ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 28 Αυγούστου 2008
Σελ. /28
Μικροαστικά αδιέξοδα

Δυο μόνο νέες οι ταινίες της βδομάδας. Και μια επανάληψη! Αρκετό, όμως, το ενδιαφέρον! Πρώτα, βέβαια, η εκ βαθέων ασπρόμαυρη εξομολόγηση του Γούντι Αλεν, «Μανχάταν» (παραγωγής 1979). Μικροαστοί Νεοϋορκέζοι καλλιτέχνες και διανοούμενοι, με «τρυφερό» και «γοητευτικό» τρόπο, τρώγονται, στην ουσία, με τα νύχια τους και τρώνε, επίσης στην ουσία, τις σάρκες τους. Ταινία με σπάνια αισθητική και με εξαιρετική μουσική.

Ενδιαφέρουσα, κυρίως κατασκευαστικά, είναι και η ταινία του Ελληνα, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσε στο Μεξικό, Σπύρου Σταθουλόπουλου, «PVC-1». Τρομοκράτες και λίτρα. Αλλού, όμως, είναι το ενδιαφέρον. Η ταινία γυρίστηκε «μονοπλάνο», που διήρκεσε όσο και η διάρκεια της ταινίας (85 λεπτά).

Φυσικά, έχουμε και την περιπέτεια (και τίποτα περισσότερο) της βδομάδας! Πρόκειται για τη μεταβολή ενός συνηθισμένου και απλού νέου ανθρώπου σε υπερήρωα. «Wanted», λοιπόν, του Τιμούρ Μπεκμαμπέτοφ. Αυτά τα ολίγα! Η επόμενη βδομάδα φέρνει ένδεκα νέες ταινίες! Ετοιμαστείτε!

ΓΟΥΝΤΙ ΑΛΕΝ
Μανχάταν

Λίγες, πολύ λίγες ταινίες καταφέρνουν να καταγράψουν με τέτοια πιστότητα και ακρίβεια, με τέτοια καλλιτεχνική αξία και αισθητική, με θαυμάσια ασπρόμαυρη φωτογραφία και εξίσου θαυμάσια «ασπρόμαυρη» μουσική (τζαζ), το θέμα που πραγματεύονται. Ο Γούντι Αλεν κατέγραψε με απόλυτη καθαρότητα και σαφήνεια, σχεδόν αψεγάδιαστα, το μικροαστικό καλλιτεχνικό Μανχάταν. Κατέγραψε το κενό της σκέψης, την επιτήδευση του δήθεν, την ελαφρότητα της συμπεριφοράς, την επιφανειακή εξυπνάδα, αλλά και την τραγωδία αυτών των ανθρώπων. Οι οποίοι, όπως το μετέωρο βήμα του πελαργού, στέκονται αναποφάσιστοι μπροστά στο δρόμο που πρέπει να διαλέξουν. Να πάνε με τη μεριά της εργατικής τάξης, από την οποία προέρχονται και έχουν δεσμούς αίματος ή να προσχωρήσουν οριστικά στη μεγαλοαστική τάξη την οποία ορέγονται;

Τραγικά πρόσωπα οι μικροαστοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι, έστω και αν παριστάνουν τους ευτυχισμένους. Ξέρουν πολύ καλά πως, τελικά, δεν είναι τίποτα περισσότερο από υπηρέτες της αστικής τάξης. Υπηρέτες που προσφέρουν το άφθονο, πολλές φορές, ταλέντο τους για μερικά κόκαλα εξουσίας, για μερικές στιγμές χλιδής, για κάποιες ώρες ξεγνοιασιάς και πολυτέλειας. Ξέρουν πως, τελικά, είναι οι σύγχρονοι γελωτοποιοί του μεγαλοαστού βασιλέως! Γελωτοποιοί, που περιφέρονται στις διάφορες αυλές και προσφέρουν διασκέδαση. Πνευματική και σωματική διασκέδαση. Παράλληλα, και το χειρότερο, είναι οι συντηρητές και αναπαραγωγοί μιας χυδαίας ταξικής (αστικής) ιδεολογίας. (Χιλιάδες τέτοια παραδείγματα υπάρχουν και στη μικρή χώρα μας).

