Η σύντομη βασανισμένη ζωή του μέχρι την τραγωδία της 9ης Μάη 1936
Ο δολοφονημένος αυτοκινητιστής κοιτάει κατάματα τον φακό |
Ο νέος ποιητής, με δύο συλλογές στο ενεργητικό του, μέλος του ΚΚΕ από το 1934, έχει ζήσει τη σωματική καταρράκωση ως φυματικός που εξακολουθεί να νοσηλεύεται στο σανατόριο της Πάρνηθας. Στην ίδια περίοδο της ζωής του, βιώνει την ψυχολογική κατάπτωση, καθώς ο πατέρας του Λευτέρης και η έναν χρόνο μεγαλύτερη αδελφή του Λούλα νοσηλεύονται στο Δρομοκαΐτειο.
Ομως, όταν αναφερόμαστε στον δολοφονημένο μαχητή υπέρ των πρωτογενών παραγωγών, πρέπει πάντα να μην ξεγράφουμε από την εκ των υστέρων πρόσληψη της προσωπικότητάς του, ότι έζησε όλη την πορεία του έως τον θάνατό του ως ένας νέος άνθρωπος. Εν τούτοις, προλαβαίνει πρώιμα ν' αποκτήσει πολιτική συνείδηση, που σημαίνει ότι δεν επιλέγει να γίνει άθυρμα της κρατικής πολιτικής υπέρ της επιβίωσης της αστικής τάξης.
Να το διατυπώσουμε με μία εικόνα. Δεν πρόλαβαν ν' ασπρίσουν τα μαλλιά του, με παρούσα την αρραγή της νιότης του ρώμη, εξ ου και δεν μπορεί να υποψιαστεί τη σκιά των γηρατειών, καθώς είναι ακόμη νωρίς πολύ νωρίς για πεισιθανάτιους εναγκαλισμούς.
Με τα ρούχα της Πολεμικής Αεροπορίας, όπου εργάστηκε ως μηχανικός και ως πιλότος μαχητικών αεροσκαφών |
Αυτό το ακίνητο είδωλο με το αρχαϊκό μειδίαμα από την προϊστορία των προσωπογραφιών, μία σφαίρα το συνέθλιψε, διαπερνώντας το κρανίο του - μπήκε από το ένα αυτί και βγήκε από το άλλο. Λίγο πριν χτυπηθεί από τα πυρά των χωροφυλάκων - κάποιοι υποστηρίζουν ότι ακούστηκαν πυροβολισμοί και από μπαλκόνια γειτονικών κτιρίων - ο εύψυχος και γενναιόφρων Τάσος Τούσης είχε βρεθεί καταμεσής στη λεωφόρο Συγγρού. Γιατί επιθυμούσε να ενώσει τη φωνή του με άλλους απεργούς για τα δίκαια αιτήματά τους, αφού προηγουμένως είχε εγκαταλείψει το καφενείο, που στεγαζόταν στο ισόγειο του ξενοδοχείου «Μητρόπολις».
Οπως γράφαμε το προηγούμενο Σαββατοκύριακο, ο Τάσος Τούσης δεν μπόρεσε να προχωρήσει στα γράμματα, αν και τα 'παιρνε, γιατί χωρίς την επιβίωση ο χάρος παραμονεύει και σε τερματίζει. Από τότε που παρατάει στο σχολείο, μόλις στην Τρίτη Δημοτικού, εργάζεται αρχικά ως καροποιός κι επειδή το μεροκάματο είναι γλίσχρο και το αφεντικό αμείλικτο, μεταπηδάει σε βιοτεχνία βαρελοποιίας και ποτοποιίας, όπου μαθαίνει και τις δύο τέχνες με τις θεσπισμένες συνταγές των παλιών μαστόρων.
Η αγαπημένη του σύζυγος Ελλη Ρετετάκου, η ανάπηρη φυματική καπνεργάτρια από την Αίγινα |
Δυστυχώς, καθώς στα τριάντα χρόνια του κόβεται απότομα το νήμα της ζωής του, δεν θα ζήσει τη μεγαλειώδη Αντίσταση, οργανωμένη από το ΚΚΕ. Θα παραμείνει γέννημα και θρέμμα του Μεσοπολέμου, όπου δοκιμάζεται το νέο ιδεώδες του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, βαμμένο στο χρώμα του αίματος, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Δεν έπαψε στιγμή να ψάχνεται, για να βρει λύσεις μέσα και πέρα από την εποχή του. Ετσι, όταν ήρθε ο καιρός να υπηρετήσει τη στρατιωτική θητεία του, εθελοντικά κατετάγη στην Πολεμική Αεροπορία, που τότε βρισκόταν στις πρώτες πτήσεις της. Στους κόλπους της, θα εργαστεί ως τεχνικός μηχανών αεροπλάνων, μετά από ταχύρρυθμα μαθήματα, στα οποία θα πρωτεύσει, ενώ θα μάθει να πλοηγεί στον αιθέρα τα πρώτα μαχητικά αεροσκάφη.
