Σκηνές από έργο «προσεχώς», φτιαγμένο με αποκόμματα χιλιοπαιγμένης ταινίας, εκτυλίσσονται αυτές τις μέρες με αφορμή τη διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, στην ουσία και με αιτία την ανάγκη να εξασφαλιστεί η «σταθερότητα» και «ομαλότητα» του αντιλαϊκού δρόμου του κεφαλαίου.
«Αυτοί που αρπάνε το φαΐ απ' το τραπέζι» κάνουν το παν για να φανεί η αρπαγή ως αποτέλεσμα «δημοκρατικού διαλόγου», στον οποίο με μοιρασμένους ρόλους οι πολιτικοί εκπρόσωποι της αστικής τάξης έχουν όλο το περιθώριο να κονταροχτυπιούνται ως θιασώτες της εντεινόμενης εκμετάλλευσης των εργαζομένων, της συνεχόμενης αντιλαϊκής πολιτικής, εξασφαλίζοντας όμως ακροατήριο υπέρ αυτού ή του άλλου μονομάχου, του ενός ή του άλλου αντιλαϊκού μείγματος διαχείρισης, ώστε να διαιωνίζεται μια χιλιοπαιγμένη παράσταση. Και όλα αυτά ενώ τη διεκδίκηση της ανάκτησης των απωλειών για τα εργατικά - λαϊκά στρώματα, της ικανοποίησης των σύγχρονων αναγκών, την αφήνουν στα αζήτητα αφού ούτε η ενδεχόμενη ανάκαμψη, εφόσον έρθει, δεν πρόκειται να τα διασφαλίσει.
Για «απίστευτο υβρεολόγιο» κατηγορεί η κυβέρνηση των ΝΔ - ΠΑΣΟΚ τον ΣΥΡΙΖΑ, για «αρχιτέκτονες του χάους» μιλά απευθυνόμενος στην κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ. Με τις κραυγές τους και οι μεν και οι δε θολώνουν το τοπίο για να κρυφτεί η από διαφορετικά μονοπάτια σύγκλισή τους στον ίδιο αντιλαϊκό δρόμο του κεφαλαίου και της ΕΕ.
Πίσω και πέρα από τους ανοιχτούς εκβιασμούς και τις αυταπάτες, που έχουν ως στόχο ένα λαό είτε φοβισμένο είτε με ψευδαισθήσεις, από τα παραδείγματα και μόνο των τελευταίων ημερών προκύπτει πως και οι δύο διαγωνίζονται για το ποιος θα σώσει τις τράπεζες. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι απειλή για το τραπεζικό σύστημα και ο ΣΥΡΙΖΑ απαντά πως η κυβέρνηση οδηγεί στον γκρεμό τις τράπεζες. Οι τραπεζίτες - καπιταλιστές, βέβαια, δεν κινούνται σύμφωνα με τις δηλώσεις Σκουρλέτη - Βούλτεψη. Αναλύσεις κάνουν και ποντάρουν καθημερινά. Στην πράξη δηλώνουν πως τους είναι αδιάφορο ποιος κυβερνά, αρκεί να «πηγαίνει το γράμμα», αν και τους απασχολεί ποιος θα είναι ο ικανότερος για τα συμφέροντά τους. Στο διαγωνισμό για την κυβερνητική καρέκλα, για τη διαχείριση της εξουσίας του κεφαλαίου ο λαός είναι απέξω. Θα κληθεί τη μέρα της κάλπης να επικυρώσει με την ψήφο του αυτόν που το κεφάλαιο θα έχει ήδη διαλέξει.
Οταν δηλώνεις, όπως ο Τσίπρας, «είμαστε με την ιδιωτική πρωτοβουλία της δημιουργίας και του συνακόλουθου κέρδους» (Ηράκλειο, τρεις μέρες πριν), τότε είναι καθαρό ότι δεν μπορεί να θέλεις τους εργαζόμενους, το λαό πρωταγωνιστή, οργανωμένο στα συνδικάτα, στο εργατικό - λαϊκό κίνημα, να αντιπαρατίθεται για λογαριασμό των δικών του αναγκών στην «ιδιωτική πρωτοβουλία» και την παραγωγή του «συνακόλουθου κέρδους».
