ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 21 Σεπτέμβρη 2008
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ
Αγοραίος προσανατολισμός

Οι προτάσεις της διορισμένης, από τον υπουργό Πολιτισμού, επιτροπής για το νομοθετικό πλαίσιο του κινηματογράφου εκφράζουν την αντιδραστική πολιτική της ΕΕ για τα οπτικοακουστικά

Παπαγεωργίου Βασίλης

Οι προτάσεις της, διορισμένης από τον υπουργό Πολιτισμού, επιτροπής για το «νέο»(;) νομοθετικό πλαίσιο για τον κινηματογράφο που δημοσιοποιήθηκαν πρόσφατα, δεν εμπεριέχουν απλώς το «φάντασμα» του νομοσχεδίου για τον κινηματογράφο επί υφυπουργίας Τατούλη, το οποίο καταδικάστηκε από την κινηματογραφική κοινότητα και αποσύρθηκε, αλλά έχει κοινό παρονομαστή με αυτό: Τη στρατηγική του «πολιτιστικού» κεφαλαίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης για πλήρη εμπορευματοποίηση του πολιτισμού και της σύγχρονης δημιουργίας, συμπεριλαμβανομένου του κινηματογράφου.

Η ΕΕ, ήδη από το Μάαστριχτ αλλά ακόμα πιο συγκεκριμένα με τη «Στρατηγική της Λισαβόνας», εκλαμβάνει την Tέχνη ως έναν ακόμα «κλάδο» εν δυνάμει ισχυροποίησης της «ανταγωνιστικότητας» των μονοπωλίων της. Η σχετική ορολογία, όπως π.χ. «πολιτιστικές βιομηχανίες», η μετατροπή δικαιωμάτων, όπως των πνευματικών, σε «ιδιοκτησία» (που ως τέτοια μπορεί εύκολα να αλλάξει χέρια στο πλαίσιο της καπιταλιστικής αγοράς) ή η καλλιτεχνική δημιουργία ως «προϊόν», αντανακλά ακριβώς αυτή τη στρατηγική. Επιπλέον, επειδή οι δημιουργοί αντιλαμβάνονται τους εύλογους κινδύνους από τη μετατροπή τους σε υπαλλήλους των πολυεθνικών του οπτικοακουστικού τομέα, η ΕΕ στα επίσημα κείμενά της επιχειρεί ρητορικές «ακροβασίες» περί «προστασίας» της «πολιτιστικής πολυμορφίας» για να «χαϊδέψει αυτιά».

Στόχος ...η «πετυχημένη βιομηχανία»

Αυτή η προπαγανδιστική ανάγκη εμφανίζεται εντονότερη στις προτάσεις της επιτροπής, δεδομένου ότι στην Ελλάδα εξακολουθούν να μένουν άλυτα τα αυτονόητα (π.χ. ανώτατη δημόσια κινηματογραφική παιδεία, στοιχειώδης στήριξη της εγχώριας κινηματογραφίας, υλικοτεχνική υποδομή). Η μη λύση των οποίων συσπειρώνει κατά καιρούς, και παρά τις αντικειμενικές αντιθέσεις τους, τους Ελληνες δημιουργούς, διανομείς, παραγωγούς και αιθουσάρχες, αυτούς δηλαδή που συναποτελούν την ανομοιογενή, και με αντικρουόμενα στην πραγματικότητα συμφέροντα, «κινηματογραφική κοινότητα».

Ετσι, το κείμενο των προτάσεων έχει «πασπαλιστεί» με κάποια σημεία που αποκομμένα ίσως να είναι θετικά, ενταγμένα όμως στο γενικότερο αντιδραστικό πλαίσιο που αντανακλά, δε λειτουργούν παρά ως άλλοθι. Ρητορικές «ακροβασίες» απαντώνται εξ αρχής στο κείμενο, όπως ότι «ο κινηματογράφος εξακολουθεί να αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές μορφές τέχνης, και λόγω της εκφραστικής δύναμης της οπτικοακουστικής του γλώσσας, αλλά και λόγω της δυνατότητας να προσεγγίζει νοηματικά και αισθητικά πολύ μεγάλα τμήματα του κοινού». Στη συνέχεια όμως και με φαινομενικά «αθώο» τρόπο σημειώνεται ότι «ο κινηματογράφος αποτελεί μορφή τέχνης μαζί και διασκέδασης, και μπορεί να καλύπτει ανάγκες από βαθύτερα εκπαιδευτικές και πνευματικές μέχρι καθαρά ψυχαγωγικές. Ανάλογα με την έμφαση στις επιλογές των παραγωγών, δημιουργών και κατασκευαστών του, ένα κινηματογραφικό έργο είναι και παραμένει ένα πολιτισμικό, αλλά και ψυχαγωγικό προϊόν μεγάλης σημασίας».

