Τετάρτη 20 Απρίλη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 40
ΠΟΛΙΤΙΚΗ

ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Η Μήτσαινα

Από τότε που παντρεύτηκε και πήγε στο χωριό του άντρα της, άλλαξε όχι μόνο επίθετο, αλλά και όνομα. Ολοι εδώ τη φωνάζουν Μήτσαινα. Δημήτρη τον είχε βαφτίσει ο νονός του το μακαρίτη, Μήτσιο τον μετονόμασε η σχωρεμένη η πεθερά της, έτσι τον έλεγαν και οι συγχωριανοί. Ως γυναίκα του Μήτσιου και «τιμής ένεκεν» στο πρόσωπο του συζύγου και κύρη της, «μεταβαπτίστηκε». Αλλά και για να την αναγνωρίζουν οι χωριανοί, μιας και λίγοι ήξεραν ότι ο δικός της νονός τη βάφτισε Αικατερίνη κι η μάνα της τη φώναζε Ρινούλα. Στην αρχή την ενοχλούσε αυτή η αυθαίρετη μετονομασία. Οσο, όμως, περνούσε ο καιρός τη συνήθιζε, την αποδεχόταν και με τα χρόνια και η ίδια, Μήτσαινα αποκαλούσε τον εαυτό της.

Με τον άντρα της ζούσε φτωχικά. Ο αγροτικός κλήρος μικρός και το εισόδημα πενιχρό. Το συμπλήρωναν με καμιά δουλιά στην οικοδομή που έβρισκε εκείνος και με μεροκάματα σε ξένα χωράφια που έκαμε αυτή. Με τα χωραφάκια και την ξενοδουλιά, κατάφεραν να χτίσουν το δικό τους σπίτι και να σπουδάσουν τα δυο τους παιδιά. Τα κουτσοβόλευαν. Ο Μήτσιος, ως άντρας, περνούσε καλύτερα. Μετά τη δουλιά πήγαινε στο καφενείο να πιει ένα τσίπουρο, να παίξει μια «κολτσίνα», κατέβαινε και στην πόλη. Η Μήτσαινα, σπίτι - χωράφι κι έξω μόνο σε κάνα γάμο, ή στο πανηγύρι. Ηταν, όμως, ευχαριστημένη κι έκανε όνειρα για μια καλύτερη ζωή, μαζί με τον άντρα της και κοντά στα παιδιά τους.

Αλλιώς ήρθαν, όμως, τα πράγματα κι έμεινε χήρα, λίγο πριν βγει στη σύνταξη. Η μοναξιά με την ανέχεια, «μείγμα» αφόρητο. Τον πρώτο χρόνο δούλεψε μόνη της τα χωράφια, αλλά, σα βγήκε στη σύνταξη, τα νοίκιασε. Πρέπει, τώρα, να ζήσει με τα 400 ευρώ το χρόνο που παίρνει από το νοίκι και τα 200 ευρώ το μήνα της αγροτικής «σύνταξης». Κι έχει να πληρώσει φως, νερό τηλέφωνο, συμμετοχή στα φάρμακα. Το μεγαλύτερο μέρος της τροφής το παίρνει από τον μπαχτσέ της και τις κότες, αλλά χρειάζεται ν' αγοράσει το λάδι, το αλάτι, το ξίδι, απορρυπαντικά, ξύλα για τη σόμπα, κάνα ρούχο, παπούτσια. Πού να βρει τα λεφτά; Είναι και «ψωροπερήφανη», δε θέλει να ζητάει συχνά απ' τα παιδιά της.

Νιώθει αδικημένη, η Μήτσαινα. Μια ζωή ξοδεμένη στη δουλιά και στα γεράματα βάσανα πολλά. Αδικημένοι νιώθουν και εκατοντάδες άλλοι απόμαχοι της αγροτικής δουλιάς, που ζουν στη φτώχεια. Τα ψίχουλα της αγροτικής σύνταξης δε φτάνουν για την επιβίωση. Το κράτος, αντί να αναγνωρίσει την προσφορά τους και να τους εξασφαλίσει «καλά γεράματα», τους θεωρεί «φύρα» και τους σπρώχνει στο θάνατο. Αλλά, μια Πολιτεία που «σκοτώνει» τους γέροντες, κάνει εχθρό την κοινωνία. Κι έρχονται στιγμές που ένα φτερούγισμα αισιοδοξίας έρχεται στα θλιμμένα μάτια της Μήτσαινας. Ιδιαίτερα όταν βλέπει στην τηλεόραση τα τρακτέρ των αγροτών να βγαίνουν στους δρόμους του αγώνα...


Παύλος ΡΙΖΑΡΓΙΩΤΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