Πέμπτη 14 Νοέμβρη 2013
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Ιδεολογήματα που παγιδεύουν τους εργάτες

«

Για να λυθούν τα χέρια των εργαζομένων, να υψωθεί το αγωνιστικό τους ανάστημα, να ανασυνταχθεί και να ανακάμψει το εργατικό - λαϊκό κίνημα απαιτείται η πολιτική και ιδεολογική χειραφέτηση, απεγκλωβισμός από ιδεολογήματα που παγιδεύουν, εξαπατούν και οδηγούν στη μοιρολατρία, στην υποταγή ή στην ήττα», τόνιζε η ανακοίνωση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ για την «αναζωογόνηση - ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος» που δημοσίευσε ο «Ρ» στις 13/10/2013.

Περιγράφοντας τις προϋποθέσεις για να αποκτήσουν οι εργατικοί αγώνες δυναμική και προοπτική υπογράμμιζε μεταξύ άλλων: «Δεν επιτρέπεται να υπάρχουν αντιλήψεις ότι "η δική μας επιχείρηση δεν πρόκειται να μειώσει μισθούς και να κάνει απολύσεις γιατί έχει πολλά κέρδη" ή ότι "πρέπει να δεχθούμε τις μειώσεις και απολύσεις, να προστατευθούν τα κέρδη, ώστε να σωθούν τουλάχιστον οι δουλειές μας". Υπάρχουν πια χιλιάδες αποδείξεις ότι αυτές οι αντιλήψεις το μόνο που κάνουν είναι να αφοπλίζουν τους εργάτες γιατί οι νόμοι λειτουργίας του καπιταλισμού είναι αμείλικτοι».

Οι επισημάνσεις - εκτιμήσεις του Κόμματος επιβεβαιώνονται καθημερινά. Οσοι σπέρνουν αυταπάτες για τη θέση που αντικειμενικά έχει κάθε μεγαλοεπιχειρηματίας απέναντι στους εργαζόμενους που απασχολεί, όσοι αθωώνουν ή φιλοτεχνούν το πρόσωπο της μεγαλοεργοδοσίας, αφοπλίζουν την εργατική τάξη. Καλλιεργούν επανάπαυση, καθυστερούν την οργάνωση του αγώνα, τρέφουν αντικειμενικά την υποταγή.


Ενα παράδειγμα: Σε πρόσφατη συνέλευση των εργαζομένων στα «Πράκτικερ», η παράταξη του «ΕΜΕΙΣ» (που συγκροτήθηκε από πρώην στελέχη ΠΑΣΚΕ που καμώνονται ότι διαφοροποιούνται τάχα από τις δυνάμεις του εργοδοτικού - κυβερνητικού συνδικαλισμού) συμφώνησε με το αίτημα του σωματείου να διεκδικήσει Σύμβαση με κατώτερο βασικό μισθό 920 ευρώ. Το ίδιο όμως αίτημα (ως βάση για τη διεκδίκηση της κλαδικής Σύμβασης) το απέρριψαν όταν το έθεσαν οι δυνάμεις της ΔΑΣ, που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ, στη συνεδρίαση της διοίκησης της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Υπαλλήλων, με το επιχείρημα ότι «είναι άλλο πράγμα ο κλάδος και άλλο μια επιχείρηση που μπορεί να είναι κερδοφόρα». Δηλαδή, ουσιαστικά λένε «να προσευχόμαστε να 'χει κέρδη ο εργοδότης μας γιατί έτσι θα γλιτώσουμε».

Δε γίνονται αγώνες με «οδηγό» τα εργοδοτικά σχέδια

Κατ' αρχήν, κοροϊδεύουν κατάμουτρα τους εργαζόμενους. Είναι αδύνατον να υιοθετείς ως κριτήριο για τις εργατικές διεκδικήσεις τους ισολογισμούς των επιχειρήσεων, και από την άλλη αυτές οι διεκδικήσεις να απαντούν πραγματικά στις ανάγκες των εργαζόμενων, έστω και σε μία από τις επιχειρήσεις του κλάδου.