Το αντίκρισμα για όλες τις παραπάνω απολαβές αυτών των τραγικών Ριγκολέτων είναι η δυστυχία τους. Πρέπει όλη την ώρα να προσποιούνται και όλη την ώρα να υποχωρούν. Αυτή η συμπεριφορά, αναπόφευκτα, τους οδηγεί στο να χάσουν τις όποιες αντιστάσεις είχαν στα πρώτα βήματα της ζωής τους, όταν ακόμα ήταν αγνοί, με αποτέλεσμα να μην μπορούν, πια, να συνάψουν αληθινές και υγιείς σχέσεις ούτε καν μεταξύ τους. Οι μικροαστοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι είναι, τελικά, ένα κομμάτι της κοινωνίας, απομονωμένο ακόμα και από το πολυπληθές μικροαστικό σύνολο της σημερινής ανεπτυγμένης καπιταλιστικής κοινωνίας. Ενα κομμάτι που πάσχει βαθιά από έλλειψη χαρακτήρα. Ενα κομμάτι που δε διαθέτει σταθερές!

Η έλλειψη χαρακτήρα και σταθερών των μικροαστών, ιδιαίτερα των καλλιτεχνών και διανοούμενων μικροαστών, τους φορτώνει με νευρώσεις και ανασφάλειες. Τα φαρμακεία στα μικροαστικά σπίτια, ιδιαίτερα στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, είναι γεμάτα με ψυχοφάρμακα. Οι ψυχίατροι έγιναν πιο πολλοί από τους παθολόγους! Τα έργα των μικροαστών καλλιτεχνών και διανοουμένων κατατρίβονται με πνευματικές και σωματικές αρρώστιες. Τα θέματα με τα οποία καταπιάνονται είναι οι δικές τους ανασφάλειες και οι δικές τους νευρώσεις. Οι χαρακτήρες των έργων τους είναι ο δικός τους συντετριμμένος εσωτερικός κόσμος. Χαρακτήρες προβληματικοί και ανολοκλήρωτοι. Γι' αυτό η τέχνη τους είναι τέχνη απελπισμένη, τέχνη αδιέξοδη!

Ο Γούντι Αλεν στο θαυμάσιο «Μανχάταν» προσπάθησε να μην είναι τραγικός και δηκτικός απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους. Απόφυγε το δράμα και την κατευθείαν καταγγελία. Διάλεξε τη μέθοδο της σάτιρας, η οποία ναι μεν πληγώνει βαθιά, αλλά πληγώνει σχεδόν πάντα με λεπτό τρόπο! Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, προσφέρει και δυνατότητες διεξόδου. Το γέλιο είναι, μπορεί να γίνει, και σοβαρή μέθοδος αυτογνωσίας. Καθώς σε ξεσκεπάζει «φιλικά», δε σε απαξιώνει οριστικά, δε σε βάζει μια και έξω απέναντι στον εαυτό σου. Δε σου προσθέτει ενοχές. Αντίθετα, σου συμπεριφέρεται με καλοσύνη. Σε παροτρύνει με ευγένεια!

Θεωρώ το «Μανχάταν», και δεν είμαι ο μόνος, σαν την καλύτερη και πιο ολοκληρωμένη ταινία του Γούντι Αλεν, με εξαίρεση, ίσως, τη «Βιτρίνα». Εδώ ο δαιμόνιος δημιουργός ήξερε σε βάθος το θέμα του. Είναι φανερό πως ανάμεσα στους ήρωες, κάπου εκεί μέσα βρίσκεται και η δική του σκιά. Κάπου εκεί μέσα κινείται και το δικό του φάντασμα. Οι μικροαστοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι της μεγάλης Αμερικής έχουν το «δικό τους μέρος». Το «χώρο» τους. Το Μανχάταν. Στο κομμάτι αυτό της αμερικάνικης μεγαλούπολης, οι κάτοικοί του, πολύ κοντά κυριολεκτικά και μεταφορικά στην πραγματική και δυνατή αμερικάνικη εξουσία, τα σκληρά χρηματιστήρια και τις ανελέητες τράπεζες, παριστάνουν ότι αναπνέουν ελεύθερα, παρότι ασφυκτιούν. Εδώ οι άνθρωποι δείχνουν μεγαλύτερη ανοχή στο «διαφορετικό». Είναι πιο ανοιχτοί στο «καινούριο». Εξωτερικά παρουσιάζουν μιαν ευτυχισμένη εικόνα. Πολύς κόσμος σε ολόκληρη την ανθρωπότητα τους ζηλεύει!

