Θέλοντας να ενισχύσει το «αφήγημα» για την ενίσχυση της γεωπολιτικής ισχύος της χώρας και την οικονομική της ανάκαμψη, μέσω της προσέλκυσης επενδύσεων, η κυβέρνηση διαφήμισε δεόντως τις προηγούμενες μέρες την Ευρωαραβική Σύνοδο. Πρόκειται για μια «πασαρέλα» πολιτικών και φυσικών εκπροσώπων των μονοπωλίων που έγινε στην Αθήνα, με στόχο να κλειστούν κερδοφόρες δουλειές και συμπράξεις ανάμεσα σε επιχειρηματικούς ομίλους των αραβικών χωρών, της Ελλάδας και άλλων κρατών της ΕΕ. Μιλώντας σ' αυτήν τη σύνοδο, ο Αλ. Τσίπρας διαφήμισε τις αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις που έκαναν η δική του και οι προηγούμενες κυβερνήσεις, ως προϋπόθεση για πιο κερδοφόρες επενδύσεις. Μεταξύ άλλων, κάλεσε τους εκπροσώπους των αραβικών κεφαλαίων να συνειδητοποιήσουν «την καμπή στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα, τις μεγάλες ευκαιρίες που ανοίγονται μπροστά» και να αξιοποιήσουν «τη μεγάλη αλλαγή που τώρα συντελείται». Από το ίδιο βήμα, ο πρόεδρος της ΝΔ, Κυρ. Μητσοτάκης, διαβεβαίωσε το ακροατήριο ότι «υπάρχουν πράγματι στην Ελλάδα πολλές επιχειρηματικές ευκαιρίες. Η Ελλάδα έχει σήμερα παρά ποτέ τεράστια ανάγκη να απορροφήσει σημαντικά επενδυτικά κεφάλαια (...) Η δυναμική της πραγματικής οικονομίας είναι πραγματική». Η ταύτιση των δύο μπροστά στο συγκεκριμένο ακροατήριο δεν αποτελεί έκπληξη. Αντίθετα, αποκαλύπτει ότι ο καβγάς που στήνουν εδώ και μήνες με αφορμή τη συγκρότηση του ΕΣΡ και τις τηλεοπτικές άδειες, είναι πέρα για πέρα κάλπικος και αποπροσανατολιστικός.
Μετά τις νέες απειλές Ερντογάν ότι θα αποχωρήσει από τη συμφωνία με την ΕΕ για το Προσφυγικό, πολλά δημοσιεύματα στον Τύπο προσπαθούν να ερμηνεύσουν τη στάση της Τουρκίας περισσότερο με όρους ...«ψυχανάλυσης» του Ερντογάν και λιγότερο με γεωπολιτικούς όρους. Για παράδειγμα, γραφόταν την Παρασκευή σε εφημερίδα που στηρίζει την κυβέρνηση ότι «ο Ερντογάν βλέπει παντού εχθρούς», ότι λίγο - πολύ κάνει του κεφαλιού του σε Συρία και Ιράκ, παρά τις συστάσεις ΗΠΑ και Ρωσίας, ότι τα έβαλε ακόμα και με την Α. Μέρκελ, επειδή σχολίασε τις πολιτικές διώξεις στο εσωτερικό της Τουρκίας. Τέτοιες «επιδερμικές» αναλύσεις, που δεν είναι καθόλου αθώες, ούτε βέβαια προκύπτουν από άγνοια των πραγματικών δεδομένων, εκτός του ότι «βγάζουν λάδι» τους ανταγωνισμούς και την επιθετικότητα των διαφόρων ιμπεριαλιστικών κέντρων στην περιοχή, δημιουργούν και την αίσθηση ότι η κυβέρνηση είναι αμέτοχη σε αυτά και ότι απλά δέχεται τις συνέπειες της ...αψυχολόγητης στάσης του Ερντογάν. Τα πράγματα, βέβαια, δεν είναι έτσι. Στα νότια της Τουρκίας παίζεται ένα παιχνίδι ανακατατάξεων με ενδεχόμενο αλλαγής συνόρων, από το οποίο η τουρκική αστική τάξη βλέπει ότι κινδυνεύει να βγει χαμένη. Με αυτό το κριτήριο διαμορφώνει τη στάση της η τουρκική κυβέρνηση απέναντι σε όλες τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, με τις οποίες άλλωστε δηλώνει σύμμαχος. Για τον ίδιο λόγο, αυξάνει τη δική της επιθετικότητα στα Δυτικά, υπενθυμίζοντας ότι το «ντόμινο» στην αλλαγή του σημερινού «στάτους κβο» δεν πρόκειται να σταματήσει στα θαλάσσια και χερσαία σύνορα με την Ελλάδα. Επομένως, όσο κι αν η κυβέρνηση και άλλοι υποδύονται το ρόλο του ...ψυχαναλυτή του Ερντογάν, οι ευθύνες τους μέσα από τη συμμετοχή στις ευρωατλαντικές δομές στο επικίνδυνο ανακάτεμα των συνόρων δεν κρύβονται.
Λύσσαξε η ΝΔ να φωνάζει ότι η ίδια μπορεί καλύτερα για το κεφάλαιο: «Η Ελλάδα παρουσιάζει τεράστιες επενδυτικές ευκαιρίες. Οι μεταρρυθμίσεις και οι αποκρατικοποιήσεις είναι ο πιο γρήγορος δρόμος για να γίνουν επενδύσεις. Από την Ενέργεια μέχρι τις μεταφορές και από τον τουρισμό μέχρι την αξιοποίηση του φυσικού μας πλούτου. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ όμως δεν πιστεύει σε αυτές. Κάνει καθημερινά ό,τι μπορεί για να τις τορπιλίσει. Από ιδεοληψία, στερεί από τη χώρα νέα κεφάλαια που φέρνουν ρευστότητα, δουλειές, τεχνογνωσία, ανάπτυξη! Η ιδεοληπτική αγκύλωση της κυβέρνησης δεν είναι θέμα προσώπων. Είναι κεντρική στρατηγική επιλογή. Που πάει τη χώρα πίσω. Μόνο μια διέξοδος υπάρχει για τα αληθινά συμφέροντα της χώρας και όλων των Ελλήνων: η άμεση πολιτική αλλαγή», γράφει η αξιωματική αντιπολίτευση σε ανακοίνωσή της, κατονομάζοντας τι θα δώσει στους επιχειρηματικούς ομίλους, ασκώντας κριτική, αλλά και ταυτόχρονα πίεση στην κυβέρνηση, βάζοντάς της ουσιαστικά πλάτη για να «τρέξουν» γρηγορότερα οι ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ τα ίδια ζητήματα. Κονταροχτυπιούνται μεν για τη διασφάλιση της κυβερνητικής εναλλαγής στην αστική διαχείριση και ταυτόχρονα αλληλοσυμπληρώνονται, στην προσπάθεια συνολικά του αστικού πολιτικού συστήματος να φέρει το «ψητό» στο τραπέζι του κεφαλαίου.