Αλλωστε, η κερδοφορία των επιχειρήσεων δεν χρησιμοποιείται για τους εργάτες, αφού κάθε καπιταλιστής τα κεφάλαια που συσσωρεύει τα ρίχνει ξανά στην παραγωγή για να φέρνουν νέα κέρδη. Τα χρησιμοποιεί για να κάνει νέες επενδύσεις, να επεκταθεί στον ίδιο ή και άλλο κλάδο, στην ίδια (ή και άλλη) αγορά. Για να εκσυγχρονίσει τις μηχανές και όλη τη γραμμή της παραγωγής, να προμηθευτεί νέες πρώτες ύλες, να ενισχύσει συνολικά την παραγωγικότητα της εταιρείας του, ώστε να αποκτήσει πλεονεκτική θέση έναντι των ανταγωνιστών του, επιδιώκοντας όχι απλά τη δική του κυριαρχία αλλά και τη δική τους εξόντωση.

Ομως, το κυριότερο είναι ότι το ζήτημα των εργατικών δικαιωμάτων δεν κρίνεται πρώτα απ' όλα σε κάθε επιχείρηση ξεχωριστά, αλλά στον κλάδο συνολικά. Γιατί υπάρχει ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις επιχειρήσεις του ίδιου κλάδου που διαμορφώνει και το επίπεδο των μισθών, των εργασιακών δικαιωμάτων. Ακόμα και αν προσωρινά στην μια ή άλλη επιχείρηση ισχύει κάτι διαφορετικό αυτό θα έρθει να προσαρμοστεί στην αντικειμενική πραγματικότητα.

Η μείωση του «εργατικού κόστους» (όπως οι πλουτοκράτες έχουν βαφτίσει προκλητικά τα δικαιώματα των εργαζομένων) δεν είναι ζήτημα... επιλογής για έναν κεφαλαιοκράτη. Είναι προϋπόθεση, βασικό συστατικό της ίδιας της ύπαρξης και ενίσχυσής του, προϋπόθεση για να ενισχυθεί η «ανταγωνιστικότητα» της εταιρείας του. Οποιος δεν κατορθώσει να μειώσει το «κόστος» στις δικές του μονάδες, βρίσκεται αμέσως σε μειονεκτικότερη θέση έναντι των ανταγωνιστών του. Η ανάγκη κάθε μεγαλοεργοδότη να δράσει έτσι δεν αλλάζει από την καλή του διάθεση, φιλευσπλαχνία ή ευαισθησία. Αν δεν καταφέρει να 'χει τα κέρδη που επιδιώκει, θα κλείσει την επιχείρηση, ή θα συρρικνώσει την παραγωγή, αδιαφορώντας για τις οικογένειες που μπορεί αυτή η επιλογή να αφήσει χωρίς μεροκάματο.

Είναι δυνατόν, λοιπόν, να δεχτεί ένας μεγαλέμπορος, για παράδειγμα, να πληρώνει στη δική του επιχείρηση ικανοποιητικούς μισθούς, όταν συνολικά στον κλάδο γενικεύονται οι ατομικές συμβάσεις, οι μισθοί πείνας, δηλαδή η μεγαλοεργοδοσία εξασφαλίζει πολλαπλούς τρόπους διασφάλισης των κερδών της;

Ανάγκη να διαλυθούν οι αυταπάτες

Είναι επικίνδυνη αυταπάτη να πιστέψουν οι εργάτες πως όταν σε κάθε κλάδο μαίνεται άγρια η κόντρα για τον έλεγχό του (κόντρα που σε συνθήκες κρίσης γίνεται ακόμα πιο άγρια), είναι δυνατόν η αντεργατική θύελλα να... κοπάσει έξω από την πύλη της μίας ή τη άλλης επιχείρησης. Ποτέ οι εργάτες δε βρήκαν κάποια γυάλα που τους προστάτεψε από την αντεργατική θύελλα. Ποτέ η αντεργατική λαίλαπα δε «σταματούσε» έξω από τις πύλες των επιχειρήσεων που είχαν κέρδη. Ποτέ δεν «εξαιρέθηκαν» εργατικές οικογένειες από τις συνέπειες της ανεργίας, της ιδιωτικοποίησης Υγείας - Πρόνοιας - Παιδείας, της κατάργησης των Συμβάσεων, επειδή τα έσοδα των αφεντικών τους είχαν αυξητική τάση.

