ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 21 Σεπτέμβρη 2008
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Στο δάσος

Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Αποφάσισα ν' ασχοληθώ με το πιάσιμο των πουλιών. Πίστευα πως μ' αυτό τον τρόπο θα κέρδιζα πολλά λεφτά. Εγώ θα τα 'πιανα κι η γιαγιά μου θα τα πουλούσε.

Προμηθεύτηκα λοιπόν καλές ξόβεργες κι απ' τις κουβέντες που είχα με γέρους πουλάδες έμαθα πολλά. Πήγαινα μόνος μου σε μιαν απόσταση σχεδόν τριάντα βέρστια1, στο δάσος του Κοστόφσκ, στις όχθες του Βόλγα, όπου σ' ένα πευκώνα με ψηλά δέντρα ζούσαν διάφορα πουλιά και προπάντων άσπρες καρδερίνες μακρυνούρικες με σπάνια ομορφιά, που πολύ τις εκτιμούσαν οι ερασιτέχνες.

Τύχαινε να βγαίνω βράδυ κι όλη τη νύχτα να πλατσουρώ στο λιθόστρωτο του Καζάν. Καμιά φορά και κάτω απ' τη φθινοπωριάτικη βροχή, να βουλιάζω βαθιά μες στη λάσπη. Στην πλάτη μου το ντυμένο με μουσαμά σακί, μέσα του οι ξόβεργες και τα κλουβιά με το πουλί-κράχτη. Στα χέρια το στέρεο καρυδένιο ραβδί μου. Κάνει ψιλό κρύο κι όλα είν' αγριωπά μες στο φθινοπωριάτικο σκοτάδι, πολύ αγριωπά. Απ' τις δυο μεριές του δρόμου στέκουν οι γέρικες, οι κεραυνοχτυπημένες σημύδες, που στραγγίζουν πάνω στο κεφάλι μου τα βρεγμένα κλαδιά τους. Αριστερά, κάτω απ' το βουνό, πάνω απ' το μαύρο Βόλγα, πλέουν, λες και φεύγουν στην απύθμενη άβυσσο, αραιά φωτάκια πάνω στα κατάρτια των αργοπορημένων καραβιών και στις μαούνες ξεφυσούν οι τροχοί μες στο νερό, στριγκά σφυρίζουνε τα πλοία.

Από τη μαντεμένια γης σηκώνονται οι ίζμπες των χωριών, που τριγυρίζουνε την πολιτεία, σκουντουφλάν στα πόδια σου τα οργισμένα, νηστικά σκυλιά, ο νυχτοφύλακας χτυπάει με το ραβδί του και ξεφωνίζει άγρια:

«Ποιος είναι; Ποιον κουβαλάν οι χίλιοι διάβολοι, νύχτα καιρό;»

Πολύ φοβόμουν μη μου πάρουν τις ξόβεργες κι έπαιρνα πάντα μαζί μου ταλιράκια για τους νυχτοφύλακες. Στο χωριό Φόκινο, ο νυχτοφύλακας έπιασε φιλία μαζί μου κι όλο αναστέναζε:

«Πάλι πηγαίνεις; Αχ εσύ, άφοβε, ασύχαστε νυχτοπερπατητή μου!»

Τον λέγανε Νιφόντ, ήταν κοντούλης, ασπρομάλλης, έμοιαζε μ' άγιο, συχνά έβγαζε μες απ' τον κόρφο του κάνα γογγύλι, κάνα μήλο, μια χούφτα μπιζέλια και μου τα 'χωνε στο χέρι, λέγοντας:

«Πάρε, φίλε, σου φύλαξα λιχουδιές, φάτες να γλυκαθείς λιγάκι».

Και με συνόδευε μέχρι την άκρη του χωριού.

«Αϊντε! Στην ευχή του Θεού!»

Στο δάσος έφτανα τα ξημερώματα, έστηνα τις ξόβεργες, ξεκρεμούσα τα σύνεργα, ξάπλωνα στην άκρη του δάσους και περίμενα πότε θα 'ρθει η μέρα.

