Η κατάθεση του νομοσχεδίου για τη δημιουργία της «μικρής ΔΕΗ», αποσπασμένης από την ήδη ιδιωτικοποιημένη ΔΕΗ, που στη συνέχεια θα ιδιωτικοποιηθεί ακόμα περισσότερο, έγινε δεκτή με διάφορα «ζήτω» αλλά και καταγγελίες.
Οσοι πανηγυρίζουν (ΝΔ - ΠΑΣΟΚ κ.λπ.) λένε ανοιχτά ότι η απόφαση ανοίγει πεδίο δόξης λαμπρό για την κερδοφορία του κεφαλαίου. Η εξέλιξη αυτή στηρίζεται στη γενική κατεύθυνση για απελευθέρωση της αγοράς Ενέργειας, που προβλέπεται ήδη από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και έχει εξειδικευτεί από το 1992 μέχρι σήμερα με πλήθος οδηγιών της ΕΕ και νόμων.
Οσοι καταγγέλλουν την απόφαση ως «ξεπούλημα» αλλά δε λένε λέξη για τη στρατηγική της απελευθέρωσης της Ενέργειας, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, υποκρίνονται. Γιατί ενώ δεν αμφισβητούν την αιτία, που είναι η στρατηγική της ΕΕ, ο καπιταλιστικός δρόμος ανάπτυξης, ενοχλούνται από το αποτέλεσμα! Θυμίζουμε άλλωστε ότι και η δική τους παράταξη το 1999 είχε συναινέσει, μαζί με την πλειοψηφία της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, στο άνοιγμα του δρόμου για την ιδιωτικοποίηση. Αυτό που άλλωστε δηλώνουν είναι ότι αν γίνουν κυβέρνηση δε θα αναγνωρίσουν τα αποτελέσματα. Θα ήταν απλά ένας αστείος ισχυρισμός, έστω ψηφοθηρικός, αν δεν καλλιεργούσε επικίνδυνη επανάπαυση, αν δεν έβγαζε από το κάδρο τον αντίπαλο στον οποίο πρέπει να στοχεύουν τα βέλη του λαϊκού κινήματος, δηλαδή την ΕΕ και τα μονοπώλια.
Τόσο η σημερινή κυβερνητική απόφαση όσο και προηγούμενες ήταν αναμενόμενες από την εποχή που αποφασίστηκε η συγκρότηση της ενιαίας εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη. Οι εξελίξεις αυτές επιταχύνθηκαν από τις διεργασίες που γίνονται στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και αφορούν τόσο την ηλεκτροπαραγωγή όσο και τις ηλεκτρικές διασυνδέσεις Ισραήλ, Κύπρου, Ελλάδας, με παράλληλη επέκταση των λεγόμενων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας σε όλο το νησιωτικό σύμπλεγμα.
Κοινός παρονομαστής όλων των εξελίξεων γύρω από τη ΔΕΗ σε όλη την ιστορία της ήταν ένας: Η λειτουργία της επιχείρησης για το καπιταλιστικό κέρδος. Αυτό ήταν το πρόβλημα είτε ιδιοκτήτης ήταν το κράτος είτε όποιος ιδιώτης.
Από τον πρώτο νόμο της απελευθέρωσης (τον 2773/99) μέχρι τώρα η «ρεαλιστική» γραμμή αντίθεσης στα συγκεκριμένα βήματα ιδιωτικοποίησης αλλά όχι στη στρατηγική που την υπηρετεί αποκαλύφθηκε. Το «ούτε μια μετοχή στους ιδιώτες» στη συνέχεια έγινε «να διατηρηθεί η πλειοψηφία των μετοχών στο κράτος». Οταν προωθήθηκε η απελευθέρωση των δικτύων, ως γραμμή άμυνας παρουσιάστηκε το να μείνουν κρατικά τα εργοστάσια της ΔΕΗ και έτσι ψηφίστηκε η διάσπαση της ΔΕΗ σε θυγατρικές. Τώρα εμφανίζουν ως δήθεν «γραμμή άμυνας» την κατοχή του λιγνίτη από το κράτος και το δικαίωμα των καταναλωτών να επιλέγουν δίκτυο. Για ποια άμυνα, λοιπόν, γίνεται λόγος;
Η ανάγκη για ηλεκτρική ενέργεια λαϊκή περιουσία έχει ωριμάσει καιρό πριν. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με το λαό στην εξουσία, αποδεσμευμένο από την ΕΕ, έχοντας κοινωνικοποιήσει τα μονοπώλια (μαζί και αυτά της Ενέργειας). Παλεύοντας σε αυτή την κατεύθυνση το εργατικό κίνημα, η Λαϊκή Συμμαχία μπορεί να βάζει εμπόδια στην προώθηση της πολιτικής της απελευθέρωσης.