Οπου κυριάρχησε η αυταπάτη ότι «είμαστε όλοι μια οικογένεια» και «να στηρίξουμε την εταιρεία», η εργοδοσία κέρδισε χρόνο, δυνάμωσε ανεμπόδιστα την επίθεσή της. Ορισμένα παραδείγματα:

Πριν από δύο μήνες, η εταιρεία SPRIDER έβαλε «λουκέτο», εκατοντάδες εργάτες βρέθηκαν στο δρόμο. Την τελευταία διετία, το επιχειρησιακό σωματείο είχε συνυπογράψει δύο απανωτές μειώσεις μισθών (η πρώτη 17% και η δεύτερη 21%-26%) με το επιχείρημα ότι έτσι θα σωθούν οι θέσεις εργασίας. Ομως ούτε οι εργαζόμενοι απέφυγαν τελικά την ανεργία, ούτε και η SPRIDER «σώθηκε». Καθώς η κόντρα για τον έλεγχο (και) του κλάδου του Εμπορίου οξύνεται, με ρυθμούς που επιταχύνει η καπιταλιστική κρίση, ο συγκεκριμένος επιχειρηματίας έκρινε ότι τον συμφέρει να απομακρύνει κεφάλαια από το συγκεκριμένο κλάδο, έστω κι αν είχε κατακτήσει πρόσβαση σε πολλές βαλκανικές αγορές.

Χαρακτηριστικό είναι, επίσης, το παράδειγμα της «Χαλυβουργίας» στο Βόλο, όπου η αποδοχή της εκ περιτροπής εργασίας δεν εμπόδισε τις μειώσεις των μισθών. Της «Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας», όπου οι διαδηλώσεις των εργαζόμενων μαζί με την εργοδοσία για να πάρει δάνεια ο Λαναράς, δεν εμπόδισαν τις χιλιάδες απολύσεις που ακολούθησαν. Της πολυεθνικής «Φορντ», όπου οι μειώσεις των μισθών επίσης δεν εμπόδισε τις πάνω από 4.000 απολύσεις (στο Βέλγιο).

Το αν, λοιπόν, μια συνδικαλιστική δύναμη υπηρετεί το ταξικό συμφέρον των εργαζομένων, δεν αποτυπώνεται στο πόσες «αγωνιστικές κορόνες» υψώνει σε μια επιχείρηση, όταν μάλιστα ακυρώνουν τα ίδια τα αιτήματά τους έξω από αυτή. Φαίνεται από το αν συμβάλει στην οργάνωση και πάλη των εργαζομένων συνολικά ενάντια στους μεγαλοεργοδότες, στα μονοπώλια, ως τάξη.

Η επίθεση που δέχεται η εργατική τάξη είναι επίθεση ταξική, ολομέτωπη, ενιαία και κοινή για όλους τους εργάτες. Είναι επίθεση που έχει ως αφετηρία την ίδια την καπιταλιστική οργάνωση της οικονομίας, η οποία υπακούει στο κυνήγι του κέρδους και γι' αυτό τσακίζει ανελέητα τις εργατικές ανάγκες και κατακτήσεις. Ως τέτοια πρέπει να την αντιμετωπίσει κάθε εργάτης κι εργάτρια. Τέτοια ζητήματα πρέπει να απασχολήσουν τους εργάτες και στο πλαίσιο του απολογισμού της πρόσφατης μάχης (γενική απεργία στις 6 Νοέμβρη) αλλά και του σχεδιασμού των επόμενων μαχών, συνολικά της σύνθετης διαδικασίας για την ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος.


Α. Μ.

Για τις διαθεσιμότητες - απολύσεις και τον αγώνα των εργαζομένων στα ΑΕΙ

Τις τελευταίες 9 εβδομάδες οι εργαζόμενοι στα ΑΕΙ της χώρας δίνουν ένα δίκαιο αγώνα ενάντια στην απόφαση της κυβέρνησης για τις διαθεσιμότητες - απολύσεις 1.349 διοικητικών υπαλλήλων από 8 Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και στο ΕΚΠΑ οι απολύσεις φτάνουν το 45% και 40%, αντίστοιχα, του υπάρχοντος διοικητικού προσωπικού του Ιδρύματος. Η απόφαση αυτή της κυβέρνησης έρχεται να οξύνει δραματικά τα ήδη σοβαρά προβλήματα λειτουργίας των Πανεπιστημίων σε φύλαξη, λειτουργία εργαστηρίων, πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες, γραμματείες, φοιτητικές λέσχες, κ.λπ.