ΝΔ - ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα κι όταν κινούνται από διαφορετικές αφετηρίες, και προτείνουν διαφορετική διαχείριση, επιδιώκουν να εξασφαλίσουν τη συναίνεση του λαού σε αυτήν την πολιτική, που διασφαλίζει τα καπιταλιστικά κέρδη. Είτε για να φύγει το χάος που λέει ο ένας, είτε για να μην έρθει το χάος που λέει ο άλλος.
Οι εργαζόμενοι, ο λαός πρέπει να τους γυρίσουν την πλάτη. Χρειάζονται ενισχυμένο ΚΚΕ, γιατί είναι η μοναδική δύναμη που αντιπαλεύει το κεφάλαιο, τα μονοπώλια, την ΕΕ και τις κυβερνήσεις τους. Η ενίσχυσή του αφαιρεί όπλα από τον αντίπαλο.
Αλλά η πιο τρανή απόδειξη είναι τα άρθρα της «Κυριακάτικης Αυγής», 14/12/2014, για το χρέος. Γράφει ο Γ. Μηλιός: «Η αποτελεσματική πολιτική λύση θα πρέπει να ακολουθήσει το πρότυπο λύσης που δόθηκε το 1953 για το δημόσιο χρέος της Ομοσπονδιακής Γερμανίας με τη Συμφωνία του Λονδίνου: Διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους και αποπληρωμή του υπολοίπου με ρήτρα ανάπτυξης. Εντούτοις, η λύση αυτή δεν συνιστά βιώσιμο σχέδιο για την Ευρωζώνη ως σύνολο και ειδικότερα για τις μεγαλύτερες οικονομίες (...) Μία από τις κεντρικές ιδέες της πρότασης είναι το μορατόριουμ πληρωμής τόκων και χρεολυσίων, το οποίο θα επιτρέψει σε προοδευτικές κυβερνήσεις να αποκτήσουν το δημοσιονομικό περιθώριο άσκησης κοινωνικών και αναπτυξιακών πολιτικών.
Το ζήτημα της χρονικής κατανομής των πληρωμών εξυπηρέτησης χρέους οφείλει να είναι βασική προϋπόθεση σε κάθε σχετική συζήτηση (...) Ξεκινώντας από αυτό το σημείο, η δική μας πρόταση διεκδικεί η EKT να αναλάβει τα χρεολύσια και τους τόκους για την πενταετία 2016 - 2020 και επιπλέον την πληρωμή των συνολικών τόκων που αντιστοιχούν στο εναπομείναν χρέος των κρατών της ΖτΕ, κεφαλαιοποιώντας και προσθέτοντας τους τόκους στο ήδη σωρευμένο χρέος (...) Οι απώλειες από πλευράς ΕΚΤ βρίσκονται απολύτως μέσα στα όρια των δυνατοτήτων της. Οσο διαρκεί το πρόγραμμα, η ΕΚΤ θα διατηρεί τα κέρδη από την έκδοση νομίσματος (seigniorage), πράγμα που σημαίνει ότι σε τέσσερις δεκαετίες θα έχει καλύψει τις απώλειές της».
Ετσι, από τη λύση «τύπου Γερμανίας του 1953», ή τη διαγραφή μέρους του χρέους και την αποπληρωμή του υπόλοιπου με ρήτρα ανάπτυξης, ο ΣΥΡΙΖΑ τώρα, ως πιο ρεαλιστής, προτείνει το μορατόριουμ πληρωμής τόκων και χρεολυσίων για πέντε χρόνια και στη συνέχεια την αποπληρωμή του χρέους από το λαό και όχι βεβαίως από τους βιομήχανους, τους τραπεζίτες, τους εφοπλιστές κ.λπ. Γιατί δεν υπάρχει κανένας τρόπος να πληρώσουν όλοι αυτοί για το χρέος εφόσον είναι κυρίαρχοι οικονομικά και πολιτικά στην κοινωνία. Εφόσον η ρύθμιση της αποπληρωμής του έχει ως σκοπό να διαμορφωθούν ευνοϊκές συνθήκες για τον επαναδανεισμό της ελληνικής οικονομίας με σκοπό τη στήριξη της κερδοφόρας δραστηριότητάς τους. Εφόσον ο προϋπολογισμός του κράτους συντάσσεται με κριτήριο τα δικά τους συμφέροντα.