Γαλήνη. Ολα τριγύρω ακινητούν μες στο φθινοπωριάτικο ύπνο. Μες απ' την γκριζωπή ομίχλη μόλις διακρίνονται κάτω απ' το βουνό τα μεγάλα λιβάδια που τα διασχίζει ο Βόλγας, μα που τον ξεπερνούν και σβήνουν στην καταχνιά. Μακριά, πίσω απ' τα δάση, απ' τη μεριά των λιβαδιών, ανατέλλει χωρίς να βιάζεται ο λαμπερός ήλιος. Στις μαύρες κορυφές του δάσους σπιθίζουν φωτιές κι αρχίζει μια παράξενη κίνηση, που συγκινεί την ψυχή. Ολο πιο γρήγορα σηκώνεται η ομίχλη απ' τα λιβάδια, ασημίζει μέσα στις ηλιαχτίδες και πίσω της σηκώνονται απ' τη γης οι θάμνοι, τα δέντρα, οι θημωνιές, τα λιβάδια, που λες και λιώνουν όλα κάτω απ' τον ήλιο, καθώς κυλούν σε όλες τις μεριές, κοκκινωπά κι ολόχρυσα. Να, ο ήλιος άγγιξε το ήρεμο νερό στην ακροποταμιά και φαίνεται σαν όλο το ποτάμι να κουνήθηκε, να κίνησε για κει, όπου ο ήλιος βγήκε. Ανεβαίνοντας όλο και πιο ψηλά, ευλογεί, ζεσταίνει την ξεγυμνωμένη, ξεπαγιασμένη γη, ενώ εκείνη θυμιατίζει τα τριγύρω της με τις γλυκιές της ευωδιές του φθινοπώρου. Ο διάφανος αέρας δείχνει πελώρια τη γη, ν' απλώνεται ατέλειωτη. Ολα πλέουν στον ορίζοντα και σε καλούν να πας κι εσύ μέχρι τα πέρατα τα γαλανά της γης.

Είδα την ανατολή του ήλιου απ' αυτή τη θέση δεκάδες φορές και πάντοτε μπροστά μου γεννιόταν ένας νέος κόσμος, πανέμορφος, μ' έναν καινούριο τρόπο. Τον ήλιο τον αγαπώ κάπως αλλιώτικα, μ' αρέσει ως κι αυτό τ' όνομά του, οι γλυκοί ήχοι του ονόματός του, το κουδούνισμα, που είναι κρυμμένο μέσα τους. Μ' αρέσει, κλείνοντας τα μάτια, να βάζω το πρόσωπο κάτω από τη ζεστή του ηλιαχτίδα, να τον πιάνω σαν κοντάρι μες απ' τις χαραμάδες του φράχτη ή ανάμεσα από τα κλαδιά. Οταν ο ήλιος σηκώνεται πάνω απ' τα λιβάδια, εγώ άθελά μου χαμογελώ από χαρά.

Το κιτρινωπό χορτάρι, το τσαλακωμένο απ' τη βροχή, με τα σκυμμένα στη γη κλωναράκια του ακινητεί, μα σαν πέσει επάνω του η φωτεινή ηλιαχτίδα, ένα ελαφρό τρεμούλιασμα παρατηρεί κανείς στο χόρτο, ίσως την τελευταία του προσπάθεια για ζωή.

Ξυπνήσαν τα πουλιά. Τα γκριζοπούλια, σαν φουντωτές μπαλίτσες πέφτουν από κλαδί σε κλαδί. Οι φλογάτοι σταυρομύτηδες τσιμπολογούν με τα στραβά ραμφιά τους τις κουκουνάρες, στις κορφές των πεύκων. Στην άκρη του πευκόκλαδου ζυγιάζεται η άσπρη καρδερίνα, κουνώντας τα μακριά φτερά της ουράς της. Η μαύρη χάντρα του ματιού της στραβοκοιτάζει καχύποπτα το δίχτυ, που έχω απλώσει χάμω. Και κάπως έτσι ξαφνικά ακούς όλο το δάσος, που πριν ένα λεφτό ήτανε βυθισμένο σε βαριά συλλογή, τώρα να 'ναι περιχυμένο από εκατοντάδες φωνές πουλιών, γεμάτο απ' τις έγνοιες των ζωντανών πλασμάτων, των πιο αγνών σ' όλη τη γη.

Λυπάμαι λιγάκι που θέλω να τα αιχμαλωτίσω τα πουλάκια, δε μου κάνει καρδιά να τα κλείσω σε κλουβιά, πιο πολύ μ' αρέσει να τα βλέπω, μα το πάθος του κυνηγού και η επιθυμία μου να κερδίσω χρήματα, νικούνε τη συμπόνια μου.

