Περιγράφοντας τις προϋποθέσεις για να αποκτήσουν οι εργατικοί αγώνες δυναμική και προοπτική υπογράμμιζε μεταξύ άλλων: «Δεν επιτρέπεται να υπάρχουν αντιλήψεις ότι "η δική μας επιχείρηση δεν πρόκειται να μειώσει μισθούς και να κάνει απολύσεις γιατί έχει πολλά κέρδη" ή ότι "πρέπει να δεχθούμε τις μειώσεις και απολύσεις, να προστατευθούν τα κέρδη, ώστε να σωθούν τουλάχιστον οι δουλειές μας". Υπάρχουν πια χιλιάδες αποδείξεις ότι αυτές οι αντιλήψεις το μόνο που κάνουν είναι να αφοπλίζουν τους εργάτες γιατί οι νόμοι λειτουργίας του καπιταλισμού είναι αμείλικτοι».
Οι επισημάνσεις - εκτιμήσεις του Κόμματος επιβεβαιώνονται καθημερινά. Οσοι σπέρνουν αυταπάτες για τη θέση που αντικειμενικά έχει κάθε μεγαλοεπιχειρηματίας απέναντι στους εργαζόμενους που απασχολεί, όσοι αθωώνουν ή φιλοτεχνούν το πρόσωπο της μεγαλοεργοδοσίας, αφοπλίζουν την εργατική τάξη. Καλλιεργούν επανάπαυση, καθυστερούν την οργάνωση του αγώνα, τρέφουν αντικειμενικά την υποταγή.
Κατ' αρχήν, κοροϊδεύουν κατάμουτρα τους εργαζόμενους. Είναι αδύνατον να υιοθετείς ως κριτήριο για τις εργατικές διεκδικήσεις τους ισολογισμούς των επιχειρήσεων, και από την άλλη αυτές οι διεκδικήσεις να απαντούν πραγματικά στις ανάγκες των εργαζόμενων, έστω και σε μία από τις επιχειρήσεις του κλάδου.
Αλλωστε, η κερδοφορία των επιχειρήσεων δεν χρησιμοποιείται για τους εργάτες, αφού κάθε καπιταλιστής τα κεφάλαια που συσσωρεύει τα ρίχνει ξανά στην παραγωγή για να φέρνουν νέα κέρδη. Τα χρησιμοποιεί για να κάνει νέες επενδύσεις, να επεκταθεί στον ίδιο ή και άλλο κλάδο, στην ίδια (ή και άλλη) αγορά. Για να εκσυγχρονίσει τις μηχανές και όλη τη γραμμή της παραγωγής, να προμηθευτεί νέες πρώτες ύλες, να ενισχύσει συνολικά την παραγωγικότητα της εταιρείας του, ώστε να αποκτήσει πλεονεκτική θέση έναντι των ανταγωνιστών του, επιδιώκοντας όχι απλά τη δική του κυριαρχία αλλά και τη δική τους εξόντωση.
Ομως, το κυριότερο είναι ότι το ζήτημα των εργατικών δικαιωμάτων δεν κρίνεται πρώτα απ' όλα σε κάθε επιχείρηση ξεχωριστά, αλλά στον κλάδο συνολικά. Γιατί υπάρχει ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις επιχειρήσεις του ίδιου κλάδου που διαμορφώνει και το επίπεδο των μισθών, των εργασιακών δικαιωμάτων. Ακόμα και αν προσωρινά στην μια ή άλλη επιχείρηση ισχύει κάτι διαφορετικό αυτό θα έρθει να προσαρμοστεί στην αντικειμενική πραγματικότητα.
