ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 28 Μάη 2000
Σελ. /36
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
ΕΘΝΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Συμφωνία ταξικής συναίνεσης και υποταγής

Τα δικαιώματα και οι διεκδικήσεις των εργαζομένων υποθηκεύτηκαν ξανά στην ΟΝΕ και η ΓΣΕΕ επικρότησε την επιχειρηματολογία των εργοδοτών και της κυβέρνησης για λιτότητα διαρκείας

Τη βδομάδα που πέρασε, «έκλεισε» και τυπικά η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, με την υπογραφή της από τη ΓΣΕΕ και τις εργοδοτικές οργανώσεις ΣΕΒ, ΕΣΕΕ και ΓΣΕΒΕΕ. Η νέα αυτή σύμβαση, διετούς διάρκειας, μοιάζει με ένα κακόγουστο «αστείο» σε βάρος των εργαζομένων, που επαναλαμβάνεται. Για μια ακόμη φορά, οι εργοδότες προέβαλαν την ανάγκη «προστασίας» της οικονομίας, της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας, έτσι ώστε να επιβάλουν τις μικρότερες δυνατές αυξήσεις, τόσο μικρές που μπορούν με ασφάλεια να θεωρηθούν μηδαμινές, ενώ οι εργαζόμενοι βιώνουν την απώλεια σημαντικού μέρους του εισοδήματός τους από μια μακρόχρονη πολιτική λιτότητας που συνεχίζεται και σήμερα.

Αυτή τη φορά, οι εργοδότες θεώρησαν ότι οι αυξήσεις- «ψίχουλα» που προβλέπει η σύμβαση ήταν αναγκαίο να δοθούν ώστε να προστατευτεί το... «εθνικό συμφέρον», το οποίο θα υπηρετηθεί από τη «διατηρησιμότητα» της οικονομίας στην εντός ΟΝΕ εποχή. Αναγνωρίζοντας τη μεγάλη κερδοφορία των επιχειρήσεων ο, μέχρι πριν λίγες μέρες, πρόεδρος του ΣΕΒ, Ι. Στράτος, εξαιρετικά κυνικός, δήλωσε στην προτελευταία διαπραγματευτική συνάντηση, ότι αυτή άλλοτε υπάρχει και άλλοτε όχι. Σε επόμενες δηλώσεις, το μήνυμα που δόθηκε ήταν ότι αυτή η κερδοφορία δεν πρέπει να απειληθεί από τις αυξήσεις των εργαζομένων(!), καθώς τα κέρδη πηγαίνουν σε... επενδύσεις που δημιουργούν ανάπτυξη και αύξηση της απασχόλησης.

Η πρόσφατη συνέλευση του ΣΕΒ, όπου εκφράστηκε η πρόθεσή του για ακόμη δυναμικότερες παρεμβάσεις και η κυβέρνηση διαβεβαίωσε για τις κοινές επιδιώξεις, έρχεται να συμπληρώσει την «εικόνα» της σκλήρυνσης της στάσης του κεφαλαίου. Εξάλλου, απαίτηση του ΣΕΒ ήταν και η προεκλογική εξαγγελία του πρωθυπουργού για την απαλλαγή, των αμειβόμενων με την ΕΓΣΣΕ εργατών, από τις ασφαλιστικές εισφορές. Ενα μέτρο, που, εκτός των άλλων κινδύνων που κρύβει, χρησιμοποιήθηκε για να μη δοθούν πραγματικές αυξήσεις. Ακόμη και ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ έφτασε στο σημείο να μιλάει για 12 - 13% αυξήσεις, σπέρνοντας την τέλεια σύγχυση στους μη ενημερωμένους εργαζόμενους!!!

Ολη αυτή η φαιδρή επιχειρηματολογία έγινε αποδεκτή από την πλειοψηφία της διοίκησης της ΓΣΕΕ (ΠΑΣΚΕ - ΔΑΚΕ). Για μια ακόμη χρονιά, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, Χρ. Πολυζωγόπουλος, δήλωσε απόλυτα ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα της σύμβασης, θεωρώντας ότι προστατεύεται το πραγματικό εισόδημα των εργαζομένων αλλά και ...αυξάνεται. Κατά την επίσημη υπογραφή της σύμβασης, ανέφερε ότι ήταν η καλύτερη δυνατή στις σημερινές συνθήκες. Για μια ακόμη φορά, η ηγεσία της ΓΣΕΕ ικανοποίησε τους εργοδότες και την κυβέρνηση, στήριξε με κάθε μέσο την αντεργατική πολιτική και καταδίκασε τους εργαζόμενους σε ακόμη δυο χρόνια «σφιξίματος του ζωναριού». Μια επίσημη δηλαδή παραδοχή ότι υπερισχύουν όχι τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, αλλά οι επιδιώξεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης, του κεφαλαίου και της κυβέρνησης, που τις ενστερνίζεται και τις προωθεί με προθυμία.

Την ίδια ώρα, το Πανεργατικό Αγωνιστικό Μέτωπο καταδίκαζε τη συμφωνία της ντροπής και επιμένοντας στην πρότασή του για 250.000 βασικό μισθό και 10.000 κατώτερο μεροκάματο, καλούσε τους εργαζόμενους και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις να διεκδικήσουν αγωνιστικά αυτή την πρόταση στις κλαδικές και επιχειρησιακές συμβάσεις που θα ακολουθήσουν μετά την υπογραφή της ΕΓΣΣΕ.

Η υπονόμευση των συμβάσεων

Η ευθύνη της πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ είναι μεγάλη, όχι μόνο γιατί ξεπούλησε την υπόθεση της σύμβασης με τα ποσοστά αυξήσεων που συμφώνησε και τις «θεσμικές» δεσμεύσεις της, αλλά και επειδή με την τακτική της καθυστέρησε σημαντικά την υπογραφή της ΕΓΣΣΕ. Ανάλογα καθυστέρησε και η υπογραφή των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, οι οποίες επιπλέον έχουν πολύ χαμηλό «σημείο εκκίνησης».

Καθώς η ΓΣΕΕ έχει επιλέξει ως μονόδρομο πια και χωρίς προσχήματα τον κοινωνικό διάλογο-απάτη και προσφέρει στους εργοδότες διαρκή «εργασιακή ειρήνη», επηρεάζονται αρνητικά όλοι οι εργασιακοί κλάδοι. Οι εργαζόμενοι αδρανοποιούνται, μένουν έξω από τη διαδικασία διαμόρφωσης, διαπραγμάτευσης και διεκδίκησης των αιτημάτων τους.

Αυτή τη στιγμή είναι «ανοιχτές» πολλές κλαδικές συμβάσεις, των ιδιωτικών υπαλλήλων, των ξενοδοχοϋπαλλήλων και γενικότερα του επισιτισμού-τουρισμού κ.ά. Κάποιες από αυτές βρίσκονται στον Οργανισμό Διαιτησίας και Μεσολάβησης. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, εκεί που οι ταξικές δυνάμεις έχουν πλειοψηφία, βρίσκονται σε μια διαδικασία πάλης για ουσιαστικές αυξήσεις και θεσμικές διεκδικήσεις μέσα από τις συλλογικές τους συμβάσεις. Στον κλάδο του εμπορίου και των ιδιωτικών υπαλλήλων είχαμε και τις πρώτες διαφοροποιήσεις, με το πλαίσιο που κατέθεσαν πέντε σωματεία στους εργοδότες και την Ομοσπονδία τους.

Διάφοροι κλάδοι βρίσκονται σε αναβρασμό, ενώ υλοποιούνται και άλλες παράλληλες πρωτοβουλίες σε αγωνιστική κατεύθυνση, που απαντούν και στην ανάγκη προστασίας των ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Χαρακτηριστικό είναι το πρόγραμμα κινητοποιήσεων της Ομοσπονδίας Κλωστοϋφαντουργίας - Ιματισμού - Δέρματος σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας. Ομοσπονδίες, Εργατικά Κέντρα κλπ. σχεδιάζουν να παρέμβουν και πρωτοβάθμια σωματεία ετοιμάζονται να παλέψουν αυτό το διάστημα για καλύτερες συμβάσεις.

Αυξήσεις μόνο στο όνομα

Για άλλη μια φορά, οι εργαζόμενοι είναι οι χαμένοι της Σύμβασης, καθώς ...προηγείται η ικανοποίηση των εργοδοτών, της κυβέρνησης και της ηγεσίας της ΓΣΕΕ

Απόλυτα ευθυγραμμισμένη με τις επιταγές της Κομισιόν, ικανοποιητική για την εργοδοσία και την κυβέρνηση, αλλά και για την ηγεσία της ΓΣΕΕ, είναι η νέα ΓΣΣΕ. Μόνο οι εργαζόμενοι μένουν έξω από αυτό το κλίμα «ικανοποίησης», καθώς οι αυξήσεις «πείνας» της Σύμβασης εξανεμίζονται από τη γενικότερη αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης, οικονομική και κοινωνική.

Σύμφωνα με τη νέα ΕΓΣΣΕ, το 2000 θα δοθεί ονομαστική αύξηση 3,5%, η οποία επιμερίζεται σε δυο δόσεις, από 1η Γενάρη 2% και από 1η Ιούλη άλλο 1,5%.Επειδή δίνεται σε δυο δόσεις, το πραγματικό ποσοστό αύξησης είναι μόλις 2,8%! Αντίστοιχα, το 2001 προβλέπεται αύξηση 1,8% το πρώτο εξάμηνο και 1,5% το δεύτερο, τυπικά 3,3%, αλλά πραγματικά 2,6%. Σε περίπτωση που ο μέσος πληθωρισμός υπερβεί τις προβλέψεις και δε δίνει αύξηση τουλάχιστον... 1%, τότε η υπέρβαση του πληθωρισμού θα δοθεί στους εργαζόμενους στο τέλος του 2001. Στις αυξήσεις αυτές, προστίθεται ποσοστό 0,7% σαν διορθωτικό από την προηγούμενη Σύμβαση. Δηλαδή, οι εργαζόμενοι παίρνουν τη διαφορά από την υπέρβαση του πληθωρισμού του 1999 στα μέσα του 2000!

Πέρα από τα ποσοστά, το βασικό μεροκάματο είναι τόσο χαμηλό σήμερα, που η δραχμική αύξηση είναι αμελητέα και δείχνει με έναν ακόμη τρόπο την αρνητική πραγματικότητα αυτής της Σύμβασης. Ετσι, το βασικό μεροκάματο θα διαμορφωθεί από 1η Γενάρη του 2000 στις 6.885 δραχμές μεικτά (καθαρά 5.552 δραχμές) και από 1 Ιούλη στις 6.988 δραχμές. Για τους υπαλλήλους ο κατώτατος μισθός διαμορφώνεται από 1η Γενάρη στις 153.643 δραχμές μεικτά και από 1η Ιούλη στις 155.948 δραχμές.

«Κοινωνικός διάλογος» για το ασφαλιστικό

Σε σχέση με τα θεσμικά αιτήματα, που συνήθως σημειώνονται μικρές παραχωρήσεις ως «αντιστάθμισμα» για τις εξευτελιστικές αυξήσεις, αυτή τη φορά σημειώθηκε καίριο χτύπημα στα ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων, με ευθύνη της πλειοψηφίας που έσπευσε απροκάλυπτα να στηρίξει την κυβερνητική πολιτική και σε αυτό το σημείο.

Ειδικότερα, στο άρθρο 13 της Σύμβασης, συμφωνείται η πραγματοποίηση «κοινωνικού διαλόγου» για το ασφαλιστικό, σε μια περίοδο που η πρόθεση της κυβέρνησης για σημαντικές αντιασφαλιστικές ανατροπές είναι πασιφανής και διακηρυγμένη με διάφορους τρόπους! Πολύ περισσότερο, είναι η κυβέρνηση που μέσω του υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Τ. Γιαννίτση, έχει ανακοινώσει ότι θα προχωρήσει σε «κοινωνικό διάλογο», μια στημένη διαδικασία που σκοπό έχει να πείσει τους εργαζόμενους ότι οι αποφάσεις δεν είναι δεδομένες, ενώ στην πραγματικότητα εκκρεμεί μόνο η εκτέλεσή τους.

Παραμερίζοντας κάθε πρόσχημα, η υποταγμένη ηγεσία της ΓΣΕΕ, έθεσε και άξονες γι' αυτό το διάλογο, ανοίγοντας δρόμους για την καλύτερη εφαρμογή των κυβερνητικών και εργοδοτικών σχεδίων. Ετσι, σκοπός αυτού του «διαλόγου» θα είναι, μεταξύ άλλων, και η «αναμόρφωση της κοινωνικής ασφάλισης που προϋποθέτει μέτρα άμεσης απόδοσης και θεσμικές παρεμβάσεις μακράς πνοής στις θεμελιακές πτυχές της».

Προκλητική είναι η αναφορά στη «συγκρότηση συστήματος κεφαλαιοποιητικών και διανεμητικών στοιχείων», για ενοποιήσεις κύριων Ταμείων και κλάδων υγείας Ταμείων, χωρίς να θέτονται όροι και προϋποθέσεις. Ακόμη και το αίτημα για επανασύνδεση των κατώτερων συντάξεων με τα 20 ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη, περιορίζεται σε αυξήσεις στις συντάξεις αντίστοιχες με τις αυξήσεις της ΕΓΣΣΕ. Υστερα από όλα αυτά, ζητείται... τριμερής χρηματοδότηση και πάταξη της εισφοροδιαφυγής και της ανασφάλιστης εργασίας!

Μια ακόμη συμφωνία στα πλαίσια της Σύμβασης, που είχε όμως προαποφασιστεί, είναι αυτή της κάλυψης από τον Λογαριασμό για την Απασχόληση και Επαγγελματική Κατάρτιση (ΛΑΕΚ), των εισφορών ηλικιωμένων ανέργων που βρίσκονται κοντά στο όριο συνταξιοδότησης. Ο λογαριασμός τροφοδοτείται από ειδική εισφορά, εντάσσεται στον ΟΑΕΔ και για να ενεργοποιηθεί η συμφωνία χρειάζεται νομοθετική ρύθμιση. Ωστόσο, ακόμη και σε αυτό το σημείο, αφέθηκε «ανοιχτό» για το μέλλον, η ενίσχυση και εργοδοτών!

Για το 35ωρο δεν υπήρξε κάποια εξέλιξη, καθώς οι εργοδότες το απορρίπτουν, η κυβέρνηση εμφανίζεται να το αντιμετωπίζει θετικά μόνο φραστικά και η ΓΣΕΕ προσπαθεί να το κάνει «ελκυστικό» ακυρώνοντάς το στην ουσία, καθώς αρνείται να το οριοθετήσει στα πλαίσια 7ωρης πλήρους απασχόλησης για πέντε μέρες τη βδομάδα με αύξηση αποδοχών και χωρίς περικοπή ασφαλιστικών δικαιωμάτων.

Μικρά συμπληρώματα

Η ΕΓΣΣΕ προβλέπει ακόμα 30 μέρες άδειας για εργαζόμενους με 10 χρόνια προϋπηρεσία (με 6ήμερη εργασία) και 25 (με 5ήμερη εργασία). Αδεια μητρότητας 17 βδομάδων από 16. Αποζημίωση 125 ημερομισθίων για όσους εργάζονται πάνω από 25 χρόνια. Πέμπτη τριετία στους εργατοτεχνίτες, άδεια φροντίδας υιοθετημένων παιδιών. Εξι μέρες άδεια γάμου για όσους εργάζονται 6ήμερο. Δύο ημέρες άδεια στο πατέρα για γέννηση παιδιού και 12 μέρες το χρόνο για ασθένεια εξαρτώμενων μελών. Θα ζητηθεί επίσης αύξηση αποδοχών από τον ΟΑΕΔ για την άδεια συμμετοχής σε εξετάσεις.


Κείμενα:
Γιώργος ΦΛΩΡΑΤΟΣ

ΠΑΝΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
Ο αγώνας συνεχίζεται!
Καταδικάζοντας το ξεπούλημα της ΕΓΣΣΕ από την πλειοψηφία της ΓΣΕΕ, το ΠΑΜΕ καλεί σε αγώνα για την υπογραφή των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων

Πολύ πριν καταγγελθεί η Εθνική Συλλογική Σύμβαση, το ΠΑΜΕ κατέθεσε μια ολοκληρωμένη πρόταση για διεκδίκηση, μια πρόταση που δεν είχε να κάνει μόνο με τις αυξήσεις, αλλά και με μια σειρά ακόμη ζητήματα, που στο επίκεντρό τους είχαν και έχουν, την προστασία των ασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, το σταμάτημα των ιδιωτικοποιήσεων, τη στήριξη των ανέργων και την αποτελεσματική προφύλαξη των εργασιακών σχέσεων, του 8ωρου και όλων των άλλων δικαιωμάτων που σήμερα θίγονται πολύπλευρα.

Η πρόταση του ΠΑΜΕ στοιχειοθετεί μια ουσιαστική αντεπίθεση στην επίθεση που δέχονται τα δικαιώματα των εργαζομένων από τις αξιώσεις των εργοδοτών και την αντεργατική πολιτική που ασκεί η κυβέρνηση, καθοδηγούμενη από την Ευρωπαϊκή Ενωση.

Τα στελέχη της ΔΑΣ στην ΓΣΕΕ που στηρίζουν το ΠΑΜΕ παρακολούθησαν τις διαπραγματεύσεις και κατάγγειλαν έγκαιρα την τακτική ξεπουλήματος της σύμβασης, αποκαλύπτοντας στους εργαζόμενους όλο το στημένο «παιχνίδι». Ωστόσο, μέχρι και την τελευταία στιγμή, στην ολομέλεια της διοίκησης της ΓΣΕΕ, που έγινε πριν την τελευταία διαπραγματευτική συνάντηση, προσπάθησαν να πείσουν την πλειοψηφία να επιλέξει μια άλλη στάση και να αντιπαρατεθεί στις αξιώσεις του ΣΕΒ και τις κατευθύνσεις της κυβέρνησης.

Η βασική πρόταση του ΠΑΜΕ είναι ουσιαστικά μέτρα στήριξης για τους ανέργους. Γενναίες αυξήσεις των συντάξεων, ιδιαίτερα των χαμηλότερων. Δημόσια και δωρεάν υγεία και παιδεία. Να σταματήσει η χώρα μας να είναι προκεχωρημένο φυλάκιο των ιμπεριαλιστών. Κατώτερο μεροκάματο 10.000 δραχμών, κατώτερο μισθό 250.000 δραχμών, με τη λογική ότι πρέπει οι εργαζόμενοι να αναπληρώσουν μέρος των μεγάλων απωλειών που είχαν τα προηγούμενα χρόνια, να καρπωθούν τμήμα της εξαιρετικής κερδοφορίας των επιχειρήσεων που επιτεύχθηκε χάρη σ' αυτούς και να ικανοποιήσουν κύριες ανάγκες τους.

Η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ επέλεξε τελικά αυξήσεις «πείνας» και υποθήκευση των αναγκών και των δικαιωμάτων των εργαζομένων στην αύξηση των υπερκερδών του κεφαλαίου, μέσα από τη «διατηρησιμότητα» στη μετα-ΟΝΕ περίοδο.

«Η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ ξεπούλησε για μια ακόμα φορά την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας», τόνιζε χαρακτηριστικά η Γραμματεία του ΠΑΜΕ σε ανακοίνωσή της, μετά την υπογραφή της σύμβασης, προσθέτοντας ότι η πλειοψηφία: «Αποδέχτηκε όλες τις προτάσεις των εργοδοτών για να διασφαλιστεί η περίφημη "εργασιακή ειρήνη" που απαιτούν τα αφεντικά της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αποτελεί πρόκληση πρώτου μεγέθους για τους εργαζόμενους, άνεργους, νέους και όλους όσοι πλήττονται από αυτή την αντεργατική, αντιλαϊκή πολιτική, την ίδια στιγμή που οι εργοδότες θησαυρίζουν, την ίδια στιγμή που το κεφάλαιο στην Ελλάδα είναι το δεύτερο σε κερδοφορία μετά τις ΗΠΑ, οι κυβερνητικοί υπάλληλοι της ΓΣΕΕ να συμφωνούν σε μεροκάματο 5.350 καθαρό και μισθό 115.212 το μήνα. Με αυτά τα χρήματα εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι που πληρώνονται με βάση την Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας θα πρέπει να ζήσουν. Με αυτή την απαράδεκτη συμφωνία επιχειρούν να προδιαγράψουν και την κατάληξη των κλαδικών συμβάσεων, που αυτή την περίοδο είναι ανοιχτές».

Επίσης, το ΠΑΜΕ στην ίδια ανακοίνωση τόνιζε: «Καταγγέλλει και καταδικάζει το ξεπούλημα της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας που οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερη φτώχεια και ανέχεια εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους. Η πρόταση του ΠΑΜΕ για 10 χιλιάδες δρχ. κατώτατο μεροκάματο και 250 χιλιάδες δρχ. κατώτατο μισθό παραμένει και σήμερα στόχος και διεκδίκηση από το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα. Τα σωματεία, οι Ομοσπονδίες, τα Εργατικά Κέντρα, που απορρίπτουν τη σύμβαση ντροπής, έχουν χρέος να πάρουν την υπόθεση της υπογραφής ικανοποιητικών κλαδικών συμβάσεων στα χέρια τους. Ο συμβιβασμός και η υποταγή της πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ στις κυβερνητικές - εργοδοτικές επιταγές αναδείχνουν την ανάγκη για μια άλλη πορεία του συνδικαλιστικού κινήματος. Μια πορεία αγώνα, ανυπακοής και αντίστασης απέναντι στο κεφάλαιο, την κυβέρνηση και την Ευρωπαϊκή Ενωση».

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ - ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
Σαφείς αντεργατικές παρεμβάσεις

Η πολιτική περιορισμού των αυξήσεων στους μισθούς είναι αδιαπραγμάτευτη για την Κομισιόν και την κυβέρνηση

Η κυβερνητική παρέμβαση στις... ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις για την ΕΓΣΣΕ ήταν συστηματική και έντονη, έχοντας σαν σημείο εκκίνησης τη σχετική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Σε όλες τις τελευταίες Συνόδους Κορυφής, όπου συζητήθηκαν ζητήματα απασχόλησης - σύνοδοι για τα αποτελέσματα των οποίων θριαμβολόγησε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ - υπήρξαν σαφείς αναφορές στο αντεργατικό πλέγμα μέτρων που πρέπει να ακολουθηθεί αλλά και στις επεμβάσεις που πρέπει να γίνουν σχετικά με τις εργατικές διεκδικήσεις και πολύ συγκεκριμένα, το εισόδημα, στην κατεύθυνση του περιορισμού του.

Τελευταία παρέμβαση τέτοιου είδους, ήταν η «έκθεση» της Κομισιόν σχετικά με την ένταξη της χώρας στο τελικό στάδιο της ΟΝΕ. Στην έκθεση αυτή δίνεται έμφαση στη βασική σημασία «μισθών και εργατικού κόστους». Εχει σημασία, τόσο για την πολιτική που άσκησε η κυβέρνηση όσο και αυτή που ασκεί και θα ασκήσει, ότι η Κομισιόν κρίνει πως η ελληνική οικονομία στηρίχτηκε στην «αυστηρή δημοσιονομική πολιτική και συγκρατημένες μισθολογικές αυξήσεις».

Σχετικά με αυτό, η οδηγία της Κομισιόν ήταν σαφής: Οι επιδόσεις της οικονομίας μπορούν να προστατευτούν αν «η δημοσιονομική πολιτική παραμείνει αυστηρή και συνεχιστούν οι συγκρατημένες μισθολογικές αυξήσεις». Μέσα από την ΕΓΣΣΕ γίνεται πράξη αυτή η κατεύθυνση, αποδεικνύοντας του λόγου το αληθές για την κυβερνητική παρέμβαση, το στόχο της, αλλά και το ρόλο της φιλοκυβερνητικής και ευρωυποταχτικής πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ.

Η Κομισιόν κρίνει στην ίδια έκθεση ότι η προηγούμενη διετής ΕΓΣΣΕ που υπογράφτηκε το 1998 ήταν ένα «σημαντικό βήμα» προς την καθιέρωση συγκρατημένων μισθολογικών αυξήσεων. Αξία έχει, σχετικά με τις αυξήσεις που προβλέπει η νέα σύμβαση και το πόσο θα ωφεληθούν οι εργαζόμενοι από αυτές, η πρόβλεψη της Κομισιόν ότι η μείωση των επιτοκίων «θα περιορίσει το εισόδημα των νοικοκυριών κατά 3% του ΑΕΠ».

Παράλληλα, ήταν σαφής η αναφορά ότι «μια κατάλληλη διετής συλλογική σύμβαση» θα συνέβαλε «στη συγκράτηση του κόστους εργασίας», κάτι για το οποίο δεσμεύτηκε η κυβέρνηση.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