Ξεχωριστούς ανθρώπους, με σεβασμό στον συνομιλητή τους (όσο νέος κι αν ήταν αυτός), αληθινά ευγενείς. Πολλές απ' αυτές τις συνεντεύξεις ήταν δύσκολες, χρειάστηκαν αγώνας, υπομονή και επιμονή για να πραγματοποιηθούν.
Μία, όμως, ήταν η πιο απροσδόκητα ...εύκολη συνέντευξη. Ηταν εκείνη που ενώ δε φανταζόμουν ποτέ πως θα γίνει, τελικά χρειάστηκε λιγότερο από ένα λεπτό για να αποσπάσω το πολυπόθητο «Ναι, θα σας μιλήσω».
Ρώμη. Ενα κρύο πρωινό του 1980, περπατάω, σχεδόν τρέχοντας από το Στατσιόνε Τέρμινι στη Βία ντε λα Μερσέντε, όπου βρίσκονται τα γραφεία της Ενωσης Ξένων Ανταποκριτών, της Stampa Estera. Ανήκω σ' αυτήν και βιάζομαι, γιατί έπρεπε ήδη να έχω δώσει στην εφημερίδα μια ανταπόκριση - που μου είχε ζητηθεί από τον Γιώργο Γεννηματά - για ένα πρόγραμμα συνεχούς εκπαίδευσης των Ιταλών εργατών.
Μετά από έναν μήνα προσπαθειών να εξασφαλίσω μια συνέντευξή του, η ελπίδα αρχίζει να αχνοφαίνεται. Σκεφτόμουν πως μπορεί και να τον κατάφερνα να μου πει δύο κουβέντες (θα του έλεγε, υποτίθεται, και μια καλή κουβέντα για μένα ο Τσένης).
Φτάνω επιτέλους στα γραφεία. Η στιγμή παράδοσης - παραλαβής του μαγικού αριθμού είναι συγκινητική κι επισφραγίζεται μ' ένα αυθόρμητο φιλί στο μάγουλο του ευεργέτη.
Μπαίνω σ' ένα άδειο γραφείο. Σχηματίζω το νούμερο. Το σηκώνει μια κυρία. Τον ζητάω. «Ποια είστε;» με ρωτάει. Δεν λέω δημοσιογράφος, λέω μόνο - με υπηρεσιακό ύφος - ότι
«τηλεφωνώ από τη Stampa Estera, για κάτι σοβαρό».
Ψαρώνει. Ενα λεπτό μετά, μου τον δίνει. Ακούω τον ίδιο τον Γκάσμαν να λέει «Pronto». Λέει «Pronto», σε εμένα. Ο Γκάσμαν!
Ειλικρινά δε θυμάμαι τις πρώτες κουβέντες μου (θυμάμαι μόνο πως το κεφάλι μου, ξαφνικά, είχε πλημμυρίσει από μουσικές του Νίνο Ρότα).
Καταφέρνω όμως να του πω ότι είμαι φοιτήτρια και στέλνω στην εφημερίδα μου στην Ελλάδα συνεντεύξεις με σπουδαίους ανθρώπους που θαυμάζω και ότι με αυτή τη δουλειά... χρηματοδοτώ τις σπουδές μου.
Με ρωτάει πόσων χρόνων είμαι. Του λέω 22 και πάω να συνεχίσω τις εξηγήσεις. Με διακόπτει:
«Καλά, καλά... Φτάνει και μόνο η ηλικία σου για να συναντηθούμε το απόγευμα»!
-- «Δηλαδή θα μου μιλήσετε, κ. Γκάσμαν;»
-- «Ναι, θα σας μιλήσω».
Ο Νίνο Ρότα αποσύρεται από το κεφάλι μου και δίνει τη θέση του σ' έναν αφηνιασμένο Τζέιμς Μπράουν που ουρλιάζει: «I feel good!!»
Με το κλείσιμο του τηλεφώνου αρχίζει ο πανικός της αντίστροφης μέτρησης. Ολα έγιναν τόσο γρήγορα. Εχω μόνο λίγες ώρες μπροστά μου.
Βγαίνω στο δρόμο να πάρω αέρα.
Στρίβω δεξιά στη Βία ντελ Κόρσο, κι ύστερα στο μπαρ της Βία Φρατίνα για ν' αγοράσω ένα πανίνο κι έναν καφέ.