Σε άλλο σημείο, σημειώνει ότι «η Ελλάδα έχει εξαιρεθεί από όλους του ευρωπαϊκούς μηχανισμούς αποτίμησης της προόδου στην ισότητα των φύλων λόγω της αυστηρής εφαρμογής των όρων του διεθνούς της μηχανισμού δανεισμού». Λες και τα προβλήματα των γυναικών ξεκίνησαν με το μνημόνιο ή πρόκειται να λυθούν από τους «ευρωπαϊκούς μηχανισμούς». Αρκεί να θυμηθεί κανείς την αύξηση των ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης και την κατάργηση της πενταετούς διαφοράς που ίσχυε για τις γυναίκες, την οποία η ΕΕ και οι «μηχανισμοί» της εφαρμόζουν στο όνομα της «ισότητας» των εργαζόμενων γυναικών. Αντίστοιχα, η προσαρμογή αυτών των προβλέψεων, ενσωματώθηκαν στο εθνικό Δίκαιο της Ελλάδας πριν την κρίση και τα μνημόνια.
Στον αντίποδα, το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα, οι δυνάμεις που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ, γνωρίζουν πως η οργάνωση και η συμμετοχή των γυναικών στα σωματεία δεν είναι απλή υπόθεση, είναι όμως όρος και προϋπόθεση για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος. Με γνώμονα τα παραπάνω, δίνουν καθημερινά τη μάχη για να ανεβαίνει ο βαθμός οργάνωσης, να αυξάνεται η συμμετοχή των εργαζόμενων γυναικών στα σωματεία, σε αντιπαράθεση και σύγκρουση με τις δυνάμεις του κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού. Παίρνουν πρωτοβουλίες για όλες τις πλευρές της ζωής της εργαζόμενης και της οικογένειάς της. Συμβάλλουν στον προβληματισμό γύρω από τις αιτίες της ανισοτιμίας και τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες μπορεί αυτή να αρθεί, μέσα από την πάλη για ριζικές αλλαγές στο επίπεδο της εξουσίας και της οικονομίας.
Eurokinissi |
«Ο συνυπολογισμός του βαθμού από την Α' τάξη, οι προαγωγικές εξετάσεις σε όλες τις τάξεις από δεξαμενή θεμάτων, θα κρατήσουν ισχυρή την παραπαιδεία των φροντιστηρίων και την αιμορραγία των λαϊκών οικογενειών. Οταν η κυβέρνηση μιλάει για "αναβάθμιση του μορφωτικού του ρόλου", εννοεί ένα Λύκειο πιο ταξικό και ελιτιστικό, δηλαδή να πάψει να είναι διέξοδος για τα παιδιά της λαϊκής οικογένειας. Ανοίγει ο δρόμος για τη διαφοροποίηση του Λυκείου, την κατάργηση του ενιαίου σχολικού βιβλίου».
Βρισκόμαστε ήδη στο Μάρτη, λίγους μήνες πριν την έναρξη των εξετάσεων στα Λύκεια, και το υπουργείο Παιδείας με έγγραφό του (4/3/2014) έδωσε αναλυτικές οδηγίες για τον τρόπο αξιολόγησης των μαθητών στην Α' Λυκείου για το τρέχον έτος. Το έγγραφο αυτό επιβεβαιώνει την εκτίμηση του ΚΚΕ ότι η εφαρμογή του νόμου για το «νέο Λύκειο» και μέσα από την τράπεζα θεμάτων θα οξύνει τους ταξικούς φραγμούς, θα βάλει ένα ακόμη εμπόδιο στο να συνεχίσουν χιλιάδες μαθητές στη Β' τάξη του Γενικού Λυκείου, οδηγώντας τους σε ΕΠΑΛ και κυρίως στη «μη τυπική εκπαίδευση», τα ΣΕΚ, που άλλωστε δεν είναι καν σχολείο, από τα 15 τους χρόνια.
Οι εκπαιδευτικοί κυριολεκτικά «τρέχουν την ύλη», προκειμένου να έχουν τυπικά ολοκληρώσει τη διδασκαλία στον όγκο που προβλέπεται να εξεταστεί, αφού η διδακτέα ύλη ταυτίζεται επί της ουσίας με την εξεταστέα, και επειδή πολλοί καθηγητές ήρθαν το Γενάρη. Οπως πολλοί εκπαιδευτικοί καταγγέλλουν, καθ' υπόδειξη του υπουργείου, σχολικοί σύμβουλοι κυριολεκτικά πιέζουν να βγει η ύλη, έστω και αν δίνονται πάνω από ένα κεφάλαιο ή 20-30 σειρές αρχαίου κειμένου ανά διδακτική ώρα, για παράδειγμα.
Η επιτάχυνση στην παράδοση της ύλης έχει δυο ολέθριες συνέπειες.
