρωί μαθαίνουν ότι θα τους πάρουν μεταγωγικά. Φτάνουν στην Ικαρία. Οι εξόριστοι ζουν διασκορπισμένοι στα χωριά. Ο Μίκης εγκαθίσταται στους Βρακάδες. Οι κάτοικοι, στην πλειοψηφία τους στο κίνημα, εκφράζουν με κάθε τρόπο τη στήριξη και την αγάπη τους στους εξορίστους. Ο Μίκης θα το θυμάται πάντα. Και έτσι, όταν 50 χρόνια αργότερα βρεθεί ξανά στην Ικαρία, θα αναφέρει: «Θέλω να ευχαριστήσω τους παππούδες σας, τους πατεράδες σας, τις γιαγιές σας, τις μανάδες και εσάς τους ίδιους, γιατί όταν μας πετάξανε σε αυτόν τον όμορφο βράχο, μας ανοίξατε τα σπίτια σας, τις καρδιές σας, μας αγκαλιάσατε... Γίναμε έτσι μια οικογένεια. Και έτσι και εγώ νιώθω Ικαριώτης όπως και χιλιάδες άλλοι που βρέθηκαν εδώ πέρα».

«Σε κάθε χωριό η οργάνωση των εξόριστων δούλευε ρολόι...»

«Η ζωή μας είχε γοργό ρυθμό. Γιατί οι απαιτήσεις από τη συμβίωση σε ομάδα είναι μεγάλες. Πρώτα πρώτα οι προσωπικές ανάγκες. Να πλύνουμε τα ρούχα και τις κάλτσες. Να τα καρικώσουμε. Να τα σιδερώσουμε. Να διαβάσει ο καθένας το βιβλίο του και τα μαθήματά του. Να γράψει την αλληλογραφία του. Μετά ήταν οι δουλειές του θαλάμου. Ο καθένας στη βάρδιά του έπαιρνε μέρος στην καθαριότητα... Στη συγκέντρωση καυσόξυλων για τον χειμώνα κάναμε διαγωνισμό... Αλλοι πάλι τα έκοβαν στο δάσος. Το κουβάλημα του νερού από την πηγή. Μετά έρχονταν οι δουλειές της ομάδας. Υπηρεσία στα μαγειριά. Μεταφορά τροφίμων από τον Χριστό... Οι ειδικότητες δούλευαν στα συνεργεία. Κι όλοι έπαιρναν μέρος στα μαθήματα και την ψυχαγωγία... Εγώ, εκτός απ' όλα αυτά, είχα και την κομματική οργάνωση. Συνεδριάζαμε στα πιο απίθανα μέρη, γιατί δεν ξέραμε πού βρίσκεται το μάτι της ασφάλειας».

1949, φεύγοντας από τη Μακρόνησο
1949, φεύγοντας από τη Μακρόνησο
Ο πατέρας του στέλνει στον Μίκη δέμα με φύλλα πενταγράμμου, μολύβια και γόμες. Γράφει ασταμάτητα. Τότε, άκουσε και από μια ομάδα εξόριστων από τον Πειραιά να τραγουδάνε τον «Καπετάν Αντρέα Ζέππο». Νέοι μουσικοί δρόμοι ανοίγονται μπροστά του. Συγκεντρώνει λαϊκά και παραδοσιακά τραγούδια που τραγουδούσαν οι εξόριστοι.

Τελειοποιώντας στην εξορία την τεχνική στη μουσική σύνθεση

Στην Ικαρία γράφει και δυο τραγούδια που θα περιληφθούν δεκαετίες αργότερα στον δίσκο «Της εξορίας», με ερμηνευτή τον Β. Παπακωνσταντίνου. Πρόκειται για το «Θάλασσες μας ζώνουν» και το «Χτύπα Χτύπα».

Το πρώτο το έγραψαν ομαδικά στον θάλαμο. «Λέω τον πρώτο στίχο, για να κινήσω τη μηχανή... Ο καθένας έβρισκε κι έναν στίχο και στο τέλος διαλέγαμε τον καλύτερο. Την άλλη μέρα πήρα τους στίχους και πήγα στον βράχο. Το βράδυ τους τραγούδησα το νέο μου τραγούδι. Το μάθαμε τόσο ωραία - με τριφωνίες - που βγήκαμε στην αυλή που δέσποζε πάνω από τη χαράδρα και το τραγουδούσαμε δυνατά, να μας ακούσουν και οι άλλοι...».

Σ' άγριους βράχους πάνω τα νιάτα μας φρουρούν

στείλαν του λαού μας

τ' άξια τα παιδιά

για να τα λυγίσουν σε δεσμά βαριά...