Τι να κάνω; Πώς το οργανώνω;
Να ξεκινήσω τη συνέντευξη ζητώντας του ένα σχόλιο σ' αυτό που είχε πει ο Λόρενς Ολίβιε, ότι «κάποτε υπήρχαν ηθοποιοί που προσπαθούσαν να γίνουν σταρ. Τώρα υπάρχουν σταρ που προσπαθούν να γίνουν ηθοποιοί»;
Μπα, θα του φανεί δήθεν. Σχεδόν εξυπνακίστικο.
Σκέφθηκα, ένας θεός ξέρει, πόσους διαφορετικούς προλόγους για να τον εντυπωσιάσω. Κατέληξα σε δύο - τρεις, αλλά θ' αποφάσιζα τον τελικό επιτόπου.
Οταν τον είδα, ολοζώντανο μπροστά μου, τους ξέχασα όλους. Πάλι δεν θυμάμαι πώς ξεκίνησε η κουβέντα μας. Θυμάμαι, όμως, το πόσο απλά ήταν όλα μαζί του.
Ναι, 187 εκατοστά μασίφ γοητείας!
Περνάμε κατευθείαν στο σαλόνι. Εχω απέναντί μου τον θαυματοποιό του ιταλικού θεάτρου και σινεμά, που γεννήθηκε την πρώτη μέρα του φθινοπώρου, τη χρονιά της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Το όνομά του συνδέθηκε με το προοδευτικό αισθητικό κίνημα του νεορεαλισμού, που ήταν αποτέλεσμα ενός δυναμικού λαϊκού κινήματος στον πολιτισμό.
Τον είχα ρωτήσει, πότε και πού ξεκίνησε επαγγελματικά στο θέατρο. «Στα είκοσί μου», είπε, «στο έργο του Νικοντέμι "Nemica", στο Μιλάνο».
-- Κι αμέσως μετά ήρθε το σινεμά;
- Τέσσερα χρόνια μετά, ξεκίνησε ένα σερί έξι ταινιών. Ηταν και σημαντικές και δημοφιλείς. Αλλά το μικρόβιο του θεάτρου ήταν πολύ ισχυρό. Ετσι το 1952 δημιουργήσαμε το Teatro d'Arte Italiano, και ανεβάσαμε από τους «Πέρσες» του Αισχύλου μέχρι τον «Αμλετ» του Σαίξπηρ.
-- Αναρωτιέμαι, κ. Γκάσμαν, τι διαφοροποιεί τον ηθοποιό του θεάτρου από εκείνον του σινεμά;
-- Το θέατρο σου ζητάει να είσαι ένας εξαιρετικός ηθοποιός. Το απαιτεί. Το σινεμά θέλει να είσαι παραγωγικός. Δεν μπορώ να σκεφθώ κάποια μεγάλη κινηματογραφική προσωπικότητα που να υπήρξε κι ένα μεγάλο θεατρικό κεφάλαιο.
-- Τι ακριβώς συμβαίνει στην BOTTEGA THEATRALE που ιδρύσατε και διευθύνετε στη Φλωρεντία;
-- Συμβαίνει αγάπη για το καλό θέατρο.
Επειδή δεν καθόμουν ήσυχος, ίδρυσα αυτή τη Σχολή Θεάτρου στη Φλωρεντία, για την οποία είμαι περήφανος. Πρόκειται για ένα εργαστήριο θεάτρου, όπου τα νέα παιδιά μεταξύ άλλων μαθαίνουν πως χρειαζόμαστε ένα λαϊκό πρωτοποριακό θέατρο και πως μπορούμε και πρέπει να το έχουμε. Από τα πιο αγαπημένα μου μαθήματα που διδάσκω εκεί, είναι η τέχνη της απαγγελίας.
-- Αλήθεια, γιατί σας λένε «Ταυρομάχο»;
-- Είχαμε κάνει μια επιτυχημένη (δικαίως, αδίκως, δεν ξέρω...) τηλεοπτική σειρά, που την έλεγαν «Il Mattatore», κι από τότε δεν σταμάτησαν να με προσφωνούν έτσι.