Πρώτα απ' όλα, τα παιδιά δεν μπορούν (και από την άποψη της παιδαγωγικής ούτε πρέπει) να ακολουθήσουν αυτούς τους ρυθμούς και έτσι κυριολεκτικά αποθαρρύνονται στο να συνεχίσουν τη μορφωτική διαδικασία, καθώς πυκνώνουν τα κενά που αυτά έχουν, ή, ακόμα και αν μπορούν να παρακολουθήσουν τους ρυθμούς, αναγκάζονται ακόμα πιο έντονα να παπαγαλίζουν και να μην αφομοιώνουν ουσιαστικά τη γνώση.
Προφανώς αυτή η συνέπεια έχει και κοινωνικό πρόσημο. Διευρύνεται η γκάμα των μαθητών που «μένουν πίσω». Είναι τα παιδιά που δεν έχουν τη δυνατότητα φροντιστηρίων, το σχολείο τους αντιμετώπισε πρόβλημα ελλείψεων σε εκπαιδευτικούς, είναι τα παιδιά που ξεκινούν από άλλη αφετηρία την εκπαίδευση. Μάλιστα, δε χρειάζεται να περιμένουμε τις εξετάσεις του Ιούνη για να δούμε τα αποτελέσματά τους, αφού ήδη οι βαθμολογίες, που δόθηκαν το Γενάρη στα Λύκεια, δείχνουν μειωμένες επιδόσεις των μαθητών σε σχέση με τις αντίστοιχες περσινές, λόγω ακριβώς των εντατικών ρυθμών διδασκαλίας προκειμένου να βγει όλη η ύλη.
Ο ρόλος του εκπαιδευτικού γενικότερα αλλά και μπροστά στις εξετάσεις χάνει το όποιο παιδαγωγικό του φορτίο, παραμερίζεται η προσωπική του ευθύνη για το τι συμβαίνει μέσα στην τάξη του, η δυνατότητά του να προσαρμόζει όσο το δυνατόν καλύτερα το περιεχόμενο και τη μέθοδο της διδασκαλίας στις ανάγκες των μαθητών του. Εκ των πραγμάτων μετατρέπεται ακόμα πιο έντονα σε προγυμναστή εξετάσεων. Και μάλιστα θα αξιολογείται με βάση αυτό. Η κατεύθυνση αυτή δείχνει και το τι σημαίνει «αξιολόγηση εκπαιδευτικού έργου» και πώς αυτή είναι ευθέως αντίθετη στην ανάγκη της λαϊκής οικογένειας και των παιδιών της για πραγματικούς παιδαγωγούς.
Από το έγγραφο που έστειλε το υπουργείο με τις οδηγίες για τις εξετάσεις στην Α' Λυκείου μπορούν να βγουν και ορισμένα άλλα χρήσιμα συμπεράσματα για τον αντιδραστικό χαρακτήρα των αλλαγών στο σχολείο:
- Αποδεικνύεται και από το έγγραφο του υπουργείου ότι τα θέματα 2 και 4 (σε Μαθηματικά, Φυσική, Χημεία, κ.α.), που σύμφωνα με πολλούς εκπαιδευτικούς είναι πιο δύσκολα για τους μαθητές, δηλαδή οδηγούν σε χαμηλότερους βαθμούς, είναι αυτά που θα επιλέγονται από την τράπεζα θεμάτων. Συν τοις άλλοις η περιγραφή των θεμάτων - σημειώνουν εκπαιδευτικοί - αναπαράγει τη φιλοσοφία των σημερινών πανελλαδικών εξετάσεων.
- Ενισχύεται η στροφή στις δεξιότητες (μαθαίνω απλά το πώς λύνεται κάτι) και μειώνεται ο όποιος μορφωτικός χαρακτήρας που έχει το Λύκειο, ο οποίος καθιστά ικανό ένα μαθητή να γνωρίζει το γιατί κάθε απάντησης και, κυρίως, να παράγει μόνος του την πορεία μιας απάντησης. Για παράδειγμα, στα μαθηματικά, στα θέματα πολλαπλών επιλογών, ο μαθητής μπορεί εύκολα να επιβεβαιώσει μια απάντηση μέσα από την επαλήθευση χωρίς να ξέρει πώς λύνεται η άσκηση (π.χ., δίνεται η εξίσωση: «2Χ5-2Χ3+Χ-1=0. Αυτή η εξίσωση έχει λύση: το 0, το 1, το 2 ή το 3;» Ο μαθητής μπορεί εύκολα να βρει ότι η λύση είναι το 1 γιατί την επαληθεύει αλλά δε χρειάζεται να ξέρει πώς λύνεται). Τα θέματα αυτά προσομοιάζουν στα αντίστοιχα του διαγωνισμού PISA του ΟΟΣΑ.
