Κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση έχουν επιδοθεί, τις τελευταίες μέρες, σ' ένα διαγωνισμό για το ποιος θα πείσει τις αγορές, δηλαδή το κεφάλαιο, για το ποιος είναι εγγυητής της «σταθερότητας» και «ομαλότητας» της κερδοφορίας του. Μάταια θα ψάξει κανείς στις δηλώσεις τους και στις ανακοινώσεις που ανταλλάσσουν μια φράση, μια λέξη έστω, που να αφορά τα λαϊκά στρώματα.
«Τα χρηματιστήρια πέφτουν συνεχώς τις δύο τελευταίες μέρες γιατί ακριβώς οι αγορές φοβούνται τα σχέδια της αντιπολίτευσης», εκτίμησε ο Αντ. Σαμαράς, μιλώντας στους μεγαλεμπόρους. «Δεν πρόκειται να λάβουμε μονομερείς αποφάσεις στην Ευρώπη και θα διατηρήσουμε σε τάξη τη δημόσια οικονομία», διαμήνυσε στις αγορές ο Νίκος Παππάς, διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Αλ. Τσίπρα, με συνέντευξή του στην ιταλική «La Stampa», τονίζοντας ότι «το κράτος θα δαπανά με βάση το τι εισπράττει», ενώ η «Αυγή» διαβεβαιώνει πως οι «αγορές» δε φοβούνται τον ΣΥΡΙΖΑ...
Αλίμονο στον εργάτη, που θα δει είτε στην κινδυνολογία είτε στην αντίστοιχή της καθησύχαση τον εαυτό του. Το γεγονός ότι οι δύο «μονομάχοι» ξεκινάνε και τελειώνουν με αναφορές τις «αγορές» συνιστά αποκάλυψη του ταξικού τους χαρακτήρα. Τι ζητάνε οι αγορές στις οποίες αναφέρονται; Σε μια φράση: Διαρκές φτήνεμα της εργατικής δύναμης, αντιλαϊκές «μεταρρυθμίσεις» (βλ. αναδιαρθρώσεις), ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, διατήρηση και ενίσχυση του σημερινού αντιλαϊκού - αντεργατικού πλαισίου. Οι πάνω από 400 εφαρμοστικοί νόμοι συντείνουν ακριβώς σ' αυτό. Ακόμα κι αν κανένα νέο αντιλαϊκό μέτρο δεν παρθεί είναι αρκετοί για να κάνουν δύσκολη τη ζωή των εργαζομένων.
Η αντιπαράθεση κυβέρνησης - αξιωματικής αντιπολίτευσης για την εύνοια των αγορών, εκτός από το ότι λειτουργεί αποπροσανατολιστικά για το λαό, καθώς τον αντίπαλο του λαού, το κεφάλαιο, τους επιχειρηματικούς ομίλους τούς εμφανίζει ως αναγκαίους συνομιλητές για το καλό του λαού, κρύβει και την ουσιαστική σύμπλευσή τους στον ίδιο αντιλαϊκό δρόμο. Μόλις προχτές ο Αλ. Μητρόπουλος του ΣΥΡΙΖΑ δήλωσε πως όχι μόνο δε θα σκίσουν το μνημόνιο, αλλά και ότι θα το παρατείνουν. Ιδού η ακριβής φράση του: «Σύμφωνα με τα ισχύοντα κείμενα και οι εκλογές είναι λόγος για παράταση της υπάρχουσας συμφωνίας (...) Οσοι λένε ότι με ένα άρθρο μπορούν να καταργηθούν οι μνημονιακές δεσμεύσεις, δεν έχουν γνώση του όγκου τους» (συνέντευξη στον «Real Fm»).
Κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση προσπαθούν να κάνουν συνείδηση του λαού τις απαντήσεις που οι ίδιοι θέτουν σαν διλήμματα. Το αν θα υπάρχει, δηλαδή, σταθερότητα ή περιπέτειες, αν θα είναι πραγματική ή κάλπικη η διαπραγμάτευση με τους καπιταλιστές. Αυτό που εξαφανίζουν από το προσκήνιο είναι η πραγματική ανωμαλία που συνιστά η κλιμακούμενη επίθεση στα λαϊκά συμφέροντα, η μία μετά την άλλη οι νομοθετικές ρυθμίσεις για τους μισθούς, την Κοινωνική Ασφάλιση, τις εργασιακές σχέσεις, όλα εκείνα που συντείνουν στη διαρκή αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης των εργατών και τα οποία δεν πέφτουν από τον ουρανό, αλλά είναι η συγκροτημένη μακροχρόνια στρατηγική που εκπορεύεται από την ΕΕ στο όνομα της οποίας οι δύο «αντίπαλοι» πίνουν νερό.