-- Γιατί δεν συνεργαστήκατε ποτέ με τον Φεντερίκο Φελίνι; Ποιος από τους δυο σας λέτε πως έχασε από αυτήν την παράλειψη;
-- Επιτρέψτε μου να μην απαντήσω σ' αυτήν την τόσο προβοκατόρικη ερώτησή σας.
Σ' αυτό το σημείο, σηκώθηκε (νόμισα πως θα μου δείξει την έξοδο), πήγε σ' έναν μπουφέ, πήρε ένα ποτήρι, έβαλε ουίσκι, ήπιε μια γουλιά και με ρώτησε αν θα ήθελα κι εγώ ένα. Εγώ που μέχρι τότε δεν το είχα δοκιμάσει, είπα - άγνωστο γιατί - «ναι, ευχαριστώ» και τότε εκείνος, μου έδωσε να πιω από ...το δικό του. Ακούμπησα το άγιο δισκοπότηρο στο στόμα μου, έκανα ότι πίνω, χωρίς να πιω κι εκείνη τη στιγμή ήξερα ότι αυτό που συνέβαινε σ' εκείνο το σαλόνι, κάποτε θα το διηγούμαι και δεν θα το πιστεύει κανείς.
Στη συνέντευξη εκείνη μπήκε τίτλος: Βιττόριο Γκάσμαν: «Θέλω να είμαι η καρδιά του κόσμου».
Είπαμε πολλά εκείνο το απόγευμα, κυρίως για θέματα της καλλιτεχνικής επικαιρότητας. Στην τελευταία (αγενέστατη) ερώτησή μου, για το τι θα ήθελε όταν πεθάνει, να γράψουν στον τάφο του, ο πολυβραβευμένος Γενοβέζος, άμεσα και ψύχραιμα, μου απάντησε:
«Ας γράψουν: Εδώ κείται αυτός που νόμιζε ότι ήταν το κέντρο του κόσμου».
Δεν ξέρω αν το πίστευε αλήθεια αυτό, ξέρω όμως πως κατάφερνε ν' αντιμετωπίζει τους άλλους σαν να ήταν αυτοί το κέντρο του κόσμου.
Απαντούσε, δε, σε όλες τις ερωτήσεις με ένα χαμόγελο του τύπου «σήμερα σου χαρίζω ένα απόγευμα, που θα το θυμάσαι σ' όλη τη ζωή σου».
(Αυτήν ακριβώς την αίσθηση που ένιωσα σ' εκείνο το σαλόνι, μόνο μια φορά ακόμη την ξανάνιωσα στη δημοσιογραφική μου ζωή. Σ' ένα άλλο σαλόνι, ακριβώς αντίστοιχης αισθητικής. Σ' αυτό όπου είχα απέναντί μου τον Χορν).
Εφυγα σχεδόν παραπατώντας από το σπίτι αυτού του χαμαιλεόντειου ηθοποιού. Ευτυχισμένη! Πήγα κατευθείαν στη Stampa Estera, για να πάρω τηλέφωνο τη μαμά μου στην Ελλάδα.
-- «Ελα, μαμάααα...»
-- «Πού είσαι από χθες, ανησύχησα...»
-- «Εντάξει, μωρέ, με τον Βιττόριο Γκάσμαν ήμουν...»
Δεν ξεχνάω την απόλυτη σιωπή του εγκεφαλικού. Εκείνη τον λάτρευε περισσότερο από μένα. Αυτόν, τον Αμεντέο Νατσάρι και τον Ντομένικο Μοντούνιο.
Είχε πάει μάλιστα, το 1963, και στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, όταν εκείνος είχε έρθει για το promo του «Φανφαρόνου» (από εκεί και η φωτογραφία με τους Ελληνες σταρ, ανάμεσά τους οι Ρίκα Διαλυνά, Δημ. Παπαμιχαήλ, Γιώργος Φούντας, Ξένια Καλογεροπούλου, Κατερίνα Χέλμη κ.ά.)
-- «Να σου πω κάτι μαμά; Μ' αποχαιρέτησε με χειροφίλημα!»