Ο κινηματογράφος εκλαμβάνεται λοιπόν «ταυτόχρονα» και ως «προϊόν» (σ.σ. βλ. 2η παράγραφος) και ως τέχνη, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζεται και στα ντοκουμέντα της ΕΕ. Αυτό, φυσικά, δε γίνεται τυχαία όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Πάλι «αθώα» χρησιμοποιείται το αυτονόητο για άλλους σκοπούς. Ετσι, η επιτροπή αναφέρει ότι «είναι εντελώς απαραίτητο για την πολιτισμικά και κοινωνικά ζωντανή σύγχρονη χώρα, να έχει ενεργή γηγενή κινηματογραφία». «Η ανταπόκριση και οι αντιδράσεις του ελληνικού κοινού στον ελληνικό κινηματογράφο, από τη συνεχιζόμενη μέχρι σήμερα δημοτικότητα των ταινιών του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, μέχρι τη μεγάλη επιτυχία πολλών πρόσφατων ταινιών, που δίνει ιδιαίτερα αισιόδοξο σήμα για το μέλλον, δείχνουν ότι η ανάγκη του κοινού για καλό ελληνικό κινηματογράφο είναι τεράστια, ζωντανή και γεμάτη προσδοκία για ακόμη καλύτερα πράγματα».

Εδώ ο κινηματογράφος αντιμετωπίζεται επίσης με αγοραίο τρόπο. Η επιτροπή φαίνεται να μην ενοχλείται για το τι είδους ταινίες είναι αυτές και, κυρίως, από το γεγονός ότι στην πλειοψηφία τους έγιναν με την ενεργή εμπλοκή ξένων μονοπωλίων της παραγωγής και διανομής και εν πολλοίς «αντανακλούν» την αισθητική και την ιδεολογία τους. Πιο απλά, για την «αγορά», σημασία έχει το «πόσο» και το «τι» να συγκλίνουν με τις δικές της κερδοσκοπικές ανάγκες και την ιδεολογική χειραγώγηση. Γι' αυτό και προβάλλει τη «σαφή πεποίθηση του κινηματογραφικού χώρου, όχι μόνο των δημιουργών των ταινιών αλλά και των κύκλων της παραγωγής, της τεχνικής επεξεργασίας, της διανομής και των αιθουσών, ότι η επιπλέον αύξηση του μεριδίου των ελληνικών ταινιών στην κινηματογραφική μας αγορά αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση όχι μόνο για την ανάπτυξη, αλλά και για την ίδια την επιβίωση της κινηματογραφικής μας ζωής γενικότερα».

«Ανάπτυξη» για ποιον όμως; «Χωρίς καλό, ζωντανό, παραγωγικό αλλά και εμπορικά αποτελεσματικό ελληνικό κινηματογράφο, η σχέση του κοινού με την κινηματογραφική τέχνη γενικότερα, και η συνέχιση μιας υγιούς κινηματογραφικής δραστηριότητας στην πατρίδα μας, καθίσταται προβληματική», λέει η επιτροπή και συνεχίζει: «Από θεμελιώδες πολιτισμικό αγαθό, ο κινηματογράφος καταντά υποπροϊόν, από εργαλείο αυτογνωσίας, γίνεται σκέτο αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης και ανούσιας διασκέδασης». Σωστά, αλλά τι προτείνεται; «Με την έννοια αυτή, η ενίσχυση με κάθε τρόπο της εθνικής κινηματογραφικής μας παραγωγής και εν γένει δραστηριότητας, αποτελεί λαϊκή επιταγή αλλά και κοινωνική προτεραιότητα. Υπάρχει ανάγκη διπλή, πολιτισμική και οικονομική, για καλή κινηματογραφική τέχνη και πετυχημένη κινηματογραφική βιομηχανία»!