Από την άποψη της συλλογής πείρας, έχει ενδιαφέρον να αναφερθούν ορισμένα στοιχεία και γεγονότα που συνέβησαν αυτό το διάστημα.

Να δούμε πώς παρεμβαίνουν πολιτικές και συνδικαλιστικές δυνάμεις από τη μεριά των διδασκόντων, των πανεπιστημιακών αρχών!

Εχει ακόμη σημασία να παρακολουθήσουμε πώς επιδρούν στο Πανεπιστήμιο οι δυνάμεις εκείνες, με προεξάρχοντα τον οπορτουνισμό, που μιλάνε για τα συμφέροντα της δήθεν «ενιαίας πανεπιστημιακής κοινότητας»! Μια κοινότητα που εμφανίζεται ενιαία -ενώ δεν είναι αντικειμενικά-, μόνο για να μπορέσουν οι δυνάμεις αυτές να πάρουν μέρος στη μοιρασιά της νέας πίτας που διαμορφώνει το «Πανεπιστήμιο ΑΕ».


Οι κυβερνητικές συνδικαλιστικές παρατάξεις στα Πανεπιστήμια επικέντρωναν την αντίθεσή τους προς το υπουργείο σε ζητήματα δήθεν «προχειρότητας» των απολύσεων, ενώ κατηγορούσαν τις ηγεσίες των Ιδρυμάτων, γιατί δεν έχουν εφαρμόσει ως «όφειλαν στα δύο ακριβώς χρόνια από την ψήφιση του Νόμου 4009/2011 την κατάρτιση του Οργανισμού και του Εσωτερικού Κανονισμού του Ιδρύματός τους». Εχυναν ψεύτικα κροκοδείλια δάκρυα για τους κόπους των φοιτητών, την ίδια στιγμή που λέξη δεν έχουν αρθρώσει για το τεράστιο κόστος σπουδών που διώχνει τους νέους από τις σπουδές. Εκαναν επίκληση στο «αυτοδιοίκητο» των ΑΕΙ, δηλαδή ζητούσαν από τα ίδια τα Ιδρύματα να κάνουν τις απολύσεις και όχι το υπουργείο, λες και κάτι θα άλλαζε για τους απολυμένους, για τις ίδιες τις σπουδές. Ζητούσαν «σχεδιασμένες» απολύσεις με βάση «τις ρεαλιστικές προτάσεις που έχουν κατατεθεί και στηρίζονται στην απομάκρυνση όσων δεν επηρεάζουν τη λειτουργία των ιδρυμάτων...» (Ανακοίνωση ΔΗΜΑΡ)!

Με την ανάπτυξη των απεργιακών κινητοποιήσεων, οι ανακοινώσεις αυτών των παρατάξεων επικεντρώθηκαν στην άποψη ότι τα Πανεπιστήμια θα πρέπει να ανοίξουν αμέσως και η απεργία των εργαζομένων θα έπρεπε... να υπακούσει σε τούτη την «πανεθνική ανάγκη». Ακόμα υποστήριζαν ότι την απάντηση απέναντι στις απολύσεις δεν μπορεί να τη δώσουν οι συνδικαλιστικοί αγώνες και οι κινητοποιήσεις εργαζομένων, διδασκόντων, φοιτητών, αλλά τα όργανα των Ιδρυμάτων και δη τα Συμβούλια Διοίκησης!

Οι λεγόμενες αντιμνημονιακές δυνάμεις (κυρίως οι δυνάμεις των ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ) στα Πανεπιστήμια προέβαλλαν «τον υπέρ πάντων αγώνα με στόχο την πτώση της κυβέρνησης», την οποία την αξιολογούν σε «στιγμή αδυναμίας»1, τρέφοντας αυταπάτες για τις απαιτήσεις και τη δυσκολία του αγώνα, ότι με μια άλλη κυβέρνηση (αυτή του ΣΥΡΙΖΑ), η αντιλαϊκή πολιτική θα ανατραπεί! Η ανάλυση των αιτιών για τις απολύσεις περιορίστηκε από τη μεριά τους «στη λαίλαπα των μνημονίων και την πολιτική λιτότητας που επιβλήθηκε από την τρόικα» (αυτά που επικαλείται δηλαδή και η κυβέρνηση για την αναγκαιότητα και το αναπόφευκτο των απολύσεων...), στην «...αυθαίρετη και σε σημεία αδιαφανή διαδικασία» που ακολούθησε το υπουργείο.