(Για το ουίσκι από το ίδιο ποτήρι δεν έβγαλα κιχ)
Η αυλαία γι' αυτό το θηρίο της υποκριτικής έπεσε ξαφνικά, στην αλλαγή του αιώνα, 29 Ιουνίου του 2000, στο σπίτι που δόθηκε εκείνη η συνέντευξη. Είχε προλάβει να κάνει 4 γάμους, ν' αποκτήσει 4 παιδιά και να μας χαρίσει 124 συμμετοχές σε κινηματογραφικές και θεατρικές παραγωγές, στην Ιταλία και στο Χόλιγουντ. Σκηνοθέτησε και πέντε ταινίες - τα 4 σενάρια των οποίων έγραψε ο ίδιος.
Λέγεται πως αυτό το ιερό τέρας και ο περιζήτητος δάσκαλος της υποκριτικής, τα τελευταία αρκετά χρόνια, δεν άντεχε να είναι εκτός θεάτρου και σινεμά, που αγάπησε τόσο πολύ. Και τα δύο είχαν πια μαραζώσει, μετά από τη σαρωτική επέλαση του αμερικανικού κινηματογράφου. Ιδιαίτερα η ακμάζουσα ιταλική κινηματογραφία είχε διαλυθεί από την καταστροφική κυβερνητική πολιτική, που υποτάχτηκε στην αδηφάγα αμερικανική βιομηχανία του θεάματος - ακροάματος.
Η απραξία έφερε και την κατάθλιψη που τον διέλυσε και λίγο μετά ήρθε και το αλτσχάιμερ.
Ηταν πια η σκιά του παλιού Βιττόριο. Χωρίς τη λάμψη του μεγάλου πρωταγωνιστή που έπαιζε με θαυμαστή ευφυΐα, πάντα με απόλυτη ισορροπία συναισθημάτων και με υποδειγματικό έλεγχο των εκφραστικών του μέσων.
Ο εντιμότατος κ. Γκάσμαν έμεινε άδειος, χωρίς τον σαρκασμό, τη θλίψη, την πονηριά, την απελπισία, τον σπαραγμό και το χιούμορ των ρόλων του. Χωρίς το δικό του σύμπαν.
Ηταν ένα γυμνό και μόνο παιδί, 78 χρόνων, χαμένο σ' έναν κόσμο, στον οποίο δεν γνώριζε κανέναν και τίποτε.
Ετσι λοιπόν, μια τέτοια μέρα, πριν από 24 χρόνια, αποφάσισε να ταξιδέψει κάπου μακριά.
Στη μεσαιωνική Ιαπωνία ένας κυβερνήτης, με καλό χαρακτήρα, πράος και φιλεύσπλαχνος με τους ανθρώπους, εξορίζεται. Η γυναίκα του και τα δύο του παιδιά, ο γιος του και η κόρη του, αποφασίζουν να τον επισκεφθούν. Στον δρόμο θα τους επιτεθούν ληστές. Η μητέρα τους πουλιέται σαν πόρνη και τα δύο παιδιά σαν σκλάβοι στον παντοδύναμο και αυταρχικό επιστάτη Σάνσο. Τα παιδιά θα μεγαλώσουν και, μετά από πολλά χρόνια, θα καταφέρουν να δραπετεύσουν, αφού ο γιος θα κερδίσει βαθμιαία την εύνοια του Σάνσο. Θα ψάξουν να βρουν τη μητέρα τους και όλοι μαζί θα αποτίσουν φόρο τιμής στον πατέρα τους.
Ενας ιερέας και ένας ξυλοκόπος συζητάνε έντονα στο ξέφωτο της Πύλης Ρασομόν. Οταν ένας χωρικός πλησιάζει προκειμένου να προστατευθεί από τη βροχή και συμμετέχει στη συζήτησή τους, μαθαίνει ότι ένας σαμουράι δολοφονήθηκε, η σύζυγός του βιάστηκε και ένας τοπικός ληστής είναι ύποπτος. Λένε στον χωρικό όσα γνωρίζουν μέσα από φλασμπάκ, στα οποία ο ληστής, η σύζυγος και ο ξυλοκόπος λένε αυτά που είδαν ή αυτά που νομίζουν ότι είδαν, και στη συνέχεια ένα μέντιουμ εντοπίζει το πνεύμα του νεκρού σαμουράι. Ενώ οι ιστορίες είναι σε πλήρη ασυμφωνία, είναι απίθανο κάποιος από τους συμμετέχοντες να λέει ψέματα για προσωπικό συμφέρον: Και οι τρεις ισχυρίζονται ότι είναι οι δολοφόνοι.