Να τι γράφει ο Ν. Χριστοδουλάκης: «Καμία χώρα δεν θα είναι διατεθειμένη να "χαρίσει τα δανεικά" στην Ελλάδα για να αντιμετωπίσει τη δική της κρίση. Για τους λόγους αυτούς, το ζήτημα αναδιάρθρωσης του χρέους πρέπει να τεθεί σε νέα βάση, διαφορετική τόσο από την αντίληψη που την βλέπει ως "επιβράβευση για τα όσα έχει κάνει μέχρι τώρα η κυβέρνηση", όσο και από τις ιαχές εσωτερικού ηρωισμού που επιζητούν μονομερή διαγραφή, χωρίς όμως να περιγράφουν και το τι θα επακολουθήσει». Τι λέει ευθαρσώς; Οτι δεν μπορεί μονομερώς να διαγραφεί το χρέος στο πλαίσιο του καπιταλισμού και της ΕΕ. Αφήνει λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ τον Χριστοδουλάκη να λέει κάτι που δεν μπορεί να ομολογήσει ανοιχτά ο ίδιος διαχέοντας, επειδή θέλει να αιωρείται στην ατμόσφαιρα η αίσθηση, ότι αν χρειαστεί μπορεί να επιλέξει και αποφάσεις σύγκρουσης με τις αγορές και γι' αυτό άλλωστε αξιοποιεί στο εσωτερικό του τη λεγόμενη «Αριστερή Πλατφόρμα», να πετάει και καμιά ανέξοδη παρόλα...
Συγκεκριμένα, στο νόμο 4052/2012 ορίζεται ότι η επικουρική σύνταξη για τους ασφαλισμένους, από την 1/1/2001 και μετά, θα υπολογίζεται εξολοκλήρου με βάση το νέο σύστημα (ατομικό - κεφαλαιοποιητικό). Με άλλα λόγια, το ποσό της σύνταξης είναι ακαθόριστο και ατομικό και θα προσδιορίζεται με τα εξής κριτήρια: Τα δημογραφικά δεδομένα, το ατομικό ποσό συσσώρευσης εισφορών με επιτόκιο που καθορίζεται ανάλογα με τη μεταβολή του μισθού των εργαζομένων, το επιτόκιο προεξόφλησης και τη μεταβιβασιμότητα της σύνταξης.
Η συγκεκριμένη διάταξη αργά ή γρήγορα θα γενικευθεί στα επικουρικά ταμεία, τα οποία στο εξής θα δίνουν συντάξεις ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνατότητες. Με δεδομένο, όμως, ότι τα αποθεματικά και των επικουρικών ταμείων λεηλατήθηκαν με ευθύνη των αστικών κυβερνήσεων σε βάθος δεκαετιών, τη μη συμμετοχή του κράτους στη χρηματοδότηση της επικουρικής ασφάλισης, τη σταθερή, διαχρονικά υψηλή εισφοροδιαφυγή των επιχειρήσεων, αλλά και τις χαριστικές απαλλαγές του κράτους προς το κεφάλαιο, γίνεται φανερό ότι η επικουρική ασφάλιση οδηγείται σε ραγδαία συρρίκνωση, μέχρι την τελική κατάργησή της.
