«Στο Νυδρί της Λευκάδας, γνωρίσαμε την Κατερίνα. Γυρνούσε στα τραπέζια και πουλούσε τριαντάφυλλα σε ζελατίνα. Είχε μια πλαστική γλάστρα και τα κρατούσε στην αγκαλιά της. Τη ρώτησα πού είν' το σπίτι της και μου είπε, σπίτι δεν έχω ζούμε σε τσαντίρι, στο πάρκιν του χωριού. Η μάνα μου, ο πατέρας μου και τ' αδέρφια μου. Τέσσερα είμαστε, δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Μια θεία μου, έχει δέκα, μας είπε. Πέντε αγόρια, πέντε κορίτσια. Κοιμάσαι καλά το βράδυ; της λέω. Εχει δροσιά, έρχεται αεράκι απ' τη θάλασσα κι είναι όμορφα, κοιτάζω τ' αστέρια και με παίρνει ο ύπνος. Το πρωί, όμως, κρεμάμε κουβέρτες, γιατί μας χτυπάει ο ήλιος. Σε ποια τάξη πηγαίνεις; τη ρωτάω. Στην Τρίτη, μου απαντά. Δεν την πίστεψα. Εγώ στα σχολεία βλέπω μόνο καλοσιδερωμένα παιδάκια και στα φροντιστήρια δε συνάντησα τσιγγάνους ποτέ. Δεν τους δέχονται.
Απέναντί μας στην προβλήτα ο δήμαρχος έστησε ανδριάντα στον Ωνάση. Η δουλικότητα σε όλο το μεγαλείο της. Ο μεγιστάνας μ' ένα σακάκι ριγμένο στον ώμο. Πλεϊμπόι με ύφος διανοούμενου. Εγώ γ... με τα λεφτά μου πριμαντόνες, συζύγους προέδρων, αγοράζω νησιά για να έρχομαι για κατούρημα. Αγοράζω πλοία, πουλάω όπλα, κάνω δωρεές, τσακίζω σαπιοκάραβα κι αρμέγω τις ασφάλειες, πουλάω όπλα, φτιάχνω ιδρύματα. Ο Ωνάσης είναι σταθερή αξία. Φέρνει τουρίστες. Δηλαδή φράγκα.
Ενας γέρος κάποτε που καθότανε δίπλα μου στα εξωτερικά ιατρεία του Ευαγγελισμού, έβηχε τόσο άσχημα σα να χτυπούσες τσαπί σε νταμάρι. Γύρισε στη μεριά μου κάποια στιγμή και μου είπε, σε λίγο θα χέσω το πλεμόνι μου. Γέλασα και τον ρώτησα τι έχει. Καρκίνο, μου λέει κοφτά. Δωρεά του Παπαστράτου...».
Σε χρόνο μηδέν έφτασε το τρίτο e-mail. Και εγώ κράτησα την υπόσχεσή μου. Οι «ΕΘΝΙΚΟΙ ΕΥΕΡΓΕΤΕΣ» του Ασημάκη Πανσέληνου, αφιερωμένοι στην Κατερίνα με το πανέρι.
Του έθνους μας αείμνηστοι Ευεργέτες/ ο Γεώργιος Αβέρωφ κι ο Συγγρός
(όρα και λεξικό Ελευθερουδάκη,/ να ιδείς κι οι δυο πως πήρανε τα εμπρός!)
Πνεύματα ζωτικά κι εξυψωμένα,/ και προπαντός: στο χρήμα φειδωλοί.
πλουτίσαν για της φτώχειας το χατίρι/ κι ωφέλησαν τον τόπο μας πολύ!
Γι' αυτό, σαν που απαιτεί δα κι η επιστήμη, χτίσαν στερεές, κι ευάερες φυλακές!
(Το πνεύμα και το χρήμα είν' υπερούσιες/ δυνάμεις υψηλές κι ευγενικές!)
Τώρα πια ο δικαστής με δίχως τύψη / κοιτάει του Ιησού την όψη την αιώνια,
το γράμμα και το πνεύμα του Ιδιώνυμου,/ και σε σφαλνά εκεί μέσα λίγα χρόνια!
Τώρα οι πατέρες βγάζουν για παράδειγμα / τα τέκνα τους σεργιάνι κατά κει,
κι εύχονται να γενούν χρηστοί πολίτες / να χτίσουνε κι αυτά μια φυλακή!