Με τη λογική τού «όλοι μαζί» και των παν-πανεπιστημιακών συνελεύσεων καλούσαν να «δοθεί η μάχη, μακριά από στερεότυπα και διαχωρισμούς που δεν αντιστοιχούν στα προβλήματα του σήμερα». Αναρωτιέται, λοιπόν, κανείς: στερεότυπα θεωρούν τους συλλόγους των διδασκόντων και των φοιτητών που άφηναν σκόπιμα απ' έξω; Απαξιώνοντας και υποτιμώντας την αγωνία και τον αγώνα ειδικά των νέων φοιτητών και των οικογενειών τους στις σημερινές συνθήκες, τους έσπρωξαν σαν λεία στον προβοκατόρικο μύλο κυβέρνησης - ΔΑΠ - καθηγητών που νιώθουν περισσότερο δεμένοι με τα λογής ευρωπαϊκά προγράμματα, τα οποία καθυστερούσαν λόγω των κινητοποιήσεων...! Εθρεψαν αυταπάτες για κοινότητα στόχων με τις πρυτανικές αρχές και για δικαίωση των αγώνων των εργαζομένων μέσα από τα αστικά Δικαστήρια, με λογιστικού επιπέδου επιχειρήματα.

Είναι εύκολο και βολικό να λέει κανείς ότι για τα βάσανα του λαού ευθύνονται τα μνημόνια, η κακή και παράλογη κυβέρνηση, το κακό και παράλογο υπουργείο, οι αυθαιρεσίες, η αδιαφάνεια, ακόμα ακόμα οι βάρβαρες αντιλαϊκές πολιτικές. Αυτά όμως δεν εξηγούν και δεν αποκαλύπτουν στα μάτια των εργαζομένων, των φοιτητών την πραγματική αιτία αυτών που συμβαίνουν. Αυτές είναι απλές διαπιστώσεις και προβαλλόμενες ως αίτιο, θολώνουν τα νερά, υπονομεύουν τη δυναμική και τη συνέχεια των αγώνων. Γιατί, ένας αγώνας μπορεί να είναι επιτυχημένος, όταν οι εργαζόμενοι ξέρουν ενάντια σε ποιον πρέπει να πολεμήσουν, όταν ξεχωρίζουν τους εχθρούς που έρχονται σαν φίλοι και, με βάση αυτό, φτιάχνουν και τη γραμμή ενότητας. Ούτε μια λέξη δεν εμπεριείχαν οι αναλύσεις των λογής οπορτουνιστών για τη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Συνθήκη της Μπολόνια) που προβλέπει από το 1998 τα «Πανεπιστήμια-ΑΕ». Ούτε μια λέξη για το γεγονός ότι παρόμοια μέτρα έχουν δρομολογηθεί και υλοποιούνται σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ανεξάρτητα από μνημόνια και χρέη.

Οι πρυτάνεις, από την άλλη, περιορίστηκαν στις ανακοινώσεις τους στην επίκληση του γνωστού «διαλόγου που δεν έγινε». Ζήτησαν από το υπουργείο «η αξιολόγηση των διοικητικών δομών τους να προχωρήσει άμεσα, με τον ορθόδοξο όμως τρόπο, αυτόν που πρότεινε το υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης την προηγούμενη χρονιά...», ενώ φρόντισαν να διευκρινίσουν ότι «αν παρόλα αυτά υπάρξει επιμονή στην προτεινόμενη ανορθόδοξη "fast track" διαδικασία αξιολόγησης, τα πανεπιστήμια και πάλι θα ανταποκριθούν»! Αλλωστε, οι πρυτάνεις έχουν σοβαρή ευθύνη στην ολοένα αυξανόμενη διείσδυση των επιχειρήσεων στα πανεπιστήμια και στον τομέα της έρευνας. Οι εργολάβοι και οι ελαστικές σχέσεις εργασίας των εργαζομένων στα ΑΕΙ είναι χρόνια πραγματικότητα με τη συνδρομή των πρυτανικών αρχών και των λεγόμενων «αυτοδιοίκητων οργάνων». Οι Ειδικοί Λογαριασμοί έφερναν στο πανεπιστήμιο μαζί με τις επιχειρήσεις και τους ελαστικά εργαζόμενους!