Η μείωση του «εργατικού κόστους» (όπως οι πλουτοκράτες έχουν βαφτίσει προκλητικά τα δικαιώματα των εργαζομένων) δεν είναι ζήτημα... επιλογής για έναν κεφαλαιοκράτη. Είναι προϋπόθεση, βασικό συστατικό της ίδιας της ύπαρξης και ενίσχυσής του, προϋπόθεση για να ενισχυθεί η «ανταγωνιστικότητα» της εταιρείας του. Οποιος δεν κατορθώσει να μειώσει το «κόστος» στις δικές του μονάδες, βρίσκεται αμέσως σε μειονεκτικότερη θέση έναντι των ανταγωνιστών του. Η ανάγκη κάθε μεγαλοεργοδότη να δράσει έτσι δεν αλλάζει από την καλή του διάθεση, φιλευσπλαχνία ή ευαισθησία. Αν δεν καταφέρει να 'χει τα κέρδη που επιδιώκει, θα κλείσει την επιχείρηση, ή θα συρρικνώσει την παραγωγή, αδιαφορώντας για τις οικογένειες που μπορεί αυτή η επιλογή να αφήσει χωρίς μεροκάματο.
Είναι δυνατόν, λοιπόν, να δεχτεί ένας μεγαλέμπορος, για παράδειγμα, να πληρώνει στη δική του επιχείρηση ικανοποιητικούς μισθούς, όταν συνολικά στον κλάδο γενικεύονται οι ατομικές συμβάσεις, οι μισθοί πείνας, δηλαδή η μεγαλοεργοδοσία εξασφαλίζει πολλαπλούς τρόπους διασφάλισης των κερδών της;
Είναι επικίνδυνη αυταπάτη να πιστέψουν οι εργάτες πως όταν σε κάθε κλάδο μαίνεται άγρια η κόντρα για τον έλεγχό του (κόντρα που σε συνθήκες κρίσης γίνεται ακόμα πιο άγρια), είναι δυνατόν η αντεργατική θύελλα να... κοπάσει έξω από την πύλη της μίας ή τη άλλης επιχείρησης. Ποτέ οι εργάτες δε βρήκαν κάποια γυάλα που τους προστάτεψε από την αντεργατική θύελλα. Ποτέ η αντεργατική λαίλαπα δε «σταματούσε» έξω από τις πύλες των επιχειρήσεων που είχαν κέρδη. Ποτέ δεν «εξαιρέθηκαν» εργατικές οικογένειες από τις συνέπειες της ανεργίας, της ιδιωτικοποίησης Υγείας - Πρόνοιας - Παιδείας, της κατάργησης των Συμβάσεων, επειδή τα έσοδα των αφεντικών τους είχαν αυξητική τάση.
Οπου κυριάρχησε η αυταπάτη ότι «είμαστε όλοι μια οικογένεια» και «να στηρίξουμε την εταιρεία», η εργοδοσία κέρδισε χρόνο, δυνάμωσε ανεμπόδιστα την επίθεσή της. Ορισμένα παραδείγματα:
Πριν από δύο μήνες, η εταιρεία SPRIDER έβαλε «λουκέτο», εκατοντάδες εργάτες βρέθηκαν στο δρόμο. Την τελευταία διετία, το επιχειρησιακό σωματείο είχε συνυπογράψει δύο απανωτές μειώσεις μισθών (η πρώτη 17% και η δεύτερη 21%-26%) με το επιχείρημα ότι έτσι θα σωθούν οι θέσεις εργασίας. Ομως ούτε οι εργαζόμενοι απέφυγαν τελικά την ανεργία, ούτε και η SPRIDER «σώθηκε». Καθώς η κόντρα για τον έλεγχο (και) του κλάδου του Εμπορίου οξύνεται, με ρυθμούς που επιταχύνει η καπιταλιστική κρίση, ο συγκεκριμένος επιχειρηματίας έκρινε ότι τον συμφέρει να απομακρύνει κεφάλαια από το συγκεκριμένο κλάδο, έστω κι αν είχε κατακτήσει πρόσβαση σε πολλές βαλκανικές αγορές.