Στον καπιταλισμό, όμως, ποτέ η «πίτα» (Τέχνη) δεν είναι ολόκληρη, αν ο «σκύλος» (κεφάλαιο) είναι χορτάτος όπως επιμένει η επιτροπή: «(...) δε δογματίζουμε υπέρ ή κατά της μίας ή της άλλης όψης. Και οι δύο όψεις της κινηματογραφικής δραστηριότητας είναι αναγκαίες για την ύπαρξη μιας υγιούς κινηματογραφικής τέχνης, και πιστεύουμε ότι είναι ευθύνη της πολιτείας να βοηθήσει με τους τρόπους που αρμόζουν σε μια σύγχρονη χώρα την ανάπτυξη και των δύο (...) Αυτά (σ.σ. τα προτεινόμενα μέτρα) καλύπτουν και τη στήριξη της καλλιτεχνικής/ πολιτισμικής όψης της κινηματογραφικής δημιουργίας, που είναι απαραίτητο να ενισχύεται και από άμεση κρατική οικονομική υποστήριξη στην παραγωγή, αλλά και την ενίσχυση της εμπορικής διάστασης του κινηματογράφου. Η δεύτερη προτείνεται να γίνεται κυρίως με κίνητρα που θα επιτρέψουν την αύξηση των επενδύσεων, και την αναζωογόνηση της ιδιωτικής παραγωγής, αλλά και γενικότερα της σχετικής επιχειρηματικής δραστηριότητας. Μια κινηματογραφία αποκλειστικά κρατικοδίαιτη, είναι σύμπτωμα νοσηρότητας εξίσου σοβαρό με μια κινηματογραφία με αποκλειστικό στόχο το ταμείο»!

Οι στόχοι είναι τόσο ξεκάθαροι ως προς τον αγοραίο προσανατολισμό τους που μάλλον θα αποτελεί πλεονασμό η περαιτέρω ανάλυσή τους. Ας δούμε όμως πώς τεκμηριώνεται αυτός ο προσανατολισμός και μέσα από τα προτεινόμενα μέτρα.

«Ακαδημία Τεχνών» ...διά «πάσαν νόσον»

Καταρχήν, το μείζον ζήτημα της κινηματογραφικής παιδείας «ξεπετιέται» μέσω της ...«Ακαδημίας Τεχνών», αυτό το αδιαβάθμητο, εκπαιδευτικά, «μόρφωμα» που προβλέπει εμπλοκή «χορηγών» ακόμα και δίδακτρα. Η επιτροπή θεωρεί ότι «ανταποκρίνεται στις απόψεις μας για έναν σύγχρονο, εκπαιδευτικό οργανισμό υψηλού επιπέδου», άρα «υιοθετούμε την ένταξη και των κινηματογραφικών σπουδών στην υπό συζήτηση Ακαδημία», με «κάποια αυτονομία». Το ότι είναι αδιαβάθμητη «δεν αποτελεί κατά τη γνώμη μας σοβαρό κώλυμα, αφού κανένας νέος άνθρωπος που προσανατολίζεται σοβαρά για δημιουργική καριέρα στις τέχνες, και βέβαια και στον κινηματογράφο, δε νοιάζεται για το "χαρτί" του πτυχίου»! Δηλαδή, οι μεγάλες ανώτατες, κρατικές κινηματογραφικές σχολές του κόσμου που είχαν φοιτητές όπως ο Ταρκόφσκι και καθηγητές όπως ο Μιχαήλ Ρομ (Κρατικό Ινστιτούτο Κινηματογραφίας της Μόσχας) μάλλον ...μοίραζαν «χαρτιά» κατά την επιτροπή. Η οποία θεωρεί ότι «ανώτατη σχολή Κινηματογράφου υπάρχει, πλέον, και δεν έχει κανένα νόημα η δημιουργία νέας», εννοώντας το τμήμα στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης που αποτελεί ουσιαστικά «σύντομο ανέκδοτο» σε σχέση με τις πραγματικές προδιαγραφές μιας σχολής κινηματογράφου!

Το χειρότερο είναι ότι η επιτροπή προτείνει οι μαθητές του «Τμήματος Κινηματογράφου» της «Ακαδημίας Τεχνών», «να προσλαμβάνονται κατά τη διάρκεια της φοίτησής τους από παραγωγές ταινιών, οι οποίες χρηματοδοτούνται από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου»! Και τζάμπα εργατικό δυναμικό για τους παραγωγούς λοιπόν...