Αρχές δεκαετίας του '80. Μια παρέα παλιών επαναστατημένων φοιτητών, στα τριάντα τους, επιτυχημένοι καριερίστες πια, ξανασμίγει με αφορμή την κηδεία ενός από αυτούς, μετά την αυτοκτονία του. Στο Σαββατοκύριακο που θα περάσουν μαζί σε μια απομονωμένη αγροικία, θα θυμηθούν τα παλιά, θα ξανασκεφτούν τις αλλαγές στη ζωή τους, θα επανεκτιμήσουν τους παλιούς δεσμούς και τη φιλία τους.
Οταν ο φωτορεπόρτερ Τζει Μπι Τζεφ Τζέφρις σπάει το πόδι του, αναγκάζεται να μείνει σπίτι του καθηλωμένος σε μια πολυθρόνα. Ετσι περνάει τις μέρες του παρακολουθώντας από το παράθυρό του με τα κιάλια τις ζωές και τις συνήθειες των γειτόνων του. Κάποια στιγμή όμως του δίνεται η εντύπωση ότι ο Λαρς Θόργουολντ, ένας άνδρας που μένει στην απέναντι ακριβώς πολυκατοικία, έχει σκοτώσει την σύζυγό του. Δεν έχει όμως αποδείξεις και κανείς δεν τον πιστεύει. Τότε ζητάει από την αρραβωνιαστικιά του Λίζα Φρίμοντ και από την νοσοκόμα του Στέλλα να τον βοηθήσουν να εξιχνιάσει το μυστήριο της χαμένης συζύγου του Θόργουολντ. Οι δυο γυναίκες καταστρώνουν λοιπόν ένα σχέδιο για να πιάσουν τον ύποπτο άνδρα στα πράσα. Το σχέδιο αυτό όμως μπορεί να βάλει σε κίνδυνο τις ζωές όλων.
Στις αρχές της άνοιξης, την περίοδο των ιαπωνικών εμφύλιων πολέμων του 16ου αιώνα, στη λίμνη Μπίβα στην επαρχία Ομι, ο οικογενειάρχης αγρότης και τεχνίτης Γκενζούρο ταξιδεύει στη Ναγκαχάμα για να πουλήσει τα προϊόντα του και αποκτά μια μικρή περιουσία. Ο γείτονάς του ο Τομπέι ονειρεύεται να γίνει σαμουράι, αλλά δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να αγοράσει την απαραίτητη στολή. Οι άπληστοι Γκενζούρο και Τομπέι συνεργάζονται κατασκευάζοντας πήλινα αγγεία, που προσδοκούν να τα πουλήσουν και να πλουτίσουν.
Η Χόλυ Γκολάιτλι περιφέρεται στη Νέα Υόρκη και συντηρείται από πλούσιους άντρες, ελπίζοντας ότι το πάρτι δεν θα τελειώσει ποτέ. Γνωρίζει έναν ταλαντούχο συγγραφέα, τον Πωλ Βάρτζακ, και μια πλατωνική φιλία θα ξεκινήσει. Ο τρόπος ζωής της βοηθά τον Πωλ να ξεφύγει από το συγγραφικό του μπλόκο και να δημιουργήσει ξανά.
Ο Ραμόν είναι τετραπληγικός, κλινήρης για τριάντα χρόνια. Μόνο του παράθυρο στον κόσμο αυτό του δωματίου του, απ' όπου φαντάζεται τη θάλασσα όπου ταξίδευε από μικρός, που του έμαθε τον κόσμο, του έδωσε ζωή και του την πήρε, όταν ένα φοβερό ατύχημα του επέτρεψε να ζει χωρίς να κινείται. Μοναδική του επιθυμία να τερματίσει αξιοπρεπώς τη ζωή του. Δύο γυναίκες θα αλλάξουν τον κόσμο και τις εμπειρίες του: Η δικηγόρος Χούλια, που τον στηρίζει στον αγώνα του, και η Ρόζα, μία χωριατοπούλα πεπεισμένη ότι αξίζει τον κόπο να ζεις.