Η επιλογή των απολύσεων και στο πανεπιστήμιο δεν είναι ούτε «πρόχειρη», ούτε «περίεργη». Δεν οφείλεται στην «ανικανότητα του υπουργείου», δεν είναι απλά απόρροια των δεσμεύσεων των μνημονίων. Τέτοιου είδους εκτιμήσεις θολώνουν τα νερά. Η παράδοση του πανεπιστημίου στην επιχειρηματικότητα είναι στρατηγική επιλογή του κεφαλαίου και έχει ξεκινήσει από χρόνια. Συνέχεια αυτής της στρατηγικής είναι η κατάργηση της μόνιμης και σταθερής δουλειάς στις καθαρίστριες και στους φύλακες χτες, στους διοικητικούς υπάλληλους σήμερα, αύριο στους διδάσκοντες. Στις συνθήκες της οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού η προώθηση αυτών των μέτρων απλά επιταχύνεται. Ενώ η κυβέρνηση είναι η υπεύθυνη για το γεγονός ότι δεν μπορούν πλέον να λειτουργήσουν τα ΑΕΙ, σε συνεργασία με τα αστικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης κατασυκοφαντεί τον αγώνα των εργαζομένων, καλλιεργεί τον κοινωνικό αυτοματισμό και επιδιώκει τη διάσπαση των εργαζομένων.

Ταυτόχρονα, μέσω εισαγγελικών παρεμβάσεων, θέτει τους εργαζόμενους των ΑΕΙ που δεν απεγράφησαν σε αργία, βγάζει παράνομες τις κινητοποιήσεις. Στο νέο «Πανεπιστήμιο-ΑΕ» δε χωράνε οι οργανωμένοι αγώνες των εργαζομένων κατά των αντιλαϊκών πολιτικών. Το δόγμα «νόμος και τάξη» θα γίνεται πιο έντονο. Από τις πύλες των εργοστασίων μέχρι τις πόρτες των σχολείων και τα αμφιθέατρα των πανεπιστημίων, κυβέρνηση - αστικό σύστημα θέλουν να στείλουν μήνυμα υποταγής προς όλες τις κατευθύνσεις.

Η ΔΗΠΑΚ στα μέλη ΔΕΠ και το ΠΑΜΕ στους εργαζομένους στήριξαν από την αρχή το δίκαιο αγώνα των εργαζομένων. Είναι οι μόνες δυνάμεις που ανέδειξαν τα πραγματικά αίτια των αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων και στο χώρο της Παιδείας. Ολα αυτά τα μέτρα εντάσσονται στη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με την οποία συμφωνούν τόσο τα κόμματα της σημερινής κυβέρνησης όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, οι ΑΝΕΛ και η ΔΗΜΑΡ. Είναι τα μέτρα που έχουν στηρίξει και εφαρμόσει οι πρυτανικές αρχές, παλιές και νέες.

Ενα από τα κέρδη της απεργίας των εργαζομένων στα πανεπιστήμια είναι το ότι έφερε στο προσκήνιο τις πραγματικές ανάγκες για αποκλειστικά Δημόσια και Δωρεάν Παιδεία, για πανεπιστήμια που θα λειτουργούν προς όφελος του λαού. Η ΔΗΠΑΚ και οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ στους εργαζόμενους προειδοποίησαν ότι ο αγώνας θα είναι σκληρός και μακροχρόνιος. Δεν υποτιμούμε ούτε τον αντίπαλο, ούτε την κατάσταση του εργατικού κινήματος. Εχουμε επίγνωση για το επίπεδο της συνείδησης μέσα στο πανεπιστήμιο, τις αυταπάτες που καλλιεργούνται, τη δύναμη της χειραγώγησης που συνοδεύει όλες τις λειτουργίες του.

Γι' αυτό επιμένουμε ότι ο αγώνας δε θα είναι αποτελεσματικός αν δε συνδέσει το τι γίνεται μέσα στα πανεπιστήμια με όσα γίνονται στην κοινωνία. Αν δεν εδραιωθούν συμμαχίες με το εργατικό - λαϊκό κίνημα ενάντια στην αιτία των αντιλαϊκών μέτρων και της κρίσης, που είναι η πολιτική και οικονομική εξουσία των μονοπωλίων. Ο αγώνας των εργαζομένων, συνολικά ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική που προωθούν κυβέρνηση, ΕΕ και οι υποστηρικτές τους πρέπει να συνεχιστεί, αξιοποιώντας όλες τις μορφές πάλης, στη γραμμή της ενιαίας λαϊκής αντεπίθεσης, με συντονισμένο αγώνα των εργαζομένων όλων των κλάδων, σε Δημόσιο και Ιδιωτικό Τομέα.

