*...«Κίνησε ο πατέρα από τα βαθιά χαράματα να πάει στη δουλειά και πριν ο ήλιος βγει γύρισε πίσω.
-- Τι συμβαίνει και ξαναγύρισες; έκανε με τρόμο η μάνα.
Τότε εκείνος ξεστόμισε την πιο φρικτή λέξη, που όλοι ακούγαμε, όλοι φοβόμασταν κι όλοι περιμέναμε.
-- Μπλόκο-!!
Ανατριχιάσαμε... Το αίμα πάγωσε στις φλέβες. Και τώρα τι θα κάνουμε;
Ο,τι κι ο κόσμος όλος!
Δεν άργησαν να μπουκάρουν και στο Συνοικισμό. Πλημμύρισε ο τόπος, φέσι χακί και φουστανέλα - ωωω τι ιεροσυλία - και προστυχόλογα. Ενα χωνί στη μικρή μας πλατεία να ουρλιάζει και να σπέρνει τρόμο και πανικό!
...«Ολοι οι άντρες από 14 χρονών κι απάνω να συγκεντρωθούν στο γήπεδο της ΑΕΚ Καλλιθέας» (τετράγωνο Δαβάκη - Λεωφ. Συγγρού, Δοϊράνης και Μαντζαγριωτάκη).
Φώναξαν αρκετές φορές και μετά άρχισαν τα γιουρούσια στα φτωχόσπιτα. Τραβολογούν και δέρνουν. Βάζουν τον υποκόπανο μπροστά, χτυπάνε στα πλευρά και σπρώχνουν. Παίρνουν το δρόμο για το μπλόκο οι γείτονες. Βγαίνουν οι μανάδες, οι κόρες, οι γυναίκες, οι αδελφές να τους αποχαιρετίσουν, προσδοκώντας καλή επιστροφή.
Τα γουρούνια βιάζονται, τους βάζουν τα χέρια στην πλάτη και δεν τους αφήνουν να γυρίσουν το κεφάλι, μήτε για τον τελευταίο χαιρετισμό.
Οι Γερμανοί ελέγχουν την κατάσταση «αφ' υψηλού», ευχαριστημένοι που οι υποτελείς τους κάνουν υποδειγματική δουλειά...! Καθαρίσανε με το Συνοικισμό και ξεκουμπιστήκανε. Μια νέκρα απλώνεται παντού. Μέσα στα σπίτια ταμπουρωμένες οι γυναίκες, μετράνε τις στιγμές με αγωνία... Σε λίγο μια-μια ξεμυτίζει, απαντιώνται στις αυλές κι αρχίζει σιωπηλό, φοβισμένο κουβεντολόι. Μοίρα κοινή για όλες και για όλους. Καημός ενωμένος με δάκρυ, αγωνία και λαχτάρα... «Πού τους πάνε; Τι θα τους κάνουν;».
Κάθε μια προσθέτει τα όσα έχει ακουσμένα... Βαθαίνει ο πόνος και γίνεται αβάσταχτος... «Θα τους φορτώσουν σε καμιόνια να τους πάνε στο σταθμό κι από 'κει στις κλούβες για τη Γερμανία...».
Φρικτή κι ατέλειωτη ιστορία... Ισως μια άλλη συνέχεια, μια άλλη φορά, πάλι για κάποιον άλλο ματωμένο Αύγουστο...
*«Από το βιβλίο Συνοικισμός Χαροκόπου»