Ενας αστυνομικός του Σαν Φρανσίσκο, ο Σκοτ Φέργκιουσον, φεύγει από το Σώμα λόγω της υψοφοβίας του. Ενας παλιός του φίλος και εφοπλιστής τον προσλαμβάνει για να παρακολουθεί την νευρωτική, με τάσεις αυτοκτονίας, γυναίκα του, Μαντλέν. Ο αστυνομικός την ερωτεύεται, αλλά αδυνατεί να την σώσει όταν αυτή επιχειρεί ένα πήδημα θανάτου από... ψηλά. Καιρό μετά, κι ενώ προσπαθεί να ξεφύγει από τις εμμονές του, θα ξανασυναντήσει την νεκρή του αγάπη στο πρόσωπο της μελαχρινής Τζούντι...
Ενας άντρας βρίσκει δουλειά ως αφισοκολλητής, αλλά την πρώτη μέρα του κλέβουν το ποδήλατο. Καθώς είναι αδύνατον να δουλέψει χωρίς αυτό, ξεκινά με τον μικρό γιο του μια απελπισμένη αναζήτηση στους δρόμους της Ρώμης.
Ο Αντι, ένας νεαρός τραπεζίτης, θα βρεθεί κλεισμένος στη φυλακή αφού καταδικαστεί άδικα σε ισόβια για τη δολοφονία της γυναίκας του και του εραστή της. Ο φαινομενικά ήπιος χαρακτήρας του και οι εξωτερικά αδιάφορες αντιδράσεις του τον φέρνουν αντιμέτωπο με τους περισσότερους συγκρατούμενούς του, εκτός από τον ισοβίτη Ρεντ, που είναι ο μόνος που τον πλησιάζει. Σταδιακά οι δύο τους ανακαλύπτουν τη δύναμη της φιλίας και της ελπίδας σε ένα οδοιπορικό 20 ετών, ώσπου η μοίρα οδηγεί και τους δυο στη λύτρωση...
Το «All That Jazz» είναι ουσιαστικά η αυτοβιογραφική ταινία του σεναριογράφου, σκηνοθέτη και χορογράφου Μπομπ Φόσι. Ο σκηνοθέτης Τζο Γκίντεον ενώ ετοιμάζει ένα καινούργιο μιούζικαλ παθαίνει καρδιακή προσβολή και το γεγονός αυτό γίνεται αιτία για να κάνει έναν απολογισμό της καλλιτεχνικής και προσωπικής ζωής του.
Το «Κουρδιστό Πορτοκάλι» αναφέρεται στην εγκληματική δράση μιας συμμορίας κακοποιών που επιδίδεται ανελέητα σε πράξεις βίας και βανδαλισμού, ώσπου ο αρχηγός της Αλεξ συλλαμβάνεται και επιλέγεται ως πειραματόζωο σε ένα σωφρονιστικό πρόγραμμα της κυβέρνησης, το οποίο έχει στόχο να κάνει τους εγκληματίες «καλούς» και ακίνδυνους προκειμένου να μειωθεί η βία.
Ο πατέρας της Χλόης βρίσκεται ένα βήμα πριν την χρεοκοπία, αλλά η μητέρα της πιστεύει πως πρέπει να συνεχίσουν να έχουν επαφή με τους ευκατάστατους φίλους τους με τη βοήθεια δανεικών χρημάτων. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουν να αποκαταστήσουν την κόρη τους...
Ενας Αμερικανός γοητευμένος από τον αρχαίο πολιτισμό φτάνει στην Ελλάδα, σίγουρος ότι θα βρει την αιώνια αλήθεια. Στην περιπλάνησή του γνωρίζει μια πόρνη, την Ιλια. Την ερωτεύεται με πάθος και ως άλλος Πυγμαλίων προσπαθεί να τη διαπλάσει. Ομως η Ιλια έχει άλλα σχέδια.
Ο Κοσμάς, ένας νεαρός που ζει σε μια φτωχογειτονιά, προσπαθεί συνεχώς να τα βγάλει πέρα, ελπίζοντας σε μια καλύτερη μοίρα. Εξαιτίας των χρεών του, μπλέκεται στην παρανομία και το λαθρεμπόριο. Η ηθική του δοκιμάζεται και προσπαθεί να βρει μια διέξοδο.