«Είναι σαν να λέει στο λαό μας: Αυτομορφώσου, ύψωσε την πνευματική σου στάθμη. Μην περιμένεις να σου δώσουν οι άλλοι αυτό που σου ανήκει»
Επομένως, η απουσία κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού, καθώς και η κυριαρχούσα και κυριαρχική πελατειακή σχέση κράτους - πολίτη, διαχέεται και στη δημιουργία πολιτιστικών αγαθών. Γι' αυτό επί μακρόν επιμένουμε να παρουσιάσουμε αυτό το «ασύνηθες» αποτέλεσμα, γιατί κρατήθηκε μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν ως ένα «μοναχικό» επιστέγασμα του στρεβλού οικονομικού οικοδομήματος.
Το έχουμε ξαναγράψει ότι παρά το γεγονός πως μουσικά και ποιητικά λειτούργησε ως εξαίρεση, συναντήθηκε, κατά την κρίσιμη δεκαετία του '60, με τις πλατιές λαϊκές μάζες. Αυτές και μόνον αυτές κατόρθωσαν να το βγάλουν από τη συντεχνία των ειδικών και να το αναγορεύσουν σε ηχητικό ανάγνωσμα της ατομικής και συλλογικής Ιστορίας κυρίως των κομμουνιστριών και των κομμουνιστών.
Ομως, τα μεγάλα έργα γεννιούνται από «αστραπές», «βροντές» και «κεραυνούς». Ενα τέτοιο «ακραίο» φαινόμενο στάθηκε η ίδρυση της Μικρής Ορχήστρας Αθηνών από τον Μίκη Θεοδωράκη. Με την οποία θα ηχογραφήσει την πρώτη, μοναδική και μνημειώδη εκτέλεση του «Αξιον εστί», την άνοιξη του 1964, έστω και με ελλιπή τεχνικά και υποστηρικτικά μέσα.
Η πρώτη συναυλία του νεοσύστατου μουσικού σχήματος δίνεται, την Κυριακή (11 το πρωί) 18 Νοέμβρη 1962, στο θέατρο «Καλουτά». Αρχιμουσικός, ο ιδρυτής Μίκης Θεοδωράκης. Σολίστ, οι Τάτσης Αποστολίδης, Δημήτρης Βράσκος, Ερση Καγκελάρη, Αγγελος Τζιμόπουλος (βιολί), Γιάννης Βατικιώτης (βιόλα), Αιμίλιος Σασαρώλης (τσέλο).
«Δεν υπάρχει αμφιβολία πως τα έργα των κολοσσών της μουσικής τέχνης - τα έργα του Βιβάλντι, του Μπαχ, του Μότσαρτ - όσο κι αν είναι καύχημα των λαών που τους γέννησαν και τους γαλούχησαν, άλλο τόσο θα πρέπει να δίνουν περηφάνια στον καθένα από μας.
Γιατί είναι κατακτήσεις του Ανθρώπου. Και κληρονομιά δική μας. Ολουνών μας. Μαύρων κι άσπρων. Φτωχών και πλούσιων. Μορφωμένων κι αμόρφωτων.
Η Ελλάδα στάθηκε στις ρίζες αυτού του μεγάλου δέντρου που ύψωσε τον κορμό του και φούντωσε τα κλαριά του ως την εποχή μας. Γρήγορα όμως η δογματική βυζαντινή εκκλησία έκοψε με μια τσεκουριά ένα από τα πιο ανθοφόρα κλαριά του, τη βυζαντινή μουσική, που κατάντησε στο τέλος κούτσουρο για προσάναμμα.
Οι δικοί μας, οι Ελληνες Βιβάλντι, Μπαχ και Μότσαρτ, ήσαν ψαράδες, βοσκοί, ζευγολάτες. Δεν είχαν μόρφωση, δεν είχαν τεχνική. Δεν έμαθαν ποτέ ούτε οι ίδιοι ούτε και οι άλλοι την αξία τους. Τα αθάνατα τραγούδια που μας άφησαν λες και γεννήθηκαν μέσα από τα κοφτερά βράχια των βουνών μας ή μέσ' από την αγκαλιά του πέλαγου».
«Ετσι ο λαός μας, στα εννιακόσια ενενήντα εννιά τοις χιλίοις, ζει ακόμα με συντροφιά το τραγούδι που δεν λείπει από τούτη τη γη.
Κι όπως πλάι του περνάει, ίδιος πακτωλός από ήχους, το ποτάμι της έντεχνης μουσικής. Περνάει στο πλευρό του κι αυτός δεν το ξέρει. Δεν ξέρει πως αυτό το ποτάμι, αυτή η μεγάλη κληρονομιά είναι δική του».