Το «Χτύπα Χτύπα» το έγραψε στη δεύτερη εξορία του στην Ικαρία, το 1948. Παρά τις δυσκολίες και τα χτυπήματα, και σε αυτό το τραγούδι ο Μίκης διατρανώνει την πίστη του για τη νέα ζωή που θα έρθει. Φανερώνει την αντοχή του ανθρώπου που παλεύει για έναν ανώτερο σκοπό.

«Κανείς πια δεν μπορεί να διανοηθεί πόσο δυνατός μπορεί να αισθάνεται και να είναι ένας κυνηγημένος άνθρωπος εκείνου του καιρού», γράφει ο ίδιος σημειώνοντας με τι σπουδή προσπαθούσε να τελειοποιήσει την τεχνική του στη μουσική σύνθεση. «Το συμφωνικό έργο το βγαλμένο μέσα από τα έγκατα της ψυχής, εκείνης της εποχής, θα γινότανε, έτσι πίστευα, ένα από τα κεντρικά στηρίγματα του νέου ανθρώπου. Ασφαλώς σε αυτό με επηρέασε ο Σοστακόβιτς, που οι Συμφωνίες του συμβόλιζαν μέσα μου τη σοβιετική κοινωνία. Το αύριο το δικό μας... Ο νους μου έτρεχε στη νέα Ελλάδα και τη νέα μουσική. Τότε, έβρισκα νοερώς πολλά από τα θέματα της "Συμφωνίας σε τρία μέρη", που την είχα βάλει μπροστά. Αυτό το κλίμα της ανασφάλειας και της πίστης για την τελική νίκη είχε αρχίσει να γίνεται ένα απαραίτητο πλαίσιο για να δουλεύω στη σκέψη μου τη μουσική εκείνου του καιρού. Απόδειξη, οι παρτιτούρες και τα αμέτρητα μουσικά σχέδια αυτής της περιόδου».

Πρόσωπο με πρόσωπο θα δώσεις τη μάχη

Με συνεξόριστούς του στην Ικαρία
Με συνεξόριστούς του στην Ικαρία
Τον Γενάρη του '49 φεύγουν καραβιές εξόριστων από την Ικαρία, ανάμεσά τους και ο Μίκης. Δεν ξέρουν πού πηγαίνουν.

«Το πλοίο είχε ακινητοποιηθεί. Μια περίεργη ησυχία μας έκανε να κοιταζόμαστε στα μάτια. Πέρασε μισή ώρα. Ημαστε όλοι όρθιοι και περιμέναμε. Τέλος, άνοιξε η πόρτα της σκάλας. "Ανεβαίνετε ένας ένας"... Βγαίνω στην κουβέρτα. Εξω είναι νύχτα. Απέναντί μας, στα διακόσια μέτρα, στεριά. Εχει ένα πλάτος περίπου 100 μέτρα και μετά ανυψώνεται σε λόφους, που καταλήγουν σε βουνό, όχι ψηλότερο από 100 μέτρα. Ομως το μάτι αιχμαλωτίζεται από τις φωτιές που βγαίνουν, μάλλον, από βαρέλια τοποθετημένα σε σειρές. Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο νου ήταν κάποια σκηνή από το καθαρτήριο, την κόλαση, όπως την έχει πλάσει η λαϊκή φαντασία... Αποφεύγαμε να δούμε τον διπλανό μας, για να μη μαντέψει τη σκέψη μας... Ενας ένας πηδούσε στο νερό που μας έφτανε ως τα γόνατα...

Χωροφύλακες με τα όπλα αναρτημένα στον ώμο μας δείχνανε ποια κατεύθυνση θα έπρεπε να πάρουμε. Είδαμε ένα μεγάλο κτίριο, δίπλα στη θάλασσα. Μπροστά του μια τσιμεντένια εξέδρα... Εκεί μπροστά σταθήκαμε. Πάνω απ' το βουνό άρχισε να ροδίζει. Ολα ήταν ήρεμα, βυθισμένα στη σιωπή. Οταν φώτισε, φάνηκαν ξαφνικά μπροστά μας, όπως όταν εμφανίζεις φιλμ και η εικόνα προβάλλει αιφνίδια, οι σκηνές. Ωστε, βρισκόμαστε στο Μακρονήσι...».

