Οσοι κοπιάζουν να περιοριστεί η συζήτηση σχεδόν αποκλειστικά στο θέμα των ελλειμμάτων, αποφεύγοντας να μπουν στην ουσία των οικονομικών εξελίξεων και των παραγωγικών σχέσεων, είναι ολοφάνερο ότι στοχεύουν στον αποπροσανατολισμό των εργαζομένων, από το κύριο και το πραγματικά ουσιαστικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν αυτοί και οι οικογένειές τους. Προσπαθούν να υποβαθμίσουν ένα ζήτημα κατ΄ εξοχήν πολιτικό και κοινωνικό, που είναι η συνεχής χειροτέρευση της θέσης των εργαζομένων και η ανάγκη ανατροπής αυτής της πολιτικής συνολικά, σε θέμα διαχείρισης και ισοζυγίου, ανάμεσα στα κρατικά έσοδα και τις δαπάνες. Επιδιώκουν να συσκοτίσουν την ουσία και το περιεχόμενο της καπιταλιστικής κρίσης, που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Θέλουν να παρακάμψουν τα αδιέξοδα που δημιουργεί το καπιταλιστικό σύστημα, να παραγράψουν, τελικά το γεγονός ότι η κρίση - και κατ' επέκταση τα ελλείμματα - δεν είναι αποτέλεσμα ...κακών χειρισμών και λανθασμένων υπολογισμών, αλλά συνέπεια των ίδιων των αντιφάσεων που γεννά το εκμεταλλευτικό σύστημα των οικονομικών σχέσεων και οι οποίες εκφράζονται μέσα από την άσκηση των πολιτικών στήριξης της κυρίαρχης τάξης. Παράλληλα, κραδαίνοντας το φόβητρο των ελλειμμάτων, προετοιμάζουν το κατάλληλο κλίμα εκφοβισμού και εκβιασμού, ώστε να παροπλίσουν τις λαϊκές μάζες, ενόψει της προώθησης των νέων - στρατηγικής σημασίας για το κεφάλαιο - αντιλαϊκών μέτρων και ρυθμίσεων.
Πριν από κάθε σχόλιο για το θόρυβο που έχει ξεσηκωθεί για τα ελλείμματα, είναι απαραίτητο να γίνουν τρεις παρατηρήσεις:
Πρώτη: Είναι εντελώς αυθαίρετο να υποστηρίζεται ότι ένα έλλειμμα της τάξης του 3% θεωρείται ανεκτό, ενώ κάθε ψηλότερο επίπεδο δημιουργεί αδιέξοδες παρενέργειες στην οικονομία. Η ιστορική πείρα έχει αποδείξει ότι και σε περιόδους στασιμοπληθωρισμού, αλλά και σε καπιταλιστικές οικονομίες ισχυρότερες από την ελληνική υπήρχαν δημοσιονομικά ελλείμματα, πολύ υψηλότερα, χωρίς να έρθει η συντέλεια του κόσμου. Ο λόγος που η ΕΕ επιδιώκει τη μείωση των δημόσιων ελλειμμάτων συνδέεται με τις προσπάθειες εξεύρεσης ακόμα περισσότερων πόρων για τη χρηματοδότηση των διαφόρων επιχειρηματικών ομάδων.
Δεύτερη: Με ποια λογική, το δημόσιο χρέος θεωρείται απαγορευτικό να ξεπερνά το 60% του ΑΕΠ της χώρας, τη στιγμή που λαϊκά νοικοκυριά με ετήσιο εισόδημα της τάξης των 30.000 και 35.000 ευρώ ωθούνται στις δαγκάνες του τραπεζικού δανεισμού, για στεγαστικά δάνεια 80.000 και 100.000 ευρώ, που αποτελούν το 285% του οικογενειακού ...ΑΕΠ.
Τρίτη: Το γεγονός ότι σηκώνεται τόσος θόρυβος για την (κατά την άποψη ΕΕ και κυβέρνησης) υπέρβαση κατά 2% στο έλλειμμα, δηλαδή, μιλάμε για ένα κονδύλι 4-5 δισ. ευρώ, τη στιγμή που μόνο τους τελευταίους μήνες έχει σημειωθεί κυριολεκτικά ένα όργιο οικονομικών ενισχύσεων του κεφαλαίου με αρκετές δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ, υποδηλώνει ότι η λεγόμενη υπέρβαση αξιοποιείται από τους κυβερνώντες για άλλους λόγους. Αξιοποιείται ως ευκαιρία, για να ενταθούν οι διαδικασίες προώθησης των αντιδραστικών επιλογών της Λισαβόνας.
Τα ελλείμματα δεν είναι σημερινό φαινόμενο της καπιταλιστικής οικονομίας, ούτε χτεσινό και για την ύπαρξή τους δεν έχουν καμιά απολύτως ευθύνη οι εργαζόμενοι. Εμφανίζονται ως αποτέλεσμα της διαφοράς ανάμεσα στα έσοδα και τις δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού και αυξάνονται συνεχώς, από τη στιγμή που το αστικό κράτος αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο στην αναδιανομή εισοδημάτων. Ποσοστιαία, σε σχέση με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, παρουσιάζουν αυξομειώσεις, ανάλογα με τις προτεραιότητες που, κάθε φορά, καθορίζουν οι ανάγκες του κεφαλαίου και οι πολιτικές σκοπιμότητες.
Στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, τα ελλείμματα, όπως τα υπολογίζουν στην «Γιούροστατ», είχαν καρφωθεί στο 16% και 17%. Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό ότι από το 1985 και για 12 συνεχή χρόνια, το δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν πάντα ποσοστό διψήφιο, δηλαδή τουλάχιστον υπερδιπλάσιο από τα σημερινά του επίπεδα. Κι όμως, τόσα χρόνια, οι κυβερνήσεις εκείνης της περιόδου, αλλά και εκείνες που ακολούθησαν μετά, με το έλλειμμα να κινείται στο 8% και 9%, όχι μόνο δε μιλούσαν για την επερχόμενη καταστροφή της ελληνικής οικονομίας, αλλά αντίθετα βεβαίωναν για τα μεγάλα άλματα που πραγματοποιούνταν.
Τα τελευταία χρόνια, πάντως, πράγματι κάτι αλλάζει στον τομέα των δημοσιονομικών και στον τρόπο κατάρτισης των εθνικών προϋπολογισμών στα πλαίσια της ΕΕ. Βάσει της στρατηγικής του Μάαστριχτ και της Λισαβόνας, για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και της επιχειρηματικότητας συνολικά, το κράτος αποχώρησε από μια σειρά τομείς όπου δραστηριοποιούνταν τις προηγούμενες δεκαετίες (τράπεζες, επικοινωνίες, ενέργεια, μεταφορές, διάφορες υπηρεσίες) δημιουργώντας νέες ζώνες κερδοφόρας δράσης για το κεφάλαιο. Αυτό οδήγησε σταδιακά στη σημαντική μείωση των κονδυλίων που μέσω του προϋπολογισμού χρησιμοποιούνταν για την ανακατανομή των εισοδημάτων. Την ίδια στιγμή, μειώθηκαν δραστικά τα έσοδά του, εξαιτίας της συνεχούς μείωσης των συντελεστών φορολόγησης των κερδών του κεφαλαίου. Με δυο λόγια: Τεράστια ποσά που χρησιμοποιούσε το Δημόσιο μέσω των προϋπολογισμών του, είτε για τη συντήρηση του αστικού κράτους και των μηχανισμών του, είτε για την εκταμίευση κονδυλίων κοινωνικού χαρακτήρα, έπαψαν να υπάρχουν, ενώ ο στρατηγικός στόχος για ακόμα μεγαλύτερη συρρίκνωση του ρόλου του, υποχρεώνει τη λήψη μέτρων για μείωση των όποιων ελλειμμάτων, ώστε να μην υπάρξει στο μέλλον αδυναμία πληρωμής των τραπεζών, που ήδη έχουν δανείσει το Δημόσιο.
Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς πώς, τα τελευταία δέκα χρόνια, εκφράζονται όλα αυτά σε αριθμούς. Την περίοδο, λοιπόν, 1999 - 2008 παρατηρείται η εξής εικόνα:
1) Το 1999 ο Γενικός Κρατικός Προϋπολογισμός, τα ποσά δηλαδή που διαχειρίστηκε το κράτος, ύψους περίπου 50 δισεκατομμυρίων έφταναν στο 44% του ΑΕΠ της χώρας. Πέρσι ο προϋπολογισμός έφτασε τα 88 δισεκατομμύρια ευρώ, ως ποσοστό του ΑΕΠ όμως μειώθηκε στο 36%.
2) Τα έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού το 1999 αντιπροσώπευαν το 30,3% του ΑΕΠ. Οι αλλεπάλληλες μειώσεις της φορολογίας του κεφαλαίου είχαν σαν αποτέλεσμα το 2008 τα έσοδα αυτά να «πέσουν» στο 24,1% του ΑΕΠ.
3) Η παραπάνω εικόνα είχε σαν αποτέλεσμα τη δραστική μείωση των δαπανών κοινωνικού χαρακτήρα, την ακόμα μεγαλύτερη υποχρηματοδότηση των τομέων της Υγείας, της Παιδείας και της Κοινωνικής Πρόνοιας. Αυτό εκφράστηκε με τη μείωση των δημόσιων δαπανών για παρόμοιες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ από 35,2% το 1999, σε μόλις 27% πέρσι.
4) Για όσους επιμένουν στην αντίληψη για το δήθεν πολυδάπανο κράτος εξαιτίας των μισθών και των συντάξεων των εργαζομένων, καλό είναι να τους θυμίζουμε ότι το σύνολο των μισθών των απασχολούμενων στην κεντρική διοίκηση και στα νοσοκομεία της χώρας το 2000 αποτελούσαν το 7,4% του ΑΕΠ, ενώ πέρσι περιορίστηκαν στο 6,7%. Οι δε συντάξεις, για τις οποίες γίνεται τόσος ντόρος το 2000 ήταν στο 2,39% του ΑΕΠ και πέρσι στο 2,38%!
Ετσι δημιουργούνται τα ελλείμματα τα οποία καλούνται τώρα να πληρώσουν οι εργαζόμενοι. Σε μια περίοδο που εντείνεται η επίθεση που δέχεται το λαϊκό νοικοκυριό, με πάγωμα των μισθών, με συνεχείς ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις, με συνεχή απαξίωση των συντάξεων, με την υποχρέωση να πληρώνει όλο και πιο ακριβά τις δήθεν δωρεάν Παιδεία και Υγεία. Η λογική της ολιγαρχίας είναι σαφής: Η ασκούμενη πολιτική πρέπει να εξασφαλίζει τα κέρδη των επιχειρηματικών ομίλων σε βάρος ολόκληρου του λαού και την ίδια στιγμή οι «τρύπες» που προκαλούνται στα δημοσιονομικά, πρέπει να καλύπτονται από τους εργαζόμενους. Είτε διανύουμε περίοδο οικονομικής ανόδου, είτε υπάρχει στασιμότητα, είτε βρισκόμαστε σε φάση οικονομικής κρίσης. Κι όλα αυτά, σε αντιπαράθεση και αποκρύβοντας επιδεικτικά ότι όλα τα τελευταία χρόνια, τα χρόνια της επίθεσης στο λαϊκό εισόδημα και κατακτήσεις τα μεγέθη των κερδών, που κατάφεραν να αποσπάσουν οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι, έχουν γνωρίσει μια πρωτόγνωρη άνθιση. Τα καθαρά τους κέρδη, χρόνο με το χρόνο, ήταν:
Μιλάμε για ένα άθροισμα επίσημων καθαρών κερδών 83,3 δισεκατομμυρίων ευρώ, που τσέπωσαν μια χούφτα μεγαλοκαπιταλιστών και επιχειρηματικών ομίλων. Αυτό και μόνο το στοιχείο επιβεβαιώνει την ορθότητα της θέσης των ταξικών δυνάμεων ότι την κρίση, και τα ελλείμματα, είναι υποχρεωμένοι να καλύψουν εκείνοι που συστηματικά κερδίζουν και απομυζούν τον κοινωνικό πλούτο.