Αυτόν τον κόσμο, τον κόσμο του, ο Γούντι Αλεν, με μεγάλο ψυχικό κόστος υποθέτω, τον παρουσίασε στις πραγματικές του διαστάσεις. Με πολλή αγάπη, είναι αλήθεια, αλλά χωρίς μάσκες! Οι ήρωές του, ανάμεσά τους και ο ίδιος, ο οποίος είναι γνωστό πως είναι κάτοικος και κομμάτι του Μανχάταν, σπαταλιούνται σε πολύ μικρά πράγματα σε σχέση με την αξία τους. Γοητευτικά μεν, αλλά οπωσδήποτε μικρά πράγματα. Οι διαπροσωπικές σχέσεις τους, οικοδομημένες μέσα στην προσποίηση και στο ψέμα, δεν κρατάνε παρά κάποιες ώρες, κάποιες μέρες, κάποιους μήνες στην καλύτερη περίπτωση. Υστερα διαλύονται, αφήνοντας πίσω τους κενά που καθημερινά μεγαλώνουν. Αυτά τα κενά γεμίζουν το κοινωνικό τοπίο του Μανχάταν με «τρύπες» μέσα στις οποίες πέφτουν, είτε από απροσεξία, είτε από επιπολαιότητα, οι κάτοικοι της μικρής αυτής μικροαστικής περιοχής της Νέας Υόρκης. Και το γαϊτανάκι δεν έχει τελειωμό!

Η ταινία έχει μια βασική έλλειψη, η οποία την εμποδίζει να είναι ...τέλεια. Ο δημιουργός της δε θέλησε, δεν μπόρεσε, δεν τόλμησε, να κατονομάσει τον κυρίως υπεύθυνο για την κατασπατάληση τέτοιας αξίας ανθρώπων. Περιόρισε την κριτική του στα συγκεκριμένα πρόσωπα, στους κατοίκους της μικρής αυτής μικροαστικής περιοχής. Φόρτωσε όλα τα κακά της ανθρωπότητας πάνω σε αυτούς τους ανθρώπους (και στον εαυτό του, ίσως;). Χωρίς να έχω καμία διάθεση απενοχοποίησης, αυτός ο κόσμος έχει πράγματι τις δικές του τεράστιες ευθύνες, εκείνος, όμως, που παράγει τελικά τα διάφορα μικροαστικά μοντέλα ζωής, που διατάζει συμπεριφορές, είναι η άρχουσα τάξη, ο καπιταλισμός. Αυτός που σφίγγει το λαιμό του Μανχάταν. Αυτός που σήμερα πια σφίγγει το λαιμό ολόκληρης της ανθρωπότητας.

Δεν μπορώ να δεχτώ την άποψη του περιττού, την άποψη ότι εξυπακούεται. Ο θεατής, βγαίνοντας από την αίθουσα, θα μείνει με τις εικόνες που είδε και όχι με εκείνες που κρύβονται πίσω από αυτές. Και τις οποίες, μάλιστα, η ταινία δεν τις κατέδειξε ούτε μια στιγμή. Ούτε καν τις υπαινίχτηκε! Οπως και να 'χει, όμως, και παρ' όλες τις παραπάνω ελλείψεις, το «Μανχάταν» είναι μια πολύ χρήσιμη και αποκαλυπτική ταινία. Μια ταινία χρήσιμη και για τον απλό θεατή, αλλά και για τους ανά τον κόσμο μικροαστούς καλλιτέχνες και διανοουμένους. Ιδιαίτερα για τους μικροαστούς καλλιτέχνες και διανοούμενους.

Αυτά που αναφέραμε πιο πάνω δεν αφορούν, βέβαια, μόνο στους καλλιτέχνες και στους διανοούμενους μικροαστούς. Το κάνουμε αυτό, γιατί με αυτούς ασχολείται η ταινία. Τα παραπάνω αφορούν στο σύνολο σχεδόν της αστικής κοινωνίας. Ακόμα και η εργατική τάξη, η οποία βρίσκεται σε διαρκή σύγκρουση με την αστική ιδεολογία, ζώντας μέσα στην ανασφάλεια, στην αβεβαιότητα και στο άγχος, έχει δηλητηριαστεί έως ένα σημείο και αυτή από την αστική ηθική και το γενικό αστικό τρόπο ζωής. Ακόμα και αυτή έχει υποκύψει στις αστικές αντιλήψεις και έχει ενδώσει στις καπιταλιστικές ηθικές αξίες, στην ατομική ιδιοκτησία και στον ανταγωνισμό. Και είναι επόμενο να συμβαίνει αυτό, αφού η αστική ιδεολογία είναι η κυρίαρχη ιδεολογία!

