Κατά τη βραδινή διαδρομή από το αεροδρόμιο προς την πρωτεύουσα της Ιορδανίας Αμμάν, ο ξεναγός μας πληροφορεί ότι η παροχή του νερού «γίνεται μια ή δυο φορές τη βδομάδα». Βέβαια, στο ξενοδοχείο μας το νερό τρέχει άφθονο, η πισίνα είναι γεμάτη και το γκαζόν κι ο ανθόκηπος καλοποτισμένα. Καλοθρεμμένοι Αραβες, μερικοί με τις γραφικές παραδοσιακές φορεσιές και κάποιες κυρίες με τα παιδιά τους ντυμένες ευρωπαϊκά. Ενας ηλικιωμένος υπάλληλος του ξενοδοχείου με λευκή κελεμπία σερβίρει στους αραγμένους στις πολυθρόνες πελάτες, από ένα στενόμακρο περίτεχνο μπρίκι καφέ. Τα μικρά φλιτζανάκια γεμίζουν καφέ κάτω από το μισό και ο σερβιτόρος περιμένει υπομονετικά να το πιουν, για να ξαναβάλει και πάλι. Στην Πέτρα, αυτό το πολιτιστικό μνημείο της ανθρωπότητας, ελλείψει χρόνου δεν πήγαμε, όμως η κοντά διήμερη παραμονή μας στην πρωτεύουσα της Ιορδανίας θα αξιοποιηθεί, χάρη στη φιλοτιμία της ξεναγού μας Μαρίας, με περιηγήσεις σε τόπους δεμένους με τη χριστιανοσύνη και το Βυζάντιο. Το βιβλικό όρος,απ' όπου ο Μωυσής «θα αντικρίσει τη γη της Επαγγελίας», την κοιλάδα του Ιορδάνη και από τις όχθες της πολύβουης και τουριστικά αξιοποιημένης Νεκρής θάλασσας θα μεταφερθούμε στο αεροδρόμιο συνεχίζοντας το ταξίδι μας προς τις Ινδίες.
Βασίλειο του Νεπάλ. Κατμαντού. Ο προθάλαμος του Θιβέτ. Με τα Ιμαλάια, τη «στέγη του κόσμου», να πλαισιώνουν τη χώρα σε όλο το μάκρος των συνόρων της με την Κίνα. Παλιά ο παράδεισος των ναρκομανών και των χίπηδων. Ο καιρός δροσερός κι από το παράθυρο του ξενοδοχείου, λουσμένα στις τελευταίες ακτίνες του ήλιου απλώνονται αμέτρητοι λοφίσκοι και λόφοι, ρέματα, λαγκαδιές και μια λιμνούλα που λαμποκοπά ασημιά, όλα πηγμένα σε ένα οργιαστικό πράσινο. Κι όπου δεν προσθέτει η παρουσία του ανθρώπου κάποιο τοπικό σημάδι εξωτισμού, θαρρείς κι αντικρίζεις τοπίο της βόρειας ορεινής Ιταλίας.
Μπαντγκαόν. Μεσαιωνική πόλη-Μουσείο. Τα μάτια δε χορταίνουν να βλέπουν, και στην επόμενη στροφή, άλλα και άλλα ανεπανάληπτα μνημεία τέχνης και ιστορίας. Οι περίτεχνα αποτυπωμένες σε πέτρα και ξύλο, μαρτυρίες ενός μυστηριακού και διάφορου τρόπου ζωής. «Η πιο ψηλή», η Πενταώροφη Παγόδα, και η «μεγαλύτερη στούπα στον κόσμο», οι περίτεχνοι ινδουιστικοί της ναοί, το Παλάτι, η Χρυσή Πύλη και το Ανάκτορο με τα πενήντα πέντε παράθυρα. Περπατάς μαγεμένος όσο να σε προσγειώσουνε φορτικοί πωλητές σουβενίρ και ζητιάνοι. Μέσα στην αφόρητη εμμονή τους όλη η απελπισία και η απόγνωση. Θυμήθηκα τη φράση της Τατιάνας Γρίτση-Μιλιέξ από μια εκπομπή της για τις Ινδίες: «Το χέρι ζητιάνευε, τα μάτια περήφανα μισούσαν». Δεν ξέρω αν είδα μίσος στα μάτια αυτών των παιδιών, μα ό,τι είδα σίγουρα δεν ήταν αγάπη. Και όμως, η εγκληματικότητα στη χώρα είναι μηδαμινή και τα χέρια που απλώνονται επάνω σου, δε θα σε κλέψουν.
Κατά την ξενάγηση της δεύτερης μέρας και σε σχέση με την αντίστοιχη φωτογραφία, είχα δεχτεί μια απρόσμενη προσωπική προσβολή. Επιχείρησα να βγάλω φωτογραφία μερικούς γραφικούς ιερωμένους. Στο πρώτο πλάνο μια μεγάλη θρεμμένη μαϊμού με περιεργάζεται επίμονα. Κάποιοι από τους ιερωμένους μου κάνουν νεύμα ότι δε θέλουν να τους τραβήξω φωτογραφία. Η μαϊμού όλο ενδιαφέρον παρακολουθεί τη σκηνή και, όταν κάποιοι αποφασίζουν να μου γυρίσουν την πλάτη, μου ρίχνει μια τελευταία ματιά, μου δείχνει τα δόντια της και μου γυρίζει την πλάτη. Ε, όχι κι από μαϊμού!
Η φτώχεια και η αμάθεια. Αυτές οι δύο, η φτώχεια και η αμάθεια, κυριαρχούν πίσω από κάθε πράξη, σκέψη, όνειρο, επιθυμία, οργή, απελπισία και η ελπίδα ακόμα, αυτών των τεσσάρων ανδρών που παλεύουν να επιζήσουν. Ο ένας για να κερδίσει τη γυναίκα του που ζει με κάποιον άλλον μετά το θάνατο της κόρης τους, ο Ρίνο για να φτιάξει το αχούρι που μένει, έτσι ώστε η Πρόνοια να μην του πάρει το παιδί του, το οποίο κυριολεκτικά λατρεύει, με τον τρόπο του φυσικά. Και ο τέταρτος, ο καθυστερημένος για να μη μείνει μόνος, για να μη χάσει την παρέα του, κυρίως την παρέα του Ρίνο που του έχει σταθεί σα μεγάλος αδελφός.
Και ενώ, εκείνη τη μοιραία βραδιά που η βροχή δε λέει να σταματήσει, όλα είναι έτοιμα για το μεγάλο κόλπο, τα πάντα θα ματαιωθούν και θα ματωθούν από μια τυχαία συνάντηση του καθυστερημένου με μια όμορφη κοπέλα. Η βία που ποτέ δεν κοιμάται αναλαμβάνει τα θλιβερά καθήκοντά της. Πρόκειται για ένα πολύ δυνατό μυθιστόρημα που τιμήθηκε με το μεγαλύτερο βραβείο της Ιταλίας, το βραβείο Στρέγκα. Μια παρατήρηση έχουμε μόνο: Κατά τη γνώμη μας μερικές σελίδες θα μπορούσαν να είναι λιγότερο ρεαλιστικές. Ο αναγνώστης και χωρίς αυτές θα ήταν σε θέση να κατανοήσει τη ζωή του περιθωρίου. Η έξοχη μετάφραση είναι του Ανταίου Χρυσοστομίδη. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Καστανιώτη».