Χαρακτηριστικό είναι, επίσης, το παράδειγμα της «Χαλυβουργίας» στο Βόλο, όπου η αποδοχή της εκ περιτροπής εργασίας δεν εμπόδισε τις μειώσεις των μισθών. Της «Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας», όπου οι διαδηλώσεις των εργαζόμενων μαζί με την εργοδοσία για να πάρει δάνεια ο Λαναράς, δεν εμπόδισαν τις χιλιάδες απολύσεις που ακολούθησαν. Της πολυεθνικής «Φορντ», όπου οι μειώσεις των μισθών επίσης δεν εμπόδισε τις πάνω από 4.000 απολύσεις (στο Βέλγιο).
Το αν, λοιπόν, μια συνδικαλιστική δύναμη υπηρετεί το ταξικό συμφέρον των εργαζομένων, δεν αποτυπώνεται στο πόσες «αγωνιστικές κορόνες» υψώνει σε μια επιχείρηση, όταν μάλιστα ακυρώνουν τα ίδια τα αιτήματά τους έξω από αυτή. Φαίνεται από το αν συμβάλει στην οργάνωση και πάλη των εργαζομένων συνολικά ενάντια στους μεγαλοεργοδότες, στα μονοπώλια, ως τάξη.
Η επίθεση που δέχεται η εργατική τάξη είναι επίθεση ταξική, ολομέτωπη, ενιαία και κοινή για όλους τους εργάτες. Είναι επίθεση που έχει ως αφετηρία την ίδια την καπιταλιστική οργάνωση της οικονομίας, η οποία υπακούει στο κυνήγι του κέρδους και γι' αυτό τσακίζει ανελέητα τις εργατικές ανάγκες και κατακτήσεις. Ως τέτοια πρέπει να την αντιμετωπίσει κάθε εργάτης κι εργάτρια. Τέτοια ζητήματα πρέπει να απασχολήσουν τους εργάτες και στο πλαίσιο του απολογισμού της πρόσφατης μάχης (γενική απεργία στις 6 Νοέμβρη) αλλά και του σχεδιασμού των επόμενων μαχών, συνολικά της σύνθετης διαδικασίας για την ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος.
Από την άποψη της συλλογής πείρας, έχει ενδιαφέρον να αναφερθούν ορισμένα στοιχεία και γεγονότα που συνέβησαν αυτό το διάστημα.
Να δούμε πώς παρεμβαίνουν πολιτικές και συνδικαλιστικές δυνάμεις από τη μεριά των διδασκόντων, των πανεπιστημιακών αρχών!
Εχει ακόμη σημασία να παρακολουθήσουμε πώς επιδρούν στο Πανεπιστήμιο οι δυνάμεις εκείνες, με προεξάρχοντα τον οπορτουνισμό, που μιλάνε για τα συμφέροντα της δήθεν «ενιαίας πανεπιστημιακής κοινότητας»! Μια κοινότητα που εμφανίζεται ενιαία -ενώ δεν είναι αντικειμενικά-, μόνο για να μπορέσουν οι δυνάμεις αυτές να πάρουν μέρος στη μοιρασιά της νέας πίτας που διαμορφώνει το «Πανεπιστήμιο ΑΕ».
Με την ανάπτυξη των απεργιακών κινητοποιήσεων, οι ανακοινώσεις αυτών των παρατάξεων επικεντρώθηκαν στην άποψη ότι τα Πανεπιστήμια θα πρέπει να ανοίξουν αμέσως και η απεργία των εργαζομένων θα έπρεπε... να υπακούσει σε τούτη την «πανεθνική ανάγκη». Ακόμα υποστήριζαν ότι την απάντηση απέναντι στις απολύσεις δεν μπορεί να τη δώσουν οι συνδικαλιστικοί αγώνες και οι κινητοποιήσεις εργαζομένων, διδασκόντων, φοιτητών, αλλά τα όργανα των Ιδρυμάτων και δη τα Συμβούλια Διοίκησης!