Παίζουν: Γούντι Αλεν, Ντάιαν Κίτον, Μάριελ Χεμινγουέι, Μέριλ Στριπ, Μίκαελ Μάρφι, κ.ά.

ΣΠΥΡΟΣ ΣΤΑΘΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
PCV-1

Ξαφνικά το μικρό αγρόκτημα, που βρίσκεται σε κάποια έρημη περιοχή της επαρχίας της Κολομβίας, ζώνεται από «τρομοκράτες». Η οικογένεια, πατέρας, μητέρα, η 12χρονη κόρη και ο μικρότερος γιος, από τη μια στιγμή στην άλλη βρίσκονται όμηροι.

Οι «τρομοκράτες» απαιτούν 7.000 δολάρια! Η οικογένεια προσπαθεί να τους πείσει πως είναι φτωχοί άνθρωποι και δεν καταλαβαίνουν για ποιο λόγο διάλεξαν αυτούς. Εκείνοι επιμένουν. Για να εκβιάσουν ακόμα περισσότερο τα πράγματα, φοράνε στη μητέρα ένα κολάρο, το οποίο, στην ουσία, είναι μια ωρολογιακή βόμβα (PCV-1), η οποία μετά από κάποιες ώρες θα εκραγεί!

Οι «τρομοκράτες» φεύγουν, σίγουροι ότι οι όμηροι θα τους φέρουν τα λεφτά, για να γλιτώσουν τη μητέρα, και η οικογένεια αρχίζει να τρέχει. Φυσικά δεν τρέχει για τα χρήματα, γιατί χρήματα, πράγματι, δεν υπάρχουν. Η οικογένεια είναι όντως μια πολύ φτωχή οικογένεια. Είναι φανερό πως τους έχουν πάρει για άλλους. Τρέχει, λοιπόν, για να αποσυνδέσει τη βόμβα πριν αυτή εκραγεί.

Από το σημείο αυτό και μετά, η ταινία μεταβάλλεται σε ένα άγριο αγκομαχητό. Ο φακός του Ελληνα σκηνοθέτη γίνεται μέρος της οικογένειας, ιδρώνει και αυτός, φοβάται και αυτός, τρέχει και αυτός. Σε κάθε απότομη κίνηση η βόμβα μπορεί να εκραγεί. Στόχος είναι να φτάσουν στο ραντεβού που έχουν κλείσει με ειδικό στρατιωτικό πυροτεχνουργό, ο οποίος θα αποσυνδέσει τη βόμβα. Η απόσταση είναι αρκετά μεγάλη και δεν υπάρχει μεταφορικό μέσο. Πρέπει να τρέξουν...

Και τρέχουν! Το ταξίδι της οικογένειας μέσα στα χωράφια και στις ρεματιές το ακολουθεί σε πραγματικό χρόνο ο φακός. Η μηχανή δε σταματάει να κινηματογραφεί, δεν αλλάζει θέσεις, δεν ακολουθεί τη γνωστή κινηματογραφική γραφή. Δένεται στο άρμα της οικογένειας και τρέχει. Ολοι μαζί, λοιπόν, και αφού η αγωνία έχει φτάσει στο ζενίθ, η παγιδευμένη γυναίκα, η οικογένειά της και ο φακός ανταμώνουν τον πυροτεχνουργό. Ο οποίος, με λεπτές κινήσεις, πνιγμένος στο φόβο και στην αγωνία και αυτός, αρχίζει την αποσύνδεση. Παράλληλα, τόσο για να δώσει θάρρος στην παγιδευμένη γυναίκα όσο και στον εαυτό του, μας εξομολογείται τη ζωή του. Και αυτό είναι μια ακόμα ανθρώπινη στιγμή.

Δε θα σας πω το τέλος, το οποίο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον! Θα σας πω, όμως, πως η ιστορία είναι αληθινή. Και θα σας πω ακόμα πως το επίτευγμα του σκηνοθέτη, το οποίο είναι και η κινηματογραφική πρότασή του, έγκειται στο γεγονός ότι η ταινία του είναι γυρισμένη σε μονοπλάνο! Ο,τι βλέπει ο θεατής είναι μια και έξω τραβηγμένο. Με το άνοιγμα της ταινίας «άνοιξε» και η μηχανή. Η οποία σταμάτησε να τραβάει μόνον όταν ολοκληρώθηκε η ιστορία που μας διηγήθηκε.

