Προς το παρόν, μέχρι να πάρουν εκδίκηση, τα όνειρα εξαργυρώνονται. Λίγο πάνω, λίγο κάτω από δυο - τρεις χιλιάδες δολάρια για μια θέση στην κρεατομηχανή μιας γερμανικής φάμπρικας (α ναι, υπάρχουν ακόμα φάμπρικες), ενός γαλλικού εργοστασίου επεξεργασίας τοξικών αποβλήτων, ενός χωραφιού στην Ελλάδα. Βρωμάει καραβίσια σκουριά το όνειρο. Σφαδάζει με τα κύματα που χτυπούν ανελέητα στα σαπισμένα ίσαλα των δουλεμπορικών (α ναι, υπάρχουν ακόμα δουλεμπορικά). Τα αχνά φώτα στις σημαδούρες δεν είναι η στολισμένη μητρόπολη. Και η μητρόπολη, δεν είναι στολισμένη για όλους. Ακόμη και τον Αχέροντα, με το κουφάρι - φάντασμα του δουλεμπορικού θα τον περάσουν. Τα όνειρα.
Αλλά εδώ, στο θέατρο των υπαίθριων πάγκων με τα «κομπιουτεράκια» του «ευρώ», εκεί, στα πλακόστρωτα του Παρισιού, που ο Ρεμπώ σιγοσφύριζε τραγούδια για την Κομμούνα, τα όνειρα βαπτίζονται «λαθρομετανάστες». Και με μία «άλλη ανάγνωση», όπως θα έλεγε και ο φιλολογίζων στα «μοδάτα» βιβλιοπωλεία του άστεως, ο ορισμός, μέσα στο φασισμό του, κουβαλάει μια αλήθεια που τρομάζει: Ολα τα όνειρα που θύμωσαν εκτός των «τειχών» (για να τα ρίξουν κατόπιν), «λαθραία» ονομάστηκαν στις ληξιαρχικές πράξεις της γέννησής τους. Μα, ο εμποράκος της πένας δειπνεί ανελλιπώς με τη λήθη. Δε θέλει να τραβήξει την κουρτίνα για να δει το νάνο που κάνει τον Μάγο του Οζ. Γιατί φοβάται πως θα δει τον εαυτό του.
Αλλά εδώ, στη χώρα που ο «Μεγάλος Αδελφός» από «οργουελική καταδίκη» του «ολοκληρωτισμού» μετατράπηκε σε «άποψη» του «εκσυγχρονισμού», τα όνειρα ...«επαναπροωθούνται». Επιστρέφουν εκεί από όπου εξορίστηκαν: Από τα «λευκά κελιά», από τα «ξεχασμένα» βλήματα του ισραηλινού στρατού, από τα χωμάτινα σοκάκια της Καμπούλ. Γιατί εδώ, στα σύνορα των νοτιοανατολικών επαρχιών των Βρυξελλών, το να έρχεσαι μόνον ως φτωχός και πεινασμένος είναι «διαπιστευτήρια» που μπορούμε κάποια στιγμή να «συζητήσουμε». Οχι βέβαια ακόμα, αλλά το «φτιάχνουμε» το «πράγμα». Αλλωστε, πάντα σε έχουμε ανάγκη... αλλά με όριο. Κάτω απ' το όριο, είσαι «μετανάστης, που βοηθά καταλυτικά στην οικονομική ανάπτυξη του τόπου». Πάνω απ' το όριο, είσαι «λαθρομετανάστης, που μετατρέπει τη χώρα σε ξέφραγο αμπέλι». Το να έρχεσαι, όμως, ως φτωχός, πεινασμένος και με άποψη ...φιλαράκο, ούτε «νησάκι Ελις» δεν προβλέπεται για σένα. Το πολύ - πολύ να «κεραστείς» φιστικοβούτυρο στα πλωτά στρατοδικεία του αμερικάνικου Πενταγώνου. Και μόνον, αν από σύμπτωση βρεθείς, ξέπνοος και γυμνός, στα ζεστά χνότα κάποιας Ψερίμου, θα έχεις βρει τη «χώρα» της ανθρωπιάς, μια «χώρα» που απλώνεται σ' όλη τη γη, υπόγεια, κάτω από τα ραδιοφωνάκια των συνοριακών φρουρών και τα ναρκοπέδια. Κάτω από τα τραπέζια των «διακρατικών συμφωνιών», της Σένγκεν, των «πρωινών καφέδων». Κάτω από τους αγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου, από τα σκαμπό των «μπαρ της πλήξης», από τα πρακτορεία όλων των ειδών και από τα χιλιάδες χριστουγεννιάτικα λαμπάκια των «φιλανθρώπων».
Η ιστορία γλαρώνει πεινασμένη στα αμπάρια του «Μπρένλερ» και του «Wael 4». Τσακίζεται στις ξέρες ανοιχτά της Τρυπητής. Λούζεται στο ουράνιο. Τα όνειρα κάνουν παζάρια στα σκλαβοπάζαρα των «σφαιρών επιρροής». Ακόμα. Προς το παρόν. Πριν πάρουν εκδίκηση...
Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