«Ενιωθε σαν ένα πουλί ελεύθερο, που βγήκε από το κλουβί του», καταθέτει η αδελφή του Μαρίκα Μπόχαλη - Τούση για την περίοδο των επιτυχών πτήσεών του. «Μόνο εκεί πάνω ξεχνιέμαι. Βλέπω αλλιώτικα τον κόσμο, χωρίς τη φτώχεια, την κακία και τη δυστυχία που τον δέρνει», της εκμυστηρευόταν.
Η Μαρίκα Μπόχαλη - Τούση, σε προχωρημένη ηλικία, καταθέτει τη μαρτυρία της για τον αδικοχαμένο αδερφό της |
Ο πατέρας τούς έχει εγκαταλείψει, και στη μεσοπολεμική κοινωνία, ο Τάσος, ως ο μοναδικός άντρας της οικογένειας πρέπει ν' αναζητήσει μεροκάματο ικανό, για να τις συντηρήσει και με την παρουσία του να τις προστατεύσει. Μα κι αυτές δεν θ' αργήσουν να βγουν στους πέντε δρόμους, γιατί η ανέχεια τις στέλνει συνήθως να γίνουν εργάτριες, νοσοκόμες και υπηρέτριες.
Το ένα φέρνει το άλλο, έτσι τις γνώσεις του επί της αεροπλοΐας θα τις χρησιμοποιήσει στο νέο κατ' επιλογήν επάγγελμά του. Παίρνει δίπλωμα επαγγελματία οδηγού και βρίσκει δουλειά ως μηχανικός αυτοκινήτων. Μέσα στο συνεργείο, σε μια γωνιά, ανακαλύπτει παρατημένο ένα σαραβαλιασμένο «Φορντ».
Αποφασίζει να το αγοράσει και να το επισκευάσει. Μ' αυτό, μετατρέποντάς το σε αγοραίο, κάνει τη διαδρομή Θεσσαλονίκη - Ασβεστοχώρι - Σανατόριο. Ομως, σε μια ισχυρή χιονόπτωση, επειδή έπρεπε τρεις εξοδούχοι ασθενείς να επιστρέψουν στη βάση νοσηλείας τους, ο Τάσος επιλέγει να διακινδυνεύσει, μ' έναν να του ανοίγει δρόμο και άλλοι δύο να είναι κρεμασμένοι από κάθε ώμο του! Θα τους παραδώσει στην πύλη του ιδρύματος, αυτός όμως θα πέσει λιπόθυμος μέσα στο μαλακό χιόνι.
Η απαντητική επιστολή του Γιάννη Ρίτσου στην αδελφή του Τάσου Τούση |
Στο μεταξύ, στο ίδρυμα των φυματικών νοσηλεύεται η ανάπηρη καπνεργάτρια Ελλη Ρετετάκου από την Αίγινα, την οποία σφόδρα ερωτεύεται και την παντρεύεται, παρά την άρνηση της μάνας του να αποδεχθεί αυτόν τον γάμο. Τελευταία πράξη της επερχόμενης τραγωδίας είναι η αγορά ενός καινούριου αυτοκινήτου, από τις οικονομίες της αγαπημένης του.
Ο επίλογος αυτής της βασανισμένης ζωής θα γραφτεί το πρωί της 9ης Μάη 1936. «Ο θάνατος του αδελφού μου δεν ήταν ένα τυχαίο γεγονός, αλλά μία προμελετημένη δολοφονία», αποφαίνεται η αδελφή του. Σε επιστολή του, ο Γιάννης Ρίτσος της γράφει: «Σας θεωρώ αδελφή μου, όπως σαν αδελφό μου ένιωσα τον ήρωα και μάρτυρα αδελφό σας Τάσο Τούση».
(Συνεχίζεται)