Ο Μάρτης δεν καταγράφηκε μόνο ως ο μήνας που 40.000 περισσότεροι εργαζόμενοι έμειναν χωρίς δουλειά, σε σχέση με πέρυσι, αλλά και ως ο μήνας που βρήκαν δουλειά 100.000 λιγότεροι εργαζόμενοι σε σχέση με το 2019! Σύμφωνα με τα στοιχεία του συστήματος «Εργάνη», πέρσι τον Μάρτη οι προσλήψεις ήταν 202.157, ενώ φέτος μόλις 103.200. Αυτό σημαίνει ότι δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι, που αυτήν την περίοδο απορροφούνταν στον Τουρισμό, έμειναν φέτος χωρίς μεροκάματο στην έναρξη της σεζόν και είναι αμφίβολο αν θα έχουν δουλειά για το υπόλοιπο καλοκαίρι. Την ίδια τάση αναμένεται να καταγράφουν τα στοιχεία και των επόμενων μηνών (Απρίλης, Μάης), όπου γινόταν κατά κανόνα η μεγάλη πλειοψηφία των προσλήψεων για την τουριστική περίοδο. Για όλους αυτούς τους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους, η «επόμενη μέρα» της κρίσης είναι ήδη εδώ και οι συνέπειες της ανεργίας που αυξάνει βαραίνουν ήδη τις πλάτες τους. Αν μάλιστα τα στοιχεία αυτά συνδυαστούν με τις στατιστικές που προειδοποιούν ότι ένα νοικοκυριό κινδυνεύει να κατρακυλήσει στα σκαλοπάτια της ένδειας αν μείνει χωρίς μεροκάματο έστω και για δυο μήνες, επιβεβαιώνεται ότι η κατάσταση στην οποία διαβιοί η πλειοψηφία των λαϊκών στρωμάτων είναι οριακή και ότι ποτέ δεν είδαν τα «καλά» της ανάπτυξης, όπως τους υπόσχονταν η ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ και άλλοι. Για όλους αυτούς, η πάλη με το σύνθημα «πληρώσαμε πολλά, δεν θα πληρώσουμε ξανά» αποκτά ακόμα πιο επείγοντα χαρακτηριστικά.
Απαντώντας στην κριτική της ΝΔ, ότι αν ήταν αυτός στην κυβέρνηση οι συνέπειες της πανδημίας θα ήταν χειρότερες για την οικονομία και το λαό, ο ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίζεται ότι η δική του πολιτική κράτησε όρθιο το δημόσιο σύστημα Υγείας, για να μπορεί σήμερα να παίζει ρόλο «πυλώνα» στην αντιμετώπιση του κορονοϊού. Αναφέρει μάλιστα συγκεκριμένα νοσοκομεία που έκλεισαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, ως απόδειξη της πολιτικής απαξίωσης του δημόσιου συστήματος και στήριξης του ιδιωτικού τομέα της Υγείας. Η αντιλαϊκή πολιτική των κυβερνήσεων ΝΔ - ΠΑΣΟΚ δεν χρειάζεται βέβαια «συστάσεις». Την ξέρει καλά ο λαός και την έζησε στο πετσί του, ιδιαίτερα την περίοδο της πανδημίας. Πάει πολύ όμως να εμφανίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ ως θεματοφύλακας του δημόσιου συστήματος Υγείας, όχι μόνο επειδή δεν άλλαξε τίποτα απ' όσα έκαναν οι προηγούμενοι, αλλά και επειδή «έχτισε» πάνω στη δική τους αντιδραστική πολιτική. Για παράδειγμα, κανένα από τα νοσοκομεία που έκλεισαν επί ΝΔ - ΠΑΣΟΚ δεν ξανάνοιξε επί ΣΥΡΙΖΑ, οι ελλείψεις σε προσωπικό και υποδομές παρέμειναν, οι ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις των υγειονομικών συνεχίστηκαν, το ίδιο και οι περικοπές από τους κρατικούς προϋπολογισμούς για τα νοσοκομεία, η λειτουργία τους με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια βάθυνε, οι ΣΔΙΤ δεν αντιστράφηκαν και πάει λέγοντας.
Ο ανταγωνισμός τους για τη μία ή την άλλη απόχρωση της ίδιας αντιλαϊκής στρατηγικής στην Υγεία κάνει ακόμα πιο καθαρό το συμπέρασμα ότι αν κάτι έμεινε όρθιο, αυτό οφείλεται στους αγώνες των εργαζομένων και του λαού, που έβρισκαν πάντα απέναντι όλες τις κυβερνήσεις να λοιδορούν τα αιτήματα υγειονομικών και σωματείων ως «μαξιμαλιστικά», «ανεδαφικά» κ.λπ. Αν δεν υπήρχαν αυτοί οι αγώνες, στους οποίους πρωτοστάτησαν τα προηγούμενα χρόνια τα ταξικά σωματεία, οι φορείς και οι Λαϊκές Επιτροπές, τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα για την Υγεία του λαού, ειδικά στις συνθήκες της πανδημίας. Πίσω από τον ψευτοκαβγά ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, η πείρα από την παρέμβαση του εργατικού - λαϊκού κινήματος πρέπει να αξιοποιηθεί την επόμενη μέρα στην παραπέρα οργάνωση της πάλης για σύγχρονη, αποκλειστικά δημόσια και δωρεάν Υγεία, στο ύψος των λαϊκών αναγκών και όχι με κριτήριο τις «αντοχές» των δημοσιονομικών του κράτους για τα συμφέροντα του κεφαλαίου.