Σε ό,τι αφορά στο, έτσι κι αλλιώς ανενεργό, με ευθύνη της κυβέρνησης, συμβούλιο κινηματογραφίας του υπουργείου Πολιτισμού, η επιτροπή θεωρεί ότι «δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες», διότι είναι ...«πολυμελές και δύσκαμπτο» και «αποτελείται ως επί το πλείστον από εκπροσώπους επαγγελματικών σωματείων, που μάλιστα αρκετά από αυτά αποτελούνται κατά πλειοψηφία από επαγγελματίες εκτός κινηματογράφου»! Για να «ξεμπερδέψουν», λοιπόν, με τους φορείς, προτείνουν 9μελές, άμισθο, συμβούλιο, με τα 7 μέλη διορισμένα από τον υπουργό Πολιτισμού και 2 από τους κινηματογραφικούς φορείς! Σε ένα «κρεσέντο» κυνισμού έναντι των πραγματικών προβλημάτων του ελληνικού κινηματογράφου, η επιτροπή προτείνει μεταξύ των αρμοδιοτήτων αυτού του συμβουλίου να είναι και ...η επιλογή της ταινίας για τα «ΟΣΚΑΡ» ξενόγλωσσης ταινίας!


Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ

Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου

Σκοπός του ΕΚΚ δε θα είναι πλέον «η προστασία, ενίσχυση και ανάπτυξη της κινηματογραφικής τέχνης στην Ελλάδα», αλλά «η προστασία, ενίσχυση και ανάπτυξη βιώσιμης και ανταγωνιστικής κινηματογραφικής βιομηχανίας στην Ελλάδα»! Αν αυτό δεν είναι εμβάθυνση της εμπορευματοποίησης και της μετατροπής της καλλιτεχνικής δημιουργίας σε αγοραίο, βιομηχανοποιημένο «προϊόν», τότε τι είναι;

Η πλειοψηφία της Γενικής Συνέλευσης και του ΔΣ θα «διορίζεται από τον υπουργό, επιλέγοντας αξιοκρατικά (...)»! Στο όργανο της ΓΣ θα συμμετέχουν, μεταξύ άλλων, εκπρόσωπος των «επιχειρηματιών αιθουσών κινηματογράφου», διανομείς και παραγωγοί «αναγνωρισμένου κύρους και σημαντική συμβολή στο χώρο του ελληνικού ή παγκόσμιου κινηματογράφου». Δηλαδή, μπορεί και κάποιος από το Χόλιγουντ;

Στο Συμβούλιο Κρίσεων προτείνεται ο διορισμός προσώπων «αναγνωρισμένου κύρους» (σ.σ. από ποιους;) και από το εξωτερικό, μεταξύ αυτών, ένας σκηνοθέτης και ένας παραγωγός. Προτείνεται μάλιστα, το ΔΣ «να δύναται να συμβουλεύεται εξωτερικούς φορείς (ΕΙΣ) και/ ή επαγγελματίες (script editors/script assessors) πριν από μια αίτηση για χρηματοδότηση να αξιολογηθεί από το Συμβούλιο Κρίσεων». Δηλαδή, εμπλέκονται οι πάντες πλην των φορέων.

Φυσικά, η επιτροπή «ξαναζεσταίνει» τα περί θυγατρικής εταιρείας του ΕΚΚ («HELLENIC FILM COMMISSION») με σκοπό την «προσέλκυση» ξένου οπτικοακουστικού κεφαλαίου για παραγωγές στην Ελλάδα, με την ανάλογη «παροχή διευκολύνσεων». Η πρόταση είναι παλιά και βασίζεται σε δύο αντιδραστικά και επικίνδυνα ιδεολογήματα: 1) «Η ανάπτυξη και στήριξη της εγχώριας κινηματογραφικής και οπτικοακουστικής βιομηχανίας μέσω της προσέλκυσης και εξυπηρέτησης αλλοδαπών κινηματογραφικών ταινιών και οπτικοακουστικών παραγωγών και συμπαραγωγών», 2) «η προβολή της Ελλάδας διεθνώς μέσω της οπτικοακουστικής παραγωγής, με στόχο την ενίσχυση της πολιτιστικής και τουριστικής βιομηχανίας και την ανάπτυξη της Εθνικής Οικονομίας».