Και πώς θα μπορέσει να έρθει σε επαφή μ' αυτό το δικό του, σπλάχνο εκ των σπλάχνων του, υλικό;
«Το χάσμα είναι μέγα. Και μια προσπάθεια απ' όλους όσους πονάνε, κι ενδιαφέρονται για το λαό μας, μπορεί αληθινά να το γεφυρώσει;
Μουσική στα σχολεία - Νέες, πολλές ορχήστρες - Οπερες - Εθνικό Ραδιόφωνο, κ.λπ. κ.λπ.».
Αναρωτιέται ο ιδρυτής της: «Η Μικρή Ορχήστρα Αθηνών τι μπορεί να καλύψει; Ελάχιστα πράγματα».
«Δεν είναι μία συνάθροιση μουσικών αλλά ένα ΚΙΝΗΜΑ»
Ωστόσο, παρά τη ρητορική απάντηση σεμνοπρέπειας, για να μη θεωρηθεί αμετροεπής, περιγράφει τη συνεισφορά της:
«Ομως η Μ.Ο.Α. χαιρετίστηκε κι αγαπήθηκε από το κοινό μας, κι ιδιαίτερα τη νεολαία μας, γιατί ένιωσε σωστά ότι δεν είναι μία συνάθροιση μουσικών αλλά ένα ΚΙΝΗΜΑ.
Η Μ.Ο.Α. είναι σαν να λέει στο λαό μας: Αυτομορφώσου, ύψωσε την πνευματική σου στάθμη. Μην περιμένεις να σου δώσουν οι άλλοι αυτό που σου ανήκει.
Και στους καλλιτέχνες μας: Βγείτε στους δρόμους για ν' απαγγείλετε τα ποιήματά σας. Εκθέστε τους πίνακές σας στα εργοστάσια. Πηγαίνετε να βρείτε το λαό εκεί που βρίσκεται. Καταργήστε τους μεσολαβητές!
Δεν υπάρχει καιρός! Καλλιτέχνες και κοινό πρέπει γρήγορα να πιαστούν χέρι με χέρι και ν' ανεβούν μαζί στην κορφή του λόφου να δουν αυτό που κρύβεται από την άλλη μεριά».
Την πρώτη δοκιμαστική, στην τελική ευθεία για την παρθενική εμφάνιση της Μικρής Ορχήστρας Αθηνών, παρακολούθησε συντάκτης της προδικτατορικής εφημερίδας «Η Αυγή», που δημοσίευσε ανυπόγραφο ρεπορτάζ (6 Νοέμβρη 1962).
Ο τίτλος: «Η μικρή συμφωνική ορχήστρα του Μ. Θεοδωράκη έκανε χθες την πρώτη της δοκιμαστική εμφάνιση. Θα της συμπαρασταθούν εργάτες και φοιτητές».
Θησαυρίζεται η δήλωση του γενικού γραμματέα των Οικοδόμων: «Κι εμείς οι εργάτες θέλουμε πολύ να γνωρίσουμε την κλασική μουσική κι ας μην ξέρουμε πολλά πράγματα. Μας αρέσει όμως το ωραίο και η μόρφωση, γι' αυτό το σωματείο μας θα βοηθήσει όσο μπορεί τον Θεοδωράκη και τους συνεργάτες του και θα γράψει όσο μπορεί περισσότερα μέλη».
ΥΓ: Εναν αιώνα ζωής ρούφηξε ως το μεδούλι του η Καίτη Γκρέυ. Εκπροσωπεί την άλλη Ελλάδα, του ταλέντου και του ενστίκτου, όταν το τραγούδι γεννιόταν από τους φτωχούς για τους φτωχούς στις λαϊκές γειτονιές των αστικών κέντρων και των λιμανιών. Είχε τραγουδήσει τον δίσκο του Πάνου Τζαβέλλα «Θρήνοι κι αναστάσιμα» (1983), που περιείχε και το κομμάτι «Θρήνος για τον Μανώλη Σιγανό», αφιερωμένο στον Κρητικό κομμουνιστή αγωνιστή γιατρό (1904 - 1972). Τους στίχους και τη μουσική υπογράφει ο συνθέτης. Οι τελευταίοι πέντε στίχοι: «Τώρα τα μάθια ποιος θα σου κλείσει / που ήσαν δυο ήλιοι, στη δίψα βρύση / Σε προσμένουνε τα στέκια, σε ζητούν οι γειτονιές / μαύρο φόρεσεν η Κρήτη και θρηνούν οι κοπελιές / Μανώλη, αδελφέ». Στο μπουζούκι ο Χρήστος Νικολόπουλος.