Επιπλέον, απ' όλους τους συνταξιούχους όλων των Ταμείων αφαιρέθηκαν η 13η και 14η επικουρική σύνταξη και το ίδιο έγινε και για τις κύριες συντάξεις. Ετσι, πάνω στις ήδη πετσοκομμένες συντάξεις που δίνει το ΕΤΕΑ (η μέση σύνταξη που αποδίδει σήμερα το Ταμείο έχει υποχωρήσει στα 180 ευρώ μεικτά, ενώ ειδικά στο επικουρικό του ΙΚΑ - ΕΤΕΑΜ - που είναι και το πολυπληθέστερο Ταμείο του νέου ΕΤΕΑ, η μέση επικουρική σύνταξη έχει πέσει στα 160 ευρώ μεικτά) έρχεται τώρα η νέα μείωση, ενώ θα ακολουθήσουν κι άλλες. Την ίδια ώρα, βέβαια, οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες καραδοκούν να πατήσουν πόδι στην επικουρική ασφάλιση, με την ολοκλήρωση του θεσμικού πλαισίου για τα Επαγγελματικά Ταμεία...
Τα προβλήματα υποχρηματοδότησης στην Ανώτατη Εκπαίδευση έρχονται στην επιφάνεια το τελευταίο διάστημα, εκτός όλων των άλλων, και με παρεμβάσεις των διοικήσεων των ιδρυμάτων. Με συνεντεύξεις Τύπου οι Πρυτανείες των μεγαλύτερων πανεπιστημίων της χώρας (Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - ΑΠΘ και Πανεπιστημίου Αθήνας - ΕΚΠΑ) μας θύμισαν τις προηγούμενες μέρες τις δραματικές μειώσεις που έχουν υποστεί οι προϋπολογισμοί των ιδρυμάτων τους τα τελευταία χρόνια. Στο ΑΠΘ η κρατική χρηματοδότηση έπεσε από τα 40 εκατ. που ήταν το 2009, στα 17,5 εκατ. το 2014 και στα 15 εκατ. για το 2015. Αντίστοιχα, στο ΕΚΠΑ η περικοπή της κρατικής χρηματοδότησης άγγιξε το 74% από το 2009 μέχρι σήμερα, ενώ μόνο φέτος θα περικοπεί σε σχέση με πέρυσι κατά 17%. Οπως είναι φυσικό, τα παραπάνω δεν αποτελούν απλά μια λογιστική καταγραφή, αλλά μεταφράζονται σε δραματικές συνέπειες στη λειτουργία των ιδρυμάτων, άρα και στις σπουδές των φοιτητών. Και έχουν δίκιο να διαμαρτύρονται οι διοικήσεις των ιδρυμάτων γι' αυτήν την κατάσταση, όμως δυστυχώς και οι διοικήσεις δεν είναι άμοιρες ευθυνών.
Πώς, άραγε, προσπάθησαν να πιέσουν τις κυβερνήσεις όλα αυτά τα χρόνια, όταν μετρούσαν χρόνο με το χρόνο μειωμένους προϋπολογισμούς, όταν «κουρεύονταν» τα αποθεματικά τους κ.ο.κ.; Χρειάζεται να σκεφτούμε ότι μέσα στην ίδια περίοδο που μειωνόταν δραματικά η κρατική χρηματοδότηση, περνούσαν ταυτόχρονα και μια σειρά από αναδιαρθρώσεις στα ιδρύματα, με βασικό σταθμό το νόμο - πλαίσιο 4009/2011, ο οποίος και μπήκε από την πρώτη στιγμή της ψήφισής του σε εφαρμογή. Οι εκάστοτε διοικήσεις των ιδρυμάτων είπαν σε όλα αυτά «ναι». Εφάρμοσαν και εφαρμόζουν μέχρι κεραίας τις αναδιαρθρώσεις. Δεν αντέδρασαν ούτε στιγμή σε αυτές, δεν πίεσαν ούτε στο ελάχιστο τις κυβερνήσεις που τους οδηγούσαν σε οικονομική ασφυξία. Ολα αυτά τα χρόνια έβλεπαν τις μπίζνες με τις επιχειρήσεις ως ένα θετικό αντιστάθμισμα στη μείωση της κρατικής χρηματοδότησης. Κι ακόμα έτσι τις βλέπουν, υποθηκεύοντας την όποια ανάπτυξη της επιστήμης θα μπορούσε να υπάρξει με κριτήριο το όφελος και την προκοπή του λαού.