Η ευρωπαϊκή πείρα αντίθετα, δείχνει ότι τα μονοπώλια του οπτικοακουστικού αλώνουν υποδομές και έμψυχο δυναμικό σε ξένες χώρες, κυρίως της Α. Ευρώπης, που έχουν υψηλή, πλην όμως πάμφηνη εξειδίκευση και φεύγουν «για αλλού» μην αφήνοντας πίσω τους παρά άνεργους «κομπάρσους». Επιπλέον, κινηματογραφική τέχνη που να ενισχύει το τουριστικό κεφάλαιο και την καπιταλιστική (και καθόλου εθνική) οικονομία, παραπέμπει σε οπτικοακουστικές «παραγγελιές» του κεφαλαίου με ό,τι αρνητικό αυτό θα σημάνει στο εργασιακό καθεστώς και τη δημιουργικότητα των καλλιτεχνών, ακόμα κι αν «προσπεράσουμε» την ιδεολογική «πλύση εγκεφάλου».

Τέλος, η επιτροπή δεν προτείνει να εξαιρεθεί εντελώς το ΕΚΚ από το νόμο περί ΔΕΚΟ, στον οποίο το ενέταξε η κυβέρνηση, ξεσηκώνοντας θύελλα αντιδράσεων, αφού έτσι το Κέντρο θα αντιμετωπίζεται εντελώς με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, απλά το εξαιρεί από ορισμένες διατάξεις.

Σενάριο ...ΑΕ!

Σα να μην έφταναν οι υπάρχουσες ΑΕ... του «δημοσίου» στον πολιτισμό, η επιτροπή προτείνει ακόμη μία: Το «Ελληνικό Ινστιτούτο Σεναρίου», το οποίο, ως είθισται, θα «διαθέτει διοικητική και οικονομική αυτονομία» και ...«θα λειτουργεί για το δημόσιο συμφέρον, σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας»! Να θυμίσουμε ότι ιδιωτικοοικονικά κριτήρια προς ...«όφελος του δημοσίου συμφέροντος» είναι ένα «σχήμα» που ανέδειξε σε «καθεστώς» το ΠΑΣΟΚ και οι κυβερνήσεις του.

Πατώντας πάνω στην επίσης δραματική έλλειψη σεναριακής παιδείας (σ.σ. το «Α» και το «Ω» του κινηματογράφου», η επιτροπή προτείνει ένα επί της ουσίας «μαγαζί», που δε θα «ανταγωνίζεται άλλους φορείς που δραστηριοποιούνται στον ίδιο χώρο» (σ.σ. «σχολάρχες» του οπτικοακουστικού) αλλά θα «λειτουργεί ενισχυτικά και συντονιστικά εφόσον αυτοί το επιθυμούν με παροχή τεχνογνωσίας και πρόσβαση στην πληροφόρηση»!

Η χρηματοδότηση του «Ινστιτούτου» δε θα προβλέπεται στον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά θα εισπράττει ποσοστό του «Ειδικού Φόρου» (βλ. συνέχεια), από «πακέτα» της ΕΕ, «χορηγίες» κλπ.

«Ελαστικότερη» νομική μορφή προτείνει η επιτροπή και για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Καλά καταλάβατε: Από Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου μετατρέπεται σε «καθαρόαιμο μαγαζί», δηλαδή Ανώνυμη Εταιρεία, η οποία φυσικά θα υπάγεται στα ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια των διατάξεων περί ΔΕΚΟ, ώστε να «αντεπεξέλθει στις ανταγωνιστικές σύγχρονες απαιτήσεις»...

«Ανεξαρτητοποιείται» το Μουσείο Κινηματογράφου από το Φεστιβάλ, «απελευθερώνοντας» τους δύο θεσμούς «από περιττές και χρονοβόρες διαδικασίες».

Ιδιωτική παραγωγή... με δημόσια κίνητρα

Η επιτροπή συμπεραίνει ότι η διάταξη περί επιστροφής του ειδικού φόρου των εισιτηρίων των αιθουσών στον ελληνικό κινηματογράφο «δεν εφαρμόστηκε ποτέ με συνέπεια». Με τον όρο «ελληνικό κινηματογράφο» η επιτροπή εννοεί τους παραγωγούς. Ομως, η ελληνική παραγωγή διεκδικεί την αυτονομία της και την άνθησή της ...με κρατικές ενισχύσεις και «κίνητρα». Οι παραγωγοί διαπνέονται από «αντικρατισμό» τη στιγμή που εγκαλούν το κράτος, γιατί δεν τους ενισχύει. Φυσικά, με όρους «αγοράς» έχει ο καθένας το δικαίωμα να ονειρεύεται να γίνει κάποτε... «Μέτρο Γκόλντγουιν Μάγερ», αλλά αυτό δεν αφορά μια κρατική κινηματογραφική πολιτική προς όφελος των δημιουργών και του λαού.