Μαζί με μία ομάδα 300 κρατουμένων της κλάσης του 1946-1947, βασανίζονται φρικτά προκειμένου να υπογράψουν δήλωση μετανοίας. «"Κουράγιο παιδιά. Σε μας έλαχε ο κλήρος. Μείνετε όρθιοι". Ηταν κι αυτό μια άποψη. Οτι, δηλαδή, αυτήν τη στιγμή είσαι πρωτοπορία. Από τη δική σου στάση εξαρτώνται πολλά. Αν σπάσεις εύκολα, ανοίγεις τον δρόμο και για τους άλλους. Ο αντίπαλος για να σε διαλέξει, σημαίνει ότι σε υπολογίζει. Πρόσωπο με πρόσωπο θα δώσεις τη μάχη...», γράφει για τις σκέψεις που έκαναν εκείνη την ώρα, όταν έβγαιναν από το σύρμα και φορτωμένοι έπαιρναν το μονοπάτι για τον Αη Γιώργη.

Βασανίζονται σε διάφορα σημεία μέχρι να συγκεντρωθούν στη χαράδρα, ζητώντας τους να υπογράψουν ξανά και ξανά: «Ναι στο έθνος, ναι στον βασιλιά, όχι στους Βούλγαρους, όχι στον κομμουνισμό» και θα πάνε σπίτια τους... «Ημουν πάντα όρθιος και έβλεπα τι γίνεται γύρω μου. Εβλεπα ανοιγμένα κρανία, ματωμένα γεννητικά όργανα, παραμορφωμένα πρόσωπα. Και δυστυχώς άκουγα. Αυτό με βασάνιζε πάνω απ' όλα. Τα θύματα βγάζανε γοερές κραυγές. Σαν ζώα που τα σφάζουν. Το ίδιο σκούζανε και οι θύτες. Βλαστήμαγαν, βρίζανε, προστάζανε. Ξευτελίζανε με τις χυδαίες τους λέξεις την ανθρώπινη φύση».

Ενα τερατώδες συμφωνικό έργο

Ο Θεοδωράκης μεταφέρεται στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Θα σωθεί χάρη στη μεσολάβηση του πατέρα του, αλλά και θα βασανιστεί ξανά μέσα στο νοσοκομείο. Θα παραμείνει εκεί μέχρι τον Μάιο, οπότε επιστρέφει στη Μακρόνησο. «Πλησιάζοντας στην προκυμαία, έπεσε απότομα μέσα στο βλέμμα μου η σκιά του νησιού... Αντανακλαστικά, με πιάσανε παντού οι παντοτινοί μου πόνοι. Είπα μέσα μου: "Θα γράψω ένα τερατώδες συμφωνικό έργο. Να το ακούν οι άνθρωποι και να ιδρώνουν από την αγωνία". "Ομως με τι ήχους", σκέφτηκα. "Χωρίς ήχους", απάντησα. "Δεν υπάρχουν ήχοι για ένα τέτοιο έργο...". Εμεινα λοιπόν σύμφωνος με τον εαυτό μου, να φτιάξω το απραγματοποίητο. Είδα πως βρήκα επιτέλους την αντιστοιχία με την πραγματικότητα και χάρηκα». Βασανίζεται ξανά.

Στη Μακρόνησο ολοκληρώνει τον κύκλο τραγουδιών «Ερως και Θάνατος» και το συμφωνικό έργο «Ελεγείο και Θρήνος για τον Βασίλη Ζάνο», που είχε ξεκινήσει να το γράφει από την Ικαρία. «Για το έργο αυτό έχω τις πιο αντίθετες ιδέες. Αλλοτε νομίζω πως έφτιαξα ένα αριστούργημα κι άλλοτε πως έκανα μια αποτυχημένη απόπειρα για κάτι καινούργιο. Γιατί είναι αναμφισβήτητο πως δούλεψα, έχοντας μπροστά μου μια δική μου άγνωστη περιοχή. Ετσι φυλάω την ακρόασή του σαν την πιο βαθιά και μυστική επιθυμία μου - και διόλου δεν βιάζομαι - γιατί θα 'θελα να μείνω στη μαγεία αυτής της αμφιβολίας για όσον καιρό μπορώ πιο πολύ». Το έργο παρουσιάζεται τρία χρόνια αργότερα από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών.

Ο Θεοδωράκης, σχεδόν ανάπηρος πια, απολύεται από τη Μακρόνησο και επιστρέφει στην Αθήνα. «Ετσι βρέθηκα ένα πρωινό μέσα στο καΐκι που θα με περνούσε απέναντι. Στάθηκα όρθιος έτσι που η πλάτη μου να σφραγίζει μια για πάντα το καταραμένο νησί. Το μέτωπο στητό προς Λαύριο. Αν και είχαμε κύμα κι έχανα την ισορροπία μου, είχα αποφασίσει να μην ξανακοιτάξω ποτέ πια το Μακρονήσι». Την επόμενη μέρα ταξιδεύει για την Κρήτη, προσπαθώντας να γιατρέψει τις πληγές του. Είναι η πρώτη φορά που θα δει τον τόπο του... Είναι, μόλις, 24 χρονών...


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