Στην πρώτη γραμμή της μάχης μαζί με την κομμουνίστρια δασκάλα Βαγγελιώ Κουσιάντζα (1918-1947)
Το σώμα, η καρδιά κι η ψυχή του, μετά από την απομόνωση και τον εγκλεισμό, πίσω από τα κάγκελα και τα σύρματα, όπου συχνά πυκνά ακούγεται ο αποτρόπαιος ήχος του κνούτου, του μαστίγιου, του καδρονιού, του σύρματος, του μπαμπού, δοκιμάζονται στα όριά τους, χωρίς, όμως, να χάσουν τ' ανθρώπινα χαρακτηριστικά τους. Οπως το ατσάλι, έτσι κι αυτός δοκιμάζει τον ταξικό βρασμό του, στην υψικάμινο της Ιστορίας.
Κι αυτοί οι υψηλοί βαθμοί κομμουνιστικής συνειδητοποίησης ποτέ μα ποτέ δεν παγώνουν μπροστά στους αιμοβόρους οφθαλμούς του «εθνικού» στρατού, ποτέ δεν συμφιλιώθηκαν με τους αστούς, ποτέ δεν ξεπουλήθηκαν αντί ευκαιριακού κέρδους.
Μετά την ήττα του ΔΣΕ, στο πέρασμα της Νιάλας (της σημερινής Νεράιδας) των Αγράφων, τον Απρίλη του 1947, ο τότε 20χρονος σ. Βασίλης Φυτσιλής καταδικάζεται σε ισόβια δεσμά, λόγω του νεαρού της ηλικίας του, και οδηγείται στα κολαστήρια της ταξικής καταστολής.
Με το προσωπείο του Γιάννη Φιντέλη αποτυπώνει την εμπλοκή του στην εσωτερική εξορία, στο διήγημά του «Ελεύθερος πολίτης...», καθώς έχει έρθει η ώρα της αποφυλάκισής του από τα ντουβάρια της Κέρκυρας, μετά την ψήφιση του νόμου «των δύο τρίτων της ποινής» («Πληγές του Εμφύλιου», διηγήματα, «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2006):
«[...] Είχε συμπληρώσει δώδεκα χρόνια στα διάφορα μπουντρούμια της... φιλόστοργης πατρίδας του και στα στρατόπεδα, Γιούρα και Μακρονήσι, σε "κλωβούς" από αγκαθερά συρματοπλέγματα, μαζί με χιλιάδες άλλους συντρόφους του, ανταρτόπουλα του Δημοκρατικού Στρατού, αλλά και παλιότερους, ΕΑΜίτες, ΕΛΑΣίτες και προπολεμικούς Ακροναυπλιώτες κομμουνιστές».
Ισως, στο ξεκίνημά τους, περισσότερο από ένστικτο αλληλεγγύης, αλλά καθώς μπαίνουν όλο και περισσότερο στα βαθιά ύδατα της ΕΑΜικής Αντίστασης, γίνονται, μέσα από τη διαφώτιση και την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, διαπρύσιοι εκφραστές της ταξικής σύγκρουσης.
Η Σέκλιζα (το σημερινό Καλλίθηρο) Καρδίτσας, με τα τότε προσωνύμιά της «Μικρή Μόσχα» ή «Κόκκινο Χωριό», είναι ο ιστορικός τόπος μνήμης, που έδωσε το ταξικό πρόσημο στην κομμουνιστική οικογένεια Φυτσιλή.
Ο μεγάλος αδελφός Γιάννης, αρχικά ανθυπολοχαγός του ΕΛΑΣ και αργότερα ταγματάρχης του ΔΣΕ, δολοφονείται, σε ηλικία 26 ετών, από τους παρακρατικούς, τον Μάη του '50, στον αιματοβαμμένο λόφο του Μεζούρλου, στη Λάρισα. Ο μικρότερος αδελφός Πάμφιλος, στα 18 του, σκοτώνεται σε μάχη, το 1949, στην περιοχή Μετσόβου - Γρεβενών.