Οι άνεργοι και οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, οι φοιτητές και οι οικογένειές τους θα πρέπει να καταλάβουν ότι δεν έχουν κανένα συμφέρον από τις απολύσεις υπαλλήλων στα ΑΕΙ και γενικότερα στο Δημόσιο Τομέα. Δε θα αυξηθούν οι μισθοί τους, δε θα σωθούν από τα βάρη της κρίσης, δε θα βρουν δουλειά. Δε θα έχουν καλύτερα σχολεία για τα παιδιά τους με συγχωνεύσεις και λιγότερους δασκάλους, καλύτερα νοσοκομεία με καταργήσεις μονάδων και οργανικών θέσεων, καλύτερα πανεπιστήμια και αναβαθμισμένες σπουδές χωρίς προσωπικό. Θα πρέπει να συνταχθούν στο πλευρό των αγωνιζόμενων εργαζομένων σήμερα στα πανεπιστήμια, στο Δημόσιο, αύριο στα εργοστάσια και σε ολόκληρο τον Ιδιωτικό Τομέα. Να αγωνιστούν ενιαία, να αποτρέψουν, να καθυστερήσουν την υλοποίηση των αντιλαϊκών μέτρων. Να καταδικαστούν στη λαϊκή συνείδηση μέσα από την οργανωμένη λαϊκή ανυπακοή.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ:

1http://www.pd.ntua.gr/?p=314


Κώστας ΣΙΕTΤΟΣ
Επίκουρος Καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο

Ξανά με αφορμή την Αργεντινή

«

Δώδεκα χρόνια μετά το κραχ του 2001, η χώρα βρίσκεται και πάλι στα πρόθυρα του χάους. Η χρεοκοπία της Αργεντινής (...) συνιστά τη σημαντικότερη στάση πληρωμών ενός κράτους (...) επέλεξε να μην αποζημιώσει τους δανειστές της και να αρνηθεί την ξένη βοήθεια υπό την αιγίδα του ΔΝΤ. Η στρατηγική αυτή, αφού για καιρό θεωρήθηκε μια επιτυχία των εναλλακτικών πολιτικών (...) αποδείχθηκε καταστροφική (...) Αρχικά, η χώρα έδειξε ότι θα κερδίσει το στοίχημα. Η ετήσια ανάπτυξη έφτασε το 8% ανάμεσα στο 2003 και το 2011 (...) Η ανεργία μειώθηκε στο 7,2% του ενεργού πληθυσμού και η φτώχεια περιορίστηκε κατά τα δύο τρίτα. Επιπλέον, το χρέος μειώθηκε στο 41% του ΑΕΠ, καθώς αντλούνταν χρήματα από τα αποθέματα της κεντρικής τράπεζας. Υστερα από μια δεκαετία ψευδαισθήσεων (...) η χώρα έφτασε και πάλι στη χρεοκοπία. Χρεοκοπία οικονομική, με μια ανάπτυξη που δεν ξεπερνά το 2%, μια τραγική ανταγωνιστικότητα και προβληματικές υποδομές στους τομείς των μεταφορών και της Ενέργειας. Χρεοκοπία νομισματική και χρηματοπιστωτική, με έναν πληθωρισμό που επισήμως φτάνει το 10% και στην πράξη το 25%, και μια μαζική διαρροή κεφαλαίων. Χρεοκοπία κοινωνική, με την ταχεία άνοδο της ανεργίας και τη διολίσθηση του ενός τρίτου του πληθυσμού στην παράλληλη οικονομία. Χρεοκοπία χρηματοπιστωτική, με μια σειρά δικαστικών αποφάσεων που δικαιώνουν τους δανειστές: ο λογαριασμός ενδέχεται να φτάσει τα 43 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ η χώρα δεν έχει πια πρόσβαση στις αγορές και τη διεθνή βοήθεια. Χρεοκοπία πολιτική, με τη γενίκευση της ανασφάλειας, της πελατειοκρατίας και της διαφθοράς».