Με τη λογική τού «όλοι μαζί» και των παν-πανεπιστημιακών συνελεύσεων καλούσαν να «δοθεί η μάχη, μακριά από στερεότυπα και διαχωρισμούς που δεν αντιστοιχούν στα προβλήματα του σήμερα». Αναρωτιέται, λοιπόν, κανείς: στερεότυπα θεωρούν τους συλλόγους των διδασκόντων και των φοιτητών που άφηναν σκόπιμα απ' έξω; Απαξιώνοντας και υποτιμώντας την αγωνία και τον αγώνα ειδικά των νέων φοιτητών και των οικογενειών τους στις σημερινές συνθήκες, τους έσπρωξαν σαν λεία στον προβοκατόρικο μύλο κυβέρνησης - ΔΑΠ - καθηγητών που νιώθουν περισσότερο δεμένοι με τα λογής ευρωπαϊκά προγράμματα, τα οποία καθυστερούσαν λόγω των κινητοποιήσεων...! Εθρεψαν αυταπάτες για κοινότητα στόχων με τις πρυτανικές αρχές και για δικαίωση των αγώνων των εργαζομένων μέσα από τα αστικά Δικαστήρια, με λογιστικού επιπέδου επιχειρήματα.
Οι πρυτάνεις, από την άλλη, περιορίστηκαν στις ανακοινώσεις τους στην επίκληση του γνωστού «διαλόγου που δεν έγινε». Ζήτησαν από το υπουργείο «η αξιολόγηση των διοικητικών δομών τους να προχωρήσει άμεσα, με τον ορθόδοξο όμως τρόπο, αυτόν που πρότεινε το υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης την προηγούμενη χρονιά...», ενώ φρόντισαν να διευκρινίσουν ότι «αν παρόλα αυτά υπάρξει επιμονή στην προτεινόμενη ανορθόδοξη "fast track" διαδικασία αξιολόγησης, τα πανεπιστήμια και πάλι θα ανταποκριθούν»! Αλλωστε, οι πρυτάνεις έχουν σοβαρή ευθύνη στην ολοένα αυξανόμενη διείσδυση των επιχειρήσεων στα πανεπιστήμια και στον τομέα της έρευνας. Οι εργολάβοι και οι ελαστικές σχέσεις εργασίας των εργαζομένων στα ΑΕΙ είναι χρόνια πραγματικότητα με τη συνδρομή των πρυτανικών αρχών και των λεγόμενων «αυτοδιοίκητων οργάνων». Οι Ειδικοί Λογαριασμοί έφερναν στο πανεπιστήμιο μαζί με τις επιχειρήσεις και τους ελαστικά εργαζόμενους!
Ταυτόχρονα, μέσω εισαγγελικών παρεμβάσεων, θέτει τους εργαζόμενους των ΑΕΙ που δεν απεγράφησαν σε αργία, βγάζει παράνομες τις κινητοποιήσεις. Στο νέο «Πανεπιστήμιο-ΑΕ» δε χωράνε οι οργανωμένοι αγώνες των εργαζομένων κατά των αντιλαϊκών πολιτικών. Το δόγμα «νόμος και τάξη» θα γίνεται πιο έντονο. Από τις πύλες των εργοστασίων μέχρι τις πόρτες των σχολείων και τα αμφιθέατρα των πανεπιστημίων, κυβέρνηση - αστικό σύστημα θέλουν να στείλουν μήνυμα υποταγής προς όλες τις κατευθύνσεις.
Η ΔΗΠΑΚ στα μέλη ΔΕΠ και το ΠΑΜΕ στους εργαζομένους στήριξαν από την αρχή το δίκαιο αγώνα των εργαζομένων. Είναι οι μόνες δυνάμεις που ανέδειξαν τα πραγματικά αίτια των αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων και στο χώρο της Παιδείας. Ολα αυτά τα μέτρα εντάσσονται στη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με την οποία συμφωνούν τόσο τα κόμματα της σημερινής κυβέρνησης όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, οι ΑΝΕΛ και η ΔΗΜΑΡ. Είναι τα μέτρα που έχουν στηρίξει και εφαρμόσει οι πρυτανικές αρχές, παλιές και νέες.