Τα πουλιά με κάνουν να τα χάνω με τις πονηριές τους.

Ο γαλαζόχρωμος μελισσουργός κοίταξε προσεχτικά και παρατήρησε τις λεπτομέρειες του μηχανισμού της ξόβεργας, κατάλαβε τι τον απειλεί και μπαίνοντας από το πλάι ακίνδυνα κι εύκολα, τραβάει τους σπόρους ανάμεσα απ' τα ξυλαράκια. Οι μελισσουργοί είναι πολύ ξύπνια πουλιά, μα είναι πολύ περίεργα κι αυτή η περιέργειά τους τα χαντακώνει. Οι κορδωμένες πυραλίδες είναι λίγο κουτές. Πηγαίνουν σμήνη ολάκερα, ίσια μέσα στα δίχτυα, σαν νιόπλουτοι αρχοντοχωριάτες στην εκκλησία. Οταν πιαστούν στα δίχτυα είναι γεμάτες απορία, γουρλώνουν τα μάτια και δαγκώνουν τα δάχτυλα με τα χοντρά τους ράμφια. Ο σταυρομύτης μπαίνει μες στην ξόβεργα ήρεμα και σοβαρά. Ο σκαλαθάρης πάλι είναι πουλί απίθανο, δε μοιάζει με κανένα άλλο, κάθεται ώρα πολλή μπροστά στα δίχτυα κουνώντας τη μακριά του μύτη, ακουμπώντας χάμω με τη χοντρή ουρά του. Τρέχει πάνω στους κορμούς των δέντρων, ακολουθώντας σαν το δρυοκολάπτη κι αυτός, πάντα το μελισσουργό. Σ' αυτό το αέρινο πουλάκι υπάρχει κάτι το αγριωπό, φαίνεται σαν έρημο, κανένας δεν το αγαπά κι αυτό δεν αγαπά κανένα. Είναι σαν την καρακάξα, του αρέσει να κλέβει και να κρύβει μικρά γυαλιστερά αντικείμενα.

Κατά το μεσημέρι τελειώνω τη δουλειά μου, πηγαίνω σπίτι μες απ' το δάσος και τα χωράφια. Αν πήγαινα απ' το μεγάλο δρόμο, μες απ' τα χωριά, τα παλιόπαιδα και τ' αλάνια θα μου 'παιρναν τα κλουβιά, θα έσχιζαν και θα τσάκιζαν τις ξόβεργές μου. Αυτό το 'χα δοκιμάσει πολλές φορές.

Επιστρέφω κατά το βράδυ κουρασμένος, νηστικός. Ομως μου φαίνεται πως για μια μέρα έχω μεγαλώσει, έμαθα κάτι καινούριο, έγινα πιο δυνατός».

1. Βέρστι: Μονάδα μήκους που ισοδυναμεί με 1.067 μέτρα.


Του
Μαξίμ ΓΚΟΡΚΙ


Του Μαξίμ Γκόρκι

Το 1916, στον πρόλογο μιας συλλογής άρθρων του, ο Μαξίμ Γκόρκι σημειώνει πως όλο το νόημα της πνευματικής του δραστηριότητας και δημιουργίας συμπυκνώνεται σ' ένα πάθος ασίγαστο: να ξυπνήσει στους ανθρώπους την αίσθηση της δύναμής τους. Αυτό το ίδιο πάθος είναι διάχυτο και στην κάθε σελίδα του βιβλίου «Ιστορίες από την Ιταλία». Στα διηγήματα αυτής της συλλογής, ο Γκόρκι παρουσιάζει τον άνθρωπο της δουλειάς, τον εργάτη, σαν το δημιουργό όλων των υλικών αξιών που υπάρχουν απάνω στη Γη. Οι «Ιστορίες από την Ιταλία» είναι ένας θρίαμβος από χρώμα και φως, από μια ανελισσόμενη αισιοδοξία, από το ξεχείλισμα της πίστης ότι ο άνθρωπος έχει τη δύναμη ν' αλλάξει τη φύση και τον ίδιο τον εαυτό του. Είναι ένας ύμνος στην εργατική αδελφοσύνη, στην εργατική αλληλεγγύη.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