Είναι, επίσης, χαρακτηριστικό ότι η Σύνοδος των Πρυτάνεων, αναγνωρίζοντας το οξύ οικονομικό πρόβλημα σημαντικού αριθμού φοιτητών και των οικογενειών τους, που αδυνατούν να στηρίξουν τις σπουδές τους και οδηγούνται ακόμα και στο να μην μπορούν να φοιτήσουν στις σχολές που έχουν εισαχθεί, ζητά αύξηση των δαπανών φοιτητικής μέριμνας για δωρεάν σίτιση και στέγαση των φοιτητών. Ομως, κι αυτό το αίτημά τους προς την πολιτεία για επιπλέον χρηματοδότηση καταλήγει να ακούγεται περισσότερο ως... ευχολόγιο, αφού δεν συνοδεύεται από συγκεκριμένες δράσεις και προτάσεις διεκδικητικού χαρακτήρα. Πόσο μάλλον που πολλά ιδρύματα Ανώτατης Εκπαίδευσης έχουν στην κατοχή τους κτίρια που μπορούν να αξιοποιηθούν ως φοιτητικές εστίες, αλλά δεν έχουν εκπονήσει οι διοικήσεις τους κανένα σχέδιο για να δρομολογήσουν τη μετατροπή τους σε εστίες. Εξάλλου, στις περικοπές των προϋπολογισμών που έχουν υποστεί τα τελευταία χρόνια καταγράφονταν μεγάλες περικοπές και στα κονδύλια της σίτισης. Ποια ήταν η τακτική των διοικήσεων απέναντι σε αυτές τις περικοπές; Προσπαθούσαν να διαχειριστούν τις μειώσεις μετακυλίοντάς τες στους φοιτητές, δηλαδή μειώνοντας τον αριθμό των δικαιούχων δωρεάν σίτισης, ορίζοντας αντίτιμο που θα πληρώνουν οι φοιτητές για κάθε μερίδα στα εστιατόρια και τις λέσχες των ιδρυμάτων κ.ο.κ.
Και υπάρχει μια ακόμα πλευρά: Η υποχρηματοδότηση, οι ελλείψεις προσωπικού των ιδρυμάτων και όλες οι συνέπειές τους έχουν μπει στο επίκεντρο των κινητοποιήσεων των φοιτητών. Τα ζητήματα της φύλαξης, της καθαριότητας, της λειτουργίας των γραμματειών των σχολών, της εξασφάλισης του απαραίτητου προσωπικού και υποδομών ώστε να μη στοιβάζονται οι φοιτητές στα αμφιθέατρα και, φυσικά, η δημιουργία εστιών και η εξασφάλιση δωρεάν στέγασης και μετακινήσεων έχουν μπει στο επίκεντρο των κινητοποιήσεων του Μετώπου Αγώνα Σπουδαστών και των φοιτητικών συλλόγων που συσπειρώνονται σε αυτό τα τελευταία χρόνια, και ακόμα πιο έντονα από την αρχή της τρέχουσας ακαδημαϊκής χρονιάς. Πώς αντιμετωπίζονται όμως αυτές οι διεκδικήσεις των φοιτητών από τις διοικήσεις που υποτίθεται διαμαρτύρονται για τα ίδια προβλήματα και τις συνέπειες της υποχρηματοδότησης; Με εχθρότητα απέναντι στις φοιτητικές κινητοποιήσεις. Στην καλύτερη των περιπτώσεων οι διοικήσεις απαντούν στους φοιτητές ως «κυβερνητικοί εκπρόσωποι», παραθέτοντάς τους τη... δύσκολη οικονομική κατάσταση και στη χειρότερη περίπτωση, όπως αυτή του ΕΚΠΑ, τους υποδέχονται με λουκέτα και ΜΑΤ...