Ο πατέρας Δημήτρης Φυτσιλής, ΕΑΜίτης και επιμελητής του ΔΣΕ στον Εμφύλιο, πεθαίνει, το 1959, πολιτικός πρόσφυγας στη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας. Η μητέρα Σταυρούλα, επιμελήτρια του ΔΣΕ, αφού υποστεί όλες τις διώξεις της Κατοχής και του Εμφύλιου, φεύγει, το 1978, από τη ζωή.
Η αδελφή Ευτυχία Φυτσιλή-Ντανοπούλου, η οποία φυλακίζεται στην Καρδίτσα και εξορίζεται στον Αη Στράτη, είναι η τελευταία επιζώσα (2006), πριν την απουσία του σ. Βασίλη Φυτσιλή.
Δεν έχει τελειώσει ακόμη το Γυμνάσιο - και πώς να το ολοκληρώσει, υπό συνθήκες ξενικής κατοχής - όταν συναντάει τους πρώτους μαυροσκούφηδες. Το πρώτο βάπτισμα θα το πάρει, όταν θα πάει και θα φέρνει τα μηνύματα των ΕΛΑΣιτών και δεν θα αργήσει να αναγνωριστεί η αυτοθυσία του, ώστε να του εμπιστευτούν μία θέση στο τυπογραφείο του Αρχηγείου Αγράφων.
Θα αποτυπώσει όλο το μεγαλείο της προσωπικότητάς της προς την αδιαπραγμάτευτη θυσία της, στην μονογραφία του «Βαγγελίτσα Κουσιάντζα. Η ιστορία μιας ηρωίδας του αγωνιζόμενου λαού» («Σύγχρονη Εποχή», 1983), αφού θα είναι ο σύντροφος ο οποίος θα την μεταφέρει τραυματισμένη, μέσα στο πυκνό χιόνι, στις ριπές και στους καπνούς της απριλιανής μάχης της Νιάλας.
Σ' αυτό το σημείο δημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από το πρώτο μέρος της αυτοβιογραφίας του «Κουβεντιάζοντας με τον Γιάννη. Το πικρό οδοιπορικό ενός μικρού αντάρτη» («Εντός», 1999), στο οποίο αποτιμά την προσφορά της αδικοχαμένης συντρόφισσας. Σ' αυτό, όπως και στο δεύτερο «Στους δρόμους του αγώνα» (2001) - που κυκλοφορεί από τις ίδιες εκδόσεις - «συνομιλεί» με τον πρόωρα αδικοχαμένο αδελφό του Γιάννη Φυτσιλή.
Το παραθέτουμε:
«Πιο κάτω, δίπλα, στο μονοπάτι, για να μην εμποδίζει τους άλλους να περνούν, είδα γονατισμένη μια γνωστή σιλουέτα. Εσκυψα και την έπιασα απ' τους ώμους. Ηταν η Βαγγελίτσα Κουσιάντζα. Η δασκάλα απ' τον Παλαμά της Καρδίτσας. Στέλεχος του Κόμματος. Η πιο φλογερή αγωνίστρια που γνώρισα. Τη θαύμαζα, μ' έναν θαυμασμό απέραντο. Μιλούσε στις συγκεντρώσεις μας και ξεσήκωνε θύελλες ενθουσιασμού.
»Είχε δώσει όλες τις δυνάμεις της, όλη τη ζωή της στον Αγώνα. Είχε μείνει κι είχε δουλέψει στο χωριό μας [...], στα χρόνια της Αντίστασης και μετά την Απελευθέρωση. Μάζευε στο σχολείο τις αγράμματες γυναίκες [...] και τους μάθαινε την αλφαβήτα. Ακόμα και σε κείνες τις ζοφερές μέρες μετά τη Βάρκιζα, μιλούσε με μια θέρμη και με μια σιγουριά στη φωνή της, που έλεγες πως τίποτα δε χάθηκε ακόμα».