Για το ΚΚΕ, η επιστροφή του φόρου επί των εισιτηρίων πρέπει να γίνεται με αποκλειστικό κριτήριο τη στήριξη των δημιουργών, σε συνδυασμό με μέτρα κρατικής ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγής, χωρίς καμία χρηματοδότηση των μονοπωλίων, με δημόσιους και κοινωνικοποιημένους κινηματογραφικούς φορείς.

Αντίθετα, η επιτροπή πάει ακόμη πιο αγοραία και ζητά η επιστροφή να γίνεται «μόνο με κριτήρια αναπτυξιακά, και συγκεκριμένα την παραγωγή της επόμενης ταινίας του παραγωγού». Επίσης, να «ορίζεται ένα ποσοστό της επιστροφής, ειδικά στις πολύ επιτυχημένες εμπορικά ταινίες, να τοποθετείται σε ειδικό κωδικό Νέου Κινηματογράφου του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, ώστε η ίδια η, απολύτως θεμιτή, ανάπτυξη του κινηματογράφου μας και σε εμπορική κατεύθυνση, να μην είναι εις βάρος της αναζήτησης νέων δυνάμεων».

Θεωρεί ότι η κρατική οικονομική στήριξη στον κινηματογράφο πρέπει να είναι και «έμμεση» με τη «δημιουργία πλαισίου οικονομικών κινήτρων για την ενδυνάμωση και ανάπτυξη της ελληνικής κινηματογραφικής βιομηχανίας». Ετσι, προτείνεται η ένταξη της κινηματογραφίας, ως πολιτιστική βιομηχανία, με κωδικό κλάδου στον Αναπτυξιακό Νόμο 3299/2004 στον τομέα της μεταποίησης για όλα τα στάδια της παραγωγής και προβολής μιας κινηματογραφικής ταινίας»! Στα «κίνητρα» εντάσσεται και το γνωστό ως «TAX SHELTER», δηλαδή την ποσοστικοποιημένη φοροαπαλλαγή των οπτικοακουστικών παραγωγών.

Θεωρεί «εντελώς εκτός πνεύματος του νόμου τη μέχρι τώρα επιστροφή μέρους του φόρου» στο υπουργείο Πολιτισμού «για την κινηματογραφική του πολιτική». Ζητά «ειδικό φόρο σε νέα μέσα διανομής» (σ.σ. ψηφιακά) θεωρώντας ότι «σαφώς ανταγωνίζονται τις κινηματογραφικές αίθουσες». Συγκεκριμένα, «ποσοστό 4% επί του συνόλου του εσόδου που πραγματοποιούν οι εταιρείες τηλεφωνίας, τηλεπικοινωνιών ή όποιες άλλες (ανεξαρτήτως αντικειμένου και δραστηριότητας), από τη μετάδοση, διακίνηση ή προβολή κινηματογραφικών ταινιών με χρέωση, με τη χρήση οποιασδήποτε γνωστής τεχνικής μεθόδου (...)» κάτι που μπορεί να ενταχθεί στα ελάχιστα θετικά των προτάσεων.

Ζητά, «το συνολικό ποσό του ειδικού φόρου που εισπράττεται από τα κινηματογραφικά εισιτήρια αποδίδεται στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου» για να κατανεμηθεί σε παραγωγούς, αίθουσες που πρόβαλλαν ταινίες «με πιστοποιητικό ελληνικότητας», εταιρείες διανομής και... στο «Ινστιτούτο Ελληνικού Σεναρίου».

Προτείνει να θεσπιστεί το παλιό «πενηνταράκι» (8% επί του εισιτηρίου, περίπου 0,50 ευρώ) «για την ενίσχυση των μεμονωμένων αιθουσών» με μία ή δύο οθόνες. «Παρηγοριά στον άρρωστο» βέβαια στην εποχή των πολυ-κινηματογράφων.

Η επιτροπή «κατακεραυνώνει» για την επί 19 χρόνια μη εφαρμογή της διάταξης για την απόδοση του 1,5% των κερδών των τηλεοπτικών σταθμών στον κινηματογράφο. Προτείνει την αύξηση του ποσοστού σε 2% για τα ιδιωτικά κανάλια, τη μείωση σε 1% για τα «κρατικά» και την απόδοσή του στο ΕΚΚ στο οποίο θα ανατεθεί και... ο έλεγχος της εφαρμογής του νόμου.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