Γι' αυτό επιμένουμε ότι ο αγώνας δε θα είναι αποτελεσματικός αν δε συνδέσει το τι γίνεται μέσα στα πανεπιστήμια με όσα γίνονται στην κοινωνία. Αν δεν εδραιωθούν συμμαχίες με το εργατικό - λαϊκό κίνημα ενάντια στην αιτία των αντιλαϊκών μέτρων και της κρίσης, που είναι η πολιτική και οικονομική εξουσία των μονοπωλίων. Ο αγώνας των εργαζομένων, συνολικά ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική που προωθούν κυβέρνηση, ΕΕ και οι υποστηρικτές τους πρέπει να συνεχιστεί, αξιοποιώντας όλες τις μορφές πάλης, στη γραμμή της ενιαίας λαϊκής αντεπίθεσης, με συντονισμένο αγώνα των εργαζομένων όλων των κλάδων, σε Δημόσιο και Ιδιωτικό Τομέα.
Οι άνεργοι και οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, οι φοιτητές και οι οικογένειές τους θα πρέπει να καταλάβουν ότι δεν έχουν κανένα συμφέρον από τις απολύσεις υπαλλήλων στα ΑΕΙ και γενικότερα στο Δημόσιο Τομέα. Δε θα αυξηθούν οι μισθοί τους, δε θα σωθούν από τα βάρη της κρίσης, δε θα βρουν δουλειά. Δε θα έχουν καλύτερα σχολεία για τα παιδιά τους με συγχωνεύσεις και λιγότερους δασκάλους, καλύτερα νοσοκομεία με καταργήσεις μονάδων και οργανικών θέσεων, καλύτερα πανεπιστήμια και αναβαθμισμένες σπουδές χωρίς προσωπικό. Θα πρέπει να συνταχθούν στο πλευρό των αγωνιζόμενων εργαζομένων σήμερα στα πανεπιστήμια, στο Δημόσιο, αύριο στα εργοστάσια και σε ολόκληρο τον Ιδιωτικό Τομέα. Να αγωνιστούν ενιαία, να αποτρέψουν, να καθυστερήσουν την υλοποίηση των αντιλαϊκών μέτρων. Να καταδικαστούν στη λαϊκή συνείδηση μέσα από την οργανωμένη λαϊκή ανυπακοή.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ:
Η περίπτωση, ωστόσο, της Αργεντινής με βάση και τα νεότερα δεδομένα αποτελεί την πιο τρανταχτή ίσως απόδειξη ενός πράγματος: Πως ανεξάρτητα από το μείγμα διαχείρισης, ο λαός είναι ο μεγάλος χαμένος.
Η Αργεντινή, την οποία έκανε σημαία ο ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι που ο Αλ. Τσίπρας έσπευσε επιτόπου να σχηματίσει ιδία άποψη για το «θαύμα», πέρασε βαθιά καπιταλιστική οικονομική κρίση το 1998-2001. Η πολιτική που εφαρμοζόταν ως τότε, η αυστηρή δημοσιονομική, δεν απέτρεψε την κρίση. Βεβαίως, ο λαός ζούσε σε κόλαση. Αλλά και η πολιτική που εφάρμοσαν οι μετέπειτα κυβερνήσεις, που ώθησαν σε καπιταλιστική ανάκαμψη, με ρυθμούς μάλιστα που έφτασαν τη μεταβολή του ΑΕΠ στο 8% (είναι η πολιτική που πρεσβεύει ο ΣΥΡΙΖΑ), δεν απέτρεψε τη νέα καπιταλιστική οικονομική κρίση, 12 χρόνια μετά. Αυτό λένε τα στοιχεία και οι περιγραφές του κυρίου οικονομολόγου, ότι βρίσκεται στα πρόθυρα νέας κρίσης.