Ενδιαφέρουσα, λοιπόν, η ταινία. Τόσο για την ιστορία που διηγείται όσο και για τον τρόπο που τη διηγείται. Ο θεατής θα νιώσει πολλές φορές ότι είναι και αυτός μέρος αυτής της ιστορίας. Θα τρέξει και αυτός για να προλάβει τον πυροτεχνουργό.

Παίζουν: Μερίντα Ουρούια, Ντανιέλ Παέζ, Αλμπέρτο Ζορνόζα, Χιούγκο Περιέρα, Πατρίτσια Πουέντα, κ.ά.

ΤΙΜΟΥΡ ΜΠΕΚΜΑΜΠΕΤΟΦ
Wanted

Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον της ταινίας βρίσκεται στο παρασκήνιο, παρά στην ίδια την ταινία. Εχω διαβάσει τόσες «παρουσιάσεις» της, σε τόσο διαφορετικές εφημερίδες και περιοδικά, που μου έχουν κινήσει την περιέργεια. Μετά, λοιπόν, από ...σοβαρή μελέτη κατέληξα πως οι ταινίες δεν επιβάλλονται μόνον διά της παρουσίας τους, της αξίας τους δηλαδή, αλλά και διά της πλαγίας οδού. Μέσα από τις δήθεν αθώες παρουσιάσεις και τα δήθεν αθώα ρεπορτάζ. Παρουσιάσεις και ρεπορτάζ που ξεκινάνε από τον πρωταγωνιστή και την πρωταγωνίστρια και καταλήγουν σε «καυτές» λεπτομέρειες από τα γυρίσματα.

Τι να πει τώρα ο κριτικός; Το κλίμα έχει ήδη καλλιεργηθεί. Ο θεατής έχει ήδη «φτιαχτεί» για να παρακολουθήσει μια «καταιγιστική περιπέτεια», ένα «θαυμάσιο πρωταγωνιστή» και μια «πολύ σέξι πρωταγωνίστρια». Α, να μην ξεχάσουμε και την ιστορία. Ενας καθημερινός και αρκετά δειλός νεαρός, δαγκώνοντας το μήλο που του προσφέρει μια σύγχρονη Εύα, μεταβάλλεται σε θαρραλέο δολοφόνο. Βέβαια, περνάει και από κάποια εκπαίδευση. Σημασία, πάντως, έχει πως ο καθένας μας (αυτό είναι το ηθικό δίδαγμα της ταινίας) έχει αστείρευτες δυνάμεις μέσα του. Μπορεί, αν τις ελευθερώσει, να γίνει τρομερός εκδικητής! Εξαιρετικός και περίτεχνος δολοφόνος!

Ο νεαρός, λοιπόν, αυτός κύριος, ο πρώην δειλός και νυν θαρραλέος τελικά, είναι γιος ενός έκφυλου πατέρα, ο οποίος ήταν μέλος μιας αδελφότητας, η οποία έρχεται από τα βάθη των αιώνων! Η αδελφότητα αυτή αναλάμβανε υψηλές δολοφονίες. Πεθαίνοντας ο πατέρας, αναλαμβάνει ο γιος. Ο οποίος θα εκδικηθεί και για το θάνατο του πατέρα του (τον οποίον δε γνώριζε).

Κρίνετε μόνοι σας, αν αξίζουν τόσες παρουσιάσεις, τόσα ρεπορτάζ, από τόσο σοβαρές εφημερίδες και περιοδικά. Πρόκειται για μια απλοϊκή ταινία, η οποία καλύπτει τις αφέλειές της, και τη βία της, πίσω από τον ορισμό σαν ταινία-κόμικ. Οτι, δηλαδή, δεν είναι ακριβώς ταινία, αλλά ...κόμικ! Λες και τα κόμικς, η φόρμα, δεν είναι υποχρεωμένα να ασχολούνται με το περιεχόμενο. Τα κόμικς, σύμφωνα με τη λογική τους, είναι ελεύθερα να διηγούνται όποια ιστορία επιθυμούν, χωρίς να αναλαμβάνουν και τις ευθύνες τους.

Επί του προκειμένου (και ας μου απαντήσουν οι «παρουσιαστές» και οι «ρεπόρτερ»), ποιον μπορεί να νοιάζει ένα βίαιο και μεταφυσικό παραμύθι; Μια απίθανη ιστορία; Αλλά και ποιον μπορεί να διασκεδάζει μια τέτοια ταινία; Επιτέλους, να μη χάσουμε τελείως το γούστο μας. Να μην εθιστούμε οριστικά στην ...περιπέτεια!

Να πούμε για την ιστορία πως ο σκηνοθέτης της είναι Ρώσος! Ο οποίος πριν περάσει στις μεγάλου μήκους ταινίες εργαζόταν στη διαφήμιση. Από εκεί πήρε και την αισθητική - και την ηθική - του «Wanted». Πριν από το «Wanted» γύρισε δυο αιματηρές ταινίες που έσπασαν ταμεία στη Ρωσία. Οι ταινίες αυτές του άνοιξαν τις πόρτες του Χόλιγουντ. Σημεία των καιρών! Να πούμε, ακόμα, πως η ταινία στηρίζεται στο βιβλίο των Μαρκ Μίλαρ και Τζ. Τζ. Τζόουνς, οι οποίοι δημιούργησαν το ομότιτλο κόμικ.

Παίζουν: Αντζελίνα Τζολί, Τζέιμς Μακ Αβόι, Μόργκαν Φρίμαν, Κόμον, Τόμας Κρέτσμαν.

Περιμένοντας τον Αλιέντε

Βάλτε στον προγραμματισμό σας το αφιέρωμα στον Αλιέντε της επόμενης κινηματογραφικής βδομάδας(4-10/9/2008). Με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννησή του, στον κινηματογράφο «Ιλιον», θα προβληθούν 7 ταινίες επινόησης (φιξιόν) και 27 ντοκιμαντέρ. Επίσης, θα λειτουργήσει έκθεση φωτογραφίας, αφίσας και ντοκουμέντων.

Ανάμεσα στις ταινίες που θα παιχτούν και οι οποίες με τον έναν ή τον άλλον τρόπο και βαθμό αναφέρονται στον Αλιέντε και την ιστορία του, την ιστορία της Χιλής, αλλά και της Λατινικής Αμερικής γενικότερα, είναι εξαιρετικές ταινίες, όπως το «Βρέχει πάνω από το Σαντιάγκο», του Χέλβιο Σότο, η τρυφερή ταινία «Ματσούκα», του Αντρές Γουντ, τα ντοκιμαντέρ «Η Μάχη της Χιλής», (1, 2 και 3), τα οποία αναφέρονται στην εξέγερση της Χιλιανής μπουρζουαζίας (1), στο πραξικόπημα (2) και, τέλος, στη Λαϊκή Εξουσία στη Χιλή (3)...

Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στα δέκα ντοκιμαντέρ των Ανατολικογερμανών σκηνοθετών Χαϊνόφσκι και Σόιμαν, που θα παιχτούν στο αφιέρωμα. Πρόκειται για δέκα ντοκιμαντέρ, που, τελικά, αγκαλιάζουν ολόκληρη τη Λατινική Αμερική. Να θυμίσουμε, απλώς, πως ο Χαϊνόφσκι και ο Σόιμαν είναι οι δημιουργοί, που με την κριτική και διαλεκτική κινηματογραφική και φιλοσοφική ματιά τους άλλαξαν την άποψη για το ντοκιμαντέρ.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το ντοκιμαντέρ του Πατρίτσιο Γκούζμαν «Σαλβαδόρ Αλιέντε». Ο Γκούζμαν είναι και ο δημιουργός της τριλογίας «Η Μάχη της Χιλής». Συνολικά, στο αφιέρωμα, θα παιχτούν επτά ταινίες του Γκούζμαν.

Στα αφιέρωμα θα παιχτούν και ταινίες των Κώστα Γαβρά, Μιχάλη Κακογιάννη, Αλέξη Γρίβα, Λουίς Σουπελβέντα, Πίτερ Ραϊμόντ, Σεμπάστιαν Μορένο Μαρντόνες, κ.ά. Επίσης θα παιχτεί και η ταινία «Η Χιλή με Οπλα και Τραγούδια», η οποία γυρίστηκε από ομάδες κινηματογραφιστών.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