Τα παραπάνω περιλαμβάνονται σε τηλεγράφημα του ΑΠΕ, που βασίζεται σε άρθρο του Γάλλου οικονομολόγου Ν. Μπαβερέζ στην εφημερίδα «Φιγκαρό». Βεβαίως, ο εν λόγω κύριος γράφει όσα γράφει, όχι από πόνο για τις συνέπειες στο λαό της Αργεντινής, αλλά για να υπερασπιστεί την πολιτική της Ευρωζώνης στη διαχείριση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, την αυστηρή δημοσιονομική πολιτική και την αναγκαιότητα να πάρουν οι «δανειστές» τα λεφτά τους, κόντρα στην επεκτατική της Αργεντινής. Και κάνει απ' αυτή τη σκοπιά κριτική στο μείγμα διαχείρισης της Αργεντινής που βεβαίως ήταν και είναι επίσης πολιτική σε όφελος του κεφαλαίου, όπως αυτή που υπερασπίζεται ο κύριος οικονομολόγος.

Η περίπτωση, ωστόσο, της Αργεντινής με βάση και τα νεότερα δεδομένα αποτελεί την πιο τρανταχτή ίσως απόδειξη ενός πράγματος: Πως ανεξάρτητα από το μείγμα διαχείρισης, ο λαός είναι ο μεγάλος χαμένος.

Η Αργεντινή, την οποία έκανε σημαία ο ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι που ο Αλ. Τσίπρας έσπευσε επιτόπου να σχηματίσει ιδία άποψη για το «θαύμα», πέρασε βαθιά καπιταλιστική οικονομική κρίση το 1998-2001. Η πολιτική που εφαρμοζόταν ως τότε, η αυστηρή δημοσιονομική, δεν απέτρεψε την κρίση. Βεβαίως, ο λαός ζούσε σε κόλαση. Αλλά και η πολιτική που εφάρμοσαν οι μετέπειτα κυβερνήσεις, που ώθησαν σε καπιταλιστική ανάκαμψη, με ρυθμούς μάλιστα που έφτασαν τη μεταβολή του ΑΕΠ στο 8% (είναι η πολιτική που πρεσβεύει ο ΣΥΡΙΖΑ), δεν απέτρεψε τη νέα καπιταλιστική οικονομική κρίση, 12 χρόνια μετά. Αυτό λένε τα στοιχεία και οι περιγραφές του κυρίου οικονομολόγου, ότι βρίσκεται στα πρόθυρα νέας κρίσης.

Ο λαός δυστυχεί, το περιγράφουν τα στοιχεία του οικονομολόγου, όπως δυστυχεί και στην Ελλάδα. Καμία από τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, ούτε η στάση πληρωμών ούτε οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ούτε χαλάρωση της αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής, γλίτωσαν τους λαούς απ' τα βάσανα. Για τον απλό λόγο πως όποια επιλογή πολιτικής γίνεται στον καπιταλισμό, γίνεται με γνώμονα τις ανάγκες του κεφαλαίου και όχι τις λαϊκές ανάγκες, τα λαϊκά συμφέροντα. Ιδιαίτερα δε σε συνθήκες κρίσης, και το ένα μείγμα αστικής πολιτικής και το άλλο μεταφέρουν τις συνέπειές της στις πλάτες των εργαζομένων, τους καταστρέφει, με ανεργία, φτώχεια, σχετική και απόλυτη εξαθλίωση, προκειμένου να γλιτώσει όσο γίνεται το κεφάλαιο τις απώλειες από την καταστροφική της δράση. Αυτό αποκαλύπτεται και από τη διαχείριση της κρίσης στις ΗΠΑ με την πολιτική Ομπάμα. Οι άνεργοι δε μειώθηκαν. Ούτε οι άστεγοι που αυξήθηκαν, όπως και όσοι τρέφονται με συσσίτια.

Καμία διαχείριση δεν μπορεί να ανακόψει τη βύθιση του καπιταλισμού στη βαρβαρότητα, δεν μπορεί να τον γιατρέψει απ' τις κρίσεις του, να αποτρέψει γιγάντωση φαινομένων που είναι σύμφυτά του όπως η ανεργία, η εκμετάλλευση. Δεν εξανθρωπίζεται. Ομως ανατρέπεται. Κι αυτό δεν μπορεί παρά να είναι έργο του μόνου που έχει συμφέρον να το πράξει, του λαού, του εργατικού - λαϊκού κινήματος.


Ψ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