- Σε άλλα μαθήματα με πιο έντονο ιδεολογικό προσανατολισμό δίνεται έμφαση στην ενιαία απόκτηση από τους μαθητές βασικών αστικών ιδεολογημάτων. Στην Ιστορία, για παράδειγμα, η τράπεζα θεμάτων δίνει τα κατ' ομολογία πιο εύκολα θέματα της Α' ομάδας (ερωτήσεις κλειστού, «αντικειμενικού» τύπου και σύντομης απάντησης). Αν και μπορεί μέσω της εισαγωγής θεμάτων από την τράπεζα θεμάτων να δυσκολέψει το επίπεδο, θεωρούμε ότι η επιδίωξη είναι άλλη: Επειδή εδώ τα θέματα μπορεί να είναι πιο βατά και άρα πιο «ευκολοχώνευτα», το υπουργείο θα επιδιώξει να κατευθύνει σε αυτά που κυρίως θέλει να μείνουν στους μαθητές ως «ιστορική γνώση». Το ίδιο ισχύει και με τα θέματα της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, όπου και τα δυο κείμενα πάνω στα οποία αξιολογούνται οι μαθητές δίνονται από την τράπεζα θεμάτων. Εδώ κυριολεκτικά το υπουργείο «δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω»...
Ολο το προηγούμενο διάστημα έχουν γραφτεί αρκετά πάνω σε ερωτήματα για την τράπεζα θεμάτων. Αναδεικνύονται ζητήματα «προχειρότητας», ο ΣΥΡΙΖΑ επισημαίνει, επίσης, ότι το υπουργείο παρερμηνεύει το νόμο 4186/2013, διότι την ευθύνη για την τράπεζα των θεμάτων την έδωσε στο Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής και όχι στον Εθνικό Οργανισμό Εξετάσεων, όπως προβλέπονταν. Λες και μια σωστή ερμηνεία του νόμου θα άλλαζε τον αντιδραστικό χαρακτήρα του νόμου... Στην ίδια ρότα η ΟΛΜΕ, με δελτίο Τύπου για το θέμα (10/2/2014), αν και αναδεικνύει ότι η τράπεζα θεμάτων εντάσσεται στην αναμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών με στόχο την προώθηση των δεξιοτήτων, δε θέτει ως στόχο να μην ισχύσει η τράπεζα θεμάτων αλλά να είναι προσβάσιμη σε όλους τους εκπαιδευτικούς. Ωστόσο, αυτό το αίτημα δεν αναιρεί τη αντιδραστικότητα του θεσμού και το στόχο της κυβέρνησης για ξεσκαρτάρισμα στην Α' Λυκείου.
Βεβαίως τα ερωτήματα είναι πολλά, όπως πότε θα ανοίξει η τράπεζα θεμάτων και ποιος θα έχει πρόσβαση σε αυτήν.
Ομως πέρα από αυτά τα προβλήματα, τις προχειρότητες, τα ερωτηματικά, το κύριο και το ουσιαστικό είναι ότι πρόκειται για μια από χέρι αντιδραστική ρύθμιση και το μόνο αίτημα που πρέπει να τεθεί εδώ και τώρα είναι: Να μη δοθούν οι εξετάσεις στην Α' Λυκείου από τράπεζα θεμάτων και να έχουν αποκλειστικά ενδοσχολικό χαρακτήρα, με αποκλειστική ευθύνη του εκπαιδευτικού. Γενικότερα, οι προαγωγικές και απολυτήριες εξετάσεις να είναι ενδοσχολικές, με ευθύνη του εκπαιδευτικού, που είναι σε θέση να σταθμίζει τις ανάγκες, τη γενική προσπάθεια και το κοινωνικό περιβάλλον των μαθητών. Να χρησιμοποιούνται θετικά ως στοιχείο ανατροφοδότησης του εκπαιδευτικού έργου και εργαλείο επιβράβευσης της προσπάθειας του μαθητή.
Οι δε πανελλαδικές εισαγωγικές εξετάσεις να γίνονται αποκλειστικά με την ευθύνη του κράτους και όχι των πανεπιστημίων. Να υπάρχει απεριόριστη δυνατότητα πολλαπλών επιλογών προτίμησης και επανάληψης της διαδικασίας των πανελλαδικών εξετάσεων για πανεπιστήμια και ΤΕΙ όσες φορές θέλει ο υποψήφιος. Να υπάρχει κατοχύρωση βαθμολογίας, με ιδιαίτερη μέριμνα για τους εργαζόμενους μαθητές και τα παιδιά ειδικών κατηγοριών (ΑΜΕΑ, μειονότητα, μετανάστες, κ.λπ). Να αποδεσμευτεί το πρόγραμμα και η λειτουργία του Λυκείου από τη διαδικασία επιλογής για τα ανώτατα ιδρύματα.