Η αντιμετώπιση αυτής της πολιτικής απαιτεί άμεση λαϊκή παρέμβαση κι αυτό σημαίνει πάλη για να ανακτηθούν οι απώλειες, πάλη για τις σύγχρονες ανάγκες, πάλη που να ανοίγει δρόμο για να έρθει ο λαός στην εξουσία. Σημαίνει ικανότητα στο κίνημα να μπορεί να δώσει αυτήν τη μάχη. Και ως εκ τούτου, σημαίνει όλο και πιο ισχυρό ΚΚΕ, τη μόνη πολιτική δύναμη που έχει απέναντι τις «αγορές», που διακηρύσσει ότι οι εργάτες μπορούν και χωρίς τους καπιταλιστές.
Στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» στις 10/12, ο τίτλος είναι χαρακτηριστικός: «Η ριζοσπαστική αριστερά ΣΥΡΙΖΑ της Ελλάδας επιδιώκει να αμβλύνει τις αιχμηρές θέσεις της» και συνεχίζει: «Ακόμη ο πανικός των αγορών δεν βλέπει το γεγονός ότι ο κύριος Τσίπρας έχει αμβλύνει τη ρητορική του από τον Μάη που ήρθε πρώτος στις ευρωεκλογές, ενώ παγιώνει την υπεροχή του από το κυβερνών της Νέας Δημοκρατίας στις δημοσκοπήσεις. Επίσης, υπερασπίζεται το ευρώ, ενώ το οικονομικό του επιτελείο έχει συναντήσεις με διεθνείς επενδυτές, διαβεβαιώνοντας ότι η αριστερόστροφη κυβέρνησή του θα διαχειριστεί το ελληνικό χρέος και δεν θα αντιταχθεί στις ξένες επενδύσεις. Τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ επίσης έχουν τακτικές επαφές με κάποιους Ελληνες μεγάλους ολιγάρχες».
Από την πλευρά της, η γερμανική εφημερίδα «Ντι Βελτ» σημειώνει ότι «αν ο Σαμαράς χάσει τον ελιγμό που κάνει και ο ΣΥΡΙΖΑ έρθει στην εξουσία μέσω εκλογών, ο κίνδυνος ότι η Ελλάδα θα χρεοκοπήσει στη συνέχεια είναι υψηλός και αυτό επίσης θα έχει συγκεκριμένες συνέπειες στην Ευρωζώνη».
Η «Ουάσιγκτον Ποστ» στις 9/12 σε άρθρο με τίτλο: «Οι ελληνικές μετοχές καταβαραθρώνονται από το φόβο πολιτικής κρίσης», σημειώνεται: «Μολονότι ο ΣΥΡΙΖΑ μαλάκωσε τη ρητορική του παρελθόντος, δεν έχει διευκρινίσει εάν θα καταφύγει στη χρεοκοπία απέναντι στα δάνεια "διάσωσης". Ενώ αυτό θα ελάφρυνε το βάρος του ελληνικού χρέους, θα μπορούσε να έχει άλλες, σοβαρές επιπτώσεις. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να τρομάξει τους διεθνείς επενδυτές και να τους αποθαρρύνει να δανείσουν ξανά την Ελλάδα για χρόνια, πλήττοντας τη δυνατότητά της να ξανασταθεί στα πόδια της. Ορισμένοι υποστηρίζουν ακόμη ότι θα μπορούσε να θέσει τη χώρα εκτός της ένωσης του ευρώ».
Οι «Τάιμς της Ν. Υόρκης» σε άρθρο με τίτλο «Στο πολιτικό παιχνίδι, ο Ελληνας πρωθυπουργός επισπεύδει την προεδρική εκλογή» (9/12), βλέπουν επίσης την προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ. Αναφέρουν μεταξύ άλλων ότι ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ, Αλ. Τσίπρας, «έχει το πολιτικό πλεονέκτημα μη συμμετοχής σε κανένα από τα μνημόνια που ανάγκασαν την κυβέρνηση να αυξήσει τους φόρους, να κόψει συντάξεις και να απολύσει χιλιάδες εργαζόμενους. Αν και επικρίνει τη λιτότητα που επιβλήθηκε στην Ελλάδα από τη Γερμανία και τους άλλους δανειστές, πάλεψε πολύ να μετριάσει την εικόνα του ριζοσπάστη τους τελευταίους μήνες, προσπαθώντας να πείσει επενδυτές και ψηφοφόρους ότι μπορούν να τον εμπιστευτούν άμα ανέβει στην εξουσία. Ομως έχει επανειλημμένως δηλώσει ότι θέλει να σταματήσει τις πολιτικές λιτότητας και να αναδιαρθρώσει το βάρος του τεράστιου χρέους που ισοδυναμεί με το 174% του ΑΕΠ».
Η «Γουόλ Σριτ Τζόρναλ» (5/12) σε άρθρο με τίτλο «Η Ελλάδα αντιμετωπίζει διπλή πολιτική και οικονομική κρίση - Ξανά» αναφέρει πως, «παρά τις επανειλημμένες δηλώσεις του ΣΥΡΙΖΑ ότι δε θα δεχτεί κανένα από τα συμφωνηθέντα πακέτα μεταξύ της σημερινής κυβέρνησης και τους διεθνείς δανειστές, εάν οι διαπραγματεύσεις για μια μεταδανειακή συμφωνία αναβληθούν μέχρι τα μέσα του 2015, τότε η αντίθεση του ΣΥΡΙΖΑ θα μειωθεί και θα τεθεί υπό την πίεση της τρόικας να υπογράψει τη συμφωνία».
Αυτές οι διαπιστώσεις των διεθνών αστικών ΜΜΕ επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζεται ως ένας άλλος διαχειριστής που έχει ίδια στρατηγική πλεύση με την κυβέρνηση και αυτό είναι που πρέπει να κρατήσουν οι εργαζόμενοι. Τα ψευτοδιλήμματα που θέτουν οι δύο διαχειριστικοί πόλοι, η καταστροφολογία ή η καλλιέργεια φρούδων ελπίδων, δεν έχουν καμία σχέση με τη βελτίωση των συνθηκών ζωής τους, όσο δεν αποφασίζουν να πάρουν την υπόθεση στα δικά τους χέρια, διεκδικώντας όχι απλά αλλαγή κυβέρνησης αλλά τάξης στην εξουσία, σε σύγκρουση στην εξουσία των μονοπωλίων και αποδέσμευση από τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς με τα μέσα παραγωγής να μπαίνουν στην υπηρεσία της λαϊκής ευημερίας.
Ομως, μια πιο προσεκτική μελέτη των στοιχείων αυτών καθόλου δεν οδηγεί σε ευοίωνες προβλέψεις για την κατάσταση των εργαζομένων. Ετσι, σύμφωνα με την «Εργάνη», από τις πρόσθετες αυτές θέσεις προκύπτει ότι οι 56.386, δηλαδή πάνω από το 1/3, είναι θέσεις μερικής απασχόλησης και εκ περιτροπής εργασίας. Επιπλέον, αναλύοντας την κλίμακα του εύρους των μισθών, προκύπτει πως οι νέες θέσεις είναι στα χαμηλότερα επίπεδα αμοιβών. Ετσι έχουμε αύξηση του αριθμού των εργαζομένων που αμείβονται από 500 έως 600 ευρώ κατά 31.712, στην κλίμακα από 600 έως 700 ευρώ οι εργαζόμενοι αυξάνονται κατά 33.853, ενώ κατά 22.986 αυξάνονται στην κλίμακα από 700 ευρώ έως 800 ευρώ μεικτά. Την ίδια στιγμή, έχουμε μείωση του αριθμού των εργαζομένων, παρά τη γενική αύξηση στο σύνολό τους, σε όλα τα μισθολογικά κλιμάκια άνω των 1.200 ευρώ μεικτά.
Είναι βέβαιο ότι με τη σταθεροποίηση της οικονομίας, πολύ περισσότερο με την ενδεχόμενη ανάκαμψή της, κάποιες θέσεις εργασίας θα δημιουργηθούν, ειδικά σε κερδοφόρους για το κεφάλαιο κλάδους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στη χώρα μας είναι ο Τουρισμός. Οπως όμως προκύπτει, η «ανάπτυξη» αυτή θα συμβαδίζει με τη διόγκωση της στρατιάς των φτωχών εργαζομένων. Γιατί η «ανάπτυξη» γενικά, χωρίς να δίνεται σαφή απάντηση στο ερώτημα «από ποιον, για ποιον», χωρίς να προσδιορίζεται ποια τάξη υπηρετεί, είναι κενό γράμμα για τους εργαζόμενους. Αλλά και επικίνδυνη, όταν, κάτω από τη σημαία της, υποκρύπτεται η διαιώνιση της σημερινής αφόρητης κατάστασης για τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού και εντέλει η προσπάθεια χειραγώγησης του κινήματος σε «γραμμή» ξένη και εχθρική προς τα λαϊκά